ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 716/97.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Μεταξύ:
Ευστάθιου Ηλιάδη,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_______________
15 Σεπτεμβρίου, 1998
.Για τον αιτητή: Μ. Τριανταφυλλίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ε. Λοϊζίδου (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της
Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η θέση Ανώτερου Λειτουργού Εκπαίδευσης για την Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση (“η επίδικη θέση”) είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Μετά την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής για την πλήρωση της η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (“η Ε.Ε.Υ.”) προχώρησε στην προκήρυξη της.
Για τη θέση υπέβαλε αίτηση και ο αιτητής. Οι αιτήσεις των υποψηφίων εξετάστηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η τελευταία έκρινε ότι ο αιτητής
“δεν πληροί την πρόνοια 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας γιατί δεν έχει μεταπτυχιακή εκπαίδευση στον τομέα της ειδικότητας του, ή στην εκπαιδευτική διοίκηση ή στα παιδαγωγικά, ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους”. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αιτιολόγησε ως πιο κάτω την κρίση της:
“Ο κ. Ηλιάδης είναι κάτοχος τίτλου Msc in Civil Engineering. Σύμφωνα όμως με γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ. Φακ. Γ.Ε. 46(Γ) 1967/2, ημερ. 18.3.1997) ο πιο πάνω τίτλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακή εκπαίδευση με τίτλο γιατί αποκτήθηκε χρονικά πριν από το βασικό τίτλο Bsc. Η επιτροπή αποφάσισε να αποκλείσει τον κ. Ηλιάδη από την περαιτέρω διαδικασία.”
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η μη περίληψη του αιτητή στον κατάλογο των υποψηφίων. Ακολούθησε ένσταση του δικηγόρου του αιτητή για τη μη περίληψη του τελευταίου στον κατάλογο των υποψηφίων. Η ένσταση εξετάστηκε από την Ε.Ε.Υ. και απορρίφθηκε. Μεταφέρω το σχετικό πρακτικό:
“Ο κ. Ηλιάδης δεν έχει την απαιτούμενη από τα Σχέδια Υπηρεσίας ‘μεταπτυχιακή εκπαίδευση με τίτλο στον τομέα της ειδικότητας του ή στην εκπαιδευτική διοίκηση ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους’. Ο τίτλος Msc τον οποίο έχει αποκτήσει το 1994 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ‘μεταπτυχιακή εκπαίδευση’ εφόσον προηγείται χρονικά από το Bsc το οποίο είναι το βασικό πτυχίο που δίνει το δικαίωμα διορισμού στη θέση Εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Εφέσεις με αρ. 1070 και 878 δίνουν την ερμηνεία των όρων ‘Μετεκπαίδευση’, ‘Μεταπτυχιακό προσόν’ κλπ.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές 408/91 και 459/91 που επικαλείται δεν είναι δυνατόν να ανατρέψει τις αποφάσεις της ολομέλειας στις πιο πάνω Αναθεωρητικές Εφέσεις. Με τη θέση αυτή συμφωνεί και η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.
Ως εκ των ανωτέρω η Επιτροπή κρίνει ότι ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έχει περιλάβει τον κο Ηλιάδη στον κατάλογο.”
Στη συνέχεια η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε την προαγωγή του Ντίνου Θεοδότου (“το Ε.Μ.”) στην επίδικη θέση.
Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της προαγωγής του Ε.Μ. Είναι αυτονόητο ότι οι λόγοι ακύρωσης περιστρέφονται γύρω από τον αποκλεισμό του αιτητή από τον κατάλογο των υποψηφίων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε:
Η Συμβουλευτική Επιτροπή λανθασμένα βασίστηκε σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με ημερ. 18.3.97. Η γνωμάτευση εκείνη εσφαλμένα στηρίχθηκε στις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56 και Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414 κατά τρόπο που συνεπάγεται παρερμηνεία της νομολογιακής σημασίας τους. Στη Χρίστου (πιο πάνω) το Ανώτατο Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι ο Αιτητής στην υπόθεση εκείνη δεν κατείχε πρόσθετο προσόν που θα αποτελούσε πλεονέκτημα, ερμήνευσε τον όρο “μετεκπαίδευση” στο Σχέδιο Υπηρεσίας του Δασικού Λειτουργού και αποφάνθηκε ότι “μετεκπαίδευση” σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική, που χρονικά ακολουθεί την βασική εκπαίδευση. Στην παρούσα υπόθεση ο όρος που χρησιμοποιείται στο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν είναι “μετεκπαίδευση” αλλά “μεταπτυχιακή εκπαίδευση”, που σημαίνει εκπαίδευση μετά την απόκτηση του πρώτου πτυχίου του υποψηφίου, και το B.Sc. πτυχίο του Αιτητή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια μεταπτυχιακή εκπαίδευση, που επακολούθησε μετά την απόκτηση του πρώτου του
πτυχίου, του M.Sc., που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το βασικό πτυχίο του. Σε τέτοια περίπτωση η άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι ο αιτητής δεν είχε “μεταπτυχιακή εκπαίδευση” δεν ευσταθεί.Υποστήριξε περαιτέρω ότι η υπόθεση Χαραλαμπίδης (πιο πάνω) διαφοροποιείται από την υπόθεση του αιτητή γιατί εκεί είχε ερμηνευθεί η έννοια “μεταπτυχιακό προσόν”, στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ενώ εδώ πρόκειται περί “μεταπτυχιακής εκπαίδευσης” και θα έπρεπε να θεωρηθεί ως “μεταπτυχιακή εκπαίδευση” το B.Sc. που αποκτήθηκε από τον Αιτητή μεταγενέστερα από το Μ.Sc. έστω και αν το B.Sc. δεν είναι “μεταπτυχιακό προσόν” με την έννοια προσόντος ανώτερου από το M.Sc..
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έκαμε, επίσης, αναφορά στην Κοιλανιώτη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 408/91 και 459/91/21.8.92 - πρωτόδικη απόφαση.
Ο αιτητής έχει εγείρει και θέμα άνισης μεταχείρισης του κατά παράβαση του άρθρου 28.1 του Συντάγματος γιατί, όπως ισχυρίσθηκε, δύο υποψήφιοι για άλλες θέσεις, υπό παρόμοιες περιστάσεις, αναφορικά με τη σειρά απόκτησης των προσόντων τους έτυχαν μεταχείρισης κατά τρόπο διαφορετικό. ΄Οπως το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του:
“Επιπλέον ο αιτητής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε δύο προσόντα που μαζί πληρούσαν τις απαιτήσεις του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας, έστω και αν το M.Sc. αποκτήθηκε πριν από το B.Sc., όπως έγινε στις πανομοιότυπες περιπτώσεις των Κώστα Μάρκου, που προήχθηκε σε θέση Επιθεωρητή των Αγγλικών, και αργότερα σε θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης, και του Κυριάκου Κυριάκου, που προήχθηκε σε θέση Επιθεωρητή
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Ε.Ε.Υ. έκαμε αναφορά στις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας και εφαρμογής των σχεδίων υπηρεσίας. Εισηγήθηκε ότι στην παρούσα υπόθεση τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση στην υπόθεση Χρίστου (πιο πάνω) η οποία υιοθετήθηκε και από την Μαυρομμάτη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 305/94/11.9.95 (απόφαση Νικήτα, Δ.). Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής απέκτησε “το M.Sc. του το 1994 και το B.Sc. του το 1996. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “μεταπτυχιακή εκπαίδευση” εφόσον προηγείται χρονικά από το B.Sc.”.
Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση των προσόντων του αιτητή:
- Απολυτήριο Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας, 1968.
- Δίπλωμα Τεχν. Μηχανικού Α.Τ.Ι., 1971.
- Training Certificate, in Materials Testing, 1992.
The Polytechnic of
Wales (9 μήνες)- M.Sc. in Civil Engineering, Univ. of Wales, 1994.
- B.Sc. in Civil Engineering, Univ. of Glamorgan, 1996.
Στην Χρίστου (πιο πάνω) τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ήταν:
“(1) Δίπλωμα/Πιστοποιητικό του Δασικού Κολλεγίου ή άλλο ισότιμο προσόν.
.................................. .................................................. ....
(5) Διά να αναλαμβάνη την ευθύνην διοικήσεως του Κλάδου/Υποκλάδου Δασικών Τηλεπικοινωνιών,
απαιτείται επιπροσθέτως των προσόντων (1)
μέχρι (3) ανωτέρω Δίπλωμα ή Πιστοποιητικόν
εις τας τηλεπικοινωνίας του Ινστιτούτου Σίτυ
και Γκίλτς (City and Guilds Institute) ή άλλο ισότιμον
προσόν και δεκαετής τουλάχιστον πείρα εις τον
τομέα των τηλεπικοινωνιών του Τμήματος Δασών.
(6) Μετεκπαίδευση εις συναφές θέμα θα θεωρείται πλεονέκτημα.”
Ο αιτητής (στην Χρίστου) ήταν κάτοχος διπλώματος του Δασικού Κολλεγίου το οποίο απέκτησε το 1965. Πρόβαλε τη θέση ότι δίπλωμα, το οποίο απέκτησε το 1963, αποτελούσε προσόν πλεονέκτημα, όπως απαιτείται από την πιο πάνω παραγ. (6) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Κρίθηκε ότι δεν κατείχε το προσόν πλεονέκτημα. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση είναι πολύ διαφωτιστικό:
“‘Μετεκπαίδευση’ σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική. Χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση. Ο όρος ‘μετεκπαίδευση’, στο σχέδιο υπηρεσίας, σημαίνει πρόσθετη εκπαίδευση μετά από την απόκτηση των διπλωμάτων ή πιστοποιητικών, απαραίτητων προϋποθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (5)”.
Στην Χαραλαμπίδης (πιο πάνω) τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ήταν: “Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Χημεία. Μεταπτυχιακό προσόν στη Χημεία θα αποτελεί πλεονέκτημα”.
Το Ε.Μ. κατείχε δύο πιστοποιητικά: Το πρώτο από το Tropical Products Institute του Λονδίνου στο οποίο βεβαιωνόταν πως παρακολούθησε, από 11.3.74-3.5.74, ειδικό πρόγραμμα πάνω στο θέμα ‘Aspects of pesticite residue analysis and fungicide formulation analysis’. Το δεύτερο από το Shirley Institute, στο οποίο βεβαιωνόταν πως παρακολούθησε για 10 εβδομάδες ειδικό πρόγραμμα εργασίας αναφορικά με την εξασφάλιση της ποιότητας και τυποποιήσεως υφασμάτων και συγγενικών υλικών στο εμπόριο.
Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε πως τα πιο πάνω προσόντα ικανοποιούν την πρόνοια “για μεταπτυχιακόν προσόν”. Το Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ΄Εκρινε πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας. ΄Εκρινε, επίσης, ότι η έννοια ‘μεταπτυχιακό προσόν’, που θεωρείται ως πλεονέκτημα, υποδηλώνει μεν
προσόν που αποκτάται μετά από πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει σ΄ αυτό και ποιοτικό περιεχόμενο. Πρέπει να είναι δηλαδή εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών.
Στην Μαυρομμάτη (πιο πάνω) ο όρος “μετεκπαίδευση” προσεγγίσθηκε και με βάση τη γραμματική του ερμηνεία:
“Εδώ το αποτέλεσμα της ερμηνευτικής προσπάθειας της Επιτροπής είναι μέσα στα πλαίσια των εξουσιών της. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η ειδική εκπαίδευση είναι λογικό επακόλουθο πρωταρχικής εκπαίδευσης σε κάποιο τομέα. Και περαιτέρω ότι η γραμματική ερμηνεία της λέξης ‘μετεκπαίδευση’ σημαίνει ‘συμπληρωματική εκπαίδευση’ (Ε. Κριαρά, Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας) και ‘ειδική συμπληρωματική εκπαίδευση’ (Τεγόπουλου-Φυτράκη ’Ελληνικό Λεξικό’
‘Μετεκπαίδευση σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική’”
Το κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα σχετικά προσόντα αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται άμεσα και καθοριστικά με την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας. Η προσέγγιση του δικαστηρίου σε ζητήματα εφαρμογής και ερμηνείας από την Ε.Δ.Υ. των σχεδίων υπηρεσίας έχει ως ακολούθως: ΄Οταν αποφασίζει κατά πόσο ένας υποψήφιος πράγματι κατέχει τα σχετικά προσόντα, η Ε.Δ.Υ. έχει επί του προκειμένου διακριτική ευχέρεια και το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο με βάση το ενώπιον της υλικό η Ε.Δ.Υ. μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν δίδει διαφορετική ερμηνεία αν η ερμηνεία που δόθηκε από το διορίζον όργανο ήταν εύλογη, έστω και αν το δικαστήριο έχει διαφορετική γνώμη (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 72, Republic v. Aivaliotis (1971) 3 C.L.R. 89, Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1678/5.12.96, Σελεάρη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 548/96/10.10.97).
΄Εχω την άποψη πως στην παρούσα υπόθεση τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές που τέθηκαν στις υποθέσεις Χρίστου και Χαραλαμπίδης (πιο πάνω). Η διαφοροποίηση από τις πιο πάνω αποφάσεις, η οποία έχει επιχειρηθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή με έρεισμα το λεκτικό του επίδικου σχεδίου υπηρεσίας, δεν βοηθά την υπόθεση του. ΄Οπως και στην περίπτωση του όρου “μετεκπαίδευση” (βλ. Χρίστου, πιο πάνω) ο όρος “μεταπτυχιακή εκπαίδευση” σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική η οποία χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση. Κατά την ερμηνεία του όρου “μετεκπαίδευση” όπως και του όρου “μεταπτυχιακόν προσόν” (βλ. Χαραλαμπίδης, πιο πάνω) δεν μπορεί να αγνοηθεί το ποιοτικό περιεχόμενο και επίπεδο της εκπαίδευσης. Το επίπεδο της εκπαίδευσης διαδραματίζει καίριο ρόλο. Ομοίως και στην περίπτωση του επίδικου όρου “μεταπτυχιακή εκπαίδευση” δεν μπορεί να αγνοηθεί το επίπεδο και ποιοτικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Πρέπει να είναι συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική σε επίπεδο ψηλότερο από την κανονική. Σκοπός της σχετικής πρόνοιας είναι: να καταστήσει δυνατή την πλήρωση της θέσης από πρόσωπα που κατέχουν ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και όχι οποιαδήποτε προσόντα, προσόντα ανώτερου επιπέδου από εκείνα του βασικού πτυχίου. Η κάπως διαφορετική προσέγγιση του δικαστηρίου στην Κοιλανιώτη (πιο πάνω) στο βαθμό που δεν συνάδει με τις αποφάσεις της Ολομέλειας στην Χρίστου και Χαραλαμπίδης (πιο πάνω) δεν αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο. Πρόκειται για πρωτόδικη απόφαση.
Η υιοθέτηση της ερμηνείας που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή θα οδηγούσε σε άτοπα αποτελέσματα. Αν γίνει δεκτή αυτή η ερμηνεία τότε θα ικανοποιεί την σχετική πρόνοια και υποψήφιος ο οποίος μετά το βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα απέκτησε δίπλωμα από Κολλέγιο. Αποτελεί όμως αξιωματική ερμηνευτική αρχή ότι ερμηνείες που οδηγούν σε παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγονται (Βλ. Kyriakides v. Republic(1979) 3 C.L.R. 86)
.΄Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω σε συνάρτηση με τα προσόντα του αιτητή, κρίνω ότι η επίδικη ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή στην Ε.Ε.Υ. και δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης του δικαστηρίου. Ακολουθεί πως η απόφαση για αποκλεισμό της υποψηφιότητας του αιτητή πρέπει να επικυρωθεί.
Αναφορικά με το λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με την αρχή της ίσης μεταχείρισης παρατηρώ:
Η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση “πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων” (Βλ. Republic v. Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294). Αποκλείει διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκείμενων ή αντικειμένων του δικαίου. Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης (Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1956/23.1.98, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1449/23.10.97, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1935/30.9.97, Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας, Α.Ε. 1611/31.10.96, Παπαδοπούλου κ.α. ν. Ράπτη, Υπομνήματα 314-315/15.12.96)
Στην κρινόμενη περίπτωση δεν έχουν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου λεπτομέρειες σχετικές με τα σχέδια υπηρεσίας και τα προσόντα των συγκεκριμένων λειτουργών οι οποίοι έτυχαν της ισχυριζόμενης ευμενούς μεταχείρισης. Στην απουσία των πιο πάνω λεπτομερειών δεν μπορεί να διαπιστωθεί με οποιοδήποτε βαθμό βεβαιότητας κατά πόσο οι δύο περιπτώσεις τελούν υπό τας αυτάς συνθήκας ή κατά πόσο υπάρχουν διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου . Δεν υπάρχει, επομένως, το απαραίτητο πραγματικό βάθρο για την εξέταση του σχετικού λόγου ακύρωσης ο οποίος απορρίπτεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα £300. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο