Kreidi Robert Antoun ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (1998) 4 ΑΑΔ 166

(1998) 4 ΑΑΔ 166

[*166]27 Φεβρουαρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ROBERT ANTOUN KREIDI,

Αιτητής,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ

    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2. YΠOYPΓOΥ EΣΩTEPIKΩN,

3. ΔIEYΘYNTH TOY TMHMATOΣ AΛΛOΔAΠΩN,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Yπόθεση Aρ. 3/96)

 

Aλλοδαποί ―�Άδεια μετανάστευσης ―�Eύνοια και φύση ―�Προϋποθέσεις χορήγησής της στον Kαν. 5 των περί Aλλοδαπών και Mεταναστεύσεως Kανονισμών του 1972 (Δ.Π. 242/72) ―�Περιεχόμενο ρύθμισης και περιστάσεις εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση ―�H ανάγκη αιτιολόγησης και καλόπιστης άσκησης των εξουσιών του νόμου.

Aλλοδαποί ―�Άδεια εισόδου στη Δημοκρατία ―�Πρέπει να εξετάζεται με καλή πίστη ― Έκταση εφαρμογής και περιεχόμενο της αρχής της καλής πίστης επί αλλοδαπών ―�Διαπίστωση έλλειψης υλοποίησης της αρχής στην κριθείσα περίπτωση ―�Άρνηση χορήγησης άδειας μετανάστευσης ακυρώθηκε.

O αιτητής προσέβαλε την άρνηση χορήγησης σε αυτόν αδείας μετανάστευσης της κατηγορίας E σε αντικατάσταση των απλών αδειών παραμονής και εργασίας στην Kυπρο που εξασφαλίζει επί σειράν ετών.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Η άδεια μετανάστευσης παρέχει την ευχέρεια για μονιμότερη διαμονή σε μακροχρόνια βάση, κατά τις ερμηνευτικές διατάξεις του Καν. 2 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του [*167]1972 (Δ.Π. 242/72), όπως τροποποιήθηκε.

   

    Άδεια μετανάστευσης χορηγείται σε πρόσωπα που ανήκουν σε μια από τις πέντε κατηγορίες που ορίζει ο Καν. 5. Ο αιτητής επικαλέστηκε και ζήτησε άδεια με βάση την κατηγορία “Ε” [(Καν. 5(ε)].

    Η Επιτροπή για την οποία γίνεται λόγος στην παραπάνω διάταξη είναι η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης, που καθιδρύθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 4 για να εξετάζει αιτήσεις για άδειες αυτής της φύσεως. Η τελική κρίση ανήκει στον Υπουργό Εσωτερικών στον οποίο αποστέλλεται η έκθεση της Επιτροπής αυτής. Ο Υπουργός έχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 6 (1), ευρεία διακριτική εξουσία να χορηγεί άδειες στο πλαίσιο των κανονισμών.

    Eπισημαίνεται πως με βάση τη διάταξη του Καν. 6(5) κανένας δεν έχει απόλυτο δικαίωμα να τύχει άδειας μετανάστευσης. Περαιτέρω μπορεί να ακυρωθεί για τους λόγους που αναφέρονται στις άλλες παραγράφους του ίδιου κανονισμού.

2. Οι αρχές της φιλοξενίας καθώς και οι αρχές του ανθρωπισμού είχαν στη χώρα αυτή μακρά παράδοση προτού ορισμένες από αυτές αναγνωρίσει το σύγχρονο διεθνές δίκαιο, που μας δεσμεύει άμεσα όταν νομοθετούμε για τους αλλοδαπούς (Άρθρο 32 του Συντάγματος).

    Στο χώρο της νομολογίας μας υπάρχουν αποφάσεις ότι οι αιτήσεις για την είσοδο αλλοδαπών στη Δημοκρατία πρέπει να εξετάζονται με καλή πίστη:  βλ. για παράδειγμα την υπόθεση Amanda Marga Ltd. v. Republic of Cyprus (1985) 3 C.L.R. 2583. Κατ’ αναλογία πρέπει να γίνεται με καλή πίστη η εξέταση αιτήσεων μετανάστευσης για να εξαλείφεται ο κίνδυνος κατάχρησης της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ως προς τα θέματα αυτά η διοίκηση.

    Εδώ η υποχρέωση προς αιτιολόγηση προκύπτει από τις διατάξεις που παρατέθηκαν. Παρόλο που αναγνωρίζεται η ευρύτητα της διακριτικής αυτής ευχέρειας εντούτοις η Πολιτεία δεν ενεργεί αυθαίρετα. Η αιτιολογία στις περιπτώσεις αυτές λειτουργεί ως παρακολούθημα για τη σύννομη άσκηση των εξουσιών της διοίκησης.

3. Στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά πως η κοινοποίηση της απόφασης στον αιτητή ημερ. 13/11/95 περιέχει αιτιολογία.  Γίνεται χρήση του γνωστού φραστικού κλισέ “it was not found possible” (δεν κατέστη δυνατό). Εξετάζοντας το φάκελο διαπιστώθηκε πως υπήρχε ισχυρή υποστήριξη για την παροχή άδειας. Υπάρχουν φυσικά και οι αντίθετες απόψεις. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουρ[*168]γείου Εργασίας δε σύστησε την αίτηση “από εργατικής πλευράς” χωρίς όμως να καθορίζει τι εννοεί. Η κρίση ότι ο αλλοδαπός δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο πάσχει από την ίδια αοριστία. Πέραν τούτου μπορεί ένας δίκαια να αναρωτηθεί γιατί η άπταιστη γνώση της ελληνικής γλώσσας από μέρους του αιτητή, που πιστοποίησε η ίδια η αστυνομία, δεν αποτελεί δεσμό με τον τόπο. Ή ο κύκλος γνωριμιών του αιτητή. Δεν έχει διαφανεί πως εδώ λειτούργησε - στη σωστή της διάσταση - η αρχή της καλής πίστης.

H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Λειτουργού Mεταναστεύσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για άδεια μετανάστευσης.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Aιτητή.

Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Ο αιτητής, ηλικίας 41 ετών, είναι αλλοδαπός.  Έχει λιβανική υπηκοότητα. Πρωτοήλθε στην Κύπρο το Φεβρουάριο του 1984.  Έκτοτε ζει εδώ με τη σύζυγο του και το γιο τους, που είναι τώρα 10 περίπου χρονών. Και εργάζεται στην αλλοδαπή εταιρεία Societe Internationale de Telecommunications Aeronautiques (συντομογραφικά S.I.T.A.) ως λογιστής.

Προηγουμένως εργαζόταν στη χώρα του στην οποία φαίνεται πως εδρεύει η παραπάνω εταιρεία, που τον μετέθεσε το 1984 στην Κύπρο. Περιττό να λεχθεί πως η παρουσία της οικογένειας όλο αυτό το διάστημα στη χώρα μας ήταν νόμιμη. Εξασφάλιζαν τις απαιτούμενες άδειες προσωρινής διαμονής και εργασίας, που ανανεώνονταν. Ας σημειωθεί πως ο αιτητής είναι ο μόνος ξένος υπάλληλος της S.I.T.A. Οι υπόλοιποι 15 είναι Κύπριοι υπήκοοι.

Το Μάρτιο του 1994 ο αιτητής υπέβαλε νομότυπα αίτηση για άδεια μετανάστευσης της κατηγορίας “Ε”, αλλά απορρίφθηκε. Η επίδικη απόφαση τού κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 13/11/95.  Η [*169]απορριπτική αυτή απόφαση αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής. Είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουμε την πορεία της αίτησης. Διαβιβάστηκε σε διάφορες υπηρεσίες και κυβερνητικά τμήματα για απόψεις.

Ο Έπαρχος Λευκωσίας (σημειωτέον ότι ο αιτητής είναι κάτοικος Λευκωσίας) σύστησε την παραχώρηση της άδειας υπό τον όρο πως θα είχε θετική στάση η Αστυνομία. Ο Υπεύθυνος Κλιμακίου Αλλοδαπών ανέφερε πως ο αιτητής είναι πρόσωπο καλού χαρακτήρα και εισηγήθηκε τη χορήγηση της άδειας. Το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας δεν είχε ένσταση. Αντίρρηση είχε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην επιστολή του στο Λειτουργό Μετανάστευσης ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε, χωρίς να προσθέτει οτιδήποτε “πως δε συστήνει ευνοϊκή εξέταση από εργατικής πλευράς”. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης δε σύστησε την αίτηση “επειδή ο αλλοδαπός δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο”.

Το ουσιαστικό μέρος της απάντησης των καθών προς τον αιτητή τεκμ. Ι, ημερ. 13/11/95, που είναι στην αγγλική, έχει ως εξής:

“Your application was carefully examined by the Immigration Control Board which submitted its recommendation to the Minister of the Interior, in his capacity as Chief Immigration Officer, but it was not found possible for him to approve it.”

Όπως διαπιστώνεται από το διοικητικό φάκελο η τελευταία άδεια παραμονής και εργασίας του αιτητή έληξε στις 28/2/97.

Η άδεια μετανάστευσης παρέχει την ευχέρεια για μονιμότερη διαμονή σε μακροχρόνια βάση. Κατά τις ερμηνευτικές διατάξεις του Καν. 2 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (Δ.Π. 242/72), όπως τροποποιήθηκε, “άδεια μεταναστεύσεως” σημαίνει:

“άδειαν χορηγουμένην εις μετανάστην διά να εισέλθη εις την Δημοκρατίαν διά μόνιμον εν αυτή διαμονήν.”

Άδεια μετανάστευσης χορηγείται σε πρόσωπα που ανήκουν σε μια από τις πέντε κατηγορίες που ορίζει ο Καν. 5. Ο αιτητής επικαλέστηκε και ζήτησε άδεια με βάση την κατηγορία “Ε” [(Καν. 5(ε)] που αναφέρεται σε:

“Πρόσωπον εις ό προσεφέρθη απασχόλησις και όστις προτίθεται να αποδεχθή ταύτην, άλλη ή πρόσκαιρος απασχόλησις, [*170]εν τη Δημοκρατία και είναι κάτοχος πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό της Επιτροπής συνιστώντος ότι η υπ’ αυτού ανάληψις τοιαύτης απασχολήσεως δεν θα οδηγήση εις την δημιουργίαν αδικαιολογήτου συναγωνισμού εν τη κατηγορία της απασχολήσεως εις ήν το τοιούτο πρόσωπον προτίθεται να απασχοληθή.”

Παραπέμπω περαιτέρω για το ίδιο ζήτημα στον Καν. 6(2).

Η Επιτροπή για την οποία γίνεται λόγος στην παραπάνω διάταξη είναι η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης, που καθιδρύθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 4 για να εξετάζει αιτήσεις για άδειες αυτής της φύσεως. Η τελική κρίση ανήκει στον Υπουργό Εσωτερικών στον οποίο αποστέλλεται η έκθεση της Επιτροπής αυτής. Ο Υπουργός έχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 6 (1), ευρεία διακριτική εξουσία να χορηγεί άδειες στο πλαίσιο των κανονισμών.

Eπισημαίνω πως με βάση τη διάταξη του Καν. 6(5) κανένας δεν έχει απόλυτο δικαίωμα να τύχει άδειας μετανάστευσης. Περαιτέρω μπορεί να ακυρωθεί για τους λόγους που αναφέρονται στις άλλες παραγράφους του ίδιου κανονισμού.

Δυο είναι οι λόγοι για τους οποίους προσβάλλεται η επίδικη απόφαση. Ο ένας είναι ότι η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς πρότερη δέουσα έρευνα. Αναφέρθηκε συναφώς ότι, εν πρώτοις, δεν είναι υπεράκτια εταιρεία η εργοδότρια του αιτητή, αλλά αλλοδαπή νομική οντότητα που γράφτηκε στο Μητρώο των αλλοδαπών εταιρειών, σύμφωνα με τις υφιστάμενες πρόνοιες και φορολογείται κανονικά όπως και ο αιτητής. Περαιτέρω ο δικηγόρος του αιτητή αναρωτιέται τι είδους έρευνα έγινε, ποίοι την διεξήγαγαν και ποία ήταν τα αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν, κατά την άποψη του, στοιχεία. Για τη φύση της εταιρείας δεν υπάρχει μαρτυρία από οποιαδήποτε πλευρά. Έτσι το ζήτημα παρέμεινε μετέωρο σε επίπεδο ισχυρισμών. Εν πάση περιπτώσει δεν καταδείχθηκε ότι έχει οποιαδήποτε σημασία. Τα ερωτήματα του δικηγόρου απαντώνται από το ιστορικό που εξέθεσα. Από αυτό προκύπτει ότι έγινε η πρέπουσα έρευνα από διάφορες υπηρεσίες, που εξέφρασαν τις απόψεις τους. Δεν ευσταθεί επομένως ο ισχυρισμός για έλλειψη έρευνας ή επαρκούς έρευνας.

Ο αιτητής έθεσε και θέμα αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης.  Η απάντηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκή αιτιολογία. Η διαπίστωση από την έρευνα ήταν ότι ο αλλοδαπός δεν είχε δεσμούς με τον τόπο.  Ήταν [*171]ένα μέτρο κρίσης για όλους τους αλλοδαπούς. Ας σημειωθεί πως δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε για τεκμηρίωση του ισχυρισμού αυτού. Περαιτέρω υποστηρίχθηκε ότι η εξουσία του Καν. 6(1) είναι ευρύτατη. Δεν υπάρχουν περιορισμοί ή κριτήρια στην “ενάσκηση της ελεύθερης εκτίμησης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου”. Η αιτιολογία επίσης μπορεί να συμπληρωθεί από το φάκελο.  Ανεξάρτητα από αυτό ο κ. Γιωργαλλής είπε ότι το δικαίωμα άρνησης εισόδου σε αλλοδαπό συνάδει με την έννοια της εδαφικής κυριαρχίας. Και με τις αρχές του διεθνούς δικαίου σύμφωνα με τις οποίες η αποδοχή αλλοδαπών αποτελεί θέμα διακριτικής ευχέρειας. Το κράτος δεν έχει υποχρέωση να επιτρέψει παραμονή οποιουδήποτε αλλοδαπού στην επικράτεια του.

Η γενική αρχή σε θέματα εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στη χώρα συνοψίζεται ως εξής στο σύγγραμμα του Σπ. Βρέλλη “Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο” (1988), στη σελ. 267:

“Ως γενικός κανόνας έχει επικρατήσει, ότι ανήκει στην αρμοδιότητα κάθε Κράτους να καθορίζει ελεύθερα τα της εισόδου των αλλοδαπών στο έδαφός του. Η άσκηση όμως αυτής της αρμοδιότητας δεν πρέπει να προσκρούει στο jus communicationis, που συνίσταται κυρίως στην ελεύθερη επικοινωνία των Κρατών αλλά περιλαμβάνει κατ’ επέκταση και το δικαίωμα της ελευθέρας διακινήσεως των προσώπων. Βέβαια, το Κράτος έχει το δικαίωμα να απαγορεύει την είσοδο σε ένα αλλοδαπό για λόγους ασφαλείας και τάξεως.”

Οι αρχές της φιλοξενίας καθώς και οι αρχές του ανθρωπισμού είχαν στη χώρα αυτή μακρά παράδοση προτού ορισμένες από αυτές αναγνωρίσει το σύγχρονο διεθνές δίκαιο, που μας δεσμεύει άμεσα όταν νομοθετούμε για τους αλλοδαπούς (άρθρ. 32 του Συντάγματος).

Στο χώρο της νομολογίας μας υπάρχουν αποφάσεις ότι οι αιτήσεις για την είσοδο αλλοδαπών στη Δημοκρατία πρέπει να εξετάζονται με καλή πίστη: βλ. για παράδειγμα την υπόθεση Amanda Marga Ltd. v. Republic of Cyprus (1985) 3 C.L.R. 2583. Κατ’ αναλογία πρέπει να γίνεται με καλή πίστη η εξέταση αιτήσεων μετανάστευσης για να εξαλείφεται ο κίνδυνος κατάχρησης της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ως προς τα θέματα αυτά η διοίκηση.

Εδώ η υποχρέωση προς αιτιολόγηση προκύπτει από τις διατάξεις που παρέθεσα. Παρόλο που αναγνωρίζεται η ευρύτητα της διακριτικής αυτής ευχέρειας εντούτοις η Πολιτεία δεν ενεργεί αυθαίρετα. [*172]Η αιτιολογία στις περιπτώσεις αυτές λειτουργεί ως παρακολούθημα για τη σύννομη άσκηση των εξουσιών της διοίκησης.

Στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά πως η κοινοποίηση της απόφασης στον αιτητή ημερ. 13/11/95 περιέχει αιτιολογία. Γίνεται χρήση του γνωστού φραστικού κλισέ “it was not found possible” (δεν κατέστη δυνατό). Εξετάζοντας το φάκελο είδαμε πως υπήρχε ισχυρή υποστήριξη για την παροχή άδειας. Υπάρχουν φυσικά και οι αντίθετες απόψεις. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας δε σύστησε την αίτηση “από εργατικής πλευράς” χωρίς όμως να καθορίζει τι εννοεί. Η κρίση ότι ο αλλοδαπός δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο πάσχει από την ίδια αοριστία. Πέραν τούτου μπορεί ένας δίκαια να αναρωτηθεί γιατί η άπταιστη γνώση της ελληνικής γλώσσας από μέρους του αιτητή, που πιστοποίησε η ίδια η αστυνομία, δεν αποτελεί δεσμό με τον τόπο. Ή ο κύκλος γνωριμιών του αιτητή. Θα πρόσθετα ότι δεν έχει διαφανεί πως εδώ λειτούργησε - στη σωστή της διάσταση - η αρχή της καλής πίστης. Αναφορικά με την ύπαρξη επάλληλων αιτιολογιών παραπέμπω στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959) στη σελ. 189.

Ακυρώνω την επίδικη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας. Δεν επιδικάζω έξοδα.

H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο