(1998) 4 ΑΑΔ 837
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
271/96, 280/96 και 331/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση αρ. 182/96
ΜΕΤΑΞΥ:
Κυριακής Σολωμού-Μαραγκού, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
Υπόθεση αρ. 270/96
ΜΕΤΑΞΥ
:Κώστα Στρούθου, Μήλου 3Α,
΄Αγιος Ιωάννης, Λεμεσός
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
Υπόθεση αρ. 271/96
ΜΕΤΑΞΥ
:Αντρούλας Χρ. Περικλέους, ΄Ιωνος Δραγούμη 14Α
΄Αγιος Ιωάννης, Λεμεσός
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
Υπόθεση αρ. 280/96
ΜΕΤΑΞΥ
:Μαρίας Αρτεμίου - Μουταφή
από τη Λακατάμια
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
____________
Υπόθεση αρ. 331/96
ΜΕΤΑΞΥ
:Μαριάνας Αρχοντούλη Παπαδοπούλου,
από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
22 Σεπτεμβρίου, 1998
Για την αιτήτρια στην 182/96 : Α. Κωνσταντίνου.
Για τον αιτητή στην 270/96 : Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου (κα)
για Ε. Ευσταθίου.
Για την αιτήτρια στην 271/96 : Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου (κα)
για Ε. Ευσταθίου.
Για την αιτήτρια στην 280/96 : Α. Σ. Αγγελίδης.
Για την αιτήτρια στην 331/96 : Ξ. Φωτίου (κα).
Για τους καθ΄ ων η αίτηση σε : Ευγ. Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα)
όλες τις υποθέσεις Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για
Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη : Αλ. Λυκούργου (κα) για Τάσσο
σε όλες τις υποθέσεις (πλην Παπαδόπουλο και Σια.
του ενδ. μέρους Μαρίας
Χριστοδούλου)
Για το ενδιαφερόμενος μέρος : Γ. Γεωργίου (κα ) για Α. Λεμονάρη.
Μαρία Χριστοδούλου σε όλες
τις υποθέσεις
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις παρούσες προσφυγές αξιώνεται η ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Λειτουργού Ευημερίας, 3ης Τάξης, (Τακτικός Προϋπολογισμός), Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, που πραγματοποιήθηκε στις 15.2.1996. Για τη θέση υποβλήθηκαν συνολικά 122 αιτήσεις. Από τους 88 υποψήφιους που η Συμβουλευτική Επιτροπή κάλεσε σε γραπτές εξετάσεις προσήλθαν οι 68. Πενήντα από τους υποψήφιους πέτυχαν στη γραπτή εξέταση, ενώ οι υπόλοιποι αποκλείστηκαν γιατί δεν εξασφάλισαν τη βάση ή δεν προσήλθαν στην εξέταση. Στους επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση περιλαμβάνονται τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι επιτυχόντες υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή επέλεξε 32 υποψήφιους που είχαν εξασφαλίσει τη ψηλότερη βαθμολογία, τους οποίους και παρέπεμψε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως “η Επιτροπή”). Στους υποψήφιους που παραπέμφθηκαν συμπεριλαμβάνονται όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και οι αιτητές, πλην της Κυριακής Σολωμού-Μαραγκού, αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 182/96.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 7.11.1994 αποφάσισε να δώσει μεγαλύτερο βάρος στην προφορική εξέταση (60%), έναντι της γραπτής εξέτασης (40%) και τούτο γιατί η φύση των καθηκόντων της θέσης απαιτούσε, για να χρησιμοποιήσουμε το λεκτικό της Επιτροπής, “ισχυρή προσωπικότητα, ωριμότητα, ικανότητα έκφρασης και επικοινωνίας, στοιχεία που μπορούν να εξαχθούν μέσα από μια προσωπική συνέντευξη”.
Στις 5.12.1995 η Επιτροπή απέρριψε την ένσταση της Κυριακής Σολωμού Μαραγκού για μη περίληψή της στον τελικό κατάλογο. Στις 18.12.1995 η Επιτροπή ενημερώθηκε από τη Γραμματεία της ότι οι κενές θέσεις, ήταν δεκατέσσερις και όχι οκτώ που είχαν κατ΄ αρχή προκηρυχθεί.
Στις 19.12.1995 ολοκληρώθηκαν οι προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων από την Επιτροπή στην παρουσία της Διευθύντριας των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Στην ίδια συνεδρία μετά την αποχώρηση της Διευθύντριας, η Επιτροπή προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων και στη συνέχεια προχώρησε στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.
Οι αιτητές προβάλλουν σειρά νομικών ισχυρισμών. Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 182/96 Κυριακή Σολωμού Μαραγκού ισχυρίζεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παράνομα ανέτρεψε τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων δίδοντας βάρος στην προφορική εξέταση και εξουδετερώνοντας έτσι τη ψηλή βαθμολογία που η αιτήτρια πέτυχε στις γραπτές εξετάσεις. Είναι η θέση της συγκεκριμένης αιτήτριας ότι η πράξη αυτή συνιστά κατάχρηση εξουσίας.
Η αιτήτρια είχε εξασφαλίσει στη γραπτή εξέταση βαθμολογία 73, ενώ στην προφορική 57. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτήτρια στη γραπτή εξέταση κατετάγη έκτη, δεν κατόρθωσε όμως να περιληφθεί στον προκαταρκτικό κατάλογο που αποτελείτο από τριάντα δύο υποψηφίους, όπως προβλέπεται από το άρθρο 33 (6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε προγενέστερο στάδιο η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε αποστείλει την έκθεσή της, με κατάλογο των υποψηφίων στην Επιτροπή, με βάση μόνο τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των δύο βαθμολογιών, της γραπτής και προφορικής εξέτασης και αφού έλαβε υπ΄ όψιν την απόφασή της για επιμερισμό της σημασίας των δύο εξετάσεων σε 60% και 40%.
Η Επιτροπή με επιστολή της στη Συμβουλευτική Επιτροπή ζήτησε όπως παρασχεθούν περαιτέρω στοιχεία και διευκρινίσεις για την αξία των συστηνομένων υποψηφίων, γιατί θεώρησε ότι τα αποτελέσματα των βαθμολογιών δεν ήταν από μόνα τους αρκετά για να καταλήξει σε σχετική απόφαση.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε στις 11.10.1995 συμπληρωματική έκθεση στην οποία αναφέρεται απλώς ότι κατά την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων και τον καταρτισμό του προκαταρκτικού καταλόγου έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα σχετικά στοιχεία, δηλαδή τα προσόντα, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλλων, τις υπηρεσιακές εκθέσεις, τις εμπειρίες των υποψηφίων καθώς τέλος και τη συνολική βαθμολογία που εξασφάλισαν στη γραπτή και προφορική εξέταση.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την επιμέτρηση του 40% με 60% στις δύο εξετάσεις αντίστοιχα δεν είναι αιτιολογημένη. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν είχε εν πάση περιπτώσει το δικαίωμα να δώσει μεγαλύτερη σημασία στην προφορική εξέταση, ενώ τέλος παραγνωρίστηκε η πείρα των οκτώ χρόνων που η ίδια είχε στο Κοινοτικό Κέντρο Ευημερίας Κλήρου.
Θεωρώ την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να προσδώσει μεγαλύτερη σημασία στην προφορική εξέταση, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έχοντας υπ΄ όψιν τις ανάγκες της συγκεκριμένης θέσης επέλεξε να βασιστεί περισσότερο στην προφορική εξέταση.
΄Οπως τονίζεται και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Vantieghem και άλλων (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, 125, ανάλογα με την ποιότητα του περιεχομένου του διαγωνισμού και τη φύση των καθηκόντων της θέσης, η προφορική δοκιμασία έχει επίσης σημασία. Αναμένεται όμως να αιτιολογείται η τελική επιλογή και με αναφορά στη διαφορά βαθμολόγησης στους δύο διαγωνισμούς. Εν όψει των πιο πάνω θεωρώ ότι η σχετική απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν μέσα στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω θεωρώ τη δοθείσα αιτιολογία επαρκή γιατί στο σχετικό πρακτικό παρατίθεται σαφώς ο λόγος για τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση.
Δεν παραγνωρίζω τους κινδύνους και την ανάγκη διαφύλαξης του αδιάβλητου της επιλογής με την εμμονή σε αδιάσειστα στοιχεία όπως είναι τα αποτελέσματα σε γραπτή εξέταση, φόβοι που επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση ΄Ανδρη Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου, Υποθ. Αρ. 512/92, ημερ. 4.6.1993, όμως από την άλλη δεν μπορούμε να μην λαμβάνουμε υπ΄ όψιν τις ειδικές ανάγκες που προκύπτουν κατά την πλήρωση διάφορων θέσεων. Παρά τον γνωστό κανόνα του ότι πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο γραπτό διαγωνισμό, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν παύει να έχει δικαίωμα με βάση το άρθρο 33(4) του Νόμου 1/90 να προβαίνει και σε προφορική εξέταση.
Αναφορικά με το επιχείρημα της αιτήτριας για την κατοχή πείρας θα πρέπει να πούμε ότι η πείρα αυτή δεν αντιμετωπίζεται μέσα στα πλαίσια της διάθεσης πείρας υπό μορφή πλεονεκτήματος που προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας γιατί μια τέτοια πείρα η αιτήτρια όπως και η ίδια παραδέχεται δεν διέθετε, αλλά μέσα στα πλαίσια της εκτίμησης της αξίας της.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή φαίνεται ότι για να καταλήξει στην απόφασή της και να αποκλείσει την αιτήτρια από τον κατάλογο των συστηθέντων έλαβε υπ΄ όψιν της όλα τα ενώπιόν της στοιχεία. Μεταξύ αυτών και τις εμπειρίες των υποψηφίων από τη μια, αλλά και τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής τους εξέτασης.
Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την αντιμετώπιση στην υπόθεση Γιαννάκης Παπαγιάννης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1109/95, ημερ. 23.10.1997, στην οποία παραγνωρίστηκαν πλήρως τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης και επικράτησε η εντύπωση που τα μέλη της Επιτροπής σχημάτισαν από τις συνεντεύξεις των υποψηφίων, κάτι που δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση. Από το φάκελλο της υπόθεσης φαίνεται ότι η προφορική εξέταση ήταν γνωσιολογικού μάλλον περιεχομένου και συνεπώς η βαθμολογία ανταποκρίνεται στο επίπεδο των γνώσεων των υποψηφίων. Αντίθετα στην προφορική εξέταση έχουμε την εικόνα που έδωσαν για την εν γένει προσωπικότητά τους. Επίσης επισημαίνεται ότι στην υπόθεση Παπαγιάννης, ανωτέρω, οι διαπιστώσεις των δύο επιτροπών που έκαμαν τις συνεντεύξεις απείχαν μεταξύ τους, ενώ τονίζεται ότι οι εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις δεν ήταν τέτοιες που να δικαιολογούσαν την πλήρη παραγνώριση των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης. Με άλλα λόγια δεν τίθεται στην παρούσα υπόθεση θέμα ασαφούς αιτιολογίας της μη προτίμησης της αιτήτριας που είχε πετύχει καλή θέση στις γραπτές εξέτασεις. Η αιτιολογία που δόθηκε συνίσταται σε αριθμητική αποτίμηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκής, γενική ή αόριστη.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα του απαιτούμενου προσόντος της κατοχής καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή στο σχετικό πρακτικό φαίνεται ότι ικανοποιήθηκε ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι απόφοιτοι αναγνωρισμένων σχολών μέσης παιδείας στις οποίες διδάκτηκε η αγγλική γλώσσα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι υποψήφιοι ικανοποιούσαν το σχετικό προσόν. Η Συμβουλευτική Επιτροπή φαίνεται ότι δεν ερεύνησε ο,τιδήποτε πέραν του απολυτηρίου του Γυμνασίου που κατείχαν οι υποψήφιοι, ενώ η Επιτροπή υιοθέτησε πλήρως την πιο πάνω κατάληξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα. ΄Ομως η αιτήτρια δεν έχει επηρεαστεί δυσμενώς από την απόφαση αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού ούτε και αυτή, όπως οι λοιποί υποψήφιοι, δεν διαθέτει οποιανδήποτε γνώση της αγγλικής γλώσσας πέραν του απολυτηρίου σχολής μέσης εκπαίδευσης. Αφού η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όχι μόνο δεν την επηρεάζει αρνητικά με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά αντίθετα την ευνοεί, δεν νομίζω ότι η αιτήτρια νομιμοποιείται στην έγερση ενός τέτοιου επιχειρήματος. Συνεπώς ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.
Οι υπόλοιποι αιτητές, πλην μιας εξαίρεσης με την οποία θα ασχοληθούμε στο τέλος, εγείρουν κοινά νομικά σημεία. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι οι καθ΄ων η αίτηση προσέδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση παραγνωρίζοντας τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού στο οποίο και απέδωσαν μειωμένη βαρύτητα. Η απόφαση αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν αποφασιστικής σημασίας κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Σύμφωνα πάντα με τους αιτητές ο γραπτός διαγωνισμός θεωρείται ως η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος αντικειμενικής κρίσης των ικανοτήτων των υποψηφίων και συνεπώς η παραγνώριση ουσιαστικά των αποτελεσμάτων σ΄ αυτόν συνιστά κατάχρηση εξουσίας και παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, ενώ συνιστά πλάνη περί τα πράγματα.
Συναφές με τον πιο πάνω ισχυρισμό είναι και το επιχείρημα ότι δεν αναγνωρίστηκε η σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα που διαθέτουν οι αιτητές και η οποία προσμετρά σύμφωνα με τη νομολογία στην αξία των υποψηφίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφορά στην πείρα σ΄ αυτή την περίπτωση δεν γίνεται από τους αιτητές με την έννοια της πρόσθετης πείρας που χαρακτηρίζεται από το σχέδιο υπηρεσίας ως πρόσθετο προσόν, αλλά μόνο, όπως είπαμε πιο πάνω, σε σχέση με την αξία των υποψηφίων.
Το θέμα της πείρας έχει απαντηθεί ήδη στην υπόθεση της αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 182/96, ανωτέρω, και συνεπώς παραμένει μόνο η εξέταση του ισχυρισμού για την υπέρμετρη βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική εξέταση.
Η Επιτροπή πιστεύω ότι είχε κάθε δικαίωμα να λάβει στο τελικό στάδιο της επιλογής υπ΄ όψιν τα αποτελέσματα των γραπτών και προφορικών εξετάσεων στις οποίες οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. ΄Οσα έχουν λεχθεί πιο πάνω για το δικαίωμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής να δώσει διαφορετική σημασία στην προφορική και γραπτή εξέταση ισχύουν και εδώ. Αφού όπως έχουμε καταλήξει πιο πάνω η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να δώσει τη σημασία που έδωσε στη γραπτή και στην προφορική εξέταση δεν είναι μεμπτή, εξ ίσου ορθή κρίνεται και η απόφαση της Επιτροπής η οποία στηρίκτηκε μεταξύ άλλων και στα πιο πάνω δεδομένα.
Η προφορική εξέταση, με όλους τους κινδύνους που περιέχει τόσο για την εισδοχή του υποκειμενικού στοιχείου στην κρίση όσο και στους κινδύνους για το αδιάβλητο της κρίσης, δεν παύει να είναι χρήσιμη για σκοπούς αξιολόγησης της αξίας των υποψηφίων. ΄Ετσι από τη στιγμή που επιτρέπεται η προφορική εξέταση θα ήταν αδιανόητο τα αποτελέσματά της να μη λαμβάνονται υπ΄ όψιν στην τελική επιλογή. Εξ άλλου η προφορική εξέταση προβλέπεται και από το άρθρο 33(6) σύμφωνα με το οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή λαμβάνει υπ΄ όψιν μεταξύ άλλων και τα αποτελέσματα της γραπτής και/ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ενώ στο εδάφιο (11) του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι η Επιτροπή κατά την τελική επιλογή των υποψηφίων λαμβάνει δεόντως υπ΄ όψιν την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ελλείπει η αιτιολογία τόσο της αξιολόγησης της Διευθύντριας, όσο και της προφορικής εξέτασης που έτυχαν από την Επιτροπή. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε οποιανδήποτε αιτιολογία του χαρακτηρισμού που απέδωσε σε κάθε υποψήφιο.
Σύμφωνα με το άρθρο 33(10) η συμμετοχή της Διευθύντριας είναι συμβουλευτικής φύσης, αφού η Επιτροπή καλεί λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν κατά τη συνέντευξη. Είναι φανερό από τα πιο πάνω, αλλά και από τη νομολογία μας, ότι δεν απαιτείται αιτιολόγηση της αξιολόγησης της Διευθύντριας. ΄Οσον αφορά την αιτιολόγηση της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων από την Επιτροπή η οποία ας σημειωθεί απαιτείται από το άρθρο 33(14) του Νόμου, φαίνεται από το σχετικό πρακτικό ότι η Επιτροπή προέβη σε λεπτομερή θα έλεγα αιτιολογία της αξιολόγησης του κάθε υποψήφιου χωριστά. ΄Ετσι και ο ισχυρισμός αυτός των αιτητών θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο τελευταίος κοινός ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Η αιτιολογία της τελικής επιλογής της Επιτροπής φαίνεται στις σελ. 8 και 9 των πρακτικών της συνεδρίας ημερ. 19.12.1995. Η αιτιολογία άνκαι γενική και χωρίς ειδική αναφορά - εκτός μίας περίπτωσης - σε υποψήφιο, εν τούτοις κρίνεται κάτω από τις περιστάσεις ως ικανοποιητική.
΄Εχει αποφασιστεί ότι η αιτιολογία δεν κρίνεται μόνο από το περιεχόμενο της απόφασης, αλλά και από τα άλλα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία. ΄Εχοντας εξετάσει το ενώπιόν μου υλικό θεωρώ ότι η αιτιολογία, παρ΄ όλον ότι θα μπορούσε να ήταν καλύτερη, κάτω από τις περιστάσεις δεν στερείται των δεδομένων που επιτρέπουν στο Δικαστήριο τον έλεγχο και συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική.
Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 331/96 εγείρει και ένα πρόσθετο χωριστό λόγο. Προβάλλει το επιχείρημα ότι αφού οι θέσεις που προκηρύχθηκαν κατ΄ αρχήν ήταν οκτώ και η Επιτροπή προχώρησε στην πλήρωση δεκατεσσάρων θέσεων, υπάρχει υπέρβαση εξουσίας που καθιστά την τελική απόφαση παράνομη.
Είναι γεγονός ότι οι θέσεις προκηρύχθηκαν ύστερα από πρόταση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας με επιστολή ημερ. 10.3.1993. Σύμφωνα με την πρόταση γίνεται αναφορά στο άρθρο 33(1) του Ν.1/90 για κένωση μέχρι το τέλος του 1993, οκτώ θέσεων Λειτουργού Ευημερίας, Τρίτης Τάξης.
Σε μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα στις 18.12.1995, η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι οι κενές θέσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία που τηρούνται στο Γραφείο της Επιτροπής ήταν στο στάδιο εκείνο συνολικά δεκατέσσερις. Η Επιτροπή προχώρησε μετά ταύτα στη διαδικασία πλήρωσης δεκατεσσάρων θέσεων.
Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση επί του εγειρομένου θέματος είναι ότι το άρθρο 33(9) παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα πλήρωσης των δεκατεσσάρων θέσεων. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Σύμφωνα με το άρθρο 33(1) μέσα στο πρώτο τετράμηνο κάθε έτους δημοσιεύονται από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με βάση τα στοιχεία που της παρέχει η αρμόδια αρχή όλες οι θέσεις πρώτου διορισμού που είναι κενές ή προβλέπεται ότι θα κενωθούν μέχρι το τέλος του έτους. Η θέση στην παρούσα υπόθεση είναι θέση πρώτου διορισμού. Το άρθρο 33(9) που επικαλούνται οι καθ΄ ων η αίτηση δίδει το δικαίωμα στην Επιτροπή μετά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου να πληρώσει άλλες θέσεις με τον ίδιο τίτλο που θα κενωθούν ή θα δημιουργηθούν μέχρι το τέλος του ιδίου έτους από τον τελικό αυτό κατάλογο. Στην παρούσα υπόθεση οι θέσεις προβλέπονταν για το έτος 1993, ενώ η επιλογή έγινε τον Δεκέμβρη του 1995. Είναι φανερό ότι οι επιπρόσθετες θέσεις δεν αφορούν το έτος 1993 και συνεπώς εκτός του ότι το άρθρο 33(9) δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, υπάρχει σαφής παράβαση του Νόμου.
Οφείλω να πω ότι με απασχόλησε έντονα το κατά πόσο η παράβαση αυτή είναι ουσιώδης και αν επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τους αιτητές. Για τις έξι επιπρόσθετες θέσεις αν η Επιτροπή δεν προχωρούσε στην πλήρωσή τους θα άρχιζε βέβαια μία νέα διαδικασία εξ υπαρχής και οι αιτητές, όπως βέβαια και οιοσδήποτε άλλος που είχε τα προσόντα, θα μπορούσε να υποβάλει ξανά αίτηση. Οι υποψήφιοι θα υποβάλλονταν σε νέες γραπτές και προφορικές εξετάσεις. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πώς οι αιτητές θα επηρεάζονταν από τη νέα αυτή εξέλιξη και κάτω από τις περιστάσεις θεωρώ ότι η παράβαση αυτή είναι ουσιώδης και συνεπώς συνιστά κατάχρηση εξουσίας.
Θα τολμούσα περαιτέρω να πω ότι σε διαδικασίες τόσο λεπτές, αλλά και τόσο εκτεθημένες σε λαϊκή κριτική, όπως είναι οι διορισμοί ή προαγωγές στη Δημόσια Υπηρεσία, η αυστηρή, σχολαστική καμιά φορά προσήλωση στις προβλεπόμενες από το Νόμο διαδικασίες, επιβεβαιώνει τη δίκαιη εφαρμογή τους και προφυλάσσει από πολλούς κινδύνους.
Η παράβαση του Νόμου από την Επιτροπή άπτεται της νομιμότητας της πράξης και συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί στην ολότητά της και έναντι όλων των αιτητών, παρ΄ όλον ότι το συγκεκριμένο σημείο έχει εγερθεί μόνο από την αιτήτρια στην προσφυγή 331/96. ΄Ετσι η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας στην προσφυγή 331/96 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στη σχετική κλίμακα, ενώ στις υπόλοιπες προσφυγές εν όψει των περιστάσεων αποφάσισα όπως μη προβώ σε οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο