Goody' s Evagorou Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 512

(1998) 4 ΑΑΔ 512

[*512]30 Ιουνίου, 1998

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

GOODY’S EVAGOROU LTD,

Aιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Yπόθεση Aρ. 638/97)

 

Eμπορικά Σήματα ― O περί Eμπορικών Σημάτων Nόμος, Kεφ. 268, όπως τροποποιήθηκε ―�Άρθρο 14(3) ―�Kαθορισμός δικαιωμάτων των διεκδικητών εγγραφής σήματος από το Δικαστήριο προκειμένου να ακολουθήσει απόφαση του Eφόρου Eμπορικών Σημάτων ― Περιστάσεις εφαρμογής της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση ―�Zητήματα περί την συνταγματικότητά της.

Διοικητικό Δίκαιο ―�Διοικητική πράξη ― Προπαρασκευαστική σε αντίθεση προς εκτελεστή πράξη ― Περιστάσεις του προπαρασκευαστικού χαρακτήρα της απόφασης του Eφόρου Eμπορικών Σημάτων δυνάμει του Άρθρου 14(3) του Kεφ. 268, στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Aρχές ― H αρχή της καλής πίστεως ―�Aπαγόρευση αντιφατικών διαβημάτων ―�Tαυτόχρονη επιδοκιμασία και απoδοκιμασία της ίδιας πράξης στην κριθείσα περίπτωση.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Δήμος Λάρνακος v. Mobil Oil Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 400,

[*513]Γενικός Eισαγγελέας v. Λαζαρίδη και Άλλου (1992) 2 A.A.Δ. 8,

Four Seasons Hotels Inc. και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 513,

Platis (1978) 3 C.L.R. 384,

Ekklisia toy Theou tis Prophetias v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1050,

Σαββίδης v. Δημοκρατίας (1993) 3 A.A.Δ. 249,

Kουππάρης v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 500,

Kαπετάνιου κ.ά. v. AHK (1997) 4 Α.Α.Δ. 210.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της Eφόρου Eμπορικών Σημάτων με την οποία παρέλειψε να αποφασίσει αναφορικά με το αίτημα των αιτητών και με την οποία τους παρέπεμψε στο Δικαστήριο για καθορισμό των δικαιωμάτων τους. Eπίσης προσβάλλουν τη μη εγγραφή του σήματος στο όνομα τους και τη μη απόρριψη της ένστασης της ενδιαφερόμενης εταιρείας.

Β. Πέτρου-Πιερίδου, για τους Aιτητές.

Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Ξ. Ξενόπουλος, για την Eνδιαφερόμενη εταιρεία.

Cur. adv. vult.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Οι αιτητές και η ενδιαφερόμενη εταιρεία διεκδίκησαν, η κάθε μια για τον εαυτό της, εγγραφή της λέξης Goody’s και σχεδίου ως εμπορικού σήματος τους στο Μέρος Α του Μητρώου. Η Έφορος Εμπορικών Σημάτων τα ενέγραψε, και για τους δυο, στο Μέρος Β υπό όρους και επιφυλάξεις. Ακολούθησαν ενστάσεις, προσαγωγή μαρτυρίας με ένορκες δηλώσεις και ανάπτυξη επιχειρημάτων από τις δυο πλευρές. Η Έφορος, με επιστολή της τους πληροφόρησε ως εξής:

“Μετά από προσεκτική μελέτη όλων των υποβληθέντων επιχειρημάτων, καταχωρηθέντων γραπτών αγορεύσεων και μαρτυρίας έχω καταλήξει ότι η φύση των υποθέσεων αυτών είναι τέτοιας [*514]μορφής ώστε να μή δύναμαι να αποδεχθώ καμιά αίτηση και συνεπάκόλουθα να μη δύναμαι να αποδεχθώ και/ή απορρίψω καμία ένσταση μέχρις ότου τα δικαιώματα αμφοτέρων των πλευρών δηλαδή της Goody’s Evagorou Ltd από τη Κύπρο και Goody’s A.E. Οργάνωση Επισιτιστικών και Εστιατορικών Υπηρεσιών από την Ελλάδα καθοριστούν/αποφασιστούν/κριθούν από το Δικαστήριο”.

Άσκησε συναφώς την εξουσία που της παρέχει το άρθρο 14(3) του περι Εμπορικών Σημάτων Νόμου Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκε. Έδωσε στις δυο πλευρές χρόνο δυο μηνών για να προσφύγουν στο Δικαστήριο “για καθορισμό των δικαιωμάτων τους” εξηγώντας τους ταυτόχρονα πως αν παρέλειπαν να ενεργήσουν, οι αιτήσεις τους θα θεωρούνταν ως εγκαταλειφθείσες και θα απορρίπτονταν λόγω μη προώθησής τους.

Οι αιτητές, μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε, απευθύνθηκαν με αίτησή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Παράλληλα, αμφισβητούν με την προσφυγή τους το κύρος του χειρισμού που προέκρινε η Έφορος.

Πρώτα επιδιώκουν δήλωση πως η απόφαση/πράξη της Εφόρου “με την οποία παρέλειψε να αποφασίσει” αναφορικά με το αίτημα και με την οποία τους παρέπεμψε στο Δικαστήριο για καθορισμό των δικαιωμάτων τους, είναι “άκυρη, αντισυνταγματική και παράνομη”. Μετά, δηλώσεις πως η μή εγγραφή του σήματος στο όνομά τους και η μή απόρριψη της ένστασης της ενδιαφερόμενης εταιρείας είναι “παράνομη και άκυρη”. Αυτό το δεύτερο σκέλος του αιτητικού, για το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν αναπτύχθηκαν επιχειρήματα, είναι εξ ορισμού απαράδεκτο. Εμφανίζει ουσιαστικά την έγκριση της αίτησης των αιτητών και την απόρριψη της ένστασης σ’ αυτή να είναι οφειλόμενη ενέργεια. Που δεν είναι. Αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής εξουσίας της Εφόρου, τηρουμένων των προϋποθέσεων του Νόμου.  (Βλ. Δήμος Λάρνακος ν. Mobil Oil Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 400.)

Οι αιτητές δεν αμφισβήτησαν πως στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του Κεφ. 267 συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις προς ενεργοποίηση της εξουσίας που άσκησε η Έφορος. Στο επίκεντρο της εισήγησής τους βρίσκεται η άποψη πως το άρθρο 14(3) του Κεφ. 268, ενόψει του Άρθρου 188 του Συντάγματος, έχει “αδρανήσει”. Θεωρούν ότι η εξουσία που παρέχει στον Έφορο ισοδυναμεί με ανάθεση της δικής του αρμοδιότητας για την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Επικαλέστηκαν συναφώς την πάγια [*515]νομολογία πως η εγγραφή εμπορικού σήματος εμπίπτει στο τομέα του δημοσίου δικαίου και πως οι αποφάσεις ως προς αυτές αναθεωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος. Ας σημειωθεί πως το άρθρο 14(3) του Κεφ. 267 έχει τροποποιηθεί με νόμο της Βουλής των Αντιπροσώπων (βλ. Ν. 206/90) και, βέβαια, θα ετίθετο ζήτημα αναφορικά με την εμπλοκή του Άρθρου 188 του Συντάγματος στην περίπτωση. Η διαφορά θα έγκειτο στο γεγονός ότι, προκειμένου για νόμους που έχουν τη σφραγίδα της Βουλής των Αντιπροσώπων ισχύει τεκμήριο συνταγματικότητας. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη και Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8).

Οι καθ’ ων η αίτηση και η ενδιαφερόμενη εταιρεία υποστηρίζουν πως τα αιτήματα ως προς την επιλογή του Εφόρου είναι απαράδεκτα γιατί στρέφονται κατά πράξης προπαρασκευαστικής της πράγματι εκτελεστής πράξης που θα εκδιδόταν σε σχέση με τη τελική τύχη των αιτήσεων που υποβλήθηκαν. Αυτό, γιατί δεν είχε παράξει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα. Με τη σειρά τους παρέπεμψαν στη σταθερή νομολογία και στη βιβλιογραφία αναφορικά με την έννοια της προπαρασκευαστικής πράξης.

Οι αιτητές αντέτειναν πως σε τέτοια περίπτωση, σε τελική ανάλυση, θα μετατρεπόταν το Επαρχιακό Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκαν, σε ενδιάμεσο ή προπαρασκευαστικό όργανο, κατ’ αντίθεση προς το Σύνταγμα. Αφού η απόφασή του, εφόσον η τελική εξουσία για εγγραφή θα ανήκε στον Έφορο, θα απέληγε να μήν είναι δεσμευτική αλλά να υπέκειτο σε αξιολόγηση στο πλαίσιο και των άλλων στοιχείων. Ενώ, από την άλλη, αν εθεωρείτο δεσμευτική θα παραβιαζόταν το Σύνταγμα αφού η απόφαση για εγγραφή ή μή ανήκει στον Έφορο και υπόκειται σε αναθεώρηση ως εκτελεστή διοικητική πράξη.

Εκτελεστή και αναθεωρήσιμη είναι η απόφαση της Εφόρου για εγγραφή ή μή εμπορικού σήματος. Η ενέργεια της Εφόρου δεν έχει παράξει αφ’ εαυτής τέτοιο ή οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.  (βλ. συναφώς Four Seasons Hotels Inc. και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 A.A.Δ. 138). Οι αιτήσεις για εγγραφή εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιον της Εφόρου και παραμένει απροσδιόριστη η τύχη τους. Αν δεν υποβαλλόταν από τους αιτητές αίτηση στο Επαρχιακό Διαστήριο μέσα στην προθεσμία και η Έφορος απέρριπτε τις αιτήσεις, θα ήταν παραδεκτή η άσκηση προσφυγής.  Και στο πλαίσιο της θα ήταν επιτρεπτή η συζήτηση θεμάτων σε σχέση με ό,τι θα αφορούσε στο αιτιολογικό στήριγμα της απόρριψης. Η υποβολή αίτησης στος Επαρχιακό Δικαστήριο από τους αιτητές δεν αλλοιώνει τη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία [*516]πράγματι προβάλλει προπαρασκευαστική.

Δεν γνωρίζουμε ποιά είναι η φύση της θεραπείας που επιδιώκεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο ούτε νομίζω πως μπορούμε να συζητούμε σ’ αυτή τη διαδικασία αν το Επαρχιακό Δικαστήριο εχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αίτηση που εκκρεμεί ενώπιόν του.  Ως προς τους αιτητές, η αίτησή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο σημαίνει υπαγωγή στη δικαιοδοσία του. Οι αιτητές ουσιαστικά από τη μια επιδοκιμάζουν αφού, ενεργώντας στο πλαίσιο του χειρισμού της Εφόρου, προκαλούν την παράταση της εκκρεμότητας ως προς τη λήψη τελικής απόφασης και από την άλλη αποδοκιμάζουν αφού προσβάλλουν το κύρος του χειρισμού της Εφόρου τον οποίο με δική τους ενέργεια υλοποιούν, αποδίδοντας του παράλειψη να αποφασίσει. Ενώ κατ’ επανάληψη κρίθηκε ανεπίτρεπτη η ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία της ίδιας πράξης.  (Βλ.μεταξύ άλλων, Platis (1978) 3 C.L.R. 384, Εkklisia tou Theou tis Prophetias v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1050, Σαββίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1993) 3 Α.Α.Δ. 249, Δημήτρης Κουππάρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 500 και Γεώργιος Καπετάνιος κ.ά. ν. ΑΗΚ (1997) 4 Α.Α.Δ. 210).

Η προσφυγή είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται με έξοδα.

H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο