MARGARET O’NEILL ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνας, ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 535/97, 8 Σεπτεμβρίου 1998 MARGARET O’NEILL ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνας, ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 535/97, 8 Σεπτεμβρίου 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 535/97

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

MARGARET O’NEILL από την Πάφο

Aιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του

Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνας

των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών

Καθ΄ων η αίτηση

 

-----------------

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 8 Σεπτεμβρίου 1998.

Για την αιτήτρια: Ε. Κορακίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Α. Δημητριάδης.

 

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η αιτήτρια κατείχε υποστατικό στη συμβολή των λεωφόρων Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ και Ευαγόρα Παλληκαρίδη στην Πάφο, δυνάμει άδειας από την Κεντρική Επιτροπή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Στις 31.1.97 ο Υπουργός Εσωτερικών, ως ο κηδεμόνας στον οποίο ανατέθηκε η διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών [βλ. τον περι Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991, Ν. 139/91] εκμίσθωσε το υποστατικό στην εκτοπισθείσα Γιάννα Γρηγορίου.

Η θεραπεία όπως διατυπώνεται στην προσφυγή είναι μακροσκελής αλλά η ουσία της αφορά στο κύρος του τερματισμού της άδειας της αιτήτριας και, συνακολούθως, της εκμίσθωσης του υποστατικού στην ενδιαφερόμενη.

Μαζί με την αίτηση της ενδιαφερόμενης για εκμίσθωση του ακινήτου στην ίδια, ημερομηνίας 30.9.96, υποβλήθηκε και χειρόγραφη δήλωση της αιτήτριας, ίδιας ημερομηνίας. Σύμφωνα με τη δήλωση είχε συνάψει συμφωνία με την ενδιαφερόμενη να αναλάβει εκείνη την επιχείρησή της, στην αναφερθείσα διεύθυνση:

“Please note that we have come to an agreement that Yana Gregory takes over my business at the above address.”

 

Η τριμελής Yπηρεσιακή Συμβουλευτική Επιτροπή τοποθετήθηκε θετικά και εγκρίθηκε η εκμίσθωση στην ενδιαφερόμενη.

Κατά την αιτήτρια, δεν τηρήθηκαν τα συμφωνηθέντα από την ενδιαφερόμενη και διατήρησε την κατοχή του ακινήτου. ΄Οταν δε το Μάρτιο 1997 η Επαρχιακή Διοίκηση αρνήθηκε να εισπράξει το ενοίκιο από την ίδια, αντέδρασε με επιστολή του τότε δικηγόρου της. Παραθέτω το βασικό ισχυρισμό που προβλήθηκε:

“Η πελάτισσα μου υπέγραψε το σημείωμα αυτό όπως της εξηγήθηκε και διαβεβαιώθηκε προ της υπογραφής του από τους αρμόδιους υπαλλήλους και/ή τον αντιπρόσωπο του ατόμου το οποίο θα αναλάμβανε την επιχείρηση της έτσι ώστε το άτομο αυτό θα ήταν σε θέση να προβεί σε όλες τις ανάλογες αιτήσεις και διαδικασίες για την εξέταση της πιθανότητας παραχώρησης άδειας και όχι για την εξέταση της αίτησης για παραχώρηση άδειας από την αρμόδια αρχή διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.”

 

Η απάντηση από την Υπηρεσία Διαχείρισης τουρκοκυπριακών περιουσιών, ημερομηνίας 21.4.97, ήταν κατηγορηματική:

“Καμία απολύτως επαφή είχε η πελάτιδα σας κα Margaret O’ Neill με την Υπηρεσία προ της υπογραφής της συγκατάθεσης την οποία προσκόμισε με την αίτηση της για μίσθωση του αναφερόμενου υποστατικού η εκτοπισμένη Γιάννα Γρηγορίου και κατά συνέπεια καμία εξήγηση ή διαβεβαίωση δόθηκε σ΄αυτήν αναφορικά με τη συγκεκριμένη συγκατάθεση.”

 

Δεν προχώρησε ενώπιόν μου η αιτήτρια στην ίδια γραμμή. Επικαλούμενη πλέον την επιστολή ημερομηνίας 21.4.97 ισχυρίζεται πλάνη περί τα πράγματα. Προκύπτει, λέγει, από το περιεχόμενό της πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κάτω από την εσφαλμένη εντύπωση πως είχε παραδοθεί η κατοχή του ακινήτου. Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από την επιστολή και, πάντως, την αιτιολογία της απόφασης τη βρίσκουμε στο περιεχόμενο του φακέλλου μέχρι το πρακτικό που τηρήθηκε στις 12.12.96 και όχι σε μεταγενέστερη αλληλογραφία. Η επιστολή ημερομηνίας 21.4.97 αναφέρεται σε ό,τι κατ΄εκτίμηση, σήμαινε η δήλωση της 30.9.96:

“Η πελάτιδά σας γνώριζε και γνωρίζει πολύ καλά ότι με την υπογραφή του εγγράφου της 30.9.96 έχει ουσιαστικά παραδόσει την κατοχή του υποστατικού στην Αρμόδια Αρχή που διαχειρίζεται τις Τ/Κ περιουσίες.”

Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της αιτήτριας αφορούν ακριβώς στη σημασία που θα μπορούσε να προσδοθεί στη δήλωσή της. Δεν έπρεπε να εκληφθεί ως οριστική συγκατάθεσή της. ΄Ωφειλε η διοίκηση να επικοινωνήσει μαζί της για να διαπιστώσει τις πραγματικές της προθέσεις. Αυτό είχε κάμει σε προηγούμενη παρόμοια περίπτωση και ήταν αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης η τωρινή της ενέργεια. Η δήλωση της ήταν διερευνητική των προθέσεων της διοίκησης. Η ίδια θα αποφάσιζε τελικά και νοουμένου ότι η ενδιαφερόμενη θα τηρούσε τα συμφωνηθέντα αν θα παρείχε οριστικά τη συγκατάθεσή της.

Το προηγούμενο περιστατικό το υπέμνησε η ίδια η διοίκηση στην επιστολή της ημερομηνίας 21.4.97. Ακριβώς για να υποδείξει τη διαφορά αλλά και την πραγματική σημασία της δήλωσης της αιτήτριας. Που αν δεν συνιστούσε σαφή και χωρίς όρους συγκατάθεση, δεν θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα που έχουμε:

“Πολύ παλαιότερα (16.10.95), η κα. Ο’ Neill είχε υπογράψει για το ίδιο υποστατικό σημείωμα - συγκατάθεση για άλλο εκτοπισμένο που όμως δεν είχε γίνει αποδεκτό λόγω ασαφούς διατύπωσης. Η πελάτιδα σας είχε τότε ζητήσει και παρέστη προσωπικά στη συνεδρία της Επιτροπής που θα εξέταζε την αίτηση, μαζί με τον αιτητή εκτοπισμένο. Κατά τη συζήτηση που έγινε τότε διαφάνηκε ότι η κα. O’Neill προβληματιζόταν, για συναισθηματικούς ως είπε λόγους, να παράσχει τη σαφή και χωρίς όρους συγκατάθεσή της για μίσθωση του υποστατικού στον εν λόγω εκτοπισμένο και γι΄αυτό η αίτηση απορρίφθηκε.”

 

Οι καθ΄ων η αίτηση προτείνουν πως η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή αφού, όπως σημειώνει ο ευπαίδευτος συνήγορός της, δεν μπορεί να αντιληφθεί “πως είναι δυνατό να είναι αντικείμενο αίτησης ακυρώσεως σύμβαση που γίνεται μεταξύ διοικητικού οργάνου και πολίτη στην οποία αιτητής να είναι τρίτο πρόσωπο που επηρεάζονται τα συμφέροντα του”. Στην ουσία, όπως πρόσθεσε κατά τις διευκρινίσεις, η διοίκηση υλοποίησε συμφωνία των μερών. ΄Οπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του ιδιωτικού θέματος της μεταβίβασης, δια μέσου του Κτηματολογίου, ακίνητης ιδιοκτησίας. Η μεταβίβαση γίνεται σύμφωνα με τις δηλώσεις και δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα προσφυγής αν ένα από τα μέρη άλλαξε γνώμη για οποιονδήποτε λόγο.

Παραγνωρίζει η εισήγηση αυτή πως το θέμα της διαχείρισης των τουρκοκυπριακών περιουσιών εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας εύστοχα παρέπεμψε ως προς αυτό στην απόφαση του δικαστή Αρτεμίδη στην υπόθεση Ανδρέας Μ. Πλάτων κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας - Προσφυγή αρ. 31/94 ημερομηνίας 4.10.95. Εξάλλου, δεν αφορά η προσφυγή σ΄αυτή καθ΄αυτή την τελική εκμίσθωση στην ενδιαφερόμενη αλλά στη διοικητική απόφαση που προηγήθηκε, την οποία υλοποίησε.

Είναι αβάσιμη και η δεύτερη εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση. Υποστήριξαν πως η επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας αποκάλυπτε πλήρη γνώση της απόφασης που είχε ληφθεί από τότε, δηλαδή από τις 19.3.97, και πως αφού η προσφυγή καταχωρίστηκε την 1.7.97, είναι εκπρόθεσμη. Δεν αποκαλύπτεται τέτοια γνώση από την επιστολή εκείνη. Η αιτήτρια διατυπώνει έκπληξη γιατί δεν είχε γίνει δεκτή η πληρωμή ενοικίου από την ίδια. Διαμαρτύρεται γι΄αυτό, παραπέμπει στην άδεια που είχε και επικαλείται την ανυπαρξία οποιουδήποτε γραπτού που να δικαιολογούσε τέτοια ενέργεια. Προσθέτει πως δεν είχε ενημερωθεί από οποιοδήποτε αρμόδιο σχετικά με το αποτέλεσμα της αίτησης της ενδιαφερόμενης. Θα μπορούσαν να γίνουν υποθέσεις αλλά δεν είναι δυνατό, με γνώμονα το περιεχόμενο της επιστολής, να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια γνώριζε για την απόφαση που λήφθηκε. Τα πράγματα ξεκαθάρισαν με την επιστολή ημερομηνίας 21.4.97 και η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.

Το κεντρικό θέμα, λοιπόν, αφορά στη σημασία της δήλωσης της αιτήτριας. Αν συνιστούσε συγκατάθεση, θα έχουμε ουσιαστικά διοικητική απόφαση ληφθείσα μετά από αίτημα της αιτήτριας. Σε τέτοια περίπτωση, όπως και στην περίπτωση της εκ των υστέρων αποδοχής, δεν στοιχειοθετείται νομιμοποίηση για προσβολή της. Στο σύγγραμμα Αίτησις Ακυρώσεως - Θ.Δ. Τσάτσου 3η έκδοση σελ. 40 αναλύεται η σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν το είδαν έτσι οι καθ΄ων η αίτηση αλλά κατά τις διευκρινίσεις κατηύθυνα την προσοχή των μερών προς αυτή τη θεώρηση του θέματος. Εν πάση περιπτώσει, είναι δημόσιας τάξης το θέμα της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

Η δήλωση υπεγράφη από την αιτήτρια και υπεβλήθη χωρίς επαφή με τη διοίκηση. ΄Ηταν ενσυνείδητη και ελεύθερη. ΄Ηταν συναρτημένη προς την αίτηση της ενδιαφερόμενης και ορθά κρίθηκε ως άνευ όρων συγκατάθεση. Αυτό προκύπτει από το περιεχόμενό της αλλά το ενισχύει και η προϊστορία του θέματος. Η παλιά δήλωση της αιτήτριας, όταν τέθηκε θέμα εκμίσθωσης του ακινήτου σε άλλο, ήταν διαφορετική. Αναφερόταν στην υποθετική περίπτωση της διάθεσης της επιχείρησης της και βεβαίωνε για την καταλληλότητα του προσώπου με το οποίο βρισκόταν τότε σε διαπραγμάτευση. Η συζητούμενη αναφερόταν σε συντελεσθείσα συμφωνία. Η τήρηση των όρων της συμφωνίας δεν ήταν ζήτημα που θα αναμενόταν να διερευνήσει η διοίκηση. Ούτε επιβαλλόταν καθήκον για άλλες αναζητήσεις όταν η δήλωση ήταν σαφής. Απασχόλησε τη διοίκηση, όπως φαίνεται από σχετική σημείωση (βλ. κυανούν 35), αν η δήλωση ήταν γνήσια και αν η ενδιαφερόμενη ανταποκρινόταν στα κριτήρια και είδαμε πως ζήτημα γνησιότητας της δήλωσης της αιτήτριας δεν τίθεται. Εναπόκειτο στην αιτήτρια να εξαρτήσει τη συγκατάθεσή της υπό όρους ή οτιδήποτε άλλο. Δεν το έκαμε ενώ πράγματι γνώριζε, από όσα είχαν προηγηθεί, τη σημασία της συγκατάθεσής της. Στερείται επομένως εννόμου συμφέροντος και η προσφυγή της είναι απαράδεκτη.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα.

 

 

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

/ΜΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο