Ελένης Νικολάου Κουπεπίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 279/97, 280/97, 288/97 και 289/97., 22 Δεκεμβρίου, 1998 Ελένης Νικολάου Κουπεπίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 279/97, 280/97, 288/97 και 289/97., 22 Δεκεμβρίου, 1998

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

< FONT FACE="Arial,Arial">ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ.

< FONT FACE="Arial,Arial">279/97, 280/97, 288/97 και 289/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

< FONT FACE="Arial,Arial">ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 279/97.

Μεταξύ:

Ελένης Νικολάου Κουπεπίδου,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

< FONT FACE="Arial,Arial">ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 280/97.

Μεταξύ:

Ελένης Νικολάου Κουπεπίδου,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

 

 

 

 

 

 

< FONT FACE="Arial,Arial">ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 288/97.

Μεταξύ:

Μαρίας Βασιλείου Φωτιάδου,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_____________________

< FONT FACE="Arial,Arial">ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 289/97.

Μεταξύ:

Μαρίας Βασιλείου Φωτιάδου,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

22 Δεκεμβρίου, 1998.

Για τις αιτήτριες στις 279/97 και 280/97: Γ. Τριανταφυλλίδης.

Για την αιτήτρια στην 288/97: Ν. Ζωμενής.

Για την αιτήτρια στην 289/97: Π. Κάκκουρας.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

Για το Ε/Μ Καραγιώργη στην 279/97: Α. Ευσταθίου (κα.) για Σ. Μαμαντόπουλο.

Για τα Ε/Μ Ματθαιοπούλου και Χριστοφή

στις 279/97 και 288/97: Μ. Τριανταφυλλίδης.

Για το Ε/Μ Μιλικούρη στις 280/97 και 289/97: Μ. Καλλίγερου (κα.).

___________________

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση της ημερ. 15.10.96 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) αποφάσισε την προαγωγή του Σωτήρη Μιλικούρη (Ε.Μ. 1) στη μόνιμη θέση Λειτουργού Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας και τον διορισμό - στην ίδια θέση - των Κωνσταντίνου Καραγιώργη (Ε.Μ. 2), Παρασκευής Δημητρίου Ματθαιοπούλου (Ε.Μ. 3) και Μαρίας Πέτσα. Η τελευταία δεν αποδέχθηκε την προσφορά διορισμού και η Ε.Δ.Υ. με απόφαση της ημερ. 6.11.96 αποφάσισε να διορίσει τον Φίλιππο Χριστοφή (Ε.Μ. 4) στην ίδια θέση.

Με τις προσφυγές 279/97 και 288/97 επιδιώκεται η ακύρωση του διορισμού των πιο πάνω Ε.Μ. 2, 3 και 4 και με τις προσφυγές 280/97 και 289/97 η ακύρωση της προαγωγής του Ε.Μ. 1. Το γεγονός ότι και οι 4 προσφυγές στρέφονται εναντίον της αυτής διοικητικής πράξης έχει οδηγήσει στην συνεκδίκαση τους.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις 4 προσφυγές.

Ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (“το Υπουργείο”) ζήτησε από την Ε.Δ.Υ. την πλήρωση δύο θέσεων Λειτουργών Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας (βλ. επιστολή του ημερ. 3.3.95).

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας η πιο πάνω θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Για το λόγο αυτό στις 13.3.95 η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να τις δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων. Οι δύο θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 31.3.95.

Σ΄ ανταπόκριση στην πιο πάνω γνωστοποίηση υποβλήθηκαν 108 αιτήσεις όχι όμως από τις αιτήτριες. Οι 108 αιτήσεις στάληκαν από την Ε.Δ.Υ. στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής (βλ. επιστολή της Ε.Δ.Υ. ημερ. 15.5.95).

Στις 24.11.95 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ζήτησε την πλήρωση ακόμα μιας κενής θέσης Λειτουργού Βιομηχανίας. Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της με ημερ. 5.12.95 αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 34(14) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων (“ο Νόμος 1/90”), όπως η νέα θέση πληρωθεί μέσα στα πλαίσια της υπό εξέλιξη διαδικασίας και παραπεμφθεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή για να ληφθεί υπόψη κατά τη σύνταξη της έκθεσης της. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία σύστησε προς επιλογή για προαγωγή δώδεκα υποψηφίους, διαβιβάσθηκε στην Ε.Δ.Υ. στις 4.3.96.

Στις 20.5.96 η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υπό το φως των εν γένει ενώπιόν της στοιχείων, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση ενώπιόν της σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα τους 12 υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και δύο άλλους υποψήφιους δυνάμει των προνοιών του άρθρου 34(8) του Νόμου 1/90.

Στη συνεδρία της με ημερ. 14.10.96 η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε όπως πληρώσει μέσα στα πλαίσια της υπό εξέλιξη διαδικασίας μια τέταρτη θέση με τον ίδιο τίτλο που είχε κενωθεί την 1.10.96 δυνάμει του άρθρου 34(14) του Νόμου 1/90. Στη συνέχεια της ίδιας συνεδρίας και στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, η Ε.Δ.Υ. δέχτηκε χωριστά τους 8 από τους 14 υποψήφιους που είχαν κληθεί σε προφορική εξέταση.

Η Ε.Δ.Υ. ολοκλήρωσε την προφορική εξέταση των υποψηφίων στις 15.10.96. Ακολούθως άκουσε τις κρίσεις του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου για την απόδοση των 14 υποψηφίων στην προφορική εξέταση, καθώς και τις συστάσεις του. Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για επιλογή τα Ε.Μ. Μιλικούρη, Καραγιώργη, Χριστοφή και τη Μαρία Πέτσα.

Ακολούθησε η λήψη της απόφασης, αντικείμενο των πιο πάνω 4 προσφυγών.

Η θέση των συνηγόρων της Ε.Δ.Υ..

Την 9.2.98 ο συνήγορος της Ε.Δ.Υ. έκαμε την πιο κάτω δήλωση:

“Δεν προτιθέμεθα να καταχωρίσουμε γραπτή αγόρευση. Θα δεχθούμε ακυρωτική απόφαση στις παρούσες προσφυγές για το λόγο ότι ο διορισμός των Ε.Μ. στις επίδικες θέσεις ήταν παράνομος επειδή οι θέσεις αυτές είχαν καταργηθεί με τον Προϋπολογισμό του 1996.”

Παρά την πιο πάνω δήλωση τα Ε.Μ. ζήτησαν να ακουστούν για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Το δικαστήριο αποδέχθηκε το σχετικό αίτημα τους. Υπέδειξε συναφώς ότι δεν δεσμεύεται από την συναίνεση των διαδίκων αλλά πρέπει και το ίδιο - το δικαστήριο - να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα αναφορικά με τις νομικές και πραγματικές πτυχές της υπόθεσης (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384).

Ακολούθησε η καταχώριση της γραπτής αγόρευσης των Ε.Μ. Ματθαιοπούλου και Χριστοφή. Στις 25.5.98 ο συνήγορος της Ε.Δ.Υ. δήλωσε ότι υπάρχει πιθανότητα να διαφοροποιήσει τη θέση του μετά από νέες πληροφορίες που είχε πάρει από το αρμόδιο Τμήμα. Πράγματι διαφοροποίησε τη θέση του, μετά - όπως είπε - από συζήτηση του θέματος με το Γενικό Εισαγγελέα. Με την αγόρευση του, που καταχωρήθηκε στις 9.9.98, υποστήριξε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, υιοθετώντας “τη θέση και ισχυρισμούς που εκφράζονται στην γραπτή αγόρευση των Ε.Μ. Ματθαιοπούλου και Χριστοφή”.

Σε σχέση με τον λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με την κατάργηση της τέταρτης θέσης από τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1996 (“ο Προϋπολογισμός του 1996”) ανέφερε:

“Αν γίνει δεχτή η ερμηνεία των αιτητριών στις γραπτές τους αγορεύσεις ότι με βάση το νόμο του προϋπολογισμού η τέταρτη θέση θα έπρεπε να ξαναδημοσιευτεί με άλλο τίτλο αφού ήδη είχε καταργηθεί, τότε ειδικά για την τέταρτη θέση πιθανό οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ευσταθούν και το Δικαστήριο ας αποφασίσει ανάλογα”.

΄Εχει επίσης προβάλει ορισμένες ενστάσεις δικονομικής υφής στις οποίες θα γίνει αναφορά σε κατοπινό στάδιο.

Πριν ασχοληθώ με τους λόγους ακύρωσης θα εξετάσω τις θέσεις που έχουν προβληθεί από την Ε.Δ.Υ. και τα Ε.Μ..

Το έννομο συμφέρον της αιτήτριας στις προσφυγές 279/97 και 280/97.

Εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. και του Ε.Μ. Μιλικούρη έχει προβληθεί η θέση ότι η αιτήτρια στις προσφυγές 279/97 και 280/97 στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τις επίδικες προαγωγές ή διορισμούς για το λόγο ότι αυτή δεν κατείχε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό όταν δημοσιεύθηκαν οι “επίδικες θέσεις στις 31.3.95”.

Με βάση το ενώπιον μου υλικό κάμνω τις πιο κάτω διαπιστώσεις:

(α) Η αιτήτρια δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα στις 31.3.95, ημερομηνία δημοσίευσης των δύο πρώτων θέσεων.

(β) Κατείχε τα προσόντα στις 24.11.95 και την 1.10.96 όταν κενώθηκαν η τρίτη και η τέταρτη θέση αντίστοιχα.

(γ) Στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξειδικεύεται σε ποιά από τις τέσσερεις κενές θέσεις έχει διορισθεί/προαχθεί το κάθε ένα από τα

τέσσερα Ε.Μ..

Ο ισχυρισμός για έλλειψη εννόμου συμφέροντος θα εξεταστεί υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων.

Το άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής (Βλ. Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2166/28.2.97). Ο στερούμενος των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή. Στην κρινόμενη περίπτωση η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι όταν κενώθηκαν οι δύο θέσεις- στις 24.11.95 και 1.10.96 - είχε τα σχετικά προσόντα. Παραπονείται ότι λόγω της μη προκήρυξης των δυο εκείνων θέσεων δεν υπέβαλε αίτηση για διορισμό/προαγωγή. Σε τέτοια περίπτωση η Νομολογία έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη έννομου συμφέροντος (Βλ. απόφαση του Στ.Ε. 2722/1968: “Εξ άλλου, είναι μεν αληθές, ότι αι αιτούσαι Α. Καραπάνου και Α. Υψηλάντη δεν υπέβαλον αιτήσεις συμμετοχής εις την δοκιμασίαν προς πλήρωσιν της εν λόγω θέσεως αλλ΄ εκ τούτου δεν δύναται να συναχθή έλλειψις εννόμου συμφέροντος αυτών επί την άσκησιν της υπό κρίσιν αιτήσεως, ως αβασίμως προβάλλει η διοίκησις και ο παρεμβαίνων Γ. Καρδαράς, διότι κύριον παράπονον των αιτουσών συνίσταται εις την έλλειψιν προκηρύξεως προς συμμετοχήν εις την δοκιμασίαν, ένεκα της οποίας ηγνόουν αύται την πρόθεσιν της διοικήσεως προς πλήρωσιν της θέσεως ταύτης.”)

Το κύριο παράπονο της αιτήτριας συνίσταται εις την έλλειψη προκήρυξης “προς συμμετοχήν εις την δοκιμασίαν” σε σχέση με τις δύο από τις τέσσερεις θέσεις. Η απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης (βλ. παραγ. γ) παρέχει στην αιτήτρια το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την προσβολή και των τεσσάρων διορισμών/προαγωγών.

Η αιτήτρια στις προσφυγές 288/97 και 289/97 δεν μπορεί να προβάλλει λόγους ακύρωσης που δεν είχαν εγερθεί στο δικόγραφο της:

Εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. και σε σχέση με τις προσφυγές 288/97 και 289/97 και του Ε.Μ. Μιλικούρη σε σχέση με την προσφυγή 289/97 έχει υποστηριχθεί ότι η αιτήτρια στις πιο πάνω προσφυγές δεν εγείρει καθόλου ούτε εξειδικεύει αλλά ούτε και αιτιολογεί λόγο ακύρωσης που να αφορά στην κατάργηση με τον Προϋπολογισμό του 1996 θέσεων όπως οι επίδικες. Συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί το θέμα αυτό μόνο με την έγερση του στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας (Βλ. Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962).

Περαιτέρω το Ε.Μ. Μιλικούρη έχει προβάλει την ίδια ένσταση και σε σχέση με τον λόγο ακύρωσης στην προσφυγή 280/97 ο οποίος αναφέρεται στην αντισυνταγματικότητα του άρθρου 34(14) του Νόμου 1/90.

Σύμφωνα με τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 “έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως”. ΄Εχει νομολογηθεί ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης (Βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Η παράβαση Νόμου “δεν ελέγχεται κατ΄ αρχήν αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο μετά από πρόταση του αιτούντος, ο οποίος πρέπει ενδεχομένως να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του” (Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, 2α έκδοση 1994, παραγ. 610).

Σε σχέση με το λόγο ακύρωσης που αναφέρεται στην αντισυνταγματικότητα Νόμου στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, 202 το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

“Η συνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας. Η πραγματικότητα αυτή αναγνωρίστηκε στην The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167. Το δικαστήριο υπέδειξε ότι η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού μπορεί να καταστεί επίδικο θέμα μόνον μετά τον επακριβή προσδιορισμό του άρθρου ή άρθρων του νόμου που αμφισβητούνται και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες προσκρούουν.”

(Βλ. και Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.α., Α.Ε. 1611/31.10.96).

Από την εξέταση του δικογράφου της αιτήτριας διαπιστώνεται ότι οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης δεν έχουν εγερθεί στην αίτηση της. Δεν αποτελούν λόγους δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας και δεν μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Ακολουθεί πως η αιτήτρια στην προσφυγή 280/97 δεν μπορεί να προβάλει λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με τη συνταγματικότητα του άρθρου 34(14) του Νόμου 1/90 και η αιτήτρια στις προσφυγές 288/97 και 289/97 δεν μπορεί να προβάλει λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με την κατάργηση θέσεων από τον Προϋπολογισμό του 1996.

Ισχυρισμός των Ε.Μ. Ματθαιόπουλου και Χριστοφή για παραβίαση της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών.

Τα πιο πάνω Ε.Μ. έχουν προβάλει την πιο κάτω θέση:

Η σχετική σημείωση στον Προϋπολογισμό του 1996 (Βλ. εδάφιο 330) δεν μπορεί να θεωρηθεί ή/και να ερμηνευθεί ως εφαρμοστέα στις θέσεις στις οποίες διορίστηκαν τα Ε/Μ, όχι μόνο διότι τούτο θα έχει ως συνέπεια παραβίαση της Αρχής της Διακρίσεως των Εξουσιών, αλλά, επίσης, και διότι θα αποτελούσε αντισυνταγματική ενέργεια επειδή κατά τον τρόπο αυτό θα ματαιώνετο ή/και παρεμποδίζετο η άσκηση των συναφών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Βλ. την Απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Μενελάου και άλλων ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 1002/90 κ.α./30.9.96 και στην υπόθεση Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 48/92 κ.α./7.7.97).

Πριν από την εξέταση της πιο πάνω εισήγησης θα πρέπει να γίνει αναφορά στις σχετικές πρόνοιες του Προϋπολογισμού του 1996. Στο εδάφιο 30 αυτού του Νόμου προβλέπονται 18 θέσεις “Λειτουργού Εμπορίου (Κλίμακες Α8 και Α10)”. Στο εδάφιο 110 προβλέπονται 8 θέσεις “Λειτουργού Βιομηχανίας (Κλίμακες Α8 και Α10)”. Κάτω από το εδάφιο 130 προβλέπονται 10 θέσεις “Βοηθού Λειτουργού Βιομηχανικών Εφαρμογών (Κλίμακες Α8 και Α10)”. Κάτω από το εδάφιο 290 προβλέπονται 6 θέσεις “Λειτουργού Υπηρεσιών Εμπορίου και Βιομηχανίας (Κλίμακες Α8 και Α10)”. Το εδάφιο 330 προβλέπει “... 30, 110, 130 και 180. Οποιεσδήποτε κενές ή κενούμενες θέσεις κάτω από τα πιο πάνω εδάφια θα καταργούνται και θα αντικαθίστανται με ίσο αριθμό θέσεων κάτω από το εδάφιο 290”.

Τα όσα έχουν υποδειχθεί στην Πογιατζή (πιο πάνω) εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στην παρούσα περίπτωση. Ωστόσο και παρά την απουσία προσδιορισμού των άρθρων του Συντάγματος προς τα οποία προσκρούει το εδάφιο 330 του Προϋπολογισμού του 1996 θα εξεταστεί ο σχετικός ισχυρισμός.

Με βάση το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω ότι η επίδικη πρόνοια έχει εισαχθεί στον Προϋπολογισμό με πρωτοβουλία της Εκτελεστικής Εξουσίας (βλ. επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 4.10.95). Κρίνω ότι η δημιουργία θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία καθώς και η κατάργηση τους μπορεί να συντελεστεί μόνο δια Νόμου. Και αυτό είναι που έχει συμβεί στην κρινόμενη περίπτωση. Η Εκτελεστική Εξουσία έχει μεριμνήσει μέσα από τη θέσπιση Νόμου να καταργήσει ορισμένες θέσεις και να τις αντικαταστήσει με άλλες. Τονίζεται συναφώς ότι οι περί Προϋπολογισμού Νόμοι αποτελούν νόμους στην Κύπρο που μπορεί να επιφέρουν αλλαγές σε άλλους Νόμους (Βλ. Δημοκρατία ν. Μαυρομμάτη κ.α. (1991) 3 Α.Α.Δ. 543 (απόφαση Ολομέλειας) και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93, 114). Κρίνω, επομένως, ότι δεν υπάρχει τίποτε το αντισυνταγματικό στη συμπερίληψη πρόνοιας στον Περί Προϋπολογισμού Νόμο, του 1996 για κατάργηση ορισμένων θέσεων και αντικατάσταση τους με άλλες. Κρίνω, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημειωθεί παραβίαση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών. Αντίθετα η Νομοθετική Εξουσία έχει εγκρίνει νομοθετική πρόνοια, που είχε εισαχθεί από την Εκτελεστική Εξουσία, σε σχέση με θέμα για το οποίο η Εκτελεστική Εξουσία έχει αρμοδιότητα να καταθέσει στη Βουλή σχετική νομοθετική πρόνοια. ΄Εχει επομένως συντελεστεί πλήρης κατίσχυση και σεβασμός προς την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Εφόσο δε ο περί Προϋπολογισμού Νόμος έχει ισχύ Νόμου, οι πρόνοιες του είναι δεσμευτικές για την Ε.Δ.Υ. όπως και οι πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

Ενόψει του γεγονότος ότι μια από τις τέσσερεις θέσεις κενώθηκε τον Οκτώβριο του 1996 τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Εδαφίου 330 του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 1996 σε σχέση μόνο με την πλήρωση εκείνης της θέσης.

Η εφαρμογή των προνοιών του εδαφίου 330 σε σχέση με την πλήρωση της θέσης που κενώθηκε τον Οκτώβριο του 1996 δεν παραβιάζει οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη ή την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Οι υποθέσεις Μενελάου και Γεωργίου (πιο πάνω) διακρίνονται από την παρούσα υπόθεση λόγω των γεγονότων τους.

Το εδάφιο 330 του Προϋπολογισμού δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα.

Εκ μέρους των Ε.Μ. Ματθαιοπούλου και Χριστοφή έχει προβληθεί και η πιο κάτω θέση:

Η ορθή ερμηνεία του εδαφίου αυτού είναι ότι δεν έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την κατάργηση των θέσεων στις οποίες αναφέρεται, αλλά αποτελεί μόνο καθιέρωση πολιτικής για την εφαρμογή της οποίας χρειάζεται να ληφθούν περαιτέρω νομοθετικά ή/και διοικητικά μέτρα. Το εδάφιο δεν προβλέπει ότι οι επηρεαζόμενες θέσεις “καταργούνται” αλλά μόνο ότι “θα καταργούνται και θα αντικαθίστανται με ίσο αριθμό θέσεων” κάτω από άλλο εδάφιο του Προϋπολογισμού. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζεται και από το Επεξηγηματικό Υπόμνημα, με ημερομηνία 4.10.95, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων από το Υπουργείο Οικονομικών αναφορικά με τον Προϋπολογισμό του 1996.

Περίπου παρόμοια θέση έχει προβληθεί και από το Ε.Μ. Μιλικούρη. Υποστήριξε ότι με το εδάφιο 330 “εκφράζεται η πρόθεση για κατάργηση θέσεων η οποία δεν υλοποιείται με τον Προϋπολογισμό του 1996”. Είναι βέβαιο - συνεχίζει η εισήγηση - πως η συμπερίληψη στον Προϋπολογισμό του 1996 της πιο πάνω σημείωσης δεν διαλαμβάνει σαφή και αυτόματη κατάργηση και αντικατάσταση. Το “θα” υποδηλεί πρόθεση της Διοίκησης που θα εφαρμοσθεί στο μέλλον. Για να έχει όμως εφαρμογή πρέπει να συνοδεύεται με νομοθετική πράξη.

Πρέπει πρώτα απ΄ όλα να υποδειχθεί ότι το πιο πάνω υπόμνημα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βοήθημα για την ερμηνεία του εδαφίου 330. Αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα ότι η πρόθεση και επομένως το νόημα ενός Νόμου πρωτίστως πρέπει να αναζητηθεί στο λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί. ΄Οπου το λεκτικό είναι απλό και ξεκάθαρο πρέπει να εφαρμόζεται όπως έχει (Βλ. Inland Revenue Commissioner v. Hinchy (1960) A.C. 748 (H.L.) 767).

Ακολουθεί πως κατά τη διαδικασία ερμηνείας του εδαφίου 330 θα ληφθεί υπόψη μόνο το λεκτικό του . Λαμβάνω λοιπόν υπόψη το λεκτικό της επίμαχης διάταξης. Ιδιαίτερα λαμβάνω υπόψη ότι χρησιμοποιείται ο “εξακολουθητικός μέλλοντας”.

΄Εχω την άποψη πως η κατάργηση της θέσης επέρχεται αμέσως μετά την κένωση της. Θέση που κενώθηκε την 1.10.96 - όπως είναι η περίπτωση με την τέταρτη επίδικη θέση - πρέπει, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του εδαφίου 330 να θεωρείται ότι καταργείται από την ίδια ημερομηνία. Η χρήση του “θα” υποδηλώνει ότι η κατάργηση θα λαμβάνει χώραν και στο μέλλον. ΄Οχι μόνο για τις θέσεις που θα κενωθούν μέσα στο 1996 αλλά και για τις θέσεις που θα κενωθούν και στα επόμενα χρόνια. ΄Εχω επίσης την άποψη - αντίθετα με τα όσα έχουν υποστηριχθεί από τα Ε.Μ. - ότι δεν χρειάζεται η λήψη οποιουδήποτε περαιτέρω νομοθετικού μέτρου για να συντελεστεί η κατάργηση. Από τη στιγμή που η θέση καταργείται δεν μπορεί νόμιμα η Ε.Δ.Υ. να προχωρήσει στην πλήρωση της.

Το αν θα χρειάζονταν να ληφθούν οποιαδήποτε μέτρα για να πληρωθεί η νέα θέση, π.χ. καταρτισμός νέων σχεδίων υπηρεσίας κλπ., δεν είναι ζήτημα που επηρεάζει το επίδικο θέμα. Είναι αρκετό ότι σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του εδαφίου 330, κατά το χρόνο της πλήρωσης της τέταρτης θέσης αυτή είχε καταργηθεί. Ακολουθεί πως οι θέσεις που έχουν προβληθεί από τα Ε.Μ. δεν ευσταθούν.

Η επίλυση των ζητημάτων που έχουν τεθεί από την Ε.Δ.Υ. και τα Ε.Μ. έχει ανοίξει το δρόμο για την εξέταση των λόγων ακύρωσης.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Α. Προσφυγές 279/97 και 280/97.

Η αιτήτρια υποστήριξε:

(1) Η Ε.Δ.Υ. εσφαλμένα αποφάσισε στις 5.12.95 και 14.10.96 να πληρώσει τις δύο κενωθείσες θέσεις ταυτόχρονα με τις δύο πρώτες θέσεις οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 31.3.95, και των οποίων η διαδικασία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 34(14) του Νόμου 1/90. Ισχυρίσθηκε - και ο ισχυρισμός της δεν έχει αμφισβητηθεί - ότι δεν πληρούσε τα προσόντα όταν έγινε η δημοσίευση των δύο πρώτων θέσεων. Πληρούσε όμως τα προσόντα όταν κενώθηκαν οι άλλες δύο θέσεις. ΄Ετσι με τη μη δημοσίευση των άλλων δύο θέσεων η αιτήτρια αποστερήθηκε του δικαιώματος να είναι υποψήφια. ΄Ηταν περαιτέρω η θέση της ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είναι αναγκασμένη να πληρώσει τις κενωθείσες θέσεις χωρίς να υπάρξει δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα. ΄Εχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο η νέα κενωθείσα θέση μπορεί να πληρωθεί χωρίς να κενωθεί. Ενόψει του μεγάλου χρονικού διαστήματος το οποίο είχε μεσολαβήσει μεταξύ της δημοσίευσης των δύο θέσεων και της κένωσης των άλλων δύο θέσεων η Ε.Δ.Υ. δεν έπρεπε να αποφάσιζε την πλήρωση των δύο τελευταίων θέσεων χωρίς τη δημοσίευση τους.

(2) Η θέση που κενώθηκε τον Οκτώβριο του 1996 δεν μπορούσε να πληρωθεί με βάση το άρθρο 34(14) του Νόμου 1/90. ΄Ερεισμα για την τελευταία εισήγηση αποτελούν οι πιο πάνω πρόνοιες του Εδαφίου 330 του Προϋπολογισμού του 1996 (Παρατίθεται στη σελ. 11).

(3) Το άρθρο 34(14) του Νόμου 1/90 είναι αντισυνταγματικό γιατί παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος “το οποίο διαφυλάττει την ισότητα των πολιτών”. Η εφαρμογή του άρθρου 34(14) προκαλεί αδικία σε άτομα - όπως την αιτήτρια - τα οποία μπορεί να είναι υποψήφιοι και τα οποία δεν έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση εφόσο δεν γίνεται δημοσίευση των θέσεων οι οποίες κενούνται.

Αρχίζω με τον τρίτο λόγο ακύρωσης. Δεν έχει προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής 279/97. Για τους λόγους που έχουν δοθεί σε σχέση με την προσφυγή 280/97 (βλ. σελ. 7) δεν μπορεί να εξεταστεί και απορρίπτεται.

Προχωρώ στην εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης.

΄Εχοντας υπόψη το λεκτικό του άρθρου 34(14) του Νόμου 1/90 θεωρώ ότι το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. θα προχωρήσει στη δημοσίευση της θέσης αποτελεί θέμα

άσκησης διακριτικής ευχέρειας (Βλ. Δαγτόγλου, “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, Τρίτη έκδοση, παραγ. 342: “Η πλήρης (εντός των ορίων του Συντάγματος και των νόμων) ελευθερία κινήσεως της διοικήσεως καλείται διακριτική ευχέρεια (ή διακριτική εξουσία) και παραχωρείται από τον νόμο με εκφράσεις όπως η διοίκηση ‘δύναται’, ‘δικαιούται’, ‘επιλέγει’, ‘κρίνει’, ενεργεί ‘κατά την κρίση της’ κοκ. Διακριτική ευχέρεια είναι, πρώτα απ΄ όλα, η νομική δυνατότητα της διοικήσεως να επιλέγει ανάμεσα σε διάφορες εξίσου νόμιμες λύσεις (απόφαση για το άν, πότε και πώς)”).

Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. έχει ασκήσει ορθά και νόμιμα τη σχετική της διακριτική ευχέρεια. Η εξέταση θα γίνει σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Το κυρίαρχο και δεσπόζον στοιχείο στην παρούσα υπόθεση είναι ότι η απόφαση για τη μη δημοσίευση της τρίτης και τέταρτης θέσης λήφθηκε 8 και 18 μήνες αντίστοιχα, μετά τη δημοσίευση των δύο πρώτων θέσεων - η δημοσίευση έγινε στις 31.3.95 και η απόφαση λήφθηκε στις 5.12.95 και στις 14.10.96. Είναι επομένως πάρα πολύ εύλογο να υποτεθεί ότι στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει να είχε αυξηθεί ο αριθμός των υποψηφίων γιατί στο μεταξύ και άλοι υποψήφιοι θα είχαν αποκτήσει τα σχετικά προσόντα. ΄Οσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των υποψηφίων για μια θέση τόσο μεγαλύτερες είναι και οι δυνατότητες επιλογής της Ε.Δ.Υ. στην προσπάθεια της να επιλέξει τους πιο κατάλληλους υποψήφιους, η οποία - προσπάθεια - αποτελεί και το πρωταρχικό της μέλημα. Η επάνδρωση της Δημόσιας Υπηρεσίας με τους πλέον κατάλληλους υποψήφιους αποτελεί ζήτημα δημόσιου συμφέροντος. Η παροχή ευκαιρίας σε όλους τους προσοντούχους υποψήφιους να διαγωνισθούν για πρόσληψη σε μια θέση επιβάλλεται από την αρχή της χρηστής διοίκησης και από την αρχή της ισότητας. Σε σχέση με τη δημοσίευση των θέσεων σε συνάρτηση με την αρχή της ισότητας στην Μενελάου (πιο πάνω) (απόφαση της Ολομέλειας) ο Πικής, Π. έθεσε το θέμα ως εξής:

“Προς καθοδήγηση των πάντων για τη σύννομη λειτουργία της Διοίκησης, θα συνοψίσουμε τις βασικές αρχές που διέπουν διορισμούς στο δημόσιο, όπως αυτές προκύπτουν από το Σύνταγμα και τους συνάδοντας προς αυτό νόμους:

.................................. .................................................. ............

(β) Καμία θέση στη Δημόσια Υπηρεσία (εκτός από θέσεις αποκλειστικά προαγωγής) δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξή της. Η υποχρέωση για δημοσίευση επιβάλλεται από τη αρχή της ισότη-

τας, η οποία κατοχυρώνεται στο ΄Αρθρο 28 του

Συντάγματος. Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης

από τις διοικητικές αρχές και όργανα του κράτους

αποτελεί ατομικό δικαίωμα του πολίτη - ΄Αρθρο 28 -

και αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας να το

διασφαλίσει αποτελεσματικά - ΄Αρθρο 35. Η προκή-

ρυξη θέσεων στο δημόσιο επιβάλλεται γενικότερα,

προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος για την

αξιοκρατική στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.”

Αποτελεί καλώς εμπεδωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας διέπεται από την υπεροχή του δημοσίου συμφέροντος, και από τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της ισότητας, της καλής πίστης, της αναλογικότητας και της αμεροληψίας της διοίκησης (Βλ. Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη ΄Εκδοση, παραγ. 379, 380, 385, 394, 398 και 402).

Λαμβάνω υπόψη μου τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα το πιο πάνω κυρίαρχο στοιχείο - του χρόνου που είχε μεσολαβήσει από τη δημοσίευση μέχρι τη λήψη της απόφασης για μη δημοσίευση. Κρίνω ότι η Ε.Δ.Υ. κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας, δυνάμει του άρθρου 34(14), έχει ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς την αρχή της χρηστής διοίκησης και την αρχή της ισότητας. Περαιτέρω η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας δεν διέπεται από την υπεροχή του δημοσίου συμφέροντος. Ακολουθεί πως η Ε.Δ.Υ. έχει ασκήσει την διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο γιατί έχει ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Επομένως η σχετική απόφαση της λήφθηκε με τρόπο αντίθετο προς το Νόμο εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό ακυρώνεται.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης: Κατάργηση των θέσεων από τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1996.

΄Εχω ήδη αποφανθεί (βλ. σελ. 11) ότι η επίδικη θέση - “Λειτουργού Βιομηχανίας” - καταργήθηκε από το εδάφιο 330 του Προϋπολογισμού του 1996, το οποίο κάμνει και πρόβλεψη για την αντικατάσταση της “με θέση κάτω από το εδάφιο 290”. Ο τίτλος της θέσης που προβλέπεται από το εδάφιο 290 είναι: “Λειτουργός Υπηρεσιών Εμπορίου και Βιομηχανίας”, ο οποίος είναι διαφορετικός από τον τίτλο της επίδικης θέσης. Εφόσο η επίδικη θέση - η τέταρτη θέση που κενώθηκε την 1.10.96 - δεν έχει τον ίδιο τίτλο με τη θέση που προβλέπεται από το εδάφιο 290, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 34(14) του Νόμου 1/90. Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται σε σχέση με την πλήρωση θέσης “με τον ίδιο τίτλο”. Περαιτέρω ο διορισμός/προαγωγή που έγινε για να πληρωθεί η μια από τις τέσσερεις επίδικες θέσεις - εκείνη που κενώθηκε την 1.10.96 - αποτελεί διορισμό/προαγωγή σε ανύπαρκτη, σύμφωνα με το Νόμο, θέση. Τονίζεται ότι δεν πρόκειται για θέμα στενής γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 34(14). Εδώ εμπλέκονται και σοβαρά θέματα ουσίας. Εφόσο ο τίτλος της θέσης που προβλέπεται από το εδάφιο 290 δεν είναι ο ίδιος με εκείνο της επίδικης θέσης είναι εύλογο να υποτεθεί ότι τα καθήκοντα και ευθύνες των δύο θέσεων και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή τους θα είναι διαφορετικά (βλ. και άρθρο 27 του Νόμου 1/90 σύμφωνα με το οποίο τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή τους καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας που καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο- Βλ. και το πιο πάνω υπόμνημα του Υπουργείου Οικονομικών - παρατίθεται στη σελ. 10 - από το οποίο εξάγεται το συμπέρσμα ότι για τις θέσεις που δημιουργούνται δυνάμει του εδαφίου 330 θα καταρτίζονται νέα σχέδια υπηρεσίας).

Υπό το φως όλων των ανωτέρω κρίνω ότι η Ε.Δ.Υ. με το να μη δημοσιεύσει τη θέση που κενώθηκε κατά το 1996 έχει ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 34(1) το οποίο προβλέπει για τη δημοσίευση κάθε θέσης Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής που είναι κενή. Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω αυτό αποτελεί ουσιώδη παράβαση. Η ουσιώδης παράβαση κατά την προπαρασκευαστική διαδικασία συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την τελική πράξη.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και λόγω παράβασης ουσιώδους νομοθετικού τύπου.

Προσφυγές 288/97 και 289/97.

Ο λόγος ακύρωσης που σχετίζεται με την έλλειψη δημοσίευσης τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση της αιτήτριας αναφορικά μόνο με την μη δημοσίευση της τέταρτης θέσης - που κενώθηκε την 1.10.96. Η αιτήτρια περιλαμβανόταν στον κατάλογο των συστηθέντων σε σχέση με την πλήρωση των τριών πρώτων θέσεων. Ωστόσο είναι άγνωστο ποιές θα ήταν οι διεκδικήσεις της για προαγωγή στην περίπτωση που θα δημοσιευόταν η τέταρτη θέση και θα διαγωνιζόταν εκ νέου για προαγωγή. Για το λόγο αυτό η προσφυγή της επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της γιατί είναι άγνωστο σε ποιά θέση από τις τέσσερεις θέσεις διορίστηκαν τα 4 Ε.Μ..

Η αιτήτρια έχει προβάλει και σειρά άλλων λόγων ακύρωσης σε ένα από τους οποίους θα γίνει αναφορά στη συνέχεια:

Αυτός ο λόγος ακύρωσης σχετίζεται με το μέρος της απόφασης της Ε.Δ.Υ. και της Σ.Ε. που αναφέρεται στα προσόντα των Ε.Μ. Καραγιώργη και της Μαρίας Πέτσα η οποία δεν αποδέχθηκε την προσφορά διορισμού.

Παρίσταται ανάγκη να γίνει αναφορά στα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση της Σ.Ε.:

“Ε/Μ Καραγιώργης:

Παρόλο που η Συμβουλευτική Επιτροπή τον περιέλαβε στον κατάλογο των συστηθέντων για τελική επιλογή έχει όμως αμφιβολία κατά πόσο ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας ως προς τα ακαδημαϊκά του προσόντα γι΄ αυτό αφήνει στην κρίση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να πάρει την τελική απόφαση.”

Το πρακτικό που σχετίζεται με την Πέτσα είναι παρόμοιου περιεχομένου.

Παρατηρώ: Ο καταρτισμός του καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονται για επιλογή διέπεται από το άρθρο 34(6) του Νόμου 1/90. Για τον καταρτισμό του η Σ.Ε. λαμβάνει υπόψη, ανάμεσα σ΄ άλλα, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του πιο πάνω άρθρου 34(6) έχω την άποψη πως η Σ.Ε. δεν μπορούσε νόμιμα να περιλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων, τους οποίους είχε συστήσει για επιλογή, οποιοδήποτε υποψήφιο χωρίς να είχε προηγουμένως προβεί σε διαπίστωση ότι εκείνος ο υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Στην απουσία τέτοιας διαπίστωσης θεωρώ ότι η Σ.Ε. έχει ενεργήσει κατά τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 34(6) του Νόμου 1/90. Η έκθεση της Σ.Ε. αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη η οποία ειναι απαραίτητη κατά τον νόμο να προηγηθεί υποχρεωτικά και ύστερα να ακολουθήσει η έκδοση της νόμιμης διοικητικής πράξης. Σε τέτοια περίπτωση οι προπαρασκευαστικές πράξεις αποτελούν “τύπους τεταγμένους περί την έκδοσιν της διοικητικής πράξεως”. Χωρίς δηλαδή την τήρηση τους δεν μπορεί η έκδοση αυτή να γίνει νομίμως (Βλ. “Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου” του Γ.Μ. Παπαχατζή, έκτη έκδοση, σελ 616).

Κρίνω επομένως ότι η μη συμμόρφωση με το άρθρο 34(6) του Νόμου 1/90 αποτελεί παράβαση τύπου “τεταγμένου περί την έκδοση της πράξεως”. Η μη τήρηση του τύπου αυτού οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης σε σχέση με τον διορισμό του Ε.Μ. Καραγιώργη.

Θα εξετάσω στη συνέχεια το λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με την απόφαση της Ε.Δ.Υ. αφού πρώτα παραθέσω το σχετικό απόσπασμα της:

“Σ΄ ό,τι αφορά τους υποψήφιους Καραγιώργη Κωνσταντίνο και Πέτσα Μαρία, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στους υποψηφίους για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή εκφράζει αμφιβολία κατά πόσο τα ακαδημαϊκά τους προσόντα καλύπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, υπό το φως της περίληψης των εν λόγω δύο υποψηφίων στον κατάλογο των συστηθέντων και μετά από διεξοδική μελέτη τόσο των προσόντων όσο και των καθηκόντων που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας καθώς και των δελτίων ανάλυσης σπουδών που προσκόμισαν, αποφάσισε να τους δώσει το ευεργέτημα της αμφιβολίας και να τους θεωρήσει προσοντούχους.”

Η φράση “ευεργέτημα της αμφιβολίας” χρησιμοποιείται συχνά από τον Ποινικό Δικαστή. ΄Οπου ο τελευταίος βρίσκεται σε αμφιβολία κατά πόσο ένας κατηγορούμενος είναι ένοχος του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται τον απαλλάσσει και τον αθωώνει, δίδοντας του “το ευεργέτημα της αμφιβολίας”. Η χρήση της πιο πάνω φράσης φανερώνει ότι και η Ε.Δ.Υ. βρισκόταν σε αμφιβολία για το κατά πόσο το Ε.Μ. Καραγιώργης ήταν προσοντούχος. Η ύπαρξη αυτής της αμφιβολίας καθιστά την αιτιολογία της απόφασης της ασαφή και αβέβαιη και αυτό αποτελεί λόγο για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλ. Dekathlon Shipping Co. Ltd v. Republic (1980) 3 C.L.R. 639: “The reasoning of the subject decision is vague and uncertain and all these constitute grounds for annulling the subject-decision.”)

΄Οπως υποδεικνύεται από τον Μιχ. Δ. Στασινόπουλο στο “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων” 1951, Ανατύπωση 1982, σελ. 298 και κάτω από το κεφάλαιο “Η έννοια της πλάνης περί τα πράγματα”:

“Δικαιολογική βάσις του ελέγχου της πλάνης περί τα πράγματα - Πάσα διοικητική πράξις αντιστοιχεί κατ΄ ανάγκην προς πραγματικήν τινά κατάστασιν, ήτοι προς συγκρότημα μορφών του υλικού κόσμου, προς το οποίον απέβλεψε το εκδόν την πράξιν όργανον. Ο νόμος αποτελεί την εξουσιοδότησιν, ήτις είναι αναγκαία ίνα η Διοίκησις επιχειρήση δια πράξεως της τον καθορισμόν του δικαίου εν τη ατομική περιπτώσει... Η πραγματική κατάστασις η συγκροτούσα την ατομικήν περίπτωσιν, είναι η εν τω υλικώ κόσμω εξατομίκευσις της εξουσιοδοτήσεως. ΄Οταν η πραγματική κατάστασις δεν υφίσταται, είναι ως να μη υφίσταται, δια την ειδικήν ταύτην περίπτωσιν, η εξουσιοδότησις του νόμου. ΄Αρα ο έλεγχος της τηρήσεως του νόμου κατ΄ ανάγκην αναζητεί την εξακρίβωσιν του υπαρκτού ή μη των πραγματικών περιστατικών, προς τα οποία η πράξις οφείλει ν΄ αντιστοιχή.”

Για να καταλήξει νόμιμα σε μια απόφαση η διοίκηση πρέπει πρώτα να εξετάσει και εξακριβώσει το “υπαρκτόν ή μη των πραγματικών περιστατικών”. Η υπάρξη αμφιβολιών σε σχέση με την κατοχή των σχετικών προσόντων από το Ε.Μ. Καραγιώργη και από την Πέτσα ισοδυναμεί με την μη εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών προς τα οποία η πράξις οφείλει ν΄ αντιστοιχεί. Ακολουθεί πως δεν υφίσταται για την περίπτωση του Ε.Μ. Καραγιώργη η εξουσιοδότηση του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση στο βαθμό που τον αφορά λήφθηκε κάτω από πλάνη περί τα πράγματα (Βλ. Στασινόπουλος, πιο πάνω, σελ. 298).

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £250 στην κάθε μια από τις προσφυγές. Καμιά διαταγή για τα έξοδα των Ε.Μ..

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο