Aργυρίδη Mαίρη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 389

(1998) 4 ΑΑΔ 389

[*389]22 Μαΐου, 1998

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΑΙΡΗ ΑΡΓΥΡΙΔΗ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Yπόθεση Aρ. 146/97)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ―�Προσβαλλόμενη πράξη ― Πρέπει να δηλώνεται ειδικώς στην Aίτηση ― H περίπτωση της αναγνωρίσεως δυνατότητας συμπροσβολής της διορθωτικής της προσβαλλομένης πράξεως ― Θεωρία και νομολογία ― Περιστάσεις εφαρμογής της δυνατότητας στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Kατάργηση δίκης λόγω ανάκλησης της επίδικης απόφασης ― Προϋποθέσεις συνδρομής ανάκλησης ―�Διορθωτική πράξη και όχι ανάκληση στην κριθείσα περίπτωση ― H διορθωτική πράξη παραδεκτώς συμπροσβάλλεται ― H δίκη δεν καταργείται.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Aρχή της ισότητας ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ―�Eρμηνεία ― Θεωρία και νομολογία ― Eιδικά η φορολογική ισότητα ― H αναδρομή του N. 135/90 έως την 1/1/98 μόνο εκρίθη συνταγματική.

Φορολογία ―�Φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών ― O περί Φορολογίας Kεφαλαιουχικών Kερδών (Tροποποιητικός) Nόμος του 1990 (N. 135/90) ― Aναδρομική ισχύς του κατά 18 μήνες και 15 ημέρες ― Kρίθηκε συνταγματική ―�H μη επέκταση της φορολοαπαλλαγής σε όλο το νοητό βάθος χρόνου του παρελθόντος δεν επηρέασε την ισονομία.

Kράτος Δικαίου ― Περιεχόμενο ― H αρχή της βεβαιότητος δικαίου ―�Συνέπειες για τη στάση του νομοθέτη σε επίπεδο φορολογικού δικαίου.

H αιτήτρια προέβαλε με την προσφυγή την αξίωσή της να τύχει και αυτή της αναγνώρισης πληθωριστικής και όχι μόνο πραγματικής αυ[*390]ξήσεως της αξίας του ακινήτου της για σκοπούς κεφαλαιουχικών κερδών, ευεργέτημα το οποίο δεν της παρείχε ο N. 135/90, αφού η αναδρομική εφαρμογή του δεν προβλεπόταν.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Ενόψει των θέσεων των μερών προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα: Κατά πόσο με το αιτητικό της προσφυγής προσβάλλεται και η απόφαση της 7.1.97 η οποία έχει αντικαταστήσει την απόφαση της 20.12.96. Σημειώνεται ότι η τελευταία προσβάλλεται με τρόπο ρητό και σαφή. Ο τύπος με τον οποίο ασκείται μια προσφυγή διέπεται από τον Καν. 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Το έντυπο αρ. 1, στο οποίο παραπέμπει ο Καν. 4, προβλέπει ότι η ζητούμενη θεραπεία πρέπει να δηλώνεται ειδικώς.

    Σημειώνεται ότι στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό το οποίο αναφέρεται σε αντικατάσταση ή ανάκληση της φορολογίας της 20.12.96.

    Tονίζεται ότι προκειμένου περί ανάκλησης πρέπει να ακολουθηθεί ορισμένη διαδικασία και να δοθεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Όπως προκύπτει από το ενώπιόν του Δικαστηρίου υλικό, δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται λόγος με βεβαιότητα για ανάκληση. Αυτό που έχει στην ουσία λάβει χώραν αποτελείται από πράξη διορθωτική της φορολογίας της 20.12.96 η οποία προσβάλλεται ρητώς με το δικόγραφο της προσφυγής. Η φορολογία της 7.1.97 αποτελεί διορθωτική πράξη η οποία μπορεί να συμπροσβάλλεται με την ρητώς προσβαλλόμενη πράξη.

2. Στην κρινόμενη περίπτωση ο Νόμος 135/90 τέθηκε σε ισχύ στις 13.7.90, η οποία είναι η ημερομηνία της δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα. Με το Αρθρο 16 η φορολογική ελάφρυνση που παρέχεται από το Άρθρο 4 εφαρμόζεται μόνο “σε σχέση με διαθέσεις ιδιοκτησίας κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου, 1989”. Δόθηκε αναδρομική εφαρμογή διάρκειας 18 μηνών και 15 ημερών.

    Η αιτήτρια παραπονείται ότι η αναδρομική εφαρμογή έπρεπε να επεκταθεί και μετά την 1.1.89 για να καλύπτει και την διάθεση της δικής της ιδιοκτησίας η οποία έλαβε χώραν την 9.8.88. Αλλιώς η διάκριση παραβιάζει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.

    Πρόκειται σαφώς για φορολογική ρύθμιση. Σε τέτοια περίπτωση η Νομοθετική εξουσία διαθέτει, κάθως έχει νομολογηθεί, ευρεία ευχέρεια να [*391]διαφορφώνει “εκάστοτε το οικείον φορολογικόν σύστημα”. Η φορολογική νομοθεσία εκφράζει την δημοσιονομική πολιτική του κράτους. Με βάση τα οικονομικά δεδομένα και την δημοσιονομική πολιτική η Νομοθετική εξουσία έκρινε ότι ήταν εφικτή η επίδικη ρύθμιση ή ελάφρυνση. Περαιτέρω το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τις φορολογικές εξουσίες του σαν εργαλείο κοινωνικής πολιτικής. Μια ταξινόμηση η οποία τείνει να προωθήσει μια πολιτική την οποία το κράτος είναι ελεύθερο να υιοθετήσει συχνά επικυρώνεται πάνω σε εκείνη τη βάση.

3. Μια φορολογική ελάφρυνση η οποία είναι εφικτή με βάση τα οικονομικά δεδομένα του κράτους είναι επωφελής για τα οικονομικά συμφέροντα των φορολογούμενων. Εξυπηρετεί με άλλα λόγια τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Προάγει μια κοινωνική πολιτική. Η τοποθέτηση περιορισμών στην παραχώρηση φορολογικών ελαφρύνσεων και η αξίωση για επέκταση τους μέχρι το 1980 - ημερ. που τέθηκε σε ισχύ ο βασικός νόμος - κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας θα είχε τις πιο κάτω συνέπειες:

(α) Θα αποτελούσε τροχοπέδη στην οικονομική, δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική του κράτους, επειδή το κράτος θα ήταν διστακτικό στην παραχώρηση φορολογικών ελαφρύνσεων φοβούμενο ότι η επέκταση τους σε υποθέσεις του απώτερου παρελθόντος θα του προκαλούσε διοικητικές δυσχέρειες και οικονομικές επιβαρύνσεις.

(β) Θα ανέτρεπε τους οικονομικούς και δημοσιονομικούς σχεδιασμούς του κράτους επειδή δεν θα ήταν ελεύθερο να καταρτίζει σχέδια με βάση τα υφιστάμενα οικονομικά δεδομένα.

(γ) Θα προκαλούσε αναστάτωση και δυσχέρεια στη διοίκηση  γιατί το κράτος θα ήταν αναγκασμένο να προβεί σε έρευνα και επιστροφή προς τους φορολογούμενους των ποσών της σχετικής φορολογικής ελάφρυνσης για μια πολύ μεγάλη περίοδο (από το 1980-1989).

    Τέτοιοι περιορισμοί κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας είναι αντίθετοι προς την ευρεία  ευχέρεια που διαθέτει το κράτος σε περιπτώσεις φορολογικών και δημοσιονομικών ρυθμίσεων. Η επίδικη ρύθμιση είναι απόλυτα ταυτισμένη με την ευρεία ευχέρεια και ελευθερία δράσης που διαθέτει το κράτος σε φορολογικά θέματα.  Δεν είναι αυθαίρετη αλλά εύλογη. Προάγει τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Δεν παραβιάζει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο δεν προϋποθέτει, καθώς έχει νομολογηθεί, άκαμπτη και απόλυτη ισότητα.

4. Επίσης με τον επίδικο Νόμο ρυθμίζονται, με τρόπο βέβαιο, τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων πολιτών και τα δικαιώματα της Πολι[*392]τείας. Αυτή η βεβαιότητα δικαίου, καθώς έχει νομολογηθεί πιο πάνω, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο του κράτους δικαίου. Ο Νομοθέτης είχε δικαίωμα να προτιμήσει τη βεβαιότητα δικαίου και δεν έχει παραβιάσει την αρχή της ισότητας.

5. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την Αναφορά 2/89 λόγω των γεγονότων της. Σε εκείνη την υπόθεση η επίδικη διάταξη απέληγε σε ευνοϊκή μεταχείριση ατόμων που δεν είχαν ανταποκριθεί έγκαιρα προς τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και έκαμνε διάκριση εις βάρος νομοταγών πολιτών. Στην κρινόμενη περίπτωση δεν πρόκειται για φορολογική ρύθμιση η οποία κάμνει τέτοια διάκριση.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Γιασεμίδου v. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 491,

Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245,

Antoniades and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641,

Ionides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 1,

Skyfrost Co. Ltd v. Republic (1979) 3 C.L.R. 1,

Xydias v. Republic (1976) 3 C.L.R. 303,

Colocassides and Another v. Republic (1977) 3 C.L.R. 364,

Singer Sewing Machine Co. v. Republic (1978) 3 C.L.R. 71,

Pavlides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 530,

Panayides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 107,

Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 217.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Eφόρου Φόρου Eισοδήματος να φορολογήσει την αιτήτρια με Φόρο Κεφαλαιουχικών Κερδών ύψους Λ.K.79.500.

Σπ. Eυαγγέλου, για την Aιτήτρια.

[*393]Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KAΛΛHΣ, Δ.: Η αιτήτρια ήταν ιδιοκτήτρια διώροφης κατοικίας (“το ακίνητο”) στη Λευκωσία. Το πώλησε την 9.8.1988 αντί του ποσού των £835.000. Μετά από επιτόπια επίσκεψη το Κτηματολόγιο το εκτίμησε σε £1.350.000. Με βάση την εκτίμηση αυτή, η αγοράστρια εταιρεία πλήρωσε τα μεταβιβαστικά δικαιώματα. Στις 10.3.89 ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (“ο διευθυντής”) έστειλε στην αιτήτρια αρχική Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών λαμβάνοντας υπόψη ως προϊόν διάθεσης το ποσό των £1.350.000 και αγοραία αξία στις 27.6.78 το ποσό των £422.500. Ο πληρωτέος φόρος Κεφαλαιουχικών Κερδών ανέρχετο στις £184.500. Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση κατά της πιο πάνω φορολογίας με την οποία διαφωνούσε τόσο με το προϊόν διάθεσης όσο και με την αγοραία αξία στις 27.6.1978 (βλ. επιστολή της ημερ. 13.4.89). Ο Διευθυντής ζήτησε από την αιτήτρια να υποβάλει στοιχεία για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό της (βλ. επιστολή του ημερ. 17.4.89).

Η αιτήτρια δεν υπέβαλε στοιχεία και ο διευθυντής της ζήτησε να υποβάλει Δήλωση Διάθεσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας στο καθορισμένο έντυπο Ε.Πρ. 401 και να πληρώσει τον ανάλογο φόρο με βάση την δική της δήλωση μέχρις ότου εξετασθεί η ένσταση της. Η αιτήτρια, μέσω του ανεξάρτητου εκτιμητή κ. Ρόη Νικολαΐδη, ζήτησε όπως η υπόθεση αυτή επανεξεταστεί σε δύο μήνες αφού το θέμα της εκτίμησης που έγινε από το Κτηματολόγιο και που αφορά την αγοραία αξία κατά την ημερομηνία της διάθεσης εκκρεμούσε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μέσω δε του ελεγτικού γραφείου Μεταξά, Λοϊζίδη, Συρίμη, έστειλε προς το Διευθυντή επιστολή, ημερ. 14.8.95, μαζί με την έκθεση εκτίμησης από τον ανεξάρτητο εκτιμητή κ. Ρόη Νικολαΐδη και ζήτησε όπως επανεξετασθεί η υπόθεση της μετά και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο Διευθυντής αφού εξέτασε τα στοιχεία που προσκόμισε η αιτήτρια συμφώνησε με τους εκπροσώπους της αιτήτριας όπως η αγοραία αξία κατά την ημερομηνία διάθεσης του επίδικου ακίνητου μειωθεί στις £835.000 που ήταν το τίμημα πώλησης του ακινήτου.

Στις 20.12.96 ο Διευθυντής έστειλε στην αιτήτρια τελική Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών λαμβάνοντας υπόψη εκ παραδρομής ως προϊόν διάθεσης £825.000. Η αιτήτρια, μέσω του δικηγόρου της, ζήτησε όπως αναθεωρηθεί η φορολογία σύντομα με βάση τη νέα εκτίμηση που καθορίστηκε στις [*394]£835.000 (Βλ. επιστολή ημερ. 27.12.96).

Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε υπάλληλος του Γραφείου με την αιτήτρια την ενημέρωσε για το λάθος και την πληροφόρησε να αγνοήσει την φορολογία και θα σταλεί νέα διορθωμένη. Στις 7 Ιανουαρίου 1997 ο Διευθυντής έστειλε στην αιτήτρια  διορθωμένη ειδοποίηση τελικής φορολογίας για διευθέτηση ένστασης κατόπιν συμφωνίας με βάση το ποσό των £835.000. Ο πληρωτέος φόρος κεφαλαιουχικών κερδών ανέρχεται στις £81.500.

Στις 25.2.97 η αιτήτρια άσκησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

“1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών με αναφορά 88001 και αριθμό φακέλου 905120212 και ημερομηνία 20.12.1996 ύψους Λ.Κ.79.500 που επιβλήθηκε στην αιτήτρια για τη διάθεση του ακινήτου της με αρ. εγγ. 3807 (τεμ. 25, Φ./Σχ. 21/543Ε, στην ενορία Τρυπιώτη στην Επαρχία Λευκωσίας) (“Το Ακίνητο”) και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να επιβάλει στην αιτήτρια φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών που ανέρχεται σε Λ.Κ.79.500 και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό, πλέον τόκο για τη διάθεση του ακινήτου είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αποτέλεσμα.

2. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά, δήλωση του Δικαστηρίου  ότι το άρθρο 16 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου 135 του 1990, σύμφωνα με το οποίο, το άρθρο 6 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου (Νόμος 52 του 1980, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 4 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου 135 του 1990), εφαρμόζεται σε σχέση με διαθέσεις ακίνητης ιδιοκτησίας κατά ή μετά την 1.1.1989, είναι αντισυνταγματικό και/ή αντίθετο με το Άρθρο 28 του Συντάγματος.”

Η προδικαστική ένσταση.

Με την ένσταση του ο Διευθυντής έχει εγείρει την πιο κάτω προδικαστική ένσταση:

“Η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 20.12.96 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής βάση του άρθρου 146.1 του Συντάγματος επειδή:

(α)   η απόφαση ημερομηνίας 20.12.96 ανακλήθηκε και/ή ακυρώ[*395]θηκε και/ή αντικαταστάθηκε με νέα διοικητική πράξη κατόπιν διευθετήσεως ενστάσεως κατόπιν συμφωνίας και/ή

(β)   η απόφαση ημερομηνίας 20.12.96 αποτελεί ενδιάμεση πράξη της απόφασης με ημερομηνία 7.1.97 και/ή

(γ)   η απόφαση ημερομηνίας 20.12.96 ενσωματώθηκε στην απόφαση ημερομηνίας 7.1.97.

Και επομένως η προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου.”

Αγορεύοντας υπέρ της προδικαστικής ένστασης ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση ανέφερε ότι με την φορολογία της 20.12.96 ο Διευθυντής καθόρισε “εκ παραδρομής ως προϊόν διάθεσης το ποσό των £825.000 ενώ το συμφωνηθέν ποσόν διάθεσης ήταν £835.000”. Λόγω του λάθους η φορολογία της 20.12.96 ανακλήθηκε στις 7.1.97 και αντικαταστάθηκε με νέα φορολογία με βάση το ποσό των £835.000. Υποστήριξε ότι λόγω της ανάκλησης και αντικατάστασης της φορολογίας της 20.12.96 η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη φορολογία.  Για τον ίδιο λόγο - ανάκληση και αντικατάσταση - υποστήριξε ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι δεν έχει αντικείμενο.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας έκαμε αναφορά στο αιτητικό της προσφυγής. Τόνισε ότι με το αιτητικό η αιτήτρια αμφισβητεί την απόφαση του Διευθυντή “ημερ. 20.12.96 ύψους Λ.Κ.79.500 ... και/ή την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να επιβάλει στην αιτήτρια φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών που ανέρχεται σε Λ.Κ.79.500 και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό” (η υπογράμμιση είναι δική μου). Ήταν η θέση του ότι η αιτήτρια αμφισβητά την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να επιβάλει φορολογία “κεφαλαιουχικών κερδών για τη διάθεση του ακινήτου χωρίς να περιορίζεται στο ποσό των £79.500 αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο ποσό”.

Ενόψει των θέσεων των μερών προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα: Κατά πόσο με το αιτητικό της προσφυγής προσβάλλεται και η απόφαση της 7.1.97 η οποία έχει αντικαταστήσει την απόφαση της 20.12.96. Σημειώνεται ότι η τελευταία προσβάλλεται με τρόπο ρητό και σαφή. Ο τύπος με τον οποίο ασκείται μια προσφυγή διέπεται από τον Καν. 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Το έντυπο αρ. 1, στο οποίο μας παραπέμπει ο Καν. 4, προβλέπει ότι η ζητούμενη θεραπεία πρέπει να δηλώνεται ειδικώς.

[*396]Σύμφωνα με τον Θ.Δ. Τσάτσο “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, Τρίτη έκδοση, σελ. 353:

“Ο προσδιορισμός της κυρίως προσβαλλομένης πράξεως δέον να είναι σαφής εν τω δικογράφω της αιτήσεως.

Το Συμβούλιον της Επικρατείας δύναται να ερμηνεύση το δικόγραφον της αιτήσεως ακυρώσεως ως προς την προσβαλλομένην πράξιν και, αφ’ ου διαπιστώση, να παραμερίση πάσαν έκδηλον παραδρομήν. Ούτως εάν εκ του περιεχομένου της αιτήσεως προκύπτη μετά βεβαιότητος, ποία η όντως προσβαλλομένη πράξις, παραμερίζεται η ασάφεια ή και η παραδρομή εν τω προσδιορισμώ ταύτης εν τη επικεφαλίδι.”

Στο “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, 2η έκδοση, του Π.Δ. Δαγτόγλου, παραγ. 348 και 353, υποδεικνύεται ότι το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως ή προσφυγής πρέπει να αναφέρει “την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη”. Σε σχετική δε υποσημείωση αναφέρονται τα πιο κάτω:

“Κατά την ΣτΕ 3755/83, αν δεν προσδιορίζονται ειδικότερα οι διοικητικές πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση, συνάγονται από το περιεχόμενο γενικά της αιτήσεως και ιδίως από τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως. Εξάλλου, με την ρητώς προσβαλλόμενη συμπροσβάλλεται και η διορθωτική της πράξη (ΣτΕ 3569/83).”

Εκτός από τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται πιο πάνω (βλ. σελ. 1-2) λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:

Ο Λειτουργός του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, κ. Ματέας, σε έκθεση του προς το Διευθυντή, ημερ. 10.12.96, (βλ. φάκελο Τεκ. 1), αναφέρει ότι συμφώνησε με τους εκπροσώπους της αιτήτριας “όπως η αξία του κτήματος καθορισθεί σε £825.000”.

Στις 20.12.96 δόθηκαν οδηγίες σε συγκεκριμένο Λειτουργό του Τμήματος να “ετοιμάσει φορολογία με κώδικα 5 με βάση την πιο πάνω συμφωνία”. Πράγματι ετοιμάσθηκε η φορολογία της 20.12.96. Πάνω στην τελευταία υπάρχει το πιο κάτω σημείωμα: “Δεν στάληκε στο computer. Βλ. νέα φορολογία”.

Στο περιθώριο της πιο πάνω έκθεσης του Λειτουργού Ματέα βλέπουμε την εξής αναφορά, ημερ. 2.1.97: “Μίλησα με τον κ. Ματέα. Πρόκειται για αριθμητικό λάθος. Η αξία είναι £835.000”. Το [*397]επόμενο βήμα αποτελείται από τη φορολογία της 7.1.97 με την οποία λήφθηκε υπόψη το ποσό των £835.000.

Σημειώνεται ότι στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό το οποίο αναφέρεται σε αντικατάσταση ή ανάκληση της φορολογίας της 20.12.96.

Τονίζεται ότι προκειμένου περί ανάκλησης πρέπει να ακολουθηθεί ορισμένη διαδικασία και να δοθεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (Βλ. Δαγτόγλου, “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, Τρίτη έκδοση, παραγ. 717-718). Όπως προκύπτει από το ενώπιον μου υλικό δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία. Δεν μπορούμε επομένως να μιλούμε με βεβαιότητα για ανάκληση. Αυτό που έχει στην ουσία λάβει χώραν αποτελείται από πράξη διορθωτική της φορολογίας της 20.12.96 η οποία προσβάλλεται ρητώς με το δικόγραφο της προσφυγής. Η φορολογία της 7.1.97 αποτελεί διορθωτική πράξη η οποία μπορεί να συμπροσβάλλεται με την ρητώς προσβαλλόμενη πράξη (Βλ. Δαγτόγλου, “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, πιο πάνω). Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει.

Η ουσία της προσφυγής.

Η βάση αμφισβήτησης της επίδικης φορολογίας ήταν οι πρόνοιες των άρθρων 4 και 16 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1990 (Ν. 135/90).  Με το άρθρο 4 τροποποιήθηκε το άρθρο 6 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80) με τρόπο που να αφαιρείται κατά τον υπολογισμό του κέρδους η μετέπειτα αύξηση της αξίας της ιδιοκτησίας λόγω πληθωρισμού. Το άρθρο 16 προβλέπει, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η πιο πάνω τροποποίηση εφαρμόζεται σε σχέση με διάθεση ιδιοκτησίας κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου, 1989.

Με βάση το πιο πάνω νομοθετικό βάθρο ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι το άρθρο 16 “δημιουργεί αυθαίρετη και δυσμενή διάκριση, κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος, μεταξύ των ιδιοκτητών ακίνητης ιδιοκτησίας που διατέθηκε πριν από την εν λόγω ημερομηνία (όπως είναι και η αιτήτρια) και ιδιοκτητών ακίνητης ιδιοκτησίας που διατέθηκε μετά την εν λόγω ημερομηνία”. Υποστήριξε ότι “δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε εύλογη αιτία γιατί το πλεονέκτημα της αύξησης της αξίας του ακινήτου λόγω πληθωρισμού, το οποίο εισάχθηκε αναδρομικά να μην απολαμβάνεται από όλους τους φορολογούμενους που διέθεσαν ακίνητη περιουσία τους πριν τη δημοσίευση του Νόμου 135/90 και να απολαμβάνεται μόνο από ορισμένους, δηλαδή αυτούς που τη διέθεσαν μετά από την [*398]1.1.89. Επίσης η διάκριση αυτή δεν φαίνεται να έχει αντικειμενικό έρεισμα ή λογική σχέση με τον αντικειμενικό σκοπό του νομοθετήματος”.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντέταξε ότι σύμφωνα με τη νομολογία η νομοθετική εξουσία έχει ευρεία ευχέρεια να προβαίνει σε διαφοροποιήσεις στα νομοθετήματα της “μεταξύ ομάδων ή τάξεις ατόμων και να επιλέγει τα υποκείμενα σε φορολογία και τον τρόπο και ύψος της φορολογίας. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο στις περιπτώσεις που η σχετική νομοθετική πρόνοια είναι αδικαιολόγητη ή αυθαίρετη. Για να υπάρχει παράβαση των άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος η διάκριση δεν πρέπει να είναι μόνο παράλογη αλλά και απεχθής”.

Παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Στη Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, γίνεται επισκόπηση των αρχών που διέπουν την αρχή της ισότητας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

“Έχει νομολογηθεί ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται όσο τούτο είναι δίκαια δυνατό με τρόπο συμβατό με την συνταγματικότητα (Μάτσης ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 245). Ωστόσο κατά την εξέταση ζητημάτων συνταγματικότητας πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι υπάρχει τεκμήριο υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως και μια τέτοια διάταξη μπορεί να κηρυχθεί αντισυνταγματική μόνο αν το δικαστήριο πεισθεί περί αυτού πέρα από κάθε λογική αμφιβολία (Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κυριακίδης (1966) 3 Α.Α.Δ. 640 και Μάτσης (πιο πάνω)).

Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος ‘ίσοι ενώπιον του Νόμου’ στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στη υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.ά. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294, είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1)     Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση ‘πάντων των υπό τας αυτάς συνθή[*399]κας τελούντων’ (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).

(2)     Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - ‘αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων’ (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).

(3)     ‘Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ’ όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν των διακανονισμώ αυτών’ (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).

(4)     Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται ‘επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας’ (Υπόθεση 215/69 του Στ.Ε.).

Στη Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας)” (Βλ. επίσης “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη” του Αριστόβουλου Μάνεση, σελ. 320).

Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του “Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα”, Τόμος Β, παραγ. 1352-53 και σε σχέση με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων παρατηρεί ότι η δέσμευση του Νομοθέτη από την αρχή της ισότητας δεν σημαίνει εξουσιοδότηση προς τα δικαστήρια να ελέγχουν αν και κατά πόσο ένας νόμος είναι “δίκαιος”, “ορθός”, “εύλογος” ή και “σκόπιμος”. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει απόλυτη πραγματική ισότητα δεν απαιτεί ούτε το Σύνταγμα από τον Νομοθέτη μαθηματικά ίση μεταχείριση “ομοίων” περιπτώσεων, που θα ήταν άλλωστε λογικά ανέφικτη.

Στην Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245 (απόφαση της Ολομέλειας) έχει νομολογηθεί ότι η αρχή της ισότητας δεν προδιαγράφει άκαμπτη και απόλυτη ισότητα σε θέματα φορολογίας. Επιτρέπει στην διακριτική ευχέρεια και σοφία του Κράτους ευρεία ελευθερία δράσης. Ωστόσο η ταξινόμηση πρέπει να είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη.

Ανάλογη προσέγγιση βρίσκουμε και στην Antoniades and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641, 655 (απόφαση της Ολομέλειας):

“... when the constitutionality of a law imposing taxation is attacked on the ground that it infringes the principle of equality, the legislative discretion is allowed a great latitude in view of the complexity of fiscal adjustment and that in taxation matters there is a broader power of classification by the legislation than in the exercise of legislative power in other fields. Moreover, absolute equality in taxation cannot be obtained, it is not required by the principle of equality and that in matters of taxation the State is allowed to pick and choose districts, objects, persons, methods and even rates of taxation.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“... οσάκις προσβάλλεται η συνταγματικότητα φορολογικού νόμου για το λόγο ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας η νομοθετική ευχέρεια διαθέτει ευρεία ελευθερία δράσης λόγω της πολυπλοκότητας των δημοσιονομικών ρυθμίσεων και ότι σε φορολογικά θέματα υπάρχει ευρύτερη εξουσία ταξινόμησης από την νομοθετική εξουσία παρά σε άλλους τομείς νομοθετικής αρμοδιότητας. Περαιτέρω δεν μπορεί να εξασφαλισθεί απόλυτη ισότητα στη φορολογία, δεν απαιτείται από την αρχή της ισότητας και ότι σε φορολογικά θέματα επιτρέπεται στην Πολιτεία να συλλέξει και επιλέξει τομείς, αντικείμενα, πρόσωπα, μεθόδους και ακόμη συντελεστές φορολογίας.”

Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών κρίθηκε ότι οι επίδικοι φορολογικοί νόμοι στις πιο κάτω υποθέσεις δεν παραβιάζουν τα άρθρα 24.1 και 28.1 του Συντάγματος: Ionides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 1, Skyfrost Co. Ltd v. Republic (1979) 3 C.L.R. 1, Xydias v. Republic (1976) 3 C.L.R. 303, Colocassides and Another v. Republic (1977) 3 C.L.R. 364, Singer Sewing Machine Co. v. Republic (1978) 3 C.L.R. 71 - Βλ. και την απόφαση της πλειοψηφίας στην πιο πάνω Αναφορά 2/89*.

[*401]Ανάλογη είναι και η προσέγγιση της ελληνικής νομολογίας. Ο Ι. Δ. Σαρμάς στο βιβλίο του “Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, σελ. 478-479 κάμνει αναφορά στους ουσιαστικούς περιορισμούς στην άσκηση της φορολογικής εξουσίας του Νομοθέτη που έχουν επιβληθεί νομολογιακά από το Συμβούλιο της Επικρατείας.  Αφορούν στα ακόλουθα στοιχεία της φορολογικής επιβάρυνσης:

“1ον.   Στους στόχους που εξυπηρετούνται δι’ αυτής.

 2ον.    Στα αποτελέσματα που δυνατόν να προκύψουν εκ της φορολογικής επιβαρύνσεως.

 3ον.    Στον τρόπο κατανομής της φορολογικής επιβαρύνσεως μεταξύ των φορολογούμενων.”

Αναφορικά με το τρίτο στοιχείο ο ευπαίδευτος συγγραφέας σημειώνει στις σελ. 478-479:

“3ον. Η κατανομή αυτή, ως ήδη εξετέθη, διέπεται υπό της βασικής αρχής της καθολικότητος και ισότητος του φόρου που ανεπτύχθη κατά τα στοιχεία αυτής αναλυτικώς υπό της ΣτΕ 2113/1963. Η εν λόγω αρχή παρά την σπουδαιότητά της ωδήγησε σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις το Συμβούλιο της Επικρατείας στην αποδοχή της κρίσεως περί αντισυνταγματικότητος νομοθετικής διατάξεως λόγω συγκρούσεως προς αυτήν. Το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι η αρχή της ίσης, αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, φορολογικής επιβαρύνσεως ‘επιβάλλει την υπό του νομοθέτου ομοιόμορφον μεταχείρισιν των αυτών, από απόψεως φοροδοτικής ικανότητος, καταστάσεων. Και ναι μεν αι (...) συνταγματικαί διατάξεις δεν αποκλείουν εις τον κοινόν νομοθέτην, αλλ’ αντιθέτως παρέχουν εις τούτον ευρείαν ευχέρειαν, να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείον φορολογικόν σύστημα, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεσιν ότι η σχετική ρύθμισις γίνεται επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων και ότι τυχόν θεσπιζομένη διάκρισις καθιερούται επί τη βάσει κριτηρίου, τελούντος εν συναφεία προς το ρυθμιζόμενον θέμα’ (ΣτΕ Ολ. 1154/1983). Η άποψη αυτή αφήνει ένα ευρύτατο περιθώριο δράσεως στον κοινό Νομοθέτη, όπως κατεδείχθη και υπό της ΣτΕ Ολ. 4340/1983 στην οποία έγινε αποδεκτή η συνταγματικότης, εν όψει της αρχής της φορολογικής ισότητος, του θεσμοθετηθέντος υπό του Ν. 820/1978 συστήματος προσδιορισμού του εισοδήματος δια χρήσεως αμαχήτων τεκμηρίων.”

[*402]Ο Π. Δ. Δαγτόγλου στο βιβλίο του “Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα”, Τόμος Β, 1991, παραγ. 1415, προσεγγίζει το ζήτημα ως πιο κάτω:

“Η Φορολογική ισότητα

Κατά το άρθρο 4 παρ. 5, η συνεισφορά στα δημόσια βάρη γίνεται ‘αδιακρίτως’, χωρίς δηλαδή διακρίσεις, αλλά εξίσου. Η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει όμως την μαθηματική ισότητα.  Όπως ήδη προκύπτει από την επιταγή της φορολογικής δικαιοσύνης, την οποία επίσης περιέχει (‘αναλόγως των δυνάμεων των’, βλ. κατ.), δεν απαγορεύει οποιεσδήποτε, αλλά μόνο τις αυθαίρετες διακρίσεις. Αυθαίρετες είναι οι διακρίσεις, που δεν στηρίζονται κυρίως σε κριτήρια φορολογικής δικαιοσύνης ή γενικής και αντικειμενικής φορολογικής πολιτικής, αλλά

- είτε στηρίζονται σε απαγορευμένες από το Σύνταγμα διαφοροποιήσεις, π.χ. το φύλο, την φυλή, την γλώσσα, τις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις.

- είτε επισυνάπτουν δυσμενείς έννομες συνέπειες σε πρόσωπα, ιδιότητες ή καταστάσεις που κατά το Σύνταγμα τελούν υπό την προστασία, μέριμνα ή ειδική φροντίδα του κράτους, π.χ. επιβάλλουν δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση στους εγγάμους έναντι των αγάμων.

- είτε έχουν χαριστικό ή καταπιεστικό χαρακτήρα εις όφελος ή εις βάρος ορισμένων προσώπων ή ομάδων. Στην πράξη όχι σπάνια είναι τα φορολογικά προνόμια, οι χαριστικές δηλαδή φορολογικές διατάξεις που παραβιάζουν απευθείας την φορολογική ισότητα του άρθρου 4 παρ. 5.”

Στην Pavlides v. Republic (1966) 3 C. L.R. 530, ο αιτητής ζήτησε επιστροφή του ποσού των £511.260 μίλς το οποίο, όπως ισχυρίσθηκε, πληρώθηκε καθ’ υπέρβαση  της σχετικής υποχρέωσης του.  Το πιο πάνω ποσό πληρώθηκε την 5.1.65. Την 2.3.65 το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάσισε ότι οι πρόνοιες του Νόμου 16/61 της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης με τις οποίες εγίνετο διάκριση για σκοπούς φορολογίας μεταξύ έγγαμων και άγαμων προσώπων ήταν αντισυνταγματικές (Βλ. Panayides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 107). Ο αιτητής ζήτησε την επιστροφή του πιο πάνω ποσού γιατί δεν επιθυμούσε να βρεθεί σε χειρότερη θέση από τα πρόσωπα που ανταποκρίθηκαν προς τις φορολογικές τους υποχρεώσεις μετά την έκδοση της απόφασης στην Panayides (πιο πάνω). Ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος απέρριψε το αίτημα και η απόφαση του επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. [*403]Ο αιτητής άσκησε έφεση. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 217), επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Έκαμε αναφορά στο μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο είχε υιοθετηθεί η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στις σελ. 229-230:

“The learned trial Judge in dismissing the contention of counsel for the Appellant based on the principle of equality, has referred to a German case reported at p. 92 in the ‘Year- book on Human Rights for 1957’ under the heading ‘Equal Treatment in General’, and had this to say at p.23 of his Judgment (pp. 545-546 of the report):

‘In that case the joint assessment of married couples, which up to then had been legal and customary, had been declared by the Court on the 21st February, 1957 to be unconstitutional. The Federal Constitutional Court ruled on the 12th December, 1957 (BV ref. GE7/194) ‘that no person could demand the adjustment of a tax assessment which had become final before the 21st February, 1957, on the ground of the principle of equality’. It was held by the Federal Constitutional Court ‘that this involved violation of the Basic Law, since the certainty of the law and justice were equally essential features of the rule of law’ and that ‘the legislator was at liberty to decide to which of these two principles he wished to give preference; inequality thereby created did not offend against the principle of equality’.

We are in full agreement with the above view.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Απορρίπτοντας το επιχείρημα του συνήγορου του εφεσείοντα, το οποίο βασιζόταν πάνω στην αρχή της ισότητας, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκαμε αναφορά σε μια Γερμανική υπόθεση η οποία δημοσιεύται στο ‘Yearbook of Human Rights for 1957’ κάτω από την επικεφαλίδα ‘Ίση μεταχείριση γενικώς’ και αναφέρει τα ακόλουθα, στη σελ. 23 της απόφασης του (σελ. 545-546 του τόμου των αποφάσεων):

‘Σε εκείνη την υπόθεση η κοινή φορολογία έγγαμων ζευγαριών, η οποία μέχρι τότε ήταν νόμιμη και συνηθισμένη, είχε κριθεί από το δικαστήριο στις 21.2.57 αντισυνταγματική. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε στις 12.12.57 (ΒV ref. GE7/194) ότι ‘κανένα πρόσωπο δεν μπορούσε να αξιώνει την προσαρμογή φορολογίας, η οποία είχε γίνει τελειωτική πριν τις 21.2.57, με βάση την αρχή της ισότητας’. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ‘ότι αυτό συνεπαγόταν παραβίαση του βασικού νόμου, εφόσον η βεβαιότητα του δικαίου και της δικαιοσύνης ήταν εξίσου βασικά γνωρίσματα του κράτους δικαίου’ και ότι ‘ο νομοθέτης ήταν ελεύθερος να αποφασίσει σε ποιά από τις δύο αυτές αρχές επιθυμούσε να δώσει προτίμηση. Η ανισότητα η οποία δημιουργείται με αυτό τον τρόπο δεν παραβίαζε την αρχή της ισότητας’.

Συμφωνούμε πλήρως με την πιο πάνω άποψη.”

Στην κρινόμενη περίπτωση ο Νόμος 135/90 τέθηκε σε ισχύ στις 13.7.90, η οποία είναι η ημερομηνία της δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα. Με το άρθρο 16 η φορολογική ελάφρυνση που παρέχεται από το άρθρο 4 εφαρμόζεται μόνο “σε σχέση με διαθέσεις ιδιοκτησίας κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου, 1989”. Δόθηκε αναδρομική εφαρμογή διάρκειας 18 μηνών και 15 ημερών.

Η αιτήτρια παραπονείται ότι η αναδρομική εφαρμογή έπρεπε να επεκταθεί και μετά την 1.1.89 για να καλύπτει και την διάθεση της δικής της ιδιοκτησίας η οποία έλαβε χώραν την 9.8.88. Αλλιώς η διάκριση παραβιάζει το άρθρο 28.1 του Συντάγματος.

Πρόκειται σαφώς για φορολογική ρύθμιση. Σε τέτοια περίπτωση η Νομοθετική εξουσία διαθέτει, κάθως έχει νομολογηθεί, ευρεία ευχέρεια να διαφορφώνει “εκάστοτε το οικείον φορολογικόν σύστημα”. Η φορολογική νομοθεσία εκφράζει την δημοσιονομική πολιτική του κράτους. Με βάση τα οικονομικά δεδομένα και την δημοσιονομική πολιτική η Νομοθετική εξουσία έκρινε ότι ήταν εφικτή η επίδικη ρύθμιση ή ελάφρυνση. Περαιτέρω το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τις φορολογικές εξουσίες του σαν εργαλείο κοινωνικής πολιτικής. Μια ταξινόμηση η οποία τείνει να προωθήσει μια πολιτική την οποία το κράτος είναι ελεύθερο να υιοθετήσει συχνά επικυρώνεται πάνω σε εκείνη τη βάση (Βλ. Rottschaefer on Constitutional Law, σελ. 666*).

Μια φορολογική ελάφρυνση η οποία είναι εφικτή με βάση τα οικονομικά δεδομένα του κράτους είναι επωφελής για τα οικονομικά συμφέροντα των φορολογούμενων. Εξυπηρετεί με άλλα λόγια τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Προάγει μια κοινωνική πολιτική. Η τοποθέτηση περιορισμών στην παραχώρηση φορολογικών ελαφρύνσεων και η αξίωση για επέκταση τους μέχρι το 1980 - ημερ. που τέθηκε σε ισχύ ο βασικός νόμος - κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας θα είχε τις πιο κάτω συνέπειες:

(α)   Θα αποτελούσε τροχοπέδη στην οικονομική, δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική του κράτους, επειδή το κράτος θα ήταν διστακτικό στην παραχώρηση φορολογικών ελαφρύνσεων φοβούμενο ότι η επέκταση τους σε υποθέσεις του απώτερου παρελθόντος θα του προκαλούσε διοικητικές δυσχέρειες και οικονομικές επιβαρύνσεις.

(β)   Θα ανέτρεπε τους οικονομικούς και δημοσιονομικούς σχεδιασμούς του κράτους επειδή δεν θα ήταν ελεύθερο να καταρτίζει σχέδια με βάση τα υφιστάμενα οικονομικά δεδομένα.

(γ)   Θα προκαλούσε αναστάτωση και δυσχέρεια στη διοίκηση  γιατί το κράτος θα ήταν αναγκασμένο να προβεί σε έρευνα και επιστροφή προς τους φορολογούμενους των ποσών της σχετικής φορολογικής ελάφρυνσης για μια πολύ μεγάλη περίοδο (από το 1980-1989).

Τέτοιοι περιορισμοί κατ’ επίκληση - επαναλαμβάνω - της αρχής της ισότητας είναι αντίθετοι προς την ευρεία  ευχέρεια που διαθέτει το κράτος σε περιπτώσεις φορολογικών και δημοσιονομικών ρυθμίσεων. Η επίδικη ρύθμιση είναι απόλυτα ταυτισμένη με την ευρεία ευχέρεια και ελευθερία δράσης που διαθέτει το κράτος σε φορολογικά θέματα. Δεν είναι αυθαίρετη αλλά εύλογη. Προάγει τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Δεν παραβιάζει το άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο δεν προϋποθέτει, καθώς έχει νομολογηθεί, άκαμπτη και απόλυτη ισότητα.

Όπως δε υποδεικνύεται από τον Rottschaefer (πιο πάνω) στην σελ. 667*, “ζήτημα το οποίο σχετίζεται με την αρχή της ισότητας πρέπει να αποφασίζεται με βάση την γενική ταξινόμηση παρά με βά[*406]ση το βαθμό που επηρεάζει συγκεκριμένους φορολογούμενους.   Μια ταξινόμηση που είναι γενικά εύλογη δεν καθίσταται άκυρη με την εφαρμογή της σε μια συγκεκριμένη περίπτωση απλώς και μόνο επειδή θα της επιφέρει ένα παράλογο αποτέλεσμα”.

Επίσης με τον επίδικο Νόμο ρυθμίζονται, με τρόπο βέβαιο, τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων πολιτών και τα δικαιώματα της Πολιτείας. Αυτή η βεβαιότητα δικαίου, καθώς έχει νομολογηθεί πιο πάνω, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο του κράτους δικαίου. Ο Νομοθέτης είχε δικαίωμα να προτιμήσει τη βεβαιότητα δικαίου και δεν έχει παραβιάσει την αρχή της ισότητας (Βλ. Pavlides, πιο πάνω).

Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την Αναφορά 2/89 λόγω των γεγονότων της. Σε εκείνη την υπόθεση η επίδικη διάταξη απέληγε σε ευνοϊκή μεταχείριση ατόμων που δεν είχαν ανταποκριθεί έγκαιρα προς τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και έκαμνε διάκριση εις βάρος νομοταγών πολιτών. Στην κρινόμενη περίπτωση δεν πρόκειται για φορολογική ρύθμιση η οποία κάμνει τέτοια διάκριση.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα £300.-. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.

H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο