(1998) 4 ΑΑΔ 216
[*216]12 Μαρτίου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TEIVOURAZ GOGOLADZE,
NATELIA GOGOLADZE,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΩΝ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛEITOYPΓOY METANAΣTEYΣEΩΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 735/96)
Aλλοδαποί ―�Kαταχώρηση ονόματος αλλοδαπού στον κατάλογο απαγορευμένων μεταναστατών “stop list” ―�Φύση της πράξης ―�Nομικά ανύπαρκτη ―�Kατάλοιπο του προϊσχύσαντος του Συντάγματος καθεστώτος ―�Συνέπειες.
Aλλοδαποί ―�Aπέλαση ― H ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους να απελαύνει αλλοδαπούς και οι περιορισμοί της ―�Kαλή πίστη και ανθρώπινα δικαιώματα ―�Περιστάσεις παραβίασης της νομιμότητας στα κριθέντα διατάγματα απελάσεως ―�Tι μπορεί και τι δεν μπορεί να συνιστά εύλογη αιτία απελάσεως.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ―�Πλάνη περί τα πράγματα ―�Kαι η πιθανολόγησή της οδηγεί σε ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Oι αιτητές προσέβαλαν την τοποθέτηση των ονομάτων τους στο “stop list” καθώς και τα διατάγματα κράτησης και απέλασής τους.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την αιτούμενη θεραπεία που αφορούσε το “stop list” και ακυρώνοντας τα επίδικα διατάγμα απελάσεως, αποφάσισε ότι:
1. Θα εξεταστεί η πτυχή της υπόθεσης που αφορά το stop list. Οι καθών [*217]έχουν εν πρώτοις προδικαστική ένσταση. Ισχυρίζονται πως η ενέργεια τους είναι πράξη εκτέλεσης της κήρυξης του αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη με βάση το διάταγμα κράτησης όσο και εκείνο της απέλασης (βλ. διοικητικό φάκελο). Η καταχώρηση του ονόματος του αιτητή στον εν λόγω κατάλογο έγινε προτού εκδοθούν τα παραπάνω διατάγματα. Επομένως δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή η εισήγηση πως η διαδικασία stop list αποτελεί πράξη εκτέλεσης. Στην ουσία της πρόκειται για διαδικασία που κληρονομήθηκε από την αποικιοκρατική διακυβέρνηση χωρίς να έχει ποτέ θεσμοθετηθεί.
Η φύση της πράξης απασχόλησε στην Bou Karam Hanna Fayez v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 933. Υιοθετείται η γνώμη που περιέχει. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές πράξεις είναι νομικά ανύπαρκτες. Επομένως δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου, ελλείψει μαρτυρίας πως αυτές έτυχαν εφαρμογής σε συγκεκριμένη περίπτωση. Το μέρος αυτό του αιτήματος, που στρέφεται κατά ανυπόστατης απόφασης, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αλλά για τους λόγους που έχει εκθέσει το δικαστήριο.
2. Παρά το ευρύτατο φάσμα της διακριτικής εξουσίας που ασκεί το κράτος στα θέματα που αφορούν τους αλλοδαπούς και που είναι έκφανση της εθνικής κυριαρχίας, εντούτοις δεν ενεργεί αυθαίρετα. Όπως έχει λεχθεί στην Robert Antoun Kreidi v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 166, η αιτιολογία που παρέχεται στις περιπτώσεις αυτές συνιστά εχέγγυο για την άσκηση της εξουσίας της διοίκησης σύννομα. Θέματα εισόδου, παραμονής ή απέλασης αλλοδαπών απασχόλησαν τη νομολογία σε πολλές περιπτώσεις. Ωστόσο η διακριτική ευχέρεια για λήψη του μέτρου υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Η απέλαση πρέπει να γίνεται με καλή πίστη. Και ασφαλώς δεν πρέπει να γίνεται χωρίς εύλογη αιτία. Δεν είναι ανεκτή η κατάχρηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας. Ούτε η παραβίαση των καθιερωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
3. Οι αιτητές κηρύχθηκαν απαγορευμένοι μετανάστες. Κατ’ επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Για το λόγο ότι δε συμμορφώθηκαν με τις άδειες που τους είχαν χορηγηθεί. Σε όλα τα διατάγματα μνημονεύονται ρητά οι παραπάνω διατάξεις. Από την αναδίφηση των εγγράφων του φακέλου προκύπτει ότι η επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία καταγγέλθηκε και ο αιτητής αφορούσε μόνο το γιο του. Δεν υφίσταται οτιδήποτε που να δείχνει ανάμιξη του αιτητή.
Και λαμβάνεται σαν δεδομένο (καταχρηστικά) πως τέτοια δραστη[*218]ριότητα βρισκόταν έξω από τα όρια των σκοπών της εταιρείας του αιτητή, το καταστατικό της οποίας δεν προσκομίστηκε. Η επιμονή των καθών στο συσχετισμό των δύο υποθέσεων οδήγησε σε πλανεμένη εκτίμηση σημαντικού, όπως οι ίδιοι οι καθών το θεώρησαν, στοιχείου. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με την απόφαση Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, ακόμη και η πιθανολόγηση πλάνης κλονίζει εκ βάθρων τη νομιμότητα της διοικητικής απόφασης.
4. Το παράπονο της ιδιοκτήτριας της κατοικίας που έμενε ο αιτητής δεν είναι δυνατό να προβάλλεται ως στοιχείο που μπορεί να εξωθήσει σε απόφαση απέλασης. Μια μεμονωμένη περίπτωση διαφοράς, αστικής φύσεως, δεν μπορεί να αποκτά τις διαστάσεις που της προσδόθηκαν. Άλλωστε, στα πλαίσια των συναλλαγών είναι δυνατό να ανακύψουν διαφορές για τις οποίες όμως αρμοδιότητα έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Διαφορετικά ο κάθε αλλοδαπός θα μπορούσε να απειλείται με καταγγελία στις αρχές, που δυνατό να κατέληγε σε απέλασή του, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή μη των αστικών απαιτήσεων εναντίον του.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο. Δείχνει, με ανάγλυφο τρόπο, ότι η υπόθεση έτυχε χειρισμών, που δεν ανταποκρίνονται στα παραπάνω κριτήρια της καλής πίστης και της σύννομης άσκησης εξουσίας. Δείχνει ακόμη τη σύγχιση που επικράτησε. Και ενισχύει τη σκέψη ότι η διοίκηση υπέπεσε σε πλάνη, που αφορά την πράξη, τη θεμελιακή της προϋπόθεση, για παραβίαση των όρων της άδειας εργασίας του αιτητή. Πρόκειται για το σχόλιο στην έκθεση, τεκμ. Ζ, ότι ο αιτητής και ο γιος του, όπως και άλλοι αλλοδαποί “...... περιέργως έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν, γνωριμίες και φιλίες με αρκετά πρόσωπα που κατέχουν υψηλές θέσεις στην κοινωνία της Κύπρου”. Αυτό προσμέτρησε, πραγματικά αξιοπερίεργα, εναντίον τους.
Τα επίδικα διατάγματα απέλασης ακυρώνονται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Fayez v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 933,
Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583,
Kreidi v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 166,
Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203,
[*219]Rached v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135,
Dogan v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716,
Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης για τη συμπερίληψη των αιτητών στο stop-list.
Λ. Γεωργιάδου, για τους Aιτητές.
Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι σύζυγοι. Κατάγονται από τη Γεωργία, αλλά τη γεωργιανή υπηκοότητα έχει μόνο η αιτήτρια. Ο σύζυγος της είναι Ρώσος υπήκοος. Το ίδιο και ο γιός του Gueorgui και η νύφη τους. Ο αιτητής ήλθε στην Κύπρο τον Ιούνιο του 1994. Μέσω δικηγορικού γραφείου της Λευκωσίας είχε εγγράψει υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία Bradley Trading Limited. Στη συνέχεια του χορηγήθηκε, ως διευθυντής της εταιρείας αυτής, προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας, που έληγε την 1/6/95.
Στην ένστασή τους οι καθών εμπλέκουν και την περίπτωση του γιου του ζεύγους και της γυναίκας του. Αυτός αφίχθηκε στην Κύπρο μερικές ημέρες μετά τον αιτητή. Και φρόντισε να εγγράψει δική του υπεράκτια εταιρεία με το όνομα Jornell Trading Ltd. Εξασφάλισε έτσι άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι 2/3/1997. Και η σύζυγος του, που έφτασε στην Κύπρο στις 30/10/94, άδεια παραμονής επισκέπτη για την ιδια περίοδο. Ο Gueorgui απελάθηκε στις 4/5/96. Αμφισβήτησε τη νομιμότητα του μέτρου με την προσφυγή του αρ. 552/96. Πληροφορούμαι πως η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Δε θεωρώ σκόπιμο ή πρέπον, για ευνόητους λόγους, να θίξω οτιδήποτε άλλο που αφορά τον Gueorgui, που καταγράφει η ένσταση ή περιέχει ο διοικητικός φάκελος. Μόνο εκεί που η διαπλοκή των δύο περιπτώσεων καθιστά την αναφορά ή την εκτίμηση κάποιου στοιχείου αναπόφευκτη.
Είναι ο ισχυρισμός των καθών (παράγραφος 14 της ένστασης) ότι οι αιτητές ειδοποιήθηκαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο προτού [*220]εκδοθούν τα επίδικα διατάγματα. Όμως δεν είχαν συμμορφωθεί, παρόλο που παρέδωσαν τις άδειες τους, οι οποίες είχαν ακυρωθεί. Η δικηγόρος των αιτητών, στην αγόρευση της, απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ειδοποιήθηκαν οι αιτητές. Υπάρχει όμως μαρτυρία στο φάκελο περί του αντιθέτου (βλέπε σημειώματα με αρ. 3 και 6). Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης υπογράφηκαν στις 23/5/96. Δεν εκτελέστηκαν διότι, όπως αναφέρεται στην παράγρ. 16, ο αιτητής βρισκόταν στο εξωτερικό “για προσωπικές δουλειές”. Παρά την ύπαρξη των διαταγμάτων εντούτοις επιτράπηκε σε διάφορες περιπτώσεις, ύστερα από εξουσιοδότηση του καθού 1 Υπουργού Εσωτερικών και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, για λόγους που δε διευκρινίζονται ακριβώς, η είσοδος και η ολιγοήμερη παραμονή του αιτητή και του γιου του στο νησί. Βλέπε, για παράδειγμα, ερ. 71.
Η ένσταση ασχολείται και με το θέμα αυτό. Να τι αναφέρει η παράγραφος 20:
“Τελικά στις 7.10.96 με οδηγίες του Γενικού Διευθυντή, δόθηκε έγκριση ώστε και οι δυο αλλοδαποί (πατέρας και γιος) να μπορούν να εισέρχονται στην Κύπρο για χρονικά διαστήματα μέχρι 15 μέρες, αλλά τα στοιχεία τους να μην αφαιρεθούν από τον κατάλογο των Απαγορευμένων Μεταναστών μέχρι την πλήρη εκδίκαση των πιο πάνω Προσφυγών.”
Είναι παραδεκτόν (παράγραφος 16) ότι τα στοιχεία τους καταχωρήθηκαν στον παραπάνω κατάλογο “με την αναχώρηση του (αιτητή) από την Κύπρο .....”. Από την έρευνα στο φάκελο προκύπτει ότι το όνομα του αιτητή ως “ανεπιθύμητου χαρακτήρα” ήταν στο stop list πριν από την έκδοση των επιδίκων διαταγμάτων, δηλαδή, στις 5/1/96.
Με την προσφυγή τους οι αιτητές προσβάλλουν τη συμπερίληψη του ονόματος τους στον παραπάνω κατάλογο. Και επίσης τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Θα εξετάσουμε τα στοιχεία που ώθησαν τους καθών στην απόφαση τους. Τα προβάλλουν στην ένσταση. Το υλικό ανευρίσκεται στο διοικητικό φάκελο. Εν πρώτοις λήφθηκε υπόψη έκθεση από την Κ.Υ.Π. προς το Λειτουργό Μετανάστευσης, ημερ. 8/9/95, τεκμ. Ζ, ότι αριθμός αλλοδαπών, που εμφανίζονται ως διευθυντές υπεράκτιων εταιρειών, στην πραγματικότητα επιδίδονται σε ασχολίες που δε συνάδουν με τους σκοπούς ίδρυσης των αντίστοιχων εταιρειών τους. Αναφέρεται και το όνομα του αιτητή.
Πρέπει να λεχθεί πως δεν εντοπίζεται τίποτε το συγκεκριμένο για τους αιτητές. Υπάρχει προγενέστερη επιστολή από την υπεύ[*221]θυνη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών Λάρνακας, ημερ. 3/2/95, τεκμ. Β, αλλά, άνκαι στην επικεφαλίδα αναφέρεται και ο πατέρας, στην πραγματικότητα αφορά τον Gueorgui. Συγκεκριμένα καταγγέλλεται ότι:
“επανειλημμένα διατάχθηκε όπως παρουσιαστεί στο κλιμάκιο Λάρνακας για να ανανεώσει την άδεια παραμονής αλλά αυτός δηλώνει ότι ο δικηγόρος του πατέρα του ανέλαβε να του εξασφαλίσει άδεια εργασίας μέσω της Κεντρικής Τράπεζας για την υπεράκτια εταιρεία του πατέρα του”.
Το άλλο που του καταλογίζεται είναι πως άφησε απλήρωτο υπόλοιπο λογαριασμού ύψους £5.351 σε διαφημιστικό γραφείο. Τούτο είχε προκύψει από την κάθοδο Έλληνα τραγουδιστή στην Κύπρο που έφερε ο Gueorgui μέσω Κύπριου καλλιτεχνικού πράκτορα. Και ότι όταν του ζητήθηκε να εξοφλήσει απείλησε τη διευθύντρια του διαφημιστικού αυτού γραφείου.
Το μόνο που προσάπτεται κατά του αιτητή στο τεκμ. Β είναι ότι η εταιρεία του δεν λειτουργεί δικά της γραφεία. Ωστόσο από υστερόχρονη έκθεση ημερ. 25/8/95 (ερ. 25-26), από την ίδια υπηρεσία, προκύπτει ότι υπήρχε γραφείο, κατάλληλα εξοπλισμένο και απασχολούσε προσωπικό. Χρειάζεται η αναφορά και σε κάτι άλλο: ότι ο αιτητής προκάλεσε ζημιές, ύψους περίπου £1.000, στο σπίτι που έμενε, για τις οποίες η ιδιοκτήτρια υπέβαλε παράπονο στο κλιμάκιο Αλλοδαπών Λάρνακας και τις οποίες τελικά πλήρωσε, ύστερα από παρέμβαση της υπηρεσίας αυτής.
Θα εξετάσω τώρα την πτυχή της υπόθεσης που αφορά το stop list. Οι καθών έχουν εν πρώτοις προδικαστική ένσταση. Ισχυρίζονται πως η ενέργεια τους είναι πράξη εκτέλεσης της κήρυξης του αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη με βάση το διάταγμα κράτησης όσο και εκείνο της απέλασης (βλ. διοικητικό φάκελο). Θα υπομνήσω στο σημείο αυτό ότι η καταχώρηση του ονόματος του αιτητή στον εν λόγω κατάλογο έγινε προτού εκδοθούν τα παραπάνω διατάγματα. Επομένως δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή η εισήγηση πως η διαδικασία stop list αποτελεί πράξη εκτέλεσης. Στην ουσία της πρόκειται για διαδικασία που κληρονομήσαμε από την αποικιοκρατική διακυβέρνηση χωρίς να την έχουμε ποτέ θεσμοθετήσει.
Η φύση της πράξης με απασχόλησε στην Bou Karam Hanna Fayez v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 933. Υιοθετώ τη γνώμη που περιέχει. Αυτό με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές πράξεις είναι νομικά ανύπαρκτες. Επομένως δεν μπορούν να [*222]καταστούν αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου, ελλείψει μαρτυρίας πως αυτές έτυχαν εφαρμογής σε συγκεκριμένη περίπτωση. Το μέρος αυτό του αιτήματος, που στρέφεται κατά ανυπόστατης απόφασης, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αλλά για τους λόγους που έχει εκθέσει το δικαστήριο.
Στους ισχυρισμούς του δικηγόρου των αιτητών ότι η απόφαση απέλασης πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας και ότι σε αυτή εμφιλοχώρησε πραγματική και νομική πλάνη, ο κ. Γεωργαλλής αντέταξε την ευρύτατη διακριτική εξουσία του κράτους, με βάση το άρθρ. 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, που είναι απόρρροια της κυριαρχικής εξουσίας του: βλέπε Amanda Marga Ltd. v. Republic of Cyprus (1985) 3 C.L.R. 2583. Παράλληλα υποστήριξε πως η όλη υπόθεση αντιμετωπίστηκε με καλή πίστη και οι αποφάσεις απέλασης περιέχουν πλήρη αιτιολογία.
Παρά το ευρύτατο φάσμα της διακριτικής εξουσίας που ασκεί το κράτος στα θέματα που αφορούν τους αλλοδαπούς και που είναι έκφανση της εθνικής κυριαρχίας, εντούτοις δεν ενεργεί αυθαίρετα. Όπως έχει λεχθεί στη Robert Antoun Kreidi v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 166, η αιτιολογία που παρέχεται στις περιπτώσεις αυτές συνιστά εχέγγυο για την άσκηση της εξουσίας της διοίκησης σύννομα. Θέματα εισόδου, παραμονής ή απέλασης αλλοδαπών απασχόλησαν τη νομολογία σε πολλές περιπτώσεις: Sydney Alfred Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, Mohamed Ali Abou Rached v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135 και Seyithan Kerem Dogan v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716. Ωστόσο η διακριτική ευχέρεια για λήψη του μέτρου υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Η απέλαση πρέπει να γίνεται με καλή πίστη. Και ασφαλώς δεν πρέπει να γίνεται χωρίς εύλογη αιτία. Δεν είναι ανεκτή η κατάχρηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας. Ούτε η παραβίαση των καθιερωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι αιτητές κηρύχθηκαν απαγορευμένοι μετανάστες. Κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρ. 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Για το λόγο ότι δε συμμορφώθηκαν με τις άδειες που τους είχαν χορηγηθεί. Σε όλα τα διατάγματα μνημονεύονται ρητά οι παραπάνω διατάξεις. Από την αναδίφηση των εγγράφων του φακέλου προκύπτει ότι η επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία καταγγέλθηκε και ο αιτητής αφορούσε μόνο το γιο του. Υπάρχει και το σχετικό τιμολόγιο στο όνομα του, όπως και η γραπτή απαίτηση που είχε απευθύνει προς το Gueorgui το διαφημιστικό γραφείο για να εξοφλήσει το [*223]υπόλοιπο του χρέους του. Δεν υφίσταται οτιδήποτε που να δείχνει ανάμιξη του αιτητή.
Και το παίρνω σαν δεδομένο (καταχρηστικά) πως τέτοια δραστηριότητα βρισκόταν έξω από τα όρια των σκοπών της εταιρείας του αιτητή, το καταστατικό της οποίας δεν προσκομίστηκε. Η επιμονή των καθών στο συσχετισμό των δύο υποθέσεων οδήγησε σε πλανεμένη εκτίμηση σημαντικού, όπως οι ίδιοι οι καθών το θεώρησαν, στοιχείου. Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με την απόφαση Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, ακόμη και η πιθανολόγηση πλάνης κλονίζει εκ βάθρων τη νομιμότητα της διοικητικής απόφασης.
Για τη διατήρηση γραφείου από την εταιρεία του αιτητή έχω ήδη παραθέσει τα στοιχεία. Οι λεπτομέρειες είναι στο ερ. 25. Το παράπονο της ιδιοκτήτριας της κατοικίας που έμενε ο αιτητής δεν είναι δυνατό να προβάλλεται ως στοιχείο που μπορεί να εξωθήσει σε απόφαση απέλασης. Μια μεμονωμένη περίπτωση διαφοράς, αστικής φύσεως, δεν μπορεί να αποκτά τις διαστάσεις που της προσδόθηκαν. Άλλωστε, στα πλαίσια των συναλλαγών είναι δυνατό να ανακύψουν διαφορές για τις οποίες όμως αρμοδιότητα έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Διαφορετικά ο κάθε αλλοδαπός θα μπορούσε να απειλείται με καταγγελία στις αρχές, που δυνατό να κατέληγε σε απέλαση του, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή μη των αστικών απαιτήσεων εναντίον του.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο. Δείχνει, με ανάγλυφο τρόπο, ότι η υπόθεση έτυχε χειρισμών, που δεν ανταποκρίνονται στα παραπάνω κριτήρια της καλής πίστης και της σύννομης άσκησης εξουσίας. Δείχνει ακόμη τη σύγχιση που επικράτησε. Και ενισχύει τη σκέψη ότι η διοίκηση υπέπεσε σε πλάνη, που αφορά την πράξη, τη θεμελιακή της προϋπόθεση, για παραβίαση των όρων της άδειας εργασίας του αιτητή. Πρόκειται για το σχόλιο στην έκθεση, τεκμ. Ζ, ότι ο αιτητής και ο γιος του, όπως και άλλοι αλλοδαποί “περιέργως έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν, γνωριμίες και φιλίες με αρκετά πρόσωπα που κατέχουν υψηλές θέσεις στην κοινωνία της Κύπρου”. Αυτό προσμέτρησε, πραγματικά αξιοπερίεργα, εναντίον τους.
Έχω εξηγήσει γιατί το μέρος του αιτήματος που αφορά τον κατάλογο stop list είναι απαράδεκτο. Πετυχαίνει ωστόσο το κύριο αίτημα. Τα επίδικα διατάγματα απέλασης ακυρώνονται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Tα επίδικα διατάγματα απέλασης ακυρώνονται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο