(1998) 4 ΑΑΔ 231
[*231]17 Μαρτίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MΑΡΩ ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΟΥ,
Aιτήτρια,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Kαθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 968/96)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ―�Λόγοι ακυρώσεως ―�Δέουσα έρευνα ―�Kατά την εξέταση περί της υπάρξεώς της το Δικαστήριο αναπόφευκτα υπεισέρχεται και στο ποιοτικό περιεχόμενο της έρευνας ―�Όρια επέμβασης του Δικαστηρίου.
Oργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Pαδιοφωνικό Ίδρυμα Kύπρου ― Προαγωγές ―�Προσόντα ―�Διερεύνηση της κατοχής του προσόντος της άριστης γνώσης αγγλικής ―�Πλήρης και νόμιμη.
Διοικητικό Δίκαιο ― Eπανεξέταση ―�Eπανεξέταση προαγωγής μετά από ακυρωτική απόφαση ―�Περιστάσεις νομιμότητάς της.
Δοικητικό Δίκαιο ―�Προαγωγές ―�Έννοια και συνέπειες της εύλογα επιτρεπτής επιλογής στην οποία δεν χωρεί δικαστική παρέμβαση ―�Έκδηλη υπεροχή.
Διοικητικό Δίκαιο ― Συλλογικά όργανα ―�Aποφάσεις με ψηφοφορία ―�Πλειοψηφία ―�Ίση ψήφος των μελών συλλογικού οργάνου.
H αιτήτρια προσέφυγε κατά της εκ νέου, μετά από επανεξέταση, προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους σε Tμηματάρχη Προγραμμάτων Tηλεοράσεως.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
[*232]1. Στην κρίση, αν έγινε η μη επαρκής έρευνα, αναπόφευκτα το Δικαστήριο υπεισέρχεται και στο ποιοτικό περιεχόμενό της. Πρέπει όμως πάντοτε να υπερίπταται της σκέψης του η βασική αρχή πως δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην εξουσία του διοικητικού οργάνου παρά μόνο όταν διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη.
Όπως καταδεικνύεται στο πρακτικό της επίδικης απόφασης το Συμβούλιο μελέτησε διεξοδικά τα στοιχεία που είχε ενώπιον του αναφορικά με την κατοχή του επίμαχου προσόντος από το ενδιαφερόμενο μέρος, και έκρινε πως το ικανοποιούσε. Δεν είναι έργο του διοικητικού Δικαστηρίου να τα αναλύσει, με σκοπό να εκφράσει επί του ζητήματος ιδίαν άποψη αναφορικά με την αξιολογική βαρύτητά τους.
2. Η απόφαση του Συμβουλίου για το προσόν της Αγγλικής γλώσσας και η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ελήφθησαν με πλειοψηφία. Δε διαπιστώνεται κανένας λόγος που να καθιστά την επίδικη απόφαση μεμπτή, είτε ως παραβιάζουσα το νόμο ή οποιαδήποτε αρχή του διοικητικού δικαίου. Ήταν δε το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας. Αν η απόφαση του Συμβουλίου ήταν η προαγωγή της αιτήτριας θα κρινόταν επίσης έγκυρη.
3. Τελειώνοντας επισημαίνεται, για πολλοστή φορά, την έννοια της έκδηλης υπεροχής, όπως επαναλήφθηκε και σε πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ΡΙΚ v. Λυγίας Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, όπου μάλιστα ελέχθη πως η αισθητή υπεροχή υποψηφίων στις εμπιστευτικές εκθέσεις δεν αποτελεί λόγον ακύρωσης. Υπενθυμίζεται πως στην υπό συζήτηση υπόθεση οι υποψήφιοι ισοδυναμούν. Μόνον όπου η υπεροχή είναι «έκδηλη», και η λέξη αυτομεταδίδει το νόημά της, ενεργοποιείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.
4. Σχολιάζεται, με δυο λόγια, και η αναφορά του δικηγόρου της αιτήτριας πως στη μειοψηφία του Συμβουλίου, που έκρινε πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το επίμαχο προσόν, περιλαμβάνεται και καθηγητής της Αγγλικής γλώσσας. Θέλει ο συνήγορος να δοθεί βαρύτητα σε αυτό το γεγονός. Οι αποφάσεις των διοικητικών οργάνων είναι συλλογικές και τα μέλη τους έχουν, εκτός αν ο νόμος άλλως ορίζει, από μια ίση ψήφο.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,
[*233]Ρ.Ι.Κ. v. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της προαγωγής, μετά από επανεξέταση, του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Tμηματάρχη Προγραμμάτων Tηλεόρασης αντί της αιτήτριας.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Aιτήτρια.
Π. Πολυβίου, για τους Kαθ’ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Eνδιαφερόμενος μέρος.
Cur. adv. vult.
APTEMIΔHΣ, Δ.: Στις 14.12.94 το Συμβούλιο του ΡΙΚ προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Τμηματάρχη Προγραμμάτων Τηλεόρασης, από 1.1.95. Η αιτήτρια πρόσβαλε με επιτυχία την απόφαση. Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ακυρώθηκε. (Δες: Μάρω Θεοδοσιάδου κ.ά. ν. ΡΙΚ., Συνεκδικαζόμενες προσφυγές 73/95 και 158/95, ημερ. 30.9.96). Η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε και το Συμβούλιο προχώρησε στην επενεξέταση του ζητήματος στις 30.10.96. Προήγαγε πάλιν το ενδιαφερόμενο μέρος. Η αιτήτρια επαναπροσβάλλει με την υπό συζήτηση προσφυγή τη νέα απόφαση του Συμβουλίου.
Το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με θεμελιακή αρχή του διοικητικού δικαίου, κατά την επανεξέταση να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης. Επιβάλλεται ως εκ τούτου να γίνει αναφορά σ’ αυτό. Το θέμα ήταν απλό. Ένα από τα απαραίτητα προσόντα των σχεδίων υπηρεσίας της θέσης είναι η άριστη γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας. Το Δικαστήριο έκρινε πως η έρευνα που διεξήγαγε το Συμβούλιο για να διαπιστώσει αν το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε το προσόν τούτο ήταν ελλειπής. Στο αιτιολογικό της δικαστικής απόφασης έγινε αναφορά στα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο, σε σχέση με το προσόν τούτο, και εκρίθη πως δεν πληρούσαν τη νομική υποχρέωση για επαρκή έρευνα. Είπε, επί του προκειμένου, το Δικαστήριο:
“Είναι με ιδιαίτερο προβληματισμό που αντιμετωπίζω τον ισχυρισμό αυτό των αιτητών για μη ικανοποίηση από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του απαιτούμενου προσόντος της “άριστης” γνώ[*234]σης της αγγλικής γλώσσας. Αναμφίβολα η όλη σταδιοδρομία ενός υπαλλήλου στην υπηρεσία όπως και τα διάφορα πιστοποιητικά τα οποία κατέχει όταν πρόκειται για θέση προαγωγής μπορεί να αποδεικνύουν άριστη γνώση μιας γλώσσας έστω και αν δεν είναι πτυχιούχος Πανεπιστημίου στη χώρα όπου η απαιτούμενη γνώση της γλώσσας. Και δεν αμφισβητώ επίσης ότι ο Γενικός Διευθυντής, ως το συγκεκριμένο όργανο που γνωρίζει από κοντά τους υπαλλήλους, είναι σε θέση να διαπιστώσει και επιβεβαιώσει μια τέτοια γνώση, όπου στη συνέχεια το αποφασίζον όργανο μπορεί να υιοθετήσει. Βλέπε σχετικά απόφαση Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Δημήτριου Ορφανίδη κ.ά. (1992) 3 Α.Α.Δ. 205.”
Ειδικώτερα, και σε αναφορά με τη δήλωση του Γενικού Διευθυντή ενώπιον του Συμβουλίου πως το ενδιαφερόμενο μέρος γνώριζε την αγγλική γλώσσα σε “ψηλό επίπεδο επάρκειας”, για να χρησιμοποιήσω την ίδια φράση του Διευθυντή, το Δικαστήριο εξέφρασε την άποψη πως αυτός δεν έκανε ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, στα οποία να βασίζει τη γνώμη του.
Για την αιτήτρια, που αμφισβήτησε πως το ενδιαφερόμενο μέρος είχε το προσόν της άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας, δεν εγειρόταν τέτοιο ζήτημα. Είναι προσοντούχος του πανεπιστημίου του Λονδίνου με δύο τίτλους, Β.Α. και Μ.Α.
Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο την προσφυγή για το λόγο που ανέφερα πιο πάνω, δεν ασχολήθηκε με την υπόλοιπη επιχειρηματολογία του δικηγόρου της αιτήτριας, σύμφωνα με την οποία αυτή είχε έκδηλη υπεροχή έναντι του προαχθέντος. Όλα τα θέματα είναι τώρα ενώπιον μου.
Το Συμβούλιο, προτού προχωρήσει στην επανεξέταση, ζήτησε και είχε τη γνώμη του νομικού του συμβούλου. Είναι καταγραμμένη στα πρακτικά. Με αυτή δόθηκε ορθή νομική κατεύθυνση αναφορικά με την πρέπουσα διαδικασία και το επιθυμητό περιεχόμενο της έρευνας, προς διακρίβωση της κατοχής ή μη του προσόντος της άριστης γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, με ρητή υπόμνηση της αναγωγής της έρευνας στον ουσιώδη χρόνο.
Το Συμβούλιο απηύθυνε επιστολή σε όλους τους υποψήφιους για να δώσουν, αν ήθελαν, οποιαδήποτε πρόσθετα στοιχεία για επιβεβαίωση του επίμαχου προσόντος, άλλως θα θεωρείτο πως τα μόνα στοιχεία ήσαν αυτά που τέθηκαν ήδη ενώπιον του. Γινόταν πάλιν ρητή αναγωγή των στοιχείων τούτων στον ουσιώδη χρόνο. Το ενδιαφερόμενο μέρος ανταποκρίθηκε. Η αιτήτρια δε χρειαζόταν. Είχε [*235]αδιαμφισβήτητα το τεκμήριο γνώσης της αγγλικής γλώσσας.
Τα στοιχεία που παρέθεσε το ενδιαφερόμενο μέρος σταχυολογούνται στην επίδικη διοικητική απόφαση και νομίζω πως μπορώ να τα επαναλάβω με παραπομπή.
“Παπαγιάννης Ανδρέας
Η ανάθεση σ’ αυτόν εργασιών, προϋπόθεση για την εκτέλεση των οποίων ήταν η άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, όπως τη συνεργασία του με ξένους εμπειρογνώμονες και ξένες αντιπροσωπείες που επισκέφθηκαν το ΡΙΚ, τη διεύθυνση της παραγωγής της τηλεοπτικής σειράς “Κληρονομιά της Αφροδίτης” τον έλεγχο των προγραμμάτων του Πρώτου Κοινοπολιτειακού Φεστιβάλ Τηλεοράσεως, τη διεύθυνση της παραγωγής του ντοκυμανταίρ “Λευκωσία-Βελιγράδι”, τη συμμετοχή του σε επιμορφωτικά σεμινάρια στην Αγγλική γλώσσα, τη διετή συνεργασία του με τον Άγγλο σκηνογράφο David Buxton και η επιτυχής, οπως προκύπτει από τα ενώπιον του Συμβουλίου στοιχεία, εκτέλεση των εργασιών αυτών, αποτελούν επαρκή στοιχεία για την άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.
Η απόφαση ότι ο Παπαγιάννης Ανδρέας κατέχει το προσόν της άριστης γνώσης της Αγγλικής γλώσσας λήφθηκε κατά πλειοψηφία, με ψήφους υπέρ, του Προέδρου του Συμβουλίου κ. Χαρ. Παπαδόπουλου και των μελών Α. Παπαδόπουλου, Μ. Σπαρσή, Μ. Μιχαήλ και Δ. Καραντώκη και εναντίον του Αντιπροέδρου κ.Ξ.Ξενόπουλου και των μελών Χρ. Γεωργίου και Α. Χρυσάνθου.»
Ελλείπει από την πιο πάνω παραπομπή και η έγγραφη ανταπόκριση του κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθυντή του ΡΙΚ, που απέστειλε στο ενδιαφερόμενο μέρος, στην οποία βεβαιώνει την άριστη του γνώση της Αγγλικής γλώσσας, δίδοντας τα στοιχεία και δεδομένα στα οποία βασίζει την άποψη του. Το έγγραφο αυτό ήταν ενώπιον του Συμβουλίου κατά την επανεξέταση. Τούτο δόθηκε προφανώς από το ενδιαφερόμενο μέρος για να διορθωθεί το ελάττωμα που επισημαίνει το Δικαστήριο στην ακυρωτική του απόφαση, και στο οποίο έκανα μνεία πιο πάνω.
Η εισήγηση του συνηγόρου της αιτήτριας πως το πιο πάνω έγγραφο, επειδή συντάχθηκε και δόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος στη διαδικασία της επανεξέτασης, αποτελεί μεταγενέστερο στοιχείο και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο, είναι ολωσ[*236]διόλου αβάσιμη. Τα στοιχεία που περιέχονται σ’ αυτό με ρητή αναφορά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο. Αν ήταν ορθή η εισήγηση του συνηγόρου, τότε θα μπορούσε να λεχθεί πως μήτε επανεξέταση μπορούσε να λάβει χώρα, μιας και η διαδικασία της γίνεται μετά τον ουσιώδη χρόνο. Εσφαλμένη νομικά είναι επίσης και η θέση του πως ο πρώην Διευθυντής θ’ απρεπε να κληθεί ενώπιον του Συμβουλίου. Τέτοια υποχρέωση δεν επιβάλλεται από τους σχετικούς Κανονισμούς, Κ.Δ.Π. 317/87, και η αναφορά στις συστάσεις Διευθυντών που προβλέπονται βάσει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1/90, ή άλλης νομοθεσίας, είναι άσχετη.
Έχω τη γνώμη, βάσει αυτών που αναφέρω πιο πάνω, πως στην κρίση, αν έγινε η μη επαρκής έρευνα, αναπόφευκτα το Δικαστήριο υπεισέρχεται και στο ποιοτικό περιεχόμενο της. Πρέπει όμως πάντοτε να υπερίπταται της σκέψης του η βασική αρχή πως δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην εξουσία του διοικητικού οργάνου παρά μόνο όταν διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη. (Δες Παύλος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102).
Όπως καταδεικνύεται στο πρακτικό της επίδικης απόφασης το Συμβούλιο μελέτησε διεξοδικά τα στοιχεία που είχε ενώπιον του αναφορικά με την κατοχή του επίμαχου προσόντος από το ενδιαφερόμενο μέρος, και έκρινε πως το ικανοποιούσε. Δεν είναι έργο του διοικητικού Δικαστηρίου να τα αναλύσει, με σκοπό να εκφράσει επί του ζητήματος ιδίαν άποψη αναφορικά με την αξιολογική βαρύτητα τους.
Θα είμαι σύντομος στο υπόλοιπο μέρος της υπόθεσης. Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας πως αυτή υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερομένου μέρους στα καθιερωμένα κριτήρια, αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Διαπιστώνεται από τους φακέλους πως έχουν την ίδια γενική βαθμολογία στις ετήσιες εκθέσεις. Κρίνονται εξαίρετοι. Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος έχουν από δυο ακαδημαϊκούς τίτλους. Η πρώτη αγγλικού πανεπιστημίου και ο δεύτερος της Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών, Αθηνών. Τα ακαδημαϊκά προσόντα και των δυο είναι συναφή με την επίδικη θέση. Το ένα πτυχίο του ενδιαφερόμενου μέρους είναι στη Δημόσια Διοίκηση, το άλλο στις Πολιτικές Επιστήμες, ενώ της αιτήτριας στον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό και τους Κλασσικούς. Προάχθηκαν στην προηγούμενη μισθοδοτική κλίμακα την ίδια ημέρα, 1.8.76, μολονότι η αιτήτρια προηγείται στο διορισμό στο ΡΙΚ, 1.12.57, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος στις 19.10.61.
Η απόφαση του Συμβουλίου για το προσόν της Αγγλικής γλώσ[*237]σας και η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ελήφθησαν με πλειοψηφία. Δε διαπιστώνω κανένα λόγο που να καθιστά την επίδικη απόφαση μεμπτή, είτε ως παραβιάζουσα το νόμο ή οποιαδήποτε αρχή του διοικητικού δικαίου. Ήταν δε το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας. Προσθέτω πως, αν η απόφαση του Συμβουλίου ήταν η προαγωγή της αιτήτριας θα την έκρινα επίσης έγκυρη.
Τελειώνοντας επισημαίνω, για πολλοστή φορά, την έννοια της έκδηλης υπεροχής, όπως επαναλήφθηκε και σε πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ρ.Ι.Κ. ν. Λυγίας Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, όπου μάλιστα ελέχθη πως η αισθητή υπεροχή υποψηφίων στις εμπιστευτικές εκθέσεις δεν αποτελεί λόγον ακύρωσης. Υπενθυμίζω πως στην υπό συζήτηση υπόθεση οι υποψήφιοι ισοδυναμούν. Μόνον όπου η υπεροχή είναι «έκδηλη», και η λέξη αυτομεταδίδει το νόημα της, ενεργοποιείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.
Αισθάνομαι το ερέθισμα να σχολιάσω, με δυο λόγια, και την αναφορά του δικηγόρου της αιτήτριας πως στη μειοψηφία του Συμβουλίου, που έκρινε πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το επίμαχο προσόν, περιλαμβάνεται και καθηγητής της Αγγλικής γλώσσας. Θέλει ο συνήγορος να δοθεί βαρύτητα σε αυτό το γεγονός. Δε νομίζω βέβαια να λησμονείται πως οι αποφάσεις των διοικητικών οργάνων είναι συλλογικές και τα μέλη τους έχουν, εκτός αν ο νόμος άλλως ορίζει, από μια ψήφο και, περιττό να πω, ίση.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Ενόψει των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης δε γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.
H�προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο