Σωτήρη Δαμιανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 211/97., 29 Ιουλίου, 1998 Σωτήρη Δαμιανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 211/97., 29 Ιουλίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 211/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Σωτήρη Δαμιανού,

Αιτητή

και

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_________________

29 Ιουλίου, 1998.

Για τον αιτητή: Ι. Νικολάου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Κ. Χ” Ιωάννου.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης (“η προσβαλλόμενη απόφαση”) της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (“η Α.ΤΗ.Κ.”) με την οποία “προάχθηκε από την 1.2.97 στην θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας ‘Β’ Τεχνικού Προσωπικού αντί του αιτητή ο Ηρακλής Σάββα (“το Ε.Μ.”).

Ο κύριος λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι η έλλειψη αιτιολογίας. Παρίσταται επομένως ανάγκη να παρατεθεί το σχετικό μέρος της:

“Ενώπιον του Συμβουλίου τέθηκαν τα πρακτικά της συνεδρίασης 36/96 του Συμβουλίου Προσωπικού και η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή ... Το Συμβούλιο προχώρησε σε διεξοδική μελέτη και συζήτηση όλων των δεδομένων και στοιχείων των υποψηφίων που είχε ενώπιον του και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού - της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή και του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους και/ή οι υπηρεσιακές τους εκθέσεις και/ή τα ΄Εντυπα Αξιολογήσεως τους και διαπίστωσε τα ακόλουθα για τον καθένα από αυτούς ........................................... .....................

Ο υποψήφιος Σωτήριος Δαμιανού (αιτητής) (579) κρίνεται ως εξαιρετικός υπάλληλος, που διακρίνεται για την πρωτοβουλία, αξιοπιστία και άριστη επαγγελματική του κατάρτιση. Ο ζήλος που επιδεικνύει είναι αξιοθαύμαστος και η συμπεριφορά του εμπνέει εμπιστοσύνη και σεβασμό.

.................................. .................................................. ............

Ο υποψήφιος Ηράκλης Σάββα (2275) κρίνεται ως τακτικός και επιμελής υπάλληλος με ψηλό αίσθημα ευθύνης. Το υπηρεσιακό του ενδιαφέρον βρίσκεται σε αξιοζήλευτα επίπεδα, ενώ αναλαμβάνει συχνά πρωτοβουλίες και έχει ικανότητες για καθοδήγηση και υποκίνηση του προσωπικού, ιδιαίτερα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η συνεργασία με τους υφιστάμενους του, προϊσταμένους του και τρίτους είναι εξαίρετη. Οι ικανότητές του γενικά τον καθιστούν ένα εξαίρετο υπάλληλο με εξαίρετη απόδοση.

.................................. .................................................. ............

Το Συμβούλιο, κατά την εξέταση των ενώπιόν του στοιχείων, σταθμίζοντας την επίδοση και απόδοση των υποψηφίων, διαπίστωσε ότι οι βαθμολογίες των υποψηφίων Φίλιππου Χριστοφίδη (2807), Ηρακλή Σάββα (2275) και Σωτήρη Δαμιανού (579) βρίσκονται στα ίδια επίπεδα και τα σχόλια των προϊστάμενων τους είναι ουσιαστικά παρόμοια.

΄Ομως, το Συμβούλιο έκρινε ότι ουσιαστικά καταλληλότεροι για τις προς πλήρωση θέσεις είναι οι υποψήφιοι Φίλιππος Χριστοφίδης (2807) και Ηρακλής Σάββα (2275), γι’ αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας ‘Β’ Τεχνικού Προσωπικού προς πλήρωση των κενών θέσεων.

Το Συμβούλιο, κατά την κρίση του, πέραν από τη γενική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, έλαβε σοβαρά υπόψη και το γεγονός ότι οι πιο πάνω δύο υποψήφιοι συστήνονται τόσο από το Συμβούλιο Προσωπικού, ομόφωνα όσο και από το Γενικό Διευθυντή.”

 

Καθώς φαίνεται από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης το Συμβούλιο της Α.ΤΗ.Κ. έλαβε σοβαρά υπόψη τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Παραθέτω το σχετικό μέρος τους:

“Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού προς την Αρχή για πλήρωση δύο κενών θέσεων Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄ Τεχνικού Προσωπικού .................................................. .........

Αξιολόγηση υποψηφίων.

Το Συμβούλιο Προσωπικού προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκριση των 44 υποψηφίων μεταξύ τους, και λαμβάνοντας υπόψη, στο σύνολό τους, τα κριτήρια που καθιερώνει ο Καν. 10(7), όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 163/90 - 13.7.90, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας/(΄Εκθεση Προόδου), Προαγωγής (ΦΠ/Π) στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις και στα ΄Εντυπα Αξιολογήσεως καθώς και τα άλλα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, περιλαμβανομένης της υπηρεσίας στα διάφορα τμήματα της Αρχής.

.................................. .................................................. ............

΄Υστερα από την πιο πάνω αναφερόμενη αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους, το Συμβούλιο Προσωπικού ομόφωνα συμβουλεύει την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των δύο κενών θέσεων Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄ Τεχνικού Προσωπικού προάγοντας τους πιο κάτω ουσιαστικά καταλληλότερους υποψηφίους:

1. Φίλιππος Χριστοφίδης.

2. Ηράκλης Σάββα.

Το Συμβούλιο Προσωπικού, κατά τη σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων μεταξύ τους, στάθμισε τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση καθώς και εκείνο της ουσιαστικής καταλληλότητας, στο οποίο περιλαμβάνονται, η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων και έκρινε ότι ουσιαστικά καταλληλότεροι για προαγωγή είναι οι πιο πάνω δύο υπαλλήλοι.”

Η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή:

“Μελέτησα τα πρακτικά της συνεδριάσεως 36/96 του Συμβουλίου Προσωπικού και παραθέτω πιο κάτω τις απόψεις και την Εισήγησή μου για πλήρωση των κενών θέσεων:

.................................. .................................................. ............

Από τη διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων για τους κρινόμενους υπαλλήλους και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού και του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους ή και οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις ή και τα ΄Εντυπα Αξιολογήσεως τους, διαπιστώνω ότι η Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού είναι σωστή και δικαιολογημένη, γι΄ αυτό και εισηγούμαι την προαγωγή των υπαλλήλων Φίλιππου Χριστοφίδη (2807) και Ηράκλη Σάββα (2275) στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας ‘Β’ Τεχνικού Προσωπικού.

Κατά την άποψή μου οι πιο πάνω υπάλληλοι υπερέχουν των υπόλοιπων υποψήφιων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες και είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας ‘Β’ Τεχνικού Προσωπικού.”

Η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή, που σχετίζεται με την έλλειψη αιτιολογίας, έχει επικεντρωθεί στο πιο κάτω μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης:

“Το Συμβούλιο, κατά την εξέταση των ενώπιον του στοιχείων, σταθμίζοντας την επίδοση και απόδοση των υποψηφίων, διαπίστωσε ότι οι βαθμολογίες των υποψηφίων Φίλιππου Χριστοφίδη (2807), Ηράκλη Σάββα (2275) και Σωτήρη Δαμιανού (579) βρίσκονται στα ίδια επίπεδα και τα σχόλια των Προϊσταμένων τους είναι ουσιαστικά παρόμοια.”

Με αφορμή το πιο πάνω απόσπασμα και τη διαπίστωση του Συμβουλίου της Α.ΤΗ.Κ. ότι οι δύο επιλεγέντες υποψήφιοι είναι “ουσιαστικά καταλληλότεροι για τις προς πλήρωση θέσεις” ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι είναι άγνωστο τί περιλαμβάνει η “ουσιαστική καταλληλότητα” η οποία - μάλιστα - έπεται της διαπίστωσης για ισοδυναμία στα στοιχεία της επίδοσης και απόδοσης και στα σχόλια των προϊσταμένων.

Σε σχέση με τη σύσταση του Διευθυντή, σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει του αιτητή σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι το Συμβούλιο της Α.ΤΗ.Κ. “σαφώς διαφωνεί με τη σύσταση αφού καθαρά δηλώνει ότι οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι στα πιο πάνω στοιχεία”. Παρά τη διαφωνία του το Συμβούλιο της Α.ΤΗ.Κ. επιμένει να υιοθετεί τη σύσταση του Διευθυντή με αποτέλεσμα - όπως το έθεσε - “να δημιουργείται κραυγαλέα αντίφαση γιατί από την μια η Αρχή δεν δέχεται τους λόγους που οδήγησαν το Διευθυντή στην εισήγηση του και από την άλλη η Αρχή καταλήγει στο αυτό αποτέλεσμα επιλογής επικαλούμενη ακριβώς και τη σύσταση την οποία ουσιαστικά στον πυρήνα της είχε αμέσως προηγουμένως απορρίψει”.

Σε σχέση με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε:

“Ως προς την πείρα ο αιτητής είναι αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους στη κατεχόμενη θέση. Το Συμβούλιο Προσωπικού δεν αναφέρει τίποτε που να μπορεί, παρά την αρχαιότητα του αιτητή, να θεμελιώσει μεγαλύτερη πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους ούτε και μπορεί το Δικαστήριο μόνο να αναζητήσει και πρωτογενώς να προβεί σε τέτοια ευρήματα, εν όψει της παντελούς έλλειψης σχετικής απόφασης από τους καθ΄ ων η αίτηση. Τα προσόντα του αιτητή είναι προφανώς ανώτερα του ενδιαφερόμενου μέρους. Η γενική υπηρεσιακή εικόνα δεν εξειδικεύεται και είναι ακατανόητο ο αιτητης να υπερέχει ή/και να ισοδυναμεί με το ενδιαφερόμενο μέρος στα επί μέρους υπηρεσιακά στοιχεία και στην συνολική υπηρεσιακή εικόνα που συντίθεται από τα ίδια αυτά στοιχεία ο αιτητής να υστερεί.”

Τα κριτήρια με τα οποία διενεργούνται οι προαγωγές καθορίζονται από τον Καν. 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 (όπως έχουν τροποποιηθεί) (παρατίθενται στη σελ. 3 πιο πάνω)

Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του Καν. 10(7) βάθρο διαπίστωσης “της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης και της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων” είναι τα στοιχεία των προσωπικών τους φακέλων, των φύλλων ποιότητας και των φύλλων προαγωγής τους.

Είναι πρόδηλο από το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι αφού το Συμβούλιο εξέτασε το πιο πάνω βάθρο διαπίστωσε ότι οι δύο υποψήφιοι “βρίσκονται στα ίδια επίπεδα” σε ότι αφορά την επίδοση και απόδοση. Στη συνέχεια έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι “ουσιαστικά καταλληλότερος” για να προχωρήσει να αναφέρει ότι “πέραν από την γενική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων” λήφθηκαν σοβαρά υπόψη και οι συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή.

Από το κείμενο της τελευταίας παραγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σελ. 2) δεν είναι εντελώς καθαρό κατά πόσο με τη φράση “πέραν από τη γενική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων” το Συμβούλιο αναφέρεται στη διαπιστωθείσα ισοδυναμία των υποψηφίων ή εννοεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει του αιτητή στο στοιχείο της υπηρεσιακής εικόνας.

Είναι νομολογημένο ότι η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων πρέπει να είναι καθαρή (“clear”) (Βλ. Mavromatis v. Educational Service Committe (1974) 3 C.L.R. 226) και δεν πρέπει να είναι δυσνόητη ή ασαφής. Δεν πρέπει να αφήνει οποιεσδήποτε πραγματικές και ουσιαστικές αμφιβολίες σε ένα ενημερωμένο αναγνώστη (Βλ. Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98). Η πιο πάνω διαπίστωση μου ότι η αιτιολογία πάσχει από έλλειψη καθαρότητας την καθιστά πλημμελή με αποτέλεσμα να οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Περαιτέρω: Το κριτήριο της ουσιαστικής καταλληλότητας αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως. Ωστόσο, όπως ρητώς προβλέπεται από τον Καν. 10(7), η ουσιαστική καταλληλότητα προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου κλπ.. ΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω ο έλεγχος των στοιχείων που παρέχουν τη βάση για την αξιολόγηση της επίδοσης και απόδοσης κατέληξε στη διαπίστωση για ισοδυναμία των δύο υποψηφίων. Στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται με βάση ποιά στοιχεία το Συμβούλιο της Α.ΤΗ.Κ. κατέληξε στη διαπίστωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι “ουσιαστικά καταλληλότερος”. Αν αυτή η διαπίστωση - για ουσιαστική καταλληλότητα του Ε.Μ. - έχει σαν βάθρο το περιεχόμενο των φακέλων αυτή είναι αντιφατική προς τη διαπίστωση για ισοδυναμία αναφορικά με τα στοιχεία της επίδοσης και απόδοσης, η οποία, όπως και η διαπίστωση για ουσιαστική καταλληλότητα, βασίζεται πάνω στο περιεχόμενο των φακέλων. Για το λόγο αυτό είναι αναιτιολόγητη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 186-187: “Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστούσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, η περιλαμβάνουσα αντιφατικάς προτάσεις, αναιρούσας αλλήλας”).

Περαιτέρω αν η κρίση για ουσιαστική καταλληλότητα του ενδιαφερόμενου μέρους έχει σαν βάθρο το περιεχόμενο των φακέλων τότε πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας γιατί δεν κάμνει αναφορά στα στοιχεία τα οποία οδήγησαν στη σχετική διαπίστωση. Πρόκειται για αιτιολογία η οποία δεν παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της και είναι τόσο ασαφής και αόριστη ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο. Τέτοια αιτιολογία δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου (πιο πάνω), Δαγτόγλου, “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, 3η έκδοση, 1992, παραγ. 636, 646 και 647 - Βλ. και Ι. Σαρμά, “Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, σελ. 130: “Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό”).

Η ελλείπουσα αιτιολογία της κρίσης περί “ουσιαστικής καταλληλότητας” δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 185.186: “Η εκ του φακέλλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήση μόνον, εφ΄ όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλλου, διότι άλλως, το Σ.Τ.Ε. θα έπρεπε ν΄ αναζητήση και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, όποτε θα υποκαθίστατο εις την αρμόδιαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ΄ ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267/45, 1144/64”).

Από την εξέταση των στοιχείων των φακέλων δεν προκύπτει ευθέως και αμέσως υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στο στοιχείο της “ουσιαστικής καταλληλότητας”. Ακολουθεί πως η - αναιτιολόγητη - κρίση περί “ουσιαστικής καταλληλότητας” του ενδιαφερομένου μέρους δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου.

Το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Α.ΤΗ.Κ. έλαβε σοβαρά υπόψη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή δεν είναι ικανό για να θεραπεύσει τις πιο πάνω πλημμέλειες στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτό θα ήταν δυνατόν μόνο σε περίπτωση που η αιτιολογία της μιας από τις δύο ή η αιτιολογία και των δύο συστάσεων θα ήταν ικανή να στηρίξει επαρκώς την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 189, Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562, Yerasimou v. Republic (1978) 3 C.L.R. 267). Η αιτιολογία των δύο συστάσεων δεν είναι ικανή να στηρίξει επαρκώς την νομιμότητα ή την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, τον οικείο Νόμο και τους πιο πάνω Κανονισμούς η κρίση για την καταλληλότητα των υποψηφίων ανήκει στο Συμβούλιο της Α.ΤΗ.Κ.. Η γνώμη του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή αποτελούν ένα από τα στοιχεία για τη διαμόρφωση της κρίσης του Συμβουλίου της Αρχής. Πρόσθετα και οι δύο συστάσεις έρχονται σε αντίθεση με την πιο πάνω διαπίστωση του Συμβουλίου της Α.ΤΗ.Κ. για ισοδυναμία των δύο υποψηφίων. Επομένως η αποδοχή των συστάσεων και η απόδοση οποιασδήποτε βαρύτητας σε αυτές καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αντιφατική (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-187 - το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται στη σελ. 6 της απόφασης μου).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £300.-

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο