Σοφοκλή Ν. Σοφοκλέους ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 922/97., 14 Οκτωβρίου, 1998 Σοφοκλή Ν. Σοφοκλέους ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 922/97., 14 Οκτωβρίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 922/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Σοφοκλή Ν. Σοφοκλέους,

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_______________

14 Οκτωβρίου, 1998.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Κακογιάννης.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Α. Κωνσταντίνου.

________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση του ημερ. 13.12.96 (“η ακυρωτική απόφαση”) στην Προσφυγή 750/95 (Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ.) Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε τη προαγωγή του Ανδρέα Μαλιαλή (“το Ε.Μ.”) στη θέση Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Μελέτες Συστήματος) (“η επίδικη θέση”) της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (“η Α.Η.Κ.”).

Με την ακυρωτική απόφαση είχε διαπιστωθεί ότι η πείρα του αιτητή και του Ε.Μ. δεν ήταν ταυτόσημη. Υπερτερούσε ο αιτητής σε ένα τομέα και το Ε.Μ. σε άλλο. Ορθολογικό έρεισμα για διάκριση μεταξύ τους σε ότι αφορά την πείρα δεν υπήρχε. Είχε, επίσης, διαπιστωθεί, με βάση το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων ότι “στην αξία και οι δύο τους ήταν ισοδύναμοι”.

Παρά τα πιο πάνω δεδομένα ο Διευθυντής σύστησε το Ε.Μ. γιατί “υπερτερούσε σε επίδοση και απόδοση”. Το Διοικητικό Συμβούλιο δέχθηκε τη σύσταση του Διευθυντή. Κατέληξε “υπό το φως της σύστασης ότι παρόλον που το Ε.Μ. υστερούσε σε αρχαιότητα, εν τούτοις υπερτερούσε στα υπόλοιπα κριτήρια έναντι των άλλων υποψηφίων”. Αυτό που τελικά οδήγησε στην ακυρωτική απόφαση ήταν η σύγκρουση “η οξεία και απαράδεκτη” της σύστασης του Διευθυντή με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων.

Μετά την ακυρωτική απόφαση το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης παραπέμφθηκε για επανεξέταση στη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Επιστημονικού Προσωπικού (“η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή”). Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και “που ανάγονται στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου της λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε”. Ομόφωνα έκρινε ως τους επικρατέστερους για προαγωγή στην επίδικη θέση τον αιτητή, το Ε.Μ. και ένα άλλο υποψήφιο.

Μετά την πιο πάνω απόφαση το θέμα τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Α.Η.Κ. για θέματα Προσωπικού (“η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή”).

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή μετά από αξιολόγηση όλων των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της και “που ανάγονται στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου της λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε” και αφού άκουσε και έλαβε δεόντως υπόψη τις απόψεις και συστάσεις του Διευθυντή αποφάσισε να συστήσει στην Α.Η.Κ. το Ε.Μ. για προαγωγή στην επίδικη θέση. Παραθέτω το σχετικό μέρος της σύστασης:

“Συστήνοντας τον 8873 Μαλιαλή Ανδρέα στην πιο πάνω θέση, τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, δεν παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους την αρχαιότητα του 8601 Σοφοκλέους Σοφοκλή έναντι του 8873 Μαλιαλή Ανδρέα, τόνισαν όμως ότι δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί αλλοίωση της σύστασης του καθότι, κρίνουν ότι με βάση όλα τα ενώπιον τους στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους όπως παρουσιάζονται στους προσωπικούς τους φακέλους, όπως επίσης τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και τις απαιτήσεις της θέσης, ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας υπερέχει γενικά έναντι του 8601 Σοφοκλέους Σοφοκλή σε ακαδημαϊκά προσόντα.

Στο σημείο αυτό τα Μέλη διευκρίνισαν ότι ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου M.Sc. (Power Systems Engineering), που σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης διαθέτει ειδικές και άριστες γνώσεις σε θέματα που αφορούν λογισμικά ανάλυσης συστήματος (computer facilities), τα οποία χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στο Τμήμα Μελετών Συστήματος. Επιπρόσθετα τα Μέλη ανέφεραν ότι ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας είναι άριστα καταρτισμένος στα προγράμματα των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών που αφορούν την επίλυση προβλημάτων που έχουν σχέση με τα δίκτυα μεταφοράς/διανομής, όλα στοιχεία απαραίτητα για τη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Μελέτες Συστήματος).”

΄Οπως αναφέρεται πιο πάνω η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Διευθυντή - κ. Α. Χατζηπασχάλη. Ο τελευταίος δήλωσε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ότι έκαμε τη δική του έρευνα και σύγκρινε όλους του υποψηφίους που έχουν αποταθεί για προαγωγή στην επίδικη θέση. Με βάση την άμεση και προσωπική γνώση μέσα από την κατευθεία επαφή, τις προσωπικές εμπειρίες και εργασία και τις ευκαιρίες που είχε ο ίδιος, τόσο ως Γενικός Διευθυντής όσο και από τα προηγούμενα στάδια της καριέρας του για να εκτιμήσει την προσφορά των υποψηφίων, καθώς επίσης με βάση τα όσα του μετέδωσαν οι προϊστάμενοι και αξιολογούντες λειτουργοί των υποψηφίων και, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κριτήρια προαγωγής στο σύνολο τους, πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα σε συσχετισμό με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση στην υπηρεσία κάθε υποψηφίου, όπως αναφέρονται στον Κανονισμό 23(2) των περί ΑΗΚ (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, όπως αυτά παρατίθενται μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, ο Διευθυντής ήταν της γνώμης ότι, ο Μαλιαλής Ανδρέας, ο οποίος επελέγη ομόφωνα από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής διά Προαγωγάς του Επιστημονικού Προσωπικού, ως ένας από τους τρεις επικρατέστερους υποψηφίους και με την οποία γνώμη συμφωνεί, είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψηφίους και τον σύστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Η σύσταση του Διευθυντή καταλήγει ως εξής:

“Ο Μαλιαλής Ανδρέας είναι ένας εξαίρετος υπάλληλος, με πολλές ικανότητες και ο οποίος κατέχει ευρύτατη θεώρηση των θεμάτων που προνοεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Τονίζει δε ότι ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας έχει άριστες γνώσεις σε θέματα που αφορούν λογισμικά ανάλυσης συστήματος (computer facilities), τα οποία χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στο Τμήμα Μελετών Συστήματος, και είναι άριστα καταρτισμένος στα προγράμματα των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών που αφορούν την επίλυση προβλημάτων που έχουν σχέση με τα δίκτυα μεταφοράς/διανομής, όλα στοιχεία απαραίτητα για τη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Μελέτες Συστήματος).

Ο Διευθυντής εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, δηλώνει ότι, ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Μελέτες Συστήματος) και ως εκ τούτου είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή στη θέση αυτή.”

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ. εξέτασε το θέμα πλήρωσης της επίδικης θέσης κατά τη συνεδρία του ημερ. 27.10.97. Ενώπιον του τέθηκαν τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, η ακυρωτική απόφαση, οι αιτήσεις των υποψηφίων, οι προσωπικοί τους φακέλοι με τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, οι εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων και τα πρακτικά της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής. Στη συνεδρία κλήθηκε ο κ. Ιωάννης Χατζηπαύλου, ο οποίος έχει διοριστεί από την Αρχή, στην συνεδρία της ημερομηνίας 14 Οκτωβρίου 1997, να ενεργεί αναπληρωματικά στη θέση του Αρχιμηχανικού και Γενικού Διευθυντή της Αρχής μέχρις ότου επέλθει η πλήρωση της θέσης με μόνιμο διορισμό ή μέχρι νεότερης απόφασης της Αρχής, για να δώσει τις συστάσεις του, οι οποίες αναφέρονται και καλύπτουν την επίδοση των υποψηφίων μέχρι τον ουσιώδη χρόνο.

Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό ο κ. Χατζηπαύλου εξέφρασε τις απόψεις του μετά από προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων, των εμπιστευτικών εκθέσεων και φύλλων αξιολογήσεως των υποψηφίων, και με βάση την προσωπική του γνώση και τις πληροφορίες που πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων. Πληροφόρησε την Α.Η.Κ. ότι “συμφωνεί και επαναλαμβάνει τα όσα είχε αναφέρει ο κ. Ανδρέας Χατζηπασχάλη ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής”.

Στη συνέχεια η Α.Η.Κ. μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και που ανάγονται στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου της λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε, δηλαδή, τα υπηρεσιακά στοιχεία κάθε υποψηφίου, τους προσωπικούς τους φακέλους, την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα στην Αρχή, τα προσόντα σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση κάθε υποψηφίου στην υπηρεσία, όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στην παράγραφο 23(2) των Κανονισμών. Επίσης έλαβε δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής, τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων και τις συστάσεις και απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Περαιτέρω έλαβε υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του εκλιπόντος κ. Α. Χατζηπασχάλη, Αρχιμηχανικού και Γενικού Διευθυντή, ο οποίος απεβίωσε το απόγευμα της Κυριακής 12.10.1997, ο οποίος πρότεινε για προαγωγη στην πιο πάνω θέση τον 8873 Μαλιαλή Ανδρέα, όπως καταγράφονται στα προαναφερθέντα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού και για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτά και τα οποία πρακτικά έχουν τεθεί ενώπιον του. ΄Ελαβε, επίσης, υπόψη τις πιο πάνω συστάσεις και απόψεις του κ. Ιωάννη Χατζηπαύλου. Με βάση τα πιο πάνω έκρινε ότι ο καταλληλότερος υποψήφιος σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψηφίους ήταν το Ε.Μ. και αποφάσισε την προαγωγή του στην επίδικη θέση. Η Α.Η.Κ. προχώρησε να αιτιολογήσει περαιτέρω την επιλογή της ως εξής:

“Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση της η Αρχή για την προαγωγή του 8873 Μαλιαλή Ανδρέα στην πιο πάνω θέση, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη της την αρχαιότητα του 8601 Σοφοκλέους Σοφοκλή έναντι του 8873 Μαλιαλή Ανδρέα, τόνισε όμως ότι δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί αλλοίωση της σύστασης της καθότι, κρίνει ότι, με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους όπως παρουσιάζονται στους προσωπικούς τους φακέλους, όπως επίσης τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και τις απαιτήσεις της θέσης, ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας υπερέχει γενικά έναντι του 8601 Σοφοκλέους Σοφοκλή σε ακαδημαϊκά προσόντα.

Στο σημείο αυτό η Αρχή διευκρίνισε ότι ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου M.Sc. (Power Systems Engineering), που σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης, και ως εκ τούτου η Αρχή το λαμβάνει υπόψη. Η Αρχή μελετώντας τις συστάσεις του τέως Αρχιμηχανικού και Γενικού Διευθυντή της Αρχής κ. Ανδρέα Χατζηπασχάλη οι οποίες και υιοθετήθηκαν από τον κ. Ιωάννη Χατζηπαύλου και τις οποίες υιοθετεί και η Αρχή, παρατήρησε ότι, ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας διαθέτει ειδικές και άριστες γνώσεις σε θέματα που αφορούν λογισμικά ανάλυσης συστήματος (computer facilities), τα οποία χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στο Τμήμα Μελετών Συστήματος και ότι, ο 8873 Μαλιαλής Ανδρέας είναι επίσης άριστα καταρτισμένος στα προγράμματα των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών που αφορούν την επίλυση προβλημάτων που έχουν σχέση με τα δίκτυα μεταφοράς/διανομής, όλα στοιχεία απαραίτητα για τη θέση του Ανώτερου Περιφερειακού Μηχανικού (Μελέτες Συστήματος) και τείνουν να τονίσουν την καταλληλότητα του 8873 Μαλιαλή Ανδρέα για τη θέση έναντι των άλλων υποψηφίων.”

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης. Υποστήριξε ότι έχει σημειωθεί “παραβίαση δεδικασμένου”. ΄Εκαμε αναφορά στις πιο πάνω διαπιστώσεις (βλ. σελ. 1-2) της ακυρωτικής απόφασης και στην αρχαιότητα του αιτητή. Πρότεινε ότι δεν έπρεπε να εισαχθεί ως “νέο στοιχείο, κριτήριο επιλογής καθοριστικό για την επιλογή” του Ε.Μ. τα προσόντα του. Αυτή η πορεία - συνεχίζει η εισήγηση - παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης. Αποτελεί δε μια “άκυρη παράνομη επίδειξη αλαζονείας της Διοίκησης που δεν θέλει να βλέπει τις αποφάσεις της να ανατρέπονται”.

΄Εχει ήδη γίνει αναφορά στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφαση (βλ. σελ. 1-2). Εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικασιών που είχαν προηγηθεί δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε παραβίαση των πιο πάνω διαπιστώσεων. Δεν έχει, επομένως, σημειωθεί παραβίαση του δεδικασμένου. Το θέμα των προσόντων δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα. Τα προσόντα σε συσχετισμό με το σχέδιο υπηρεσίας αποτελούν απαραίτητο κριτήριο προαγωγής (Βλ. Καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986).

΄Εχει νομολογηθεί ότι η ανάκληση ή ακύρωση δεν εμποδίζει την έκδοση ταυτόσημης πράξης, εφόσον η έκδοση γίνεται με επανάληψη της διαδικασίας, ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης και εκτίμηση των ίδιων στοιχείων ή/και στοιχείων που υπήρχαν και δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της αρχικής πράξης που ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε (Βλ. Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437, 447).

΄Εχω, επομένως, την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο στην πορεία που είχε υιοθετηθεί από την Α.Η.Κ.. Το αντίθετο θα συνέβαινε αν η Α.Η.Κ. δεν αναφερόταν στα προσόντα και δεν τους έδινε τη βαρύτητα που τους αρμόζει, σύμφωνα με τους πιο πάνω Κανονισμούς και τη Νομολογία. Τα προσόντα δεν ήταν νέο στοιχείο αλλά στοιχείο που υπήρχε στον ουσιώδη χρόνο και μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπόψη. Ακολουθεί πως δεν έχει σημειωθεί οποιαδήποτε παραβίαση του δεδικασμένου ή των αρχών της καλής πίστης.

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης στρέφεται κατά της σύστασης του Διευθυντή. Υποστηρίχθηκε πως ήταν παράνομη και αναιτιολόγητη. Υποστηρίχθηκε επίσης πως οι πληροφορίες που πήρε ο Διευθυντής από τους Προϊσταμένους των υποψηφίων και ακόμη η δική του έρευνα που επικαλείται είναι νέο στοιχείο που τώρα εμφανίζεται και που δεν έχει σχέση με τον ουσιώδη αναδρομικό χρόνο.

Τόσο οι απόψεις των Προϊσταμένων των υποψηφίων όσο και εκείνες του Διευθυντή δεν ήταν νέο στοιχείο. ΄Ηταν στοιχείο που υπήρχε και δεν λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της αρχικής πράξης. ΄Εχω, επομένως, την άποψη πως μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Μέσα στα πλαίσια της δέουσας έρευνας και της έρευνας όλων των κρίσιμων στοιχείων ο Διευθυντής νόμιμα μπορούσε να λάβει υπόψη τις απόψεις των συνεργατών του - προϊσταμένων των υποψηφίων (Βλ. Δρουσιώτη, πιο πάνω, σελ. 447).

Περαιτέρω είναι φανερό ότι η προσωπική γνώση του Διευθυντή ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο και το ίδιο ισχύει και για τις πληροφορίες που πήρε από τους Προϊσταμένους των υποψηφίων. Αυτό είναι φανερό από το όλο περιεχόμενο της σύστασης. Ο Διευθυντής δήλωσε ότι έλαβε υπόψη τα κριτήρια που παρέθεσε “όπως αυτά παρατίθενται μέχρι τον ουσιώδη χρόνο”. Δεν ήταν απαραίτητη η καταγραφή των απόψεων των προϊσταμένων (Βλ. Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817/12.7.90) ούτε και η προσωπική γνώση του Διευθυντή όταν δεν συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Απέητος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64 75).

Συναφώς με το λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με την σύσταση του Διευθυντή έχει υποστηριχθεί ότι παραγνωρίστηκε - από το Διευθυντή - η κατά 3 χρόνια και 2 μήνες αρχαιότητα του αιτητή. Προβλήθηκε ακόμη η θέση ότι το δίπλωμα του αιτητή - είναι απόφοιτος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου - είναι ισοδύναμο με το Master of Science του Ε.Μ. και έτσι το αναγνωρίζει και η Δυτικοευρωπαϊκή ΄Ενωση. Επομένως - συνεχίζει η εισήγηση - ο αιτητής δεν υστερούσε ούτε στα προσόντα. Περαιτέρω υποστηρίχθηκε ότι ο Διευθυντής δεν αιτιολόγησε γιατί το Ε.Μ. είναι “καταλληλότερος και αξιότερος από την άποψη ικανοτήτων και ιδιοτήτων, και ποιές είναι αυτές οι ικανότητες και ιδιότητες που δεν κατέχει ο αιτητής για να συστηθεί”. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι η σύσταση είναι γενική και έρχεται σε σύγκρουση με το περιεχόμενο των φακέλων αλλά και με το δεδικασμένο.

Αρχίζω με τη θέση του αιτητή που σχετίζεται με την ισοδυναμία του διπλώματος του με το Master of Science που κατέχει το Ε.Μ.. Με όλο το σεβασμό προς τη σχετική εισήγηση αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, γιατί το θέμα της ισοδυναμίας των προσόντων πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία.

Πριν εξετάσω το υπόλοιπο μέρος της εισήγησης του αιτητή θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τα προσόντα των δύο υποψηφίων:

Αιτητής: - Διπλωματούχος Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου.

- ΜΙΕΕ

- Μέλος ΕΤΕΚ.

Ε.Μ.: - Δίπλωμα Φυσικής - Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

- Μ.Sc. (Power System Engineering)

- MIEE

- Μέλος ΕΤΕΚ.

Στην Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1579/29.5.98 έχει γίνει επισκόπηση της Νομολογίας που σχετίζεται με την αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

 

“Η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 622, 632, Δημοκρατία ν. Χριστούδη, Α.Ε. 1636/21.6.96, Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96, Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979/17.10.97).

Στην Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Τονίζεται, επίσης, ότι ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει την Ε.Δ.Υ. επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. και Ψωμά, πιο πάνω).

Στην Στυλιανού κ.α. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, τονίζεται ότι σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο Προϊστάμενος του οικείου Τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψήφιους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης.

Η πιο πάνω άποψη της Ολομέλειας ότι η απλή παραπομπή στα νομοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) δεν ικανοποιεί την απαίτηση του άρθρου 35(4) για αιτιολογημένες συστάσεις έγινε δεκτή σε πολλές πρωτόδικες αποφάσεις (Βλ. ενδεικτικά Λοϊζίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1094/90 κ.α./21.12.92 - απόφαση Νικήτα, Δ., και Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 831/92/29.10.93 - απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.)

Στην Λοϊζίδης (πιο πάνω) το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

‘Ο νέος νόμος απέβλεψε στη δημιουργία πιό άξιας και αποτελεσματικής διοίκησης. Το άρθρο 35(4) ήλθε να ενισχύσει την αξιοκρατική επιλογή των δημοσίων υπαλλήλων με το να προνοήσει ρητά πως η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Το άρθρο μνημονεύει τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων και των προσωπικών φακέλων ανάμεσα στους παράγοντες που επενεργούν στην απόφαση για προαγωγή. ΄Αρα πρόθεση του νομοθέτη ήταν να απεγκλωβιστούν οι συστάσεις του Διευθυντή που συνιστούν πρόσθετο κριτήριο ανέλιξης από τα προαναφερθέντα στοιχεία.’

Στην Θεοκλήτου (πιο πάνω) το θέμα προσεγγίστηκε ως πιο κάτω:

‘Η σύσταση εμπεριέχει εξ ορισμού την άποψη του Διευθυντή ως προς της υπεροχή του συστηνόμενου. Μόνη η σύνδεση της σύστασης προς τα τρία κριτήρια δεν προσθέτει οτιδήποτε. Δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της άποψης και δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.’

Επικροτούμε τις πιο πάνω προσεγγίσεις. Λαμβάνουμε υπόψη την μοναδικότητα της θέσης στην οποία βρίσκεται ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος να περιγράψει τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. ΄Εχουμε την άποψη πως η απλή αναφορά στα πιο πάνω τρία θεσμοθετημένα κριτήρια δεν ικανοποιεί ποσώς την απαίτηση του άρθρου 34(5) του Νόμου για αιτιολογημένες συστάσεις. Η απαίτηση του Νόμου ικανοποιείται όταν η σύσταση περιέχει την άποψη του Διευθυντή για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη ότι ο συστηνόμενος είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των αρετών, ικανοτήτων και ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω).”

Εξέταση του περιεχομένου της σύστασης του Διευθυντή αποκαλύπτει ότι κατά τη διαμόρφωση της έλαβε κυρίως υπόψη την αρχαιότητα, πείρα, αξία, ικανότητα και επίδοση στην υπηρεσία. ΄Εδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις άριστες γνώσεις του Ε.Μ. σε θέματα που αφορούν λογισμικά ανάλυσης συστήματος (computer facilities) και στο γεγονός ότι είναι άριστα καταρτισμένος στα προγράμματα των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών που αφορούν την επίλυση προβλημάτων που έχουν σχέση με τα δίκτυα μεταφοράς/διανομής “όλα στοιχεία απαραίτητα” για την επίδικη θέση.

Γεννάται το ερώτημα κατά πόσο μπορούσε να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στα πιο πάνω στοιχεία. Το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί με αναφορά στα σχέδια υπηρεσίας και τούτο ενόψει της πιο πάνω θέσης της νομολογίας για τη μοναδικότητα της θέσης του Διευθυντή να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης. Ανάμεσα στα καθήκοντα της θέσης είναι και η χρησιμοποίηση διαθέσιμων συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων διευκολύνσεων (”makes use of available computer and other facilities in the execution of his duties”). Πρέπει επίσης να έχει την ικανότητα και την πείρα της συλλογής και χρησιμοποίησης δεδομένων και πληροφοριών (“he must have the quality of leadership and the ability and experience of collecting and making use of data and information”).

Με την επίδικη σύσταση ο Διευθυντής έχει στην ουσία προσδιορίσει και εκτιμήσει τις ανάγκες της επίδικης θέσης από τη μια, όπως προδιαγράφονται κυρίως από τα σχέδια υπηρεσίας και από την άλλη έχει παραθέσει την άποψη του για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί - και πάλιν - ότι ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες της υπηρεσίας καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε να ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης (Βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, 418, 419 και Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ, Α.Ε. 745/12.4.89). Περαιτέρω, έχει εξηγήσει και αιτιολογήσει γιατί το Ε.Μ. είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή στο σύνολο της κρίνω ότι ικανοποιεί τα κριτήρια αιτιολόγησης που έχει θέσει η νομολογία. Ούτε και η εισήγηση για γενικότητα της σύστασης, για ασυμφωνία της με το περιεχόμενο των φακέλων και για σύγκρουση της με το δεδικασμένο ευσταθεί. Αντίθετα η σύσταση είναι επαρκώς εξειδικευμένη. Δίνει με πληρότητα και σαφήνεια τους λόγους προτίμησης του Ε.Μ.. Δεν συγκρούεται σε κανένα σημείο της με το περιεχόμενο των φακέλων ούτε και με το δεδικασμένο. ΄Οπως έχει αναφερθεί πιο πάνω το δεδικασμένο δεν περιλαμβάνει τα προσόντα. Κεντρικός άξονας της σύστασης ήταν τα προσόντα του Ε.Μ..

΄Εχει επίσης υποστηριχθεί ότι η Α.Η.Κ. παρέλειψε να προβεί στη δική της πρωτογενή “και αποφασιστική εξουσία για ίδια έρευνα, γεγονός που οδηγεί σε ακύρωση”. Συναφώς με αυτό το λόγο ακύρωσης έχει υποστηριχθεί ότι εσφαλμένα το M.Sc. του Ε.Μ. διαδραμάτισε το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. ΄Εχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι όλα τα νόμιμα κριτήρια πρέπει να συνεκτιμούνται και να συνυπολογίζονται. Το M.Sc. του Ε.Μ. δεν προβλέπεται από τα σχέδια υπηρεσίας ως απαιτούμενο ή επιπρόσθετο προσόν και ήταν, επομένως, στοιχείο οριακής σημασίας. Δεν μπορούσε - συνεχίζει η εισήγηση - να του δοθεί μεγάλη βαρύτητα ούτε να θεωρηθεί ξεχωριστό κριτήριο επιλογής.

Μια άλλη εισήγηση αναφερόταν και πάλιν στο κριτήριο των προσόντων. Υποστηρίχθηκε ότι η Α.Η.Κ. “δεν μπορεί στην επανεξέταση να εισάγει νέα κριτήρια επιλογής του Ε.Μ. που δεν αποτελούσαν τον λόγο της αρχικής προαγωγής του. Αν είναι τόσο σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης γιατί δεν αναφέρθηκαν τότε; Πάσχουσα λοιπόν η αιτιολογία της Α.Η.Κ. για την εκ νέου επιλογή του Ε.Μ.

Αρχίζω από την τελευταία εισήγηση. ΄Εχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 7) ότι κατά την επανεξέταση το διορίζον όργανο μπορεί να λάβει υπόψη και στοιχεία που δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της αρχικής πράξης (Βλ. Δρουσιώτης, πιο πάνω, σελ. 447).

Αναφορικά με την εισήγηση για την ανάγκη διεξαγωγής έρευνας από την ίδια την Α.Η.Κ. ο σχετικός ισχυρισμός έχει παραμείνει μετέωρος. Δεν έχει υποδειχθεί τί παρέλειψε να διερευνήσει η ίδια η Α.Η.Κ.. Αντιμετωπίζουμε περίπτωση όπου το θέμα πλήρωσης της θέσης είχε διερευνηθεί από δύο συμβουλευτικά όργανα και όπου η Α.Η.Κ. είχε ενώπιον της και έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με τους υποψηφίους. Η όλη διαδικασία που έχει διεξαχθεί από την ίδια την Α.Η.Κ. ικανοποιεί πλήρως την ανάγκη για διεξαγωγή έρευνας.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό που σχετίζεται με το ρόλο που έχουν διαδραματίσει τα προσόντα του Ε.Μ. πράγματι τα πρόσθετα προσόντα δεν αποτελούν πλεονέκτημα δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας. Στην Λουκά ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 488/92/26.4.96 έχει γίνει επισκόπηση της νομολογίας που διέπει το θέμα. Την μεταφέρω:

“Πράγματι είναι νομολογημένο ότι προσόντα ‘πρόσθετα από εκείνα που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας συνιστούν παράγοντα οριακής σημασίας για διεκδικήσεις του κατόχου τους για προαγωγή’. (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 609). Δεν θεμελιώνουν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή. Ωστόσο αποτελούν παράγοντα ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψήφιου. ΄Εχει, επομένως, νομολογηθεί ότι προσόντα πέρα από εκείνα που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας αλλά έχουν σχέση με τα καθήκοντα του υπαλλήλου και τα οποία τον καθιστούν πιο κατάλληλο για την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. (Δομετάκης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 1673, 1678-79, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (1979) 3 Α.Α.Δ. 379, 388, Σωτηριάδου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 921, 943-944. Βλ. και Δημοκρατία ν. Ανδρέου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, 162 σύμφωνα με την οποία ‘ακαδημαϊκά προσόντα που έχει ένας υποψήφιος, επιπλέον αυτών που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως τα απαραίτητα ή ως πλεονέκτημα, λαμβάνονται γενικά υπόψη, αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης αλλιώς έχουν περιθωριακή σημασία’)”.

Στην κρινόμενη περίπτωση η θέση της Α.Η.Κ. ότι τα πρόσθετα προσόντα του Ε.Μ. έχουν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας. ΄Εχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 10) η συνάφεια των προσόντων του Ε.Μ., που σχετίζονται με τα λογισμικά ανάλυσης συστήματος (computer facilities) και με τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, με τα καθήκοντα της θέσης. Σχέση με τα καθήκοντα της θέσης έχει και το Μ.Sc. (Power System Engineering) του Ε.Μ.. Ακολουθεί πως η Α.Η.Κ. νόμιμα μπορούσε να λάβει υπόψη τα πρόσθετα πρόσοντα του αιτητή. Ούτε και ο ισχυρισμός για παραγνώριση της αρχαιότητας του αιτητή ευσταθεί. Αυτή έχει ληφθεί υπόψη. Ωστόσο καθώς έχει νομολογηθεί η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο. Σταθμίζεται με τα άλλα κριτήρια. Υπερισχύει μόνο αν τα άλλα κριτήρια είναι περίπου ίσα. Στην κρινόμενη περίπτωση τα άλλα κριτήρια δεν ήταν ίσα. Το Ε.Μ. είχε υπέρτερα προσόντα. Επίσης είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή. Τονίζεται - και πάλιν - ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν ουσιώδες στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων και δεν μπορούν να παραγνωριστούν από το διορίζον όργανο χωρίς ειδική αιτιολογία (Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 44 και Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71, 75).

Τελικά το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των προαγωγών. Το διορίζον όργανο για να δικαιολογήσει την επιλογή του δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 74, 85 - απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή “Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου”, σελ. 729). Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια. Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Βλ. Christou and others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1, 61 και Χ” Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. 2112/9.10.98).

Το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (βλ. Αλεξάνδρου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360). Ο τελευταίος δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή όπως αυτή έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία (βλ. Χ” Σάββας ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε). Δεν έχει καν αποδείξει απλή υπεροχή. Πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για θέση που βρίσκεται πολύ ψηλά στην ιεραρχία και σε τέτοια περίπτωση η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι πολύ ευρεία (βλ. Christou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 11 και Ierides v. Republic (1976) 3 C.L.R. 9).

Με αφορμή την διοικητική εγκύκλιο του Γενικού Διευθυντή προς το πρόσωπο της Α.Η.Κ. με αρ. 1/94 και ημερ. 22.11.94 υποστηρίχθηκε ότι θέματα που ρυθμίζουν υπαλληλικά δικαιώματα και την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων ανήκουν στο χώρο του δημοσίου δικαίου και πρέπει να προβλέπονται κανονιστικά. Η εγκύκλιος δεν μπορεί χωρίς τη δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα με τη μορφή Κανονισμών να έχει δεσμευτικότητα. Επομένως η μείωση της βαθμολογίας του αιτητή “από Α και Β+” για το έτος 1995 έγινε κατ΄ εφαρμογή παράνομης ή/και ανίσχυρης εγκυκλίου.

Παρατηρώ ότι δεν έχει εγερθεί τέτοιος λόγος ακύρωσης στο δικόγραφο της προσφυγής και επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί. Θα παραθέσω όμως τη θέση του δικαστηρίου για να είναι καταγραμμένη σε περίπτωση που ήθελε αποφασισθεί ότι εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης. Θα επαναλάβω τη θέση που έχω υιοθετήσει στην Ηλιοπούλου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 547/96/7.5.97:

“Προσεκτική εξέταση των προνοιών της πιο πάνω εγκυκλίου καταδείχνει ότι δεν περιέχουν οδηγίες για τον τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων πέρα από τους Κανονισμούς. Αντίθετα τονίζουν την ανάγκη ομοιομορφίας κατά την αξιολόγηση των διαφόρων κριτηρίων και την ανάγκη για εφαρμογή των Κανονισμών Αξιολόγησης πάνω σε πιο ορθολογιστική φιλοσοφία. Είναι δε πρόδηλο από την τελευταία παράγραφο της εγκυκλίου ότι η εφαρμογή των ομοιόμορφων κριτηρίων αξιολόγησης δεν θα οδηγούσε κατ΄ ανάγκη σε μείωση της βαθμολογίας αλλά και σε αύξηση της. Κατά την κρίση μου είναι απόλυτα θεμιτό για την διοίκηση να επιδιώκει την εφαρμογή ομοιόμορφων και ορθολογιστικών κριτηρίων αξιολόγησης. Μια τέτοια ομοιομορφία θα έχει σαν συνέπεια την ίση μεταχείρηση όλων των υπαλλήλων η οποία - ίση μεταχείρηση - συνάδει όχι μόνο με την αρχή της ισότητας, που διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος αλλά και με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Οι αξιολογήσεις λαμβάνονται υπόψη κατά τις προαγωγές. Με την ομοιόμορφη και ορθολογιστική μέθοδο αξιολόγησης εξυπηρετούνται στον ύψιστο δυνατό βαθμό οι αρχές της επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου και κατ΄ επέκταση το δημόσιο συμφέρον. Από την στιγμή που δεν έχει υποδειχθεί ότι η πιο πάνω εγκύκλιος παραβιάζει οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμό ή τις αρχές του διοικητικού δικαίου, θεωρώ ότι η προτροπή της διοικήσεως για υιοθέτηση ομοιόμορφων και ορθολογιστικών κριτηρίων κατά την αξιολόγηση των υπαλλήλων δεν καθιστά παράνομη και ανίσχυρη την πιο πάνω εγκύκλιο.”

Παραπέμπω επίσης στην Αναστασιάδη ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 893/96/14.5.98 (απόφαση Νικολαϊδη, Δ.):

“Βρίσκω ότι το παράπονο του αιτητή δεν είναι δικαιολογημένο. Η εγκύκλιος δεν περιέχει οποιεσδήποτε οδηγίες για τον τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων είτε σε αντίθεση με τους Κανονισμούς, είτε σε αντίθεση με οποιανδήποτε προηγούμενη εγκύκλιο. Απλώς τονίζεται η ανάγκη για ομοιόμορφη και πιο ορθολογιστική εφαρμογή των Κανονισμών Αξιολόγησης Προσωπικού. Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός είναι πολύ γενικός και δεν φαίνεται με ποιό τρόπο ο αιτητής επηρεάστηκε δυσμενώς από την εφαρμογή της εγκυκλίου.”

Θεωρώ, επομένως, ότι η εγκύκλιος δεν είναι παράνομη και ανίσχυρη. Περαιτέρω ο αιτητής δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο έχει επηρεαστεί δυσμενώς.

Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή είχε προβάλει ακόμη ένα λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν έχει περιληφθεί ειδικά στο δικόγραφο του. Σχετίζεται με τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) (Τροποιητικών) Κανονισμών του 1996 (Κ.Δ.Π. 77/96) δυνάμει των οποίων έχει τροποποιηθεί ο Καν. 4 των Βασικών Κανονισμών. Θα ασχοληθώ με αυτό το λόγο ακύρωσης για τον ίδιο λόγο που έχω ασχοληθεί και με το λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με την εγκύκλιο 1/94.

Εφόσο με τον Καν. 14 της Κ.Δ.Π. 77/96 της έχει δοθεί αναδρομική ισχύ από 1.1.90 αυτό που έχει συντελεσθεί είναι η αναδρομική νομιμοποίηση του τύπου υπηρεσιακών εκθέσεων που είχε χρησιμοποιήσει η Α.Η.Κ.. Δεν υπάρχει επομένως τίποτε το παράνομο. Περαιτέρω ο αιτητής δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο η ισχυριζόμενη παρανομία έχει επηρεάσει την επίδικη απόφαση. ΄Εχει δε νομολογηθεί ότι οποιαδήποτε παρατυπία σε σχέση με τις εμπιστευτικές εκθέσεις ισοδυναμεί μεν με παρανομία αλλά πρέπει να καταδειχθεί ότι έχει ουσιωδώς επηρεάσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, 2151).

Τέλος πρέπει να υποδειχθεί ότι από τη μια ο αιτητής προσπαθεί να οικοδομήσει υπεροχή με βάση, ανάμεσα σ΄ άλλα, το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων και από την άλλη προσπαθεί να πλήξει το κύρος και την νομιμότητα των εκθέσεων. Αυτό δεν είναι επιτρεπτό. ΄Ενας αιτητής δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384).

 

 

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω καταλήξεων μου η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Ο αιτητής να πληρώσει ποσό £250.- έναντι των εξόδων των καθ΄ ων η αίτηση και ποσό £150.- έναντι των εξόδων του Ε.Μ..

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο