Ανδρούλλας Πετρίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 845/95, 7.10.98 Ανδρούλλας Πετρίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 845/95, 7.10.98

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 845/95

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 29 και 28 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ανδρούλλας Πετρίδου, από τη Λευκωσία,

Αιτήτρ ιας,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 7.10.98

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης

Για την καθ΄ης η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: κ. Μ. Τριανταφυλλίδης

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε δι΄επιστολής της ΕΕΥ και με την οποίαν διόρισε εκ νέου μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το Βάσο Μ. Μερακλή στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, για την Ειδική Εκπαίδευση αναδρομικά αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."

Με απόφαση στην υπόθεση Ανδρούλλα Πετρίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 447/92, ημερ. 30.6.95, το Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, για την Ειδική Εκπαίδευση, για το λόγο ότι η ΕΕΥ παρέλειψε να ενεργήσει οποιαδήποτε έρευνα επί του θέματος της κτήσης των απαιτούμενων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος, παρέλειψε να ερμηνεύσει το Σχέδιο Υπηρεσίας και παρέλειψε να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος ως προσοντούχο.

Η ΕΕΥ επανεξέτασε το ζήτημα πλήρωσης της κενωθείσας θέσης σε συνεδρίαση ημερ. 3.8.95 σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου λήψης της ακυρωθείσας πράξης και επαναπροήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση, αναδρομικά από 29.3.93.

Είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η ΕΕΥ κατά την επανεξέταση, δεν εδικαιούτο αυτόβουλα να επιληφθεί του θέματος διακρίβωσης των προσόντων ούτε να ενεργήσει πρωτογενή έρευνα και κρίση επ΄αυτού αλλά ώφειλε να αναπέμψει εκ νέου το ζήτημα στην Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία αποτελεί το μόνο κατά νόμο αρμόδιο όργανο προς διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων και καταρτισμό καταλόγου συστηνομένων προς την ΕΕΥ, σύμφωνα με το αρ. 35Β(2) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 10/69, όπως τροποποιήθηκε.

Με αναφορά σε σχετική νομολογία ο δικηγόρος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η ΕΕΥ δεν έχει πρωτογενή αρμοδιότητα εξέτασης των προσόντων των υποψηφίων αλλά καταρτίζει τελικό κατάλογο μόνο κατόπιν υποβολής ενστάσεων και εφόσον δεν υποβληθούν τέτοιες ενστάσεις ο κατάλογος της Συμβουλευτικής είναι δεσμευτικός για την ΕΕΥ η οποία οφείλει να επιλέξει τον καταλληλότερο μόνο μεταξύ των περιληφθέντων στον κατάλογο και συστηθέντων από την Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων. (Βλ. Αντώνιος Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 861/91, ημερ. 12.6.92, Κωνσταντίνος Μεταξάς κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 717/90, ημερ. 29. 10.92 και Δημοκρατία κ.α. ν. Χαραλαμπίδη, (1995) 3 Α.Α.Δ., 53).

Με αναφορά στην υπόθεση Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι εφόσον το ακυρωτικό αποτέλεσμα άπτετο του θέματος των προσόντων η όλη διαδικασία ήταν εξυπαρχής άκυρη και η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση άρχετο από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην οποία ώφειλε να αναπεμφθεί το ζήτημα της αρμοδιότητάς της.

Η ακυρωτική δικαστική απόφαση εξαφανίζει εξυπαρχής και έναντι πάντων την προσβαλλόμενη πράξη και δημιουργεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων σε κάθε υπόθεση ή διαφορά στην οποία προέχει το κριθέν από το Δικαστήριο διοικητικής φύσεως ζήτημα. (Βλ. Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 789, ημερ. 30.5.89, Δημοκρατία κ.α. ν. Ανδρέα Στυλιανού κ.α., Α.Ε. Αρ. 1028 κ.α., ημερ. 10.7.90 και Πορίσματα Νομολογίας ΣτΕ 1929-1959, σελ. 279-283).

Ως κριθέν ζήτημα θεωρείται το ζήτημα εκείνο το οποίο απετέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης, βρίσκεται σε στενό σύνδεσμο προς το συμπέρασμα το οποίο έγινε δεκτό στην απόφαση και αποτελεί αναγκαίο στήριγμά του όχι όμως και άλλα περιστατικά τα οποία δεν ήταν αναγκαία προς συναγωγή του συμπεράσματος το οποίο διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης.

Η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση συνίσταται στη δημιουργία των νομικών καταστάσεων των οποίων η μη τήρηση επέφερε την ακύρωση της πράξης ή της παράλειψης. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να απόσχει από κάθε ενέργεια αντιτιθέμενη προς τα κριθέντα και οφείλει να επαναλάβει την ενέργεια από την πράξη η οποία κρίθηκε πλημμελής, να συνεχίσει δηλαδή τη διοικητική διαδικασία από το σημείο από το οποίο αυτή ακυρώθηκε μέχρι την περάτωσή της. (Βλ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 1978, §509 - 512).

Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου στην υπόθεση, Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2), ανωτέρω, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του αιτητή προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, σαφώς αναφέρει στη σελ. 274 της σχετικής απόφασης: "Στην απόφασή του το Δικαστήριο δεν έκανε ειδική αναφορά στην έρευνα είτε της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε της Ε.Δ.Υ. Η διαπίστωση του ήταν γενική και αφορούσε όλη τη διαδικασία".

Σε αντίθεση προς τα πραγματικά περιστατικά της πιο πάνω υπόθεσης, εν προκειμένω, το Δικαστήριο, στο σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης αναφέρεται σαφώς σε πλημμέλειες της διαδικασίας οι οποίες άπτοντο αποκλειστικά της έρευνας και της αιτιολογίας με την οποία η ίδια η ΕΕΥ έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος ως προσοντούχο.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΕΥ κατά την εξέταση των ενστάσεων οι οποίες υποβλήθηκαν εναντίον του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής διενήργησε τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησε επαρκώς το πόρισμά της ότι ο αιτητής στη προσφυγή 487/93 δεν κατείχε τα αναγκαία προσόντα και απέρριψε την ασκηθείσα από αυτόν προσφυγή, ενώ έκρινε αντίθετα, ότι η έρευνα η οποία ενεργήθηκε αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους δεν ήταν η δέουσα και ακύρωσε τον σχετικό διορισμό.

Όπως προκύπτει, το μέρος της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής παρέμεινε άθικτο από το ακυρωτικό αποτέλεσμα, δεν αποτέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και δεν συναρτήθηκε προς το συμπέρασμα της απόφασης.

Η ΕΕΥ είχε την ευχέρεια να επαναλάβει την ενέργεια από το σημείο από το οποίο ακυρώθηκε, να επιληφθεί δηλαδή πρωτογενώς του θέματος των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους και ο ισχυρισμός της αιτήτριας για παράλειψη συμμόρφωσης της ΕΕΥ προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο ισχυρισμός ο οποίος εγέρθηκε από το δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους ότι η αιτήτρια δεν κατείχε τα αναγκαία προσόντα κατά τον ουσιώδη χρόνο για το λόγο ότι αυτή δεν υπηρετούσε στην εκπαιδευτική υπηρεσία αλλά στα Επιμορφωτικά Κέντρα και κατά συνέπεια δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τον επίδικο διορισμό, προβάλλεται απαράδεκτα.

Δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης ή από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του φακέλου ότι είχε υποβληθεί εντός της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας υποβολής ενστάσεων οποιαδήποτε ένσταση κατά της συμπερίληψης της αιτήτριας στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε από το ενδιαφερόμενο μέρος είτε από άλλο υποψήφιο και η παρεμπίπτουσα έρευνα του ζητήματος αυτού στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας είναι απαράδεκτη. (Βλ. σχετικά, Κωνσταντίνος Μεταξάς κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Δημοκρατία κ.α. ν. Χαραλαμπίδη, ανωτέρω, Λουκάς Ιατρού ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 164/90, ημερ. 26.9.91, Ιωάννης Βαρέλια κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 899/96, ημερ. 20.5.98 και Γεωργία Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 808/97, ημερ. 30.7.98).

Επιλαμβανόμενη του θέματος προς παροχή νέας αιτιολογημένης κρίσης αναφορικά με το ζήτημα των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους η Επιτροπή ανέφερε τα ακόλουθα:

"Όσον αφορά τον κο Β. Μερακλή κατέχει τη θέση Διευθυντή της Σχολής Κωφών από 1.10.1980. Η Επιτροπή κρίνει ότι η Σχολή Κωφών ανήκει στην ειδική εκπαίδευση με βάση τις διατάξεις του Νόμου 47/79. Και εάν ακόμα θεωρηθεί ότι ο κος Μερακλής κατέχει τη θέση "Διευθυντή" αυτός καλύπτει χωρίς αμφιβολία τη διάταξη των Σχεδίων Υπηρεσίας ότι ο υποψήφιος πρέπει να κατέχει συνολική εκπαιδευτική υπηρεσία 19 τουλάχιστον ετών από τα οποία τουλάχιστον τα δυο τελευταία στη διδασκαλία του μαθήματος της ειδικότητας στη Δημοτική Εκπαίδευση, Προδημοτική ή Ειδική Εκπαίδευση, αφού όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η Σχολή Κωφών ανήκει στην ειδική εκπαίδευση."

Είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας ότι το εύρημα της ΕΕΥ ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα κατέστησε εκ νέου άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω πλάνης περί τα πράγματα, παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας και παράλειψης αιτιολόγησης της σχετικής απόφασης.

Η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας καθώς και η κρίση για τη συνδρομή των αναγκαίων προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων αποτελεί αυτοτελές προκριματικό ζήτημα η λύση του οποίου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου. το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση αυτή εκτός εάν η λύση η οποία δόθηκε δεν ήταν εύλογα εφικτή. (Δημοκρατία ν. Θεοφανώ Κυπρή, Α.Ε. Αρ. 876, ημερ. 3.11.89 και Δημοκρατία ν. Ηλία Υψαρίδη κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ, 347).

Ο δικηγόρος της αιτήτριας επανέλαβε τις εισηγήσεις τις οποίες έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την αρχική ακυρωτική διαδικασία σύμφωνα με τις οποίες, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας για το λόγο ότι δεν κατείχε θέση η οποία ανήκε στην εκπαιδευτική αλλά στη δημόσια υπηρεσία, η Σχολή Κωφών, της οποίας ήταν Διευθυντής, δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του περί Ειδικής Εκπαιδεύσεως Νόμου, Ν.47/79, αλλά αποτελούσε ανεξάρτητο Τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας και ο Διευθυντής καθώς και το διδακτικό προσωπικό της διορίζονται με βάση τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο και δεν είναι εκπαιδευτικοί λειτουργοί.

Το Δικαστήριο δεν ενεργεί πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κτήσης των αναγκαίων προσόντων από τους υποψηφίους αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας έρευνας εκ μέρους του αρμοδίου οργάνου προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. (Βλ. Ανδρούλα Πετρίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 447/93 κ.α. ημερ. 30.6.95, Ανθούλα Γρηγοροπούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 677/94 κ.α., ημερ. 6.9.96 και Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 911/93 κ.α. ημερ. 18.4.97).

Ο δικαστικός έλεγχος της υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου ενεργείται επί της αιτιολογίας στην οποία στηρίχθηκε η σχετική απόφαση.

Από το κείμενο της αιτιολογίας της ΕΕΥ αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως εκτέθηκε πιο πάνω, ελλείπει η οποιαδήποτε ένδειξη περί διενέργειας έρευνας και δεν προκύπτουν τα στοιχεία εκείνα με βάση τα οποία η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια.

Η ΕΕΥ ώφειλε να διενεργήσει περαιτέρω έρευνα και να θεραπεύσει τις πλημμέλειες οι οποίες επισημάνθηκαν στην ακυρωτική απόφαση, στην οποία αναφέρεται ότι:

"Η ΕΕΥ δεν αναφέρει ούτε με βάση ποιό μέρος του σχεδίου υπηρεσίας θεώρησε προσοντούχο το ενδιαφερόμενο μέρος, ούτε για ποιό λόγο ή λόγους. Ούτε φαίνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου η ύπαρξη οποιουδήποτε είδους έρευνας επί του θέματος. . . .

Ελλείπουν παντελώς, τόσο οποιαδήποτε ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, όσο και οποιαδήποτε έρευνα της ΕΕΥ επί του θέματος της κατοχής των απαιτουμένων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος . . . . .

Τα απαιτούμενα προσόντα τίθενται με διαζευκτικό τρόπο και δεν μπορεί το Δικαστήριο να προβαίνει σε εικασίες ποιό από τα διαζευκτικά προσόντα ικανοποιούσε, κατά την κρίση της ΕΕΥ, το ενδιαφερόμενο μέρος και γιατί. Το θέμα είναι αρκετά σοβαρό και έχρηζε ενδελεχούς εξέτασης προτού η ΕΕΥ προβεί στη λήψη της επίδικης απόφασης."

Η ΕΕΥ παρέλειψε να αιτιλογήσει με ρητές σκέψεις το εύρημα της ότι η Σχολή Κωφών ανήκε στην ειδική εκπαίδευση και παρέλειψε να προσδιορίσει σαφώς και επακριβώς με βάση ποιό από τα διαζευκτικά σκέλη του Σχεδίου Υπηρεσίας θεώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως προσοντούχο.

Ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η ΕΕΥ θεώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως προσοντούχο με βάση το δεύτερο σκέλος της παρ. 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας και η αιτιολογία αυτή καθίσταται ανεπαρκής, ασαφής και ανέρειστη λόγω ρητών σκέψεων του ιδίου οργάνου οι οποίες περιέχονται στη φράση, "Και εάν ακόμα θεωρηθεί ότι ο κος Μερακλής κατέχει τη θέση "Διευθυντή"" γεγονός το οποίο θέτει εν αμφιβολία το Δικαστήριο ως προς τη βεβαιότητα του συμπεράσματος αυτού αλλά και συγκρούεται προς προηγούμενες ρητές σκέψεις της ΕΕΥ ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει τη θέση Διευθυντή της Σχολής Κωφών από 1.10.80.

Η αιτιολογία του ευρήματος της ΕΕΥ ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους κρίνεται ασαφής, αόριστη, γενική και συγκεχυμένη, καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο του περιεχομένου της και ανέρειστη την πραγματική βάση της απόφασης η οποία στηρίχθηκε επ΄αυτής.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η απόφαση διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώνεται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

 

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο