Logicom Limited ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 29

(1998) 4 ΑΑΔ 29

[*29]23 Ιανουαρίου, 1998

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

LOGICOM LIMITED,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

    ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

2. ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ,

3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 814/96, 848/96, 849/96)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προσβαλλόμενες αποφάσεις ― Πληροφοριακές πράξεις ― Δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή, παρέχουν απλώς πληροφορίες και δεν μεταβάλλουν ή επιφέρουν βλάβη στα έννομα συμφέροντα των αιτητών.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο συμφέρον ― Eξάλειψή του ― Aποδοχή ή συναίνεση στην έκδοση της διοικητικής απόφασης ― Eλεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή εξαλείφει το έννομο συμφέρον του αιτητή.

Mε τις προσφυγές αρ. 814/96 και 848/96 οι αιτητές προσβάλλουν δύο επιστολές του Διευθυντή Tμήματος Tελωνείων ημερ. 5/6/96 και 12/9/96 αντίστοιχα με τις οποιες παρέχονται πληροφορίες και διευκρινήσεις αναφορικά με το νομοθετικό καθεστώς που διέπει την εισαγωγή στην Kυπριακή αγορά προϊόντων από την Eλεύθερη Zώνη. Mε την προσφυγή αρ. 849/96 προσβλήθηκε η επιβολή δασμού στους αιτητές κατά την εκτελώνιση εισαχθέντων προϊόντων τους με βάση τον γενικό και όχι τον προτιμησιακό εκτελεστή δασμού.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε:

[*30]1.         Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μόνον εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο. Εκτελεστές θεωρούνται οι πράξεις ή αποφάσεις εκείνες που παράγουν έννομα αποτελέσματα και συνεπάγονται την άμεση εκτέλεση τους δια της διοικητικής οδού. Πράξεις ή αποφάσεις πληροφοριακού χαρακτήρα ή που εκφράζουν την πρόθεση και όχι τη βούληση της διοίκησης, χωρίς να παράγουν άμεσα έννομα αποτελέσματα, στερούνται του στοιχείου της εκτελεστότητος με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το ίδιο ισχύει και για πράξεις που περιέχουν την αντίληψη ή τις απόψεις της Διοίκησης αναφορικά με την έννοια του νόμου.

    Σύμφωνα με το περιεχόμενο τόσο της επιστολής ημερομηνίας 5/6/1996 όσο και τη επιστολής ημερομηνίας 12/9/1996 το Δικαστήριο κατέληξε ότι, πράγματι, και οι δύο αυτές επιστολές περιέχουν πράξη ή απόφαση απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα.

2. Είναι βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, που υιοθετείται από την παράγραφο 2 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ότι για να είναι παραδεκτή η προσφυγή ο αιτητής πρέπει να έχει έννομο συμφέρον να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση. Αν ο αιτητής συναίνεσε ή αποδέχθηκε την έκδοση της πράξης το έννομο συμφέρον εξαλείφεται. Η αποδοχή της πράξης πρέπει να είναι ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και να μην λαμβάνει χώρα κάτω από την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών για τον αιτητή.

    Eνώ εκκρεμούσε η απάντηση του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων στο τηλεμήνυμα της αιτήτριας ημερομηνίας 26/7/1996, η τελευταία, στις 23/8/1996, κατάθεσε διασάφηση Έντυπο C43 για τον τελωνισμό των υπό αναφορά εμπορευμάτων με αίτημα την καταβολή των δασμών με βάση το γενικό συντελεστή δασμού, χωρίς δηλαδή να διεκδικεί προτιμησιακό συντελεστή δασμού, μετά δε από τον καθιερωμένο έλεγχο και αφού λήφθηκε αυθημερόν η προσβαλλόμενη απόφαση, η αιτήτρια την αποδέχθηκε και κατέβαλε τους ανάλογους εισαγωγικούς δασμούς και επιβαρύνσεις, συνολικού ύψους £1.021,00.

    Από τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, καθίσταται πρόδηλο ότι η αιτήτρια, με τη δήλωσή της στη διασάφηση Έντυπο C43, ανέλαβε, ελεύθερα και χωρίς πίεση, την υποχρέωση για την καταβολή δασμών με βάση το γενικό συντελεστή δασμού. Με την ανεπιφύλακτη ανάληψη της υποχρέωσης αυτής, χωρίς να διεκδικεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο την καταβολή δασμών με βάση [*31]προτιμησιακό συντελεστή δασμού, εκδήλωσε την πρόθεση, τουλάχιστο για τη συγκεκριμένη εισαγωγή, να αποδεχθεί την επιβολή δασμών με βάση το γενικό συντελεστή δασμού, πρόθεση που τελικά υλοποίησε με την αδιαμαρτύρητη καταβολή των δασμών που επιβλήθηκαν και τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων.

    Ενόψει της αποδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης από την αιτήτρια, απόφαση την οποία, στην πραγματικότητα, επεζήτησε, στερείται του αναγκαίου έννομου συμφέροντος να επιδιώξει τώρα την ακύρωσή της.

Oι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Kolokassides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 542,

Institute of Public Accoun. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 276,

Economides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 219,

Makris and Another v. Republic (1984) 3(Α) C.L.R. 10,

Υπ. Οικονομικών κ.ά. v. Παπαξενοπούλου (1993) 3 Α.Α.Δ. 478,

Krashias Dev. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198,

Μυριάνθης v. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 165,

Gulf Agency Ltd v. Δημοκρατίας (1989) 3 A.A.Δ. 2155,

Κοζάκου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3566.

Προσφυγές.

Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας για τελωνισμό των συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών από την Eλεύθερη Zώνη με προτιμησιακό συντελεστή.

Χρ. Κληρίδης, για την Αιτήτρια.

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*32]ΓABPIHΛIΔHΣ, Δ.: Με απόφαση του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερομηνίας 14/4/1995, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του Περί Ελευθέρων Ζωνών Νόμου του 1975, εγκρίθηκε αίτηση της εταιρείας Logicom (Overseas) Ltd. για την εγκαθίδρυση βιομηχανικής μονάδος εντός της Ελεύθερης Ζώνης Λάρνακας με σκοπό τη συναρμολόγηση ηλεκτρονικών υπολογιστών και το εξαγωγικό εμπόριο ηλεκτρονικών υπολογιστών και/ή εξαρτημάτων τους.

Στις 21/6/1995, η αιτήτρια εταιρεία Logicom Ltd. ζήτησε από το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού να της παραχωρηθεί ανοικτή έγκριση για την εισαγωγή στην κυπριακή αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και/ή εξαρτημάτων τους από τη βιομηχανία Logicom (Overseas) Ltd.. Το Υπουργείο παραχώρησε τη ζητηθείσα έγκριση για περίοδο ενός χρόνου. Ύστερα από νέα αίτηση της αιτήτριας, ημερομηνίας 16/5/1996, η έγκριση ανανεώθηκε για ακόμα ένα χρόνο, μέχρι τις 31/5/1997.

Κατά τη διάρκεια της ισχύος της έγκρισης η αιτήτρια εξασφάλισε επανειλημμένα άδειες για την εισαγωγή διαφόρων εμπορευμάτων από τη Logicom (Overseas) Ltd.. Κατα τον τελωνισμό των εν λόγω εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη στην κυπριακή αγορά (στη “Δημοκρατία”, όπως θέλουν να την αποκαλούν οι Περί Ελευθέρων Ζωνών Τελωνειακοί Κανονισμοί του 1981, Κ.Δ.Π. 275/81), οι μεν επεξεργαστές πληροφοριών ετελωνίζοντο με προτιμησιακό συντελεστή δασμού στη δασμολογική διάκριση 84 71 10 90 00, οι δε υπόλοιπες συσκευές που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή όπως π.χ. οθόνες, εκτυπωτές, ετελωνίζοντο η κάθε μια στη δική της δασμολογική διάκριση με γενικό συντελεστή δασμού.

Στις 29/4/1996, ο Ανώτερος Τελώνης Λάρνακας, με επιστολή του προς το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, ζήτησε οδηγίες για τη δασμολογική ταξινόμηση των προϊόντων που εξάγονται στην κυπριακή αγορά από την εταιρεία Logicom (Overseas) Ltd., και κατά πόσο αυτά μπορούν να τυγχάνουν τελωνισμού με προτιμησιακό συντελεστή δασμού. Αφού σημείωσε ότι η εταιρεία βασικά προβαίνει στη συναρμολόγηση των εμπορευμάτων μέσα στην Ελεύθερη Ζώνη παρά σε οποιουδήποτε είδους επεξεργασία τους, επισύναψε διασάφηση εισαγωγής στην οποία ως χώρα προέλευσης των εμπορευμάτων αναγραφόταν η Κύπρος.

Ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων, με απαντητική επιστολή του ημερομηνίας 5/6/1996, πληροφόρησε τον Ανώτερο Τε[*33]λώνη Λάρνακας αναφορικά με την ορθή δασμολογική ταξινόμηση των υπό αναφορά εμπορευμάτων και την προτιμησιακή ή μη μεταχείριση των τελειωμένων προϊόντων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί της Αποφάσεως 1/88 του Συμβουλίου Συνδέσεως Κύπρου-ΕΟΚ (Κυρωτικού) Νόμου του 1990, Νόμος 131/90 και των Περί Ελευθέρων Ζωνών Τελωνειακών Κανονισμών του 1981, Κ.Δ.Π. 275/81.

Ο Ανώτερος Τελώνης Λάρνακας παρέδωσε αντίγραφο της πιο πάνω επιστολής στην αιτήτρια. Η επιστολή αυτή, που βέβαια δεν απευθύνεται στην αιτήτρια, είναι το αντικείμενο της Προσφυγής Αρ. 814/96.

Υπό το φως του περιεχομένου της επιστολής του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων προς τον Ανώτερο Τελώνη Λάρνακας, που περιήλθε εις χείρας της με τον πιο πάνω τρόπο, η αιτήτρια, στις 26/7/1996, με τηλεμήνυμα της προς το Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, εξέφρασε τη δυσαρέσκεια της αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:-

“Χθες ενημερωθήκαμε από τις Τελωνειακές Αρχές ότι δεν θα μας παραχωρείται πλέον η προτιμησιακή δασμολόγηση για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που κατασκευάζονται στη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου και εισάγονται στην τοπική αγορά όπως ίσχυε μέχρι σήμερα.

. . . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Με βάση τα προαναφερθέντα θα θέλαμε να σας παρακαλέσουμε να επανεξετάσετε την απόφαση σας για το καλό όλων μας.”

Ενώ εκκρεμούσε η απάντηση του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, η αιτήτρια, στις 23/8/1996, κατέθεσε διασάφηση Έντυπο C43 για τον τελωνισμό ηλεκτρονικών συστημάτων υπολογιστών, μερών και εξαρτημάτων αυτών από την Ελεύθερη Ζώνη στην κυπριακή αγορά με αίτημα την καταβολή των δασμών με βάση το γενικό συντελεστή δασμού, χωρίς δηλαδή να διεκδικεί προτιμησιακό συντελεστή δασμού. Μετά από τον καθιερωμένο έλεγχο καταβλήθηκαν από την αιτήτρια οι ανάλογοι εισαγωγικοί δασμοί, η έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας συνολικού ύψους £1.021,00. Η επιβολή των δασμών αυτών, που έγινε με βάσει το γενικό συντελεστή δασμού, είναι το αντικείμενο της Προσφυγής Αρ. 849/96.

Στις 12/9/1996, σε απάντησή του στο τηλεμήνυμα της αιτήτριας [*34]της 26/7/1996, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων εξήγησε τους λόγους για τους οποίους, κατά την κρίση του, θα έπρεπε να ισχύουν οι γενικοί και όχι οι προτιμησιακοί συντελεστές δασμού κατά τον τελωνισμό από την αιτήτρια ηλεκτρονικών υπολογιστών από την Ελεύθερη Ζώνη Λάρνακας στην κυπριακή αγορά.

Παραθέτω αυτούσια την εν λόγω επιστολή:-

“Αναφέρομαι στο τηλεμήνυμά σας ημερομηνίας 26 Ιουλίου 1996 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:

α) Με βάση το Άρθρο 12(1)(α) του περί Ελευθέρων Ζωνών Νόμου του 1975 (Ν. 69/75) τα εμπορεύματα που κομίζονται από την ελεύθερη ζώνη σε άλλο μέρος της Δημοκρατίας, λογίζονται ως “εισαχθέντα”.

Το άρθρο 2(2) καθιστά σαφές ότι στην έκταση κατά την οποία ο πιο πάνω νόμος αφορά σε τελωνειακά θέματα, αυτός θα ερμηνεύεται ενιαία με την εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακή νομοθεσία.

Από το συνδυασμό των πιο πάνω προκύπτει ότι είναι εφαρμόσιμος και ο Νόμος 131/90 για τα “καταγόμενα προϊόντα”.

β) Εκτός από την πιο πάνω Νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής και η Κ.Δ.Π. 275/81 που εκδόθηκε με βάση το Άρθρο 17 του Ν. 69/75.  Ο Καν. 3(γ) αυτής ορίζει ότι, εισαγωγές αγαθών από τις ελεύθερες ζώνες στη Δημοκρατία κατόπιν ή άνευ επεξεργασίας υπόκεινται στην καταβολή εισαγωγικού δασμού κατά τους συντελεστές που ισχύουν κατά το χρόνο της κατάθεσης της διασάφησης προς τελωνισμό.  Στην περίπτωση δε που τα εμπορεύματα έχουν υποστεί αλλαγή δασμολογικής ταξινόμησης επιβάλλεται ο προτιμησιακός συντελεστής δασμού.

     Από το συνδυασμό της πιο πάνω Κ.Δ.Π. με το Άρθρο 2 του Νόμου 131/90 συνάγεται ότι για να τυγχάνουν εφαρμογής οι προτιμησιακοί συντελεστές θα πρέπει οι μη καταγόμενες ύλες να υφίστανται τέτοια επεξεργασία ή μεταποίηση, ώστε το παραχθέν προϊόν να κατατάσσεται σε διαφορετική δασμολογική κλάση από εκείνη στην οποία κατατάσσονται όλες οι μη καταγόμενες ύλες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του [Ν.131/90 Άρθρο 2(2)].

[*35]

Προκύπτει επίσης ότι ο όρος “κατατάσσεται” αναφέρεται στην κατάταξη ενός προϊόντος σε δεδομένη κλάση, “κλάση” δε σημαίνει την κλάση (τετραψήφιοι κωδικοί) του εναρμονισμένου συστήματος [Ν.131/90 Άρθρο 2(1)].

γ)  Εκτός όμως των πιο πάνω υπάρχει και η πρόνοια του Ν. 131/90 Άρθρο 2(2)(στ) που ορίζει ότι, απλή συνένωση μερών ειδών με σκοπό τη σύσταση ενός πλήρους είδους θεωρείται πάντοτε ανεπαρκής για να προσδώσει το χαρακτήρα καταγόμενου προϊόντος, είτε έχει μεταβληθεί η δασμολογική κλάση είτε όχι.

2. Ενόψει των πιο πάνω λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας για τελωνισμό των συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών από την Ελεύθερη Ζώνη με προτιμησιακό συντελεστή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.”

Η πιο πάνω απάντηση του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων είναι το αντικείμενο της Προσφυγής Αρ. 848/96.

Οι τρεις προσφυγές συνεκδικάστηκαν, ύστερα από σχετική διαταγή του Δικαστηρίου, λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου.

Προδικαστική Ένσταση στις Προσφυγές Αρ. 814/96 και 848/96

Σε σχέσει με τις πιο πάνω προσφυγές, που προσβάλλουν τις αποφάσεις των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 5/6/1996 και 12/9/1996, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις οποίες κρίθηκε ότι για τα προϊόντα των αιτητών θα εφαρμόζεται ο Νόμος 131/90 και δεν θα εκτελωνίζονται με προτιμησιακό αλλά με γενικό συντελεστή δασμού, οι καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν την προδικαστική ένσταση ότι δεν είναι αποφάσεις εκτελεστές αλλά αποφάσεις απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα και, επομένως, δεν υπόκεινται, σαν τέτοιες, στον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μόνον εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο. Εκτελεστές θεωρούνται οι πράξεις ή αποφάσεις εκείνες που παράγουν έννομα αποτελέσματα και συνεπάγονται την άμεση εκτέλεση τους δια της διοικητικής οδού (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 237, και, μεταξύ άλλων, Kolokassides v. Republic (1965) 3 C.L.R. [*36]542, Institute of public accoun. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 276). Πράξεις ή αποφάσεις πληροφοριακού χαρακτήρα ή που εκφράζουν την πρόθεση και όχι τη βούληση της διοίκησης, χωρίς να παράγουν άμεσα έννομα αποτελέσματα, στερούνται του στοιχείου της εκτελεστότητος με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το ίδιο ισχύει και για πράξεις που περιέχουν την αντίληψη ή τις απόψεις της Διοίκησης αναφορικά με την έννοια του νόμου. (Βλ. μεταξύ άλλων Economides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 219, Makris and Another v. Republic (1984) 3(Α) C.L.R. 10, Υπ. Οικονομικών κ.ά. ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 Α.Α.Δ. 478 και Krashias Dev. ν. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198).

Έχω μελετήσει το περιεχόμενο τόσο της επιστολής ημερομηνίας 5/6/1996 όσο και τη επιστολής ημερομηνίας 12/9/1996 και ευρίσκω ότι, πράγματι, και οι δύο αυτές επιστολές περιέχουν πράξη ή απόφαση απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα.

Ειδικότερα:-

(α)       Η επιστολή ημερομηνίας 5/6/1996 αφ’ ενός μεν δεν απευθύνεται καν στην αιτήτρια (αλλά αποτελεί εσωτερική αλληλογραφία μεταξύ του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων και του Ανώτερου Τελώνη Λάρνακας αναφορικά με τη δασμολογική ταξινόμηση και μεταχείριση των υπό συζήτηση προϊόντων), αφ’ ετέρου δε δεν παράγει αφ’ εαυτής έννομα αποτελέσματα για την αιτήτρια αφού δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη εκ μέρους της εισαγωγή εμπορευμάτων στην κυπριακή αγορά αλλά περιέχει απλώς πληροφοριακά στοιχεία για το νομικό καθεστώς που πρέπει να εφαρμόζεται εάν και όταν επιδιωχθεί τέτοια εισαγωγή.

(β)       Η επιστολή ημερομηνίας 12/9/1996 δεν είναι καθοριστική των δικαιωμάτων της αιτήτριας σε σχέση με συγκεκριμένη εκ μέρους της εισαγωγή εμπορευμάτων στην κυπριακή αγορά αλλά περιέχει απλώς την πληροφορία, από πλευράς του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, ως προς τις νομικές διατάξεις με βάση τις οποίες, κατά την κρίση του, θα πρέπει, από τούδε και στο εξής, να εφαρμόζονται οι γενικοί και όχι οι προτιμησιακοί συντελεστές δασμού κατά την εκτελώνιση προϊόντων της αιτήτριας από την Ελεύθερη Ζώνη στην κυπριακή αγορά.

Οι Προσφυγές Αρ. 814/96 και 848/96 απορρίπτονται ως απαράδεκτες για το λόγο ότι, σύμφωνα με τα πιο πάνω, δεν προσβάλλουν εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις.

[*37]

Προδικαστική Ένσταση στην Προσφυγή Αρ. 849/96

Σε σχέση με την πιο πάνω προσφυγή, που προσβάλλει την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 23/8/1996, με την οποία επιβλήθηκαν δασμοί με βάση το γενικό συντελεστή δασμού για τον τελωνισμό ηλεκτρονικών συστημάτων υπολογιστών, μερών και εξαρτημάτων αυτών από την Ελεύθερη Ζώνη στην κυπριακή αγορά, οι καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν την προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος για το λόγο ότι συναίνεσε ή αποδέχθηκε την έκδοση της απόφασης.

Είναι βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, που υιοθετείται από την παράγραφο 2 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ότι για να είναι παραδεκτή η προσφυγή ο αιτητής πρέπει να έχει έννομο συμφέρον να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση.  Αν ο αιτητής συναίνεσε ή αποδέχθηκε την έκδοση της πράξης το έννομο συμφέρον εξαλείφεται. Η αποδοχή της πράξης πρέπει να είναι ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και να μην λαμβάνει χώρα κάτω από την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών για τον αιτητή. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959) σελ. 260-261, και μεταξύ άλλων Μυριάνθης ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 165, Gulf Agency Limited ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2155, και Αριστείδης Κοζάκου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3566.)

Όπως έχω ήδη σημειώσει, ενώ εκκρεμούσε η απάντηση του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων στο τηλεμήνυμα της αιτήτριας ημερομηνίας 26/7/1996, η τελευταία, στις 23/8/1996, κατάθεσε διασάφηση Έντυπο C43 για τον τελωνισμό των υπό αναφορά εμπορευμάτων με αίτημα την καταβολή των δασμών με βάση το γενικό συντελεστή δασμού, χωρίς δηλαδή να διεκδικεί προτιμησιακό συντελεστή δασμού, μετά δε από τον καθιερωμένο έλεγχο και αφού λήφθηκε αυθημερόν η προσβαλλόμενη απόφαση, η αιτήτρια την αποδέχθηκε και κατέβαλε τους ανάλογους εισαγωγικούς δασμούς και επιβαρύνσεις, συνολικού ύψους £1.021,00.

Από τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μου καθίσταται πρόδηλο ότι η αιτήτρια, με τη δήλωση της στη διασάφηση Έντυπο C43, που είναι Τεκμήριο ενώπιόν μου, ανέλαβε, ελεύθερα και χωρίς πίεση, την υποχρέωση για την καταβολή δασμών με βάση το γενικό συντελεστή δασμού. Με την ανεπιφύλακτη ανάληψη της υποχρέωσης αυτής, χωρίς να διεκδικεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο την καταβολή δασμών με βάση προτιμησιακό συντελεστή δασμού, εκ[*38]δήλωσε την πρόθεση, τουλάχιστο για τη συγκεκριμένη εισαγωγή, να αποδεχθεί την επιβολή δασμών με βάση το γενικό συντελεστή δασμού, πρόθεση που τελικά υλοποίησε με την αδιαμαρτύρητη καταβολή των δασμών που επιβλήθηκαν και τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων. Σχετική με το σημείο τούτο είναι “mutatis mutandis” η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 1765/52 σύμφωνα με την οποία:-

“2033.- Η πραγματοποίησις εισαγωγής, εμπορεύματος, επί τη βάσει χορηγηθείσης υπό όρους αδείας, δια του εκτελωνισμού αυτού, και της καταβολής της εισφοράς συνιστά αποδοχήν της υπό όρον χορηγηθείσης αδείας εισαγωγής, . . .”

(Βλ. Συμπλήρωμα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1935-1952, σελ. 86, παράγραφος 2033.)

Ευρίσκω ότι, ενόψει της αποδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης από την αιτήτρια, απόφαση την οποία, στην πραγματικότητα, επεζήτησε, στερείται του αναγκαίου έννομου συμφέροντος να επιδιώξει τώρα την ακύρωσή της.

Η Προσφυγή Αρ. 849/96 απορρίπτεται ως απαράδεκτη για το λόγο ότι, σύμφωνα με τα πιο πάνω, η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη ή απόφαση.

Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Oι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο