Μαρίας Σταυρινίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 250/98., 20 Νοεμβρίου, 1998 Μαρίας Σταυρινίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 250/98., 20 Νοεμβρίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 250/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μαρίας Σταυρινίδου,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

20 Νοεμβρίου, 1998.

Για την αιτήτρια: Χρ. Χριστοφίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια σπούδασε Αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αποφοίτησε το 1979. ΄Αρχισε να εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στην Αθήνα από το ίδιο έτος. ΄Ηταν εγγεγραμμένη στον πίνακα διοριστέων εκπαιδευτικών λειτουργών της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1979. Την 5.7.94 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (“η Επιτροπή”) αποφάσισε να προσφέρει στην αιτήτρια διορισμό επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση Καθηγητή Αγγλικών Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (“η επίδικη θέση”). Η προσφορά διορισμού κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της Επιτροπής ημερ. 15.7.94. Με την ίδια επιστολή η αιτήτρια κλήθηκε να πληροφορήσει γραπτώς την Επιτροπή μέσα σε διάστημα 15 ημερών αν αποδέχεται την προσφορά. Επίσης πληροφορήθηκε ότι η μη έγκαιρη απάντηση “θα θεωρηθεί ως μη αποδοχή του διορισμού που με βάση την ισχύουσα νομοθεσία συνεπάγεται τη διαγραφή της από τους πίνακες διοριστέων”. Η αιτήτρια δεν απάντησε στην προσφορά διορισμού. Με επιστολή της προς το Διευθυντή Μεσης Εκπαίδευσης ημερ. 21.7.94 τον πληροφόρησε ότι ο σύζυγος της “αντιμετωπίζει σοβαρά αιματολογικά προβλήματα (αιμοπετάλια, πίεση, σάκχαρο κλπ)” και φοβάται - η αιτήτρια - να μετακινηθεί “από το κέντρο που τον παρακολουθεί από μικρό ιδίως τώρα με τα έντονα προβλήματα”. Λόγω δε αυτών των προβλημάτων υπέβαλε το πιο κάτω αίτημα:

“Παρακαλώ να μου γνωρίσετε ότι αν δεν παρουσιαστώ φέτος μπορεί να μου δοθεί η δυνατότητα να με ξανακαλέσετε, αν όχι του χρόνου, την επόμενη ή μεθεπόμενη χρονιά;”

Ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης απάντησε στην αιτήτρια ότι αφού λήφθηκαν υπόψη οι λόγοι που είχε επικαλεσθεί “για χορήγηση άδειας απουσίας για τη σχολική χρονιά 1994-95” δεν ήταν δυνατό να της χορηγηθεί η άδεια που ζήτησε. Επίσης την πληροφόρησε ότι την ανέμενε να παρουσιασθεί χωρίς καθυστέρηση στη θέση της και επέστησε την προσοχή της στις “συνέπειες των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων” (βλ. επιστολή του Διευθυντή ημερ. 17.8.94).

Την 8.9.94 η Επιτροπή αποφάσισε ν΄ ανακαλέσει τον πιο πάνω διορισμό της αιτήτριας. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την πιο κάτω

 

 

 

 

 

επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής ημερ. 26.9.94:

“Κυρία,

Αναφέρομαι στην επιστολή μας, με αρ. ΠΜΠ.10069 και ημερ. 15.7.94 και σας πληροφορώ ότι επειδή δεν έχετε απαντήσει σ΄ αυτήν και δεν έχετε αναλάβει καθήκοντα, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας έχει ανακαλέσει την απόφασή της για τον επί δοκιμασία διορισμό σας σε μόνιμη θέση καθηγητή, από 1.9.94.

Περαιτέρω πληροφορείστε ότι έχετε διαγραφεί από τον πίνακα διοριστέων και ότι αν επιθυμείτε να επανεγγραφείτε σ΄ αυτόν θα πρέπει να υποβάλετε εκ νέου αίτηση πάνω στο έντυπο ΕΕΥ.17.

Με εκτίμηση,

Σταύρος Ολύμπιος

Πρόεδρος.”

Η αιτήτρια δεν αντέδρασε με οποιοδήποτε τρόπο. Με επιστολή της προς την Επιτροπή ημερ. 25.11.97 ζήτησε όπως ανακληθεί η διαγραφή της από τον κατάλογο διοριστέων καθηγητών “καθότι οι λόγοι που την ανάγκασαν να απορρίψει το διορισμό της στην επίδικη θέση έπαψαν να ισχύουν”. Σύμφωνα με την επιστολή της: Λόγοι πέραν της θέλησης της και συγκεκριμένα ένεκα σοβαρής και ανίατης ασθένειας του συζύγου της καθιστούσαν την παραμονή της οικογένειας της στην Αθήνα όπου ο σύζυγος της ετύγχανε ιατρικής παρακολούθησης τα τελευταία 5 χρόνια από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό. Η κατάσταση του συζύγου της επιδεινώθηκε το τελευταίο εξάμηνο και απεβίωσε την 9.10.97. Μετά το θάνατο του συζύγου της και προστάτη της οικογένειας της δεν συντρέχουν λόγοι για τη συνέχιση της παραμονής της στην Αθήνα. Τόσο τα δύο παιδιά της, “αγόρια 20 και 15 χρονών”, όσο και η ίδια προσωπικά, επιθυμούν τον επαναπατρισμό τους και τη συνέχιση της σταδιοδρομίας τους στην Κύπρο.

Για τους πιο πάνω λόγους η αιτήτρια ζήτησε όπως επανεξεταστεί με κατανόηση η περίπτωση της για να καταστεί δυνατός ο διορισμός της στη Μέση Εκπαίδευση. Το πιο πάνω αίτημα της αιτήτριας εξετάσθηκε από την Επιτροπή την 9.12.97. Η Επιτροπή αποφάσισε να ενημερώσει την αιτήτρια ότι:

“(α) Το αίτημα της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, και

(β) αν επιθυμεί να επανεγγραφεί στους πίνακες διοριστέων θα πρέπει να

υποβάλει εκ νέου αίτηση πάνω στο έντυπο Ε.Ε.Υ.17 η οποία θα εξεταστεί.”

(Βλ. επιστολή της Επιτροπής ημερ. 2.1.98).

Την 7.8.98 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στους πίνακες διοριστέων καθηγητών Αγγλικών και περιλήφθηκε στους εν λόγω πίνακες.

Με την παρούσα προσφυγή, η οποία ασκήθηκε στις 16.3.98, η αιτήτρια επιδιώκει την πιο κάτω θεραπεία:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση ή/και πράξη των Καθ΄ ων η Αίτηση που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή των Καθ΄ ων η Αίτηση ημερ. 2.1.98, η οποία παρελήφθει από την Αιτήτρια στις 10.1.98 και με την οποία οι Καθ΄ ων η Αίτηση απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας για ανάκληση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία η Αιτήτρια είχε διαγραφεί από τους πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών είναι άκυρη και στερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”

Η προδικαστική ένσταση.

Οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκαν ότι “η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση στερείται εκτελεστότητας και/ή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και/ή συνιστά βεβαιωτική πράξη και/ή εμμονή των καθ΄ ων η αίτηση σε προγενέστερη εκτελεστή διοικητική πράξη και/ή απόφαση τους η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια δι΄ επιστολής των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 26.9.94, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καθίσταται καθ΄ ύλην αναρμόδιο και/ή να μην δύναται να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος”.

Ενόψει της προδικαστικής ένστασης το δικαστήριο αναζήτησε το κείμενο της απόφασης η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια “με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 26.9.94”. Επειδή στο διοικητικό φάκελο δεν υπήρχε απόφαση της Επιτροπής για διαγραφή της αιτήτριας από του πίνακες διοριστέων το δικαστήριο έδωσε οδηγίες για το επανάνοιγμα της υπόθεσης “σε σχέση με την απουσία απόφασης για τη διαγραφή της αιτήτριας από τους πίνακες διοριστέων”.

Στις 16.11.98 ο ευπαίδευτος συνήγορος της Επιτροπής παρουσίασε το πιο κάτω πρακτικό της Επιτροπής, ημερ. 4.8.94 (Τεκ. 2):

“Γ. Πίνακες Διοριστέων.

Η Επιτροπή με βάση τις διατάξεις του αρ. 28Γ των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, 1969 έως (αρ.2) του 1994, αποφασίζει να διαγραφούν από τους πίνακες διοριστέων οι υποψήφιοι που διορίστηκαν επί δοκιμασία σε μόνιμη θέση .....”

Σύμφωνα με επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής ημερ. 27.10.98 βάσει του πιο πάνω πρακτικού “έγινε η διαγραφή όσων έτυχαν μόνιμου διορισμού επί δοκιμασία όπως η περίπτωση και της Μαρίας Σταυρινίδου”.

΄Εχοντας υπόψη ότι η ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας έλαβε χώραν την 8.9.94 και ότι το πιο πάνω πρακτικό - Τεκ. 2 - φέρει ημερ. 4.8.94 ζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση να εξηγήσει πως συνδέεται η απόφαση της 4.8.94 με την απόφαση για διαγραφή της αιτήτριας από τους πίνακες διοριστέων. Ανέφερε:

“Εκφράζεται με αυτό το πρακτικό η διαγραφή των τότε διορισθέντων υπό δοκιμασία. ΄Ομως, ίσως η αρμόδια αρχή να ήθελε να αφήσει το θέμα της αιτήτριας ανοικτό διότι δεν απάντησε αν θα αποδεχθεί ή όχι. Εν πάση περιπτώσει η θέση μου ειναι ότι η απόφαση της ανάκλησης συνεπάγεται με βάσει τις πρόνοιες του άρθρου 28Γ του Νόμου την αυτόματη διαγραφή της από τον Πίνακα Διοριστέων. Η ανάκληση είναι αιτιολογημένη διότι της ανάκλησης προηγείται κάποια σχετική αλληλογραφία και όλα τα σχετικά διαβήματα. Το δικαστήριο πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να εξετάσει την νομιμότητα της πρώτης πράξης ή τη σκοπιμότητα της πρώτης πράξης διότι αυτή δεν προσβλήθηκε μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο.”

Ανέφερε επίσης ότι “η προγενέστερη πράξη αποτελείται από την επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής, ημερ. 26.9.94, εφόσον υπήρξε αυτή η πράξη και εφόσον δεν προσβλήθηκε αυτή η πράξη η επακολουθούμενη προσβαλλόμενη τώρα πράξη είναι βεβαιωτική της προγενέστερης πράξης διότι δεν έλαβε χώραν νέα ουσιαστική έρευνα του θέματος”.

Παρατηρώ: Η απόφαση της Επιτροπής ημερ. 4.8.94 δεν καλύπτει την περίπτωση της αιτήτριας για τους πιο κάτω λόγους:

1. Καλύπτει εκείνους “που διορίστηκαν επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση”,

δηλαδή εκείνους στους οποίους είχε προσφερθεί διορισμός και τον

είχαν αποδεχθεί. Την 4.8.94 η αιτήτρια δεν είχε ακόμη αποδεχθεί

τον διορισμό της. Επομένως δεν είχε “διορισθεί”.

2. Η απόφαση της Επιτροπής για ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας

λήφθηκε στις 8.9.94 “λόγω μη αποδοχής ή/και μη απάντησης στη

γενομένη προσφορά ή/και μη ανάληψης καθηκόντων”. Με άλλα λόγια

για λόγους άλλους από εκείνους που αναφέρονται στην απόφαση

ημερ. 4.8.94.

Σε σχέση με την θέση του κ. Ευσταθίου ότι η απόφαση της ανάκλησης συνεπάγεται με βάσει τις πρόνοιες του άρθρου 28Γ του Νόμου την αυτόματη διαγραφή από τον Πίνακα Διοριστέων έχω την άποψη πως αυτή η θέση δεν βρίσκει έρεισμα στο λεκτικό του πιο πάνω άρθρου 28Γ. Της διαγραφής πρέπει να προηγηθεί απόφαση της Επιτροπής η οποία να προσδιορίζει για ποιό λόγο έχει γίνει η διαγραφή. Αυτή η πορεία υπαγορεύεται από το λεκτικό του άρθρου 28Γ το οποίο προβλέπει για διαγραφή “για ένα από τους πιο κάτω λόγους”.

Αποτελεί πάγια νομολογημένη αρχή ότι πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης εκτελεστής πράξης ή η οποία επαναλαμβάνει το περιεχόμενο προηγούμενης εκτελεστής πράξης, δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1603/29.10.96 και Μιχ. Δ. Στασινόπουλου “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων”, σελ. 125).

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο της προσβαλλόμενης πράξης έχει προηγηθεί εκτελεστή πράξη.

΄Εχω ήδη αποφανθεί ότι η διαγραφή από τους πίνακες διοριστέων δεν είναι αυτόματη και ότι πρέπει να προηγηθεί σχετική απόφαση της Επιτροπής. Στην κρινόμενη περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια απόφαση. Υπάρχει μόνο η πιο πάνω επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής ημερ. 26.9.94 - παρατίθεται στη σελ. 3. Προβάλλει λοιπόν για εξέταση και το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο η προγενέστερη εκτελεστή πράξη αποτελείται από την πιο πάνω επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής, ημερ. 26.9.94.

Με την επιστολή της 26.9.94 η αιτήτρια πληροφορείται,

(α) ΄Οτι επειδή δεν έχει απαντήσει στην προσφορά διορισμού και δεν έχει

αναλάβει καθήκοντα “η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας έχει ανακαλέσει την απόφαση της για τον επί δοκιμασία διορισμό της

(β) ΄Οτι έχει διαγραφεί από τον πίνακα διοριστέων.

Σε σχέση με τα όσα διαλαμβάνονται στην παραγ. (α) είχε προηγηθεί η απόφαση της Επιτροπής ημερ. 8.9.94 - παρατίθεται στη σελ. 2. Σε σχέση με τα όσα διαλαμβάνονται στην παραγ. (β) δεν είχε προηγηθεί οποιαδήποτε απόφαση της Επιτροπής παρόλο ότι η έκδοση μιας τέτοιας απόφασης επιβάλλεται από τις πρόνοιες του άρθρου 28Γ 1(α) του Νόμου.

Τύποι συστατικοί μιας διοικητικής πράξης είναι οι τύποι εκείνοι των οποίων η τήρηση είναι “κατ΄ ουσίαν” απαραίτητη για να υπάρξει νομικώς η διοικητική πράξη. ΄Ετσι κατά κανόνα η έγγραφη διατύπωση της πράξης και η παρά του αρμοδίου υπαλλήλου ή λειτουργού υπογραφή της είναι τύποι συστατικοί της πράξης έστω και αν ο νόμος δεν το ορίζει ρητά (Θ. Δ. Τσάτσου “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, σελ. 224-225. Βλ. και Μιχ. Δ. Στασινόπουλου “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων”, 1951, σελ. 210).

Η διοικητική πράξη οφείλει “κατ΄ αρχήν”, να είναι έγγραφη. Ο τύπος αυτός πρέπει να θεωρείται ότι επιβάλλεται από τον νόμο και όταν ο νόμος σιωπά γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο παρέχεται σταθερό έδαφος στην άσκηση δικαστικού ελέγχου πάνω στην πράξη (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 191: Αποφάσεις του Στ.Ε. 174/32, 2201-4/51). Η έγγραφη πράξη πρέπει να φέρει την υπογραφή του “εκδίδοντος αυτήν οργάνου”. Χωρίς την υπογραφή δεν υπάρχει πράξη αλλά σχέδιο πράξης και συνεπώς “δεν αποτελεί τούτο εισέτι έγκυρον δήλωσιν βουλήσεως του αρμοδίου διοικητικού οργάνου διότι δεν έχει λάβει νόμιμον υπόστασιν” (Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω) σελ. 191, Στ.Ε. 194/44, 517/45, 298/42 και 1764/54).

Στην παρούσα υπόθεση το αρμόδιο όργανο για την έκδοση της απόφασης για διαγραφή της αιτήτριας από τους πίνακες διοριστέων είναι η Επιτροπή. Δεν έχει παρουσιασθεί οποιαδήποτε έγγραφη απόφαση της Επιτροπής. Η απουσία τέτοιας απόφασης συνιστά παράβαση τύπου συστατικού της πράξης. Η τήρηση αυτού του τύπου είναι απαραίτητη για “να υπάρξει νομικώς η πράξη” (βλ. Τσάτσου, πιο πάνω, σελ. 224-225), και για “να λάβει νόμιμη υπόσταση” (βλ. Στ.Ε. 1764/54). Ακολουθεί πως της προσβαλλόμενης πράξης δεν είχε προηγηθεί πράξη με νόμιμη υπόσταση η οποία θα αποτελούσε “έγκυρον δήλωσιν βουλήσεως του αρμοδίου διοικητικού οργάνου” (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 191).

Η πράξη, η οποία κοινοποιήθηκε προς την αιτήτρια από τον Πρόεδρο της Επιτροπής με την επιστολή ημερ. 26.9.94, δεν αποτελεί έγκυρη δήλωση της βούλησης του αρμοδίου οργάνου γιατί δεν είχε λάβει νόμιμη υπόσταση, λόγω της απουσίας έγγραφης απόφασης από το Αρμόδιο Διοικητικό ΄Οργανο. Η απουσία απόφασης με νόμιμη υπόσταση σημαίνει πως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε προηγηθεί εκτελεστή πράξη. Εφόσον μόνο αποφάσεις που επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο προηγούμενης εκτελεστής πράξης είναι επιβεβαιωτικές η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι επιβεβαιωτική πράξη. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Η διαγραφή της αιτήτριας αποτελεί πραγματικό γεγονός γιατί στην πράξη έχει λάβει χώραν και γιατί τόσο η διοίκηση όσο και η αιτήτρια σε όλους τους ουσιώδης χρόνους έχουν ενεργήσει με βάση το πραγματικό γεγονός της διαγραφής. Ωστόσο αυτό το πραγματικό γεγονός της διαγραφής δεν αναιρείται από το πιο πάνω συμπέρασμα μου για ανυπαρξία προγενέστερης εκτελεστής πράξης για διαγραφή. Το συμπέρασμα μου εκείνο έχει σαν βάθρο την παράβαση τύπου συστατικού της πράξης. Η μη συμμόρφωση με τους τύπους οδηγεί στην νομική ανυπαρξία της πράξης και όχι στην εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της. Με αυτές τις σκέψεις θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.

Η ουσία της προσφυγής.

΄Εχει υποστηριχθεί ότι η προσβαλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη. ΄Ηταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και πλήρως αιτιολογημένη. Η αιτιολογία εμφαίνεται στην ίδια την απόφαση και συμπληρώνεται από τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους.

Στη Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98 έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής με το θέμα της αιτιολογίας νομολογίας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

“Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων (Βλ. ανάμεσα σ΄ άλλα Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, 1079, J M C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187).

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. ‘Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν’ (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).”

΄Ελαβα υπόψη μου το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης - παρατίθεται στις σελ. 3-4. Διαπιστώνω πως δεν παρέχει τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Απομένει να εξεταστεί η εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση για την αναπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου. Τέτοια αναπλήρωση είναι εφικτή “εφ΄ όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλλου”. Αν δεν προκύπτει τέτοια αιτιολογία το δικαστήριο θα έπρεπε ν΄ αναζητήσει και σταθμίσει αυτά τα στοιχεία, “οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ΄ ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων” (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 185-86).

Τα στοιχεία του φακέλου είναι τα πιο κάτω:

(1) Η επιστολή ημερ. 15.7.94 με την οποία της είχε προσφερθεί ο διορισμός

και με την οποία πληροφορήθηκε ότι η μη έγκαιρη απάντηση “θα θεωρηθεί

ως μη αποδοχή του διορισμού που με βάση την ισχύουσα νομοθεσία συνε-

πάγεται τη διαγραφή της από τους πίνακες διοριστέων”.

(2) Η επιστολή του Διευθυντή Μεσης Εκπαίδευσης ημερ. 17.8.94 με την

οποία πληροφόρησε την αιτήτρια ότι την ανέμενε να παρουσιασθεί

χωρίς καθυστέρηση στη θέση της και επέστησε την προσοχή της στις

συνέπειες των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων.

(3) Η απόφαση της Επιτροπής ημερ. 8.9.94 με την οποία είχε ανακληθεί

ο διορισμός της αιτήτριας “λόγω μη αποδοχής ή/και μη απάντησης

στη γενομένη προσφορά ή/και μη ανάληψης καθηκόντων”.

(4) Η πιο πάνω επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής ημερ. 26.9.94 με την

οποία η αιτήτρια πληροφορήθηκε για την ανάκληση του διορισμού της και

για τη διαγραφή της από τον κατάλογο διοριστέων.

Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής ημερ. 9.12.97. Αυτό που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο από τα πιο πάνω στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτεται ευθέως και αμέσως η νομική και πραγματική βάση εκείνης της απόφασης.

Έχω την άποψη πως η απάντηση στο σχετικό ερώτημα πρέπει να είναι καταφατική. Τα πιο πάνω στοιχεία αποκαλύπτουν ευθέως και αμέσως τόσο την πραγματική όσο και τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποκαλύπτουν ότι λόγω της παράλειψης της αιτήτριας να απαντήσει στην προσφορά διορισμού και να αναλάβει τα καθήκοντα της θέσης - η πραγματική βάση - ο διορισμός έχει ανακληθεί και έχει διαγραφεί από τον κατάλογο διοριστέων δυνάμει των περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων - η νομική βάση. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αιτιολογημένη γιατί η ελλείπουσα αιτιολογία αναπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

΄Εχει, επίσης, υποστηριχθεί ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να ερευνήσουν πλήρως και/ή λάβουν υπόψη κατάλληλα και νομότυπα όλες τις πτυχές της υπόθεσης προτού πάρουν την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι πτυχές της υπόθεσης που έπρεπε να ερευνηθούν σχετίζονται με την κατάσταση της υγείας του συζύγου της αιτήτριας και τον μετέπειτα θάνατο του.

Νομικό στήριγμα της προσβαλλόμενης απόφασης είναι το άρθρο 28Γ των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως 1994. ΄Εχοντας υπόψη το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου κρίνω πως ο Νόμος έχει δεσμεύσει τη διοίκηση πλήρως. Της έχει υπαγορεύσει μια προκαθορισμένη συμπεριφορά. Η πλήρης δέσμευση της διοίκησης προβλέπεται στο Νόμο με εκφράσεις όπως η διοίκηση “οφείλει” ή απλώς με τη χρήση του ενεστώτος χρόνου (π.χ. - όπως είναι εδώ η περίπτωση - “η διοίκηση λαμβάνει το τάδε μέτρο”) (Π. Δ. Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παραγ. 341 και 342).

Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια δέσμιας αρμοδιότητας. Σύμφωνα με το “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου” του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, έβδομη έκδοση, 1996, σελ. 150: “Δέσμια αρμοδιότητα υπάρχει, όταν το διοικητικό όργανο, εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τους κανόνες δικαίου πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διοικητική πράξη που περιέχει ορισμένη ατομική ρύθμιση, την οποία προκαθορίζουν οι κανόνες αυτοί.”

΄Οταν ο κανόνας δικαίου δεσμεύει, επιτάσσει ή απαγορεύει ορισμένη διοικητική δράση, τότε η δημόσια διοίκηση είναι δέσμια απέναντι στο Νόμο (Α.Ι. Τάχου, “Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο”, Τέταρτη έκδοση, 1993, σελ. 292).

Λαμβανομένων υπόψη των προνοιών του άρθρου 28Γ η διοίκηση δεν είχε διακριτική ευχερεια. Δεν είχε, με άλλα λόγια, τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων νόμιμων λύσεων (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 345). Οι Κανόνες - το άρθρο 28Γ - που καθόριζαν την αρμοδιότητα της διοίκησης προκαθόριζαν ακριβώς την ενέργεια της διοίκησης και δεν της άφηναν ελευθερία δράσης (Βλ. Σπηλιωτόπουλος, πιο πάνω, σελ. 150).

Εφόσον η αρμοδιότητα της διοίκησης ήταν δέσμια και η διοίκηση - σύμφωνα με το εδάφιο (α) του άρθρου 28Γ - μπορούσε να ενεργήσει με τον τρόπο που έχει ενεργήσει “όταν ο διορισμός που προσφέρεται δεν γίνει αποδεκτός” ο παράγων του θανάτου του συζύγου της αιτήτριας δεν ήταν σχετικός για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. ΄Ηταν εξωγενής. Είναι, όμως, νομολογημένο ότι μόνο η παράλειψη διερεύνησης των σχετικών παραγόντων οδηγεί σε ακύρωση της πράξης (Βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C.L.R. 28, Andreou v. Republic (1973) 3 C. L.R. 101, Frangides & Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90, Ioannides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 318, Paphitis v. Repubic (1967) 3 C.L.R. 300 και Thymopoulos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 588).

Εφόσον το στοιχείο του θανάτου του συζύγου της αιτήτριας δεν αποτελούσε σχετικό παράγοντα η παράλειψη διεξαγωγής έρευνας σε σχέση με αυτό το θέμα δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

΄Εχει, επίσης, προβληθεί η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί έκδηλη δυσμενή μεταχείριση και/ή διάκριση σε βάρος της αιτήτριας κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου, των αρχών της ισότητας, της χρηστής και αμερόληπτης διοίκησης και της καλής πίστης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν έχει εξηγήσει γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής και αμερόληπτης διοίκησης και της καλής πίστης. Σε σχέση με την παράβαση της αρχής της ισότητας έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της κατάστασης της υγείας του συζύγου της η αιτήτρια δεν ήταν στην ίδια θέση με τους άλλους που ήταν στον κατάλογο διοριστέων “αλλά ούτε και με εκείνους που προστέθηκαν μεταγενέστερα αλλά ήταν σε δυσμενέστερη κατάσταση”. Η αιτήτρια δεν εζήτησε προνομιακή μεταχείριση αλλά ίση μεταχείριση. Εζήτησε να της δοθεί “παράταση χρόνου για να αντεπεξέλθει με το σοβαρό πρόβλημα υγείας του συζύγου της για να αναλάβει την προσφερθείσα θέση”.

Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος “ίσοι ενώπιον του Νόμου” στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στη υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.α. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη

μεταχείριση “πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων” (Υπόθεση

1273/65 του Στ.Ε.).

(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί

με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - “αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου

θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων” (Υποθέσεις

1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).

(3) “Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ

τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ΄ όσον πρόκειται

περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς

συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν των διακανονισμώ

αυτών” (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).

(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται “επί περιπτώσεων τελουσών υπό

τας αυτάς εν γένει συνθήκας” (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).

Στην Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας).

΄Οτι αποκλείει το άρθρου 28 του Συντάγματος είναι η διάκριση των ομοιογενών και η εξίσωση των ανομοιογενών (Βλ. Χαρ. Ι. Φιλιππίδης & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1935/30.9.97).

Από το σύνολο των πορισμάτων της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας συνάγεται ότι αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.

Εναντίον της μαθηματικής ισότητας συνηγορεί και ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης. ΄Οπως υποδεικνύει στο σύγγραμμα του “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη” σελ. 320 “εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαιον ότι η κατά το άρθρο 3.1 του Συντάγματος νομική ισότης, αφ΄ ενός δεν υποδηλεί κοινωνικήν και οικονομικήν ισότητα, αφ΄ ετέρου δε δεν σημαίνει μαθηματικήν ισότητα”.

Στο ίδιο σύγγραμμα του - σελ. 320 - επεξηγεί ότι η συνταγματική κατοχυρωμένη ισότητα του Νόμου νοείται ως αναλογική ισότητα. Και αυτό σημαίνει ότι ίση ρύθμιση υφίσταται - είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις αφορά αυτή - όταν ενεργείται ομοία μεταχείριση των ομοίων και ανομοία μεταχείριση των ανομοίων. Η όμοια μεταχείριση δια να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπο ρύθμιση θεμάτων.

Λαμβάνω υπόψη τις πιο πάνω αρχές σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Στην απουσία οποιουδήποτε στοιχείου ότι η διοίκηση έχει ενεργήσει με τρόπο διαφορετικό στην περίπτωση υποψηφίου που τελούσε κάτω από τις αυτές συνθήκες δεν βλέπω πως έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας.

Το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν βρισκόταν στην ίδια θέση με τους άλλους υποψηφίους που ήταν εγγεγραμμένοι στον κατάλογο διοριστέων δεν σημαίνει ότι η αιτήτρια έχει τύχει άνισης μεταχείρισης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα £300.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο