Tσαγγαρίδης Bασίλειος ν. Aρχηγού Aστυνομίας και Άλλων (1998) 4 ΑΑΔ 517

(1998) 4 ΑΑΔ 517

[*517]30 Iουνίου, 1998

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

    ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 102/96)

 

Aστυνομική Δύναμη Kύπρου ― Mέλη ― Διαθεσιμότητα ― H εξουσία που παρέχει στον Aρχηγό της Aστυνομίας ο Kαν. 31(ζ) των περί Aστυνομίας (Πειθαρχικών) Kανονισμών του 1989 να αποφασίσει περί της τύχης των κατακρατηθέντων κατά τη διαθεσιμότητα απολαβών ― Πως ασκείται ― Περιστάσεις εσφαλμένης άσκησης της εξουσίας στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ― Eπανεξέταση κατόπιν δικαστικής ακύρωση ― Διακρίσεις με βάση το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης ―�Aκύρωση μόνο λόγω αδικαιολογήτου στην κριθείσα περίπτωση ―�Συνέπειες.

O αιτητής προσέφυγε κατά της απόφασης μη επιστροφής των απολαβών του οι οποίες είχαν κατακρατηθεί διαρκούσας της διαθεσιμότητάς του. Tην ίδια απόφαση είχε προηγουμένως επιτυχώς προσβάλει ο αιτητής με αποτέλεσμα η επίδικη να είναι πράξη εκδοθείσα κατ’ επανεξέταση.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Η θέση του αιτητή για πλάνη περί τα πράγματα είχε ως αφορμή το ότι κατά τη λήψη της απόφασης δεν βρισκόταν ενώπιον του Αρχηγού ο [*518]φάκελος της πειθαρχικής υπόθεσης, η έρευνα του περιεχομένου του οποίου θα αποκάλυπτε σε τί ήταν που συνίστατο η διερεύνηση για την οποία είχε διαταχθεί η διαθεσιμότητα.

    Ήταν, πράγματι σημαντικό το περιεχόμενο του εν λόγω φακέλου. Ωστόσο, εφόσον επρόκειτο περί επανεξέτασης, μπορεί να υποτεθεί ότι ο Αρχηγός είχε γνώση του περιεχομένου από την προηγούμενη εξέταση της περιπτώσης. Κι αυτό διότι με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου εξ αιτίας μόνο έλλειψης αιτιολογίας, παρέμεινε κατά την επανεξέταση το ήδη τεθέν πραγματικό βάθρο.

2. Υπήρξε ωστόσο πλάνη περί τον νόμο. Αυτό προκύπτει από την αιτιολογία που συνοδεύει την προσβαλλόμενη απόφαση και που εν προκειμένω δεν μπορούσε να θεμελιώσει το αποτέλεσμα. Είναι προφανές ότι ο Αρχηγός άσκησε την εξουσία, τη διακριτική, την οποία του παρέχει ο Καν. 31(ζ) με κριτήριο που συναρτούσε τη μη επιστροφή με την αναγκαιότητα για τιμωρία.  Επρόκειτο για κριτήριο αλλότριο προς τον σκοπό του Κανονισμού.  Η εν λόγω εξουσία προορίζεται να ασκείται με αναφορά όχι στο αδίκημα το οποίο ήδη αντιμετωπίστηκε με την επιβολή πειθαρχικής ποινής, αλλά στη διαθεσιμότητα, σε σχέση με την οποία προέκυψε η κατακράτηση απολαβών.

    Το τι είναι, σε σχέση με τη διαθεσιμότητα, που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά τη λήψη  απόφασης δυνάμει της επιφύλαξης του Καν. 31(ζ) δεν θα ήταν ασφαλές να το ορίσει κανείς εξαντλητικά. Θα συμπεριλαμβανόταν πάντως το κατά πόσο, όσο και αν εδικαιολογείτο η διαθεσιμότητα κατά τον χρόνο που λήφθηκε η περί αυτής απόφαση, φαίνεται εκ των υστέρων - που δεν σημαίνει βέβαια έλεγχο νομιμότητας της απόφασης για διαθεσιμότητα - ότι δεν καθίστατο απαραίτητη. Όπως και το κατά πόσο το χρονικό μήκος της διαθεσιμότητας φαίνεται εν τέλει να ήταν μεγαλύτερο από ό,τι χρειαζόταν για τη συμπλήρωση της διερεύνησης.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Περικλέους v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγ. Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Aρχηγού Aστυνομίας για τη μη επιστροφή στον αιτητή οποιουδήποτε ποσού από μέρος απολαβών που κατακρατήθηκαν ενόσω ο αιτητής βρισκόταν σε διαθεσιμότητα.

[*519]Α. Γεωργιάδης, για τον Aιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAOY, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, ημερ. 24 Νοεμβρίου 1994, με την οποία, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο Καν. 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989, κατέληξε να μην επιστραφεί στον αιτητή οποιοδήποτε ποσό από το μέρος απολαβών, συνολικού ύψους £767,87, που κατακρατήθηκαν ενόσω ο αιτητής βρισκόταν σε διαθεσιμότητα για τη διερεύνηση πειθαρχικού αδικήματος.

Καθίσταται αναγκαία η αναφορά πρώτα στο ιστορικό της υπόθεσης.  Ο αιτητής ήταν κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει και παραμένει μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Στις 24 Μαρτίου 1994, το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε, στο δρόμο Λάρνακας-Δεκέλειας, ανακόπηκε για έλεγχο. Διαπιστώθηκε τότε ότι ο αιτητής κατείχε ασύρματη τηλεφωνική συσκευή την οποία, καθώς παραδέχθηκε, είχε αγοράσει από κατάστημα Τουρκοκυπρίου στην Πύλα. Με απόφαση, ημερ. 26 Μαρτίου 1994, τέθηκε σε διαθεσιμότητα “μέχρι συμπληρώσεως των ερευνών αναφορικά με τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος”. Παράλληλα ανοίχθηκε φάκελος για τη διερεύνηση διάπραξης ποινικών αδικημάτων. Τη δεύτερη πτυχή την  χειρίστηκαν εν τέλει οι Τελωνειακές Αρχές στο πλαίσιο της εξουσίας για εξώδικο συμβιβασμό και επέβαλαν, προφανώς για αδίκημα κατοχής αδασμολογήτου, πρόστιμο £40.- όπως και δήμευση της συσκευής. 

Η πειθαρχική έρευνα έληξε στις 9 Απριλίου 1994 με την ετοιμασία σχετικής έκθεσης του ερευνώντος αξιωματικού κατόπιν λήψης εννέα καταθέσεων. Η διαθεσιμότητα του αιτητή ήρθη την 1 Ιουνίου 1994. Κατά τη διάρκειά της ο αιτητής λαμβανε ως “χορήγημα διαθεσιμότητας” το μισό μισθό.

Η πειθαρχική υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικά. Σύμφωνα με τον Καν. 25(1) η δυνατότητα συνοπτικής διεκπεραίωσης προσφέρεται όπου:

“..... φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι μέλος της Δύναμης ενδέχεται να έχει διαπράξει αδίκημα, το οποίο κατά την κρίση του Αστυνομικού Διευθυντή θα ετιμωρείτο ικανοποιητικά με χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις £5.- ή άλλη μικρότερη ποινή .....”

[*520]Το αποτέλεσμα της συνοπτικής εκδίκασης, με παραδοχή του αιτητή σε αδίκημα για ανάρμοστη συμπεριφορά, ήταν η επίπληξη. Η ελαφροτέρα όλων των  προβλεπομένων ποινών.  Η οποία δεν εφεσιβλήθηκε από μέρους του αρμόδιου φορέα της Αστυνομίας: βλ. Καν. 28(2).

Μετά, ο Αρχηγός της Αστυνομίας επιλήφθηκε του ζητήματος της κατακράτησης απολαβών κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας. Ο Καν. 31(ζ) προβλέπει ότι:

“31. ......................................................................................................

(ζ) σε περίπτωση που μέλος το οποίο είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντά του, θα λάβει, από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, το μισθό και τα επιδόματα τα οποία θα εδικαιούτο σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1989 ή οποιουσδήποτε Κανονισμούς που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, αν

(ι) αποφασίστηκε το μέλος αυτό να μην κατηγορηθεί για πειθαρχικό αδίκημα, ή

(ιι)          όλες οι εναντίον του κατηγορίες έχουν απορριφθεί:

Νοείται ότι αν βρέθηκε ένοχο και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν, όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει,”

Η απόφαση του Αρχηγού, ημερ. 14 Νοεμβρίου 1995, ήταν “να κατασχεθεί ολόκληρον το ποσόν”. Ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο, στις 14 Νοεμβρίου 1995, στην προσφυγή αρ. 132/95, ακύρωσε την απόφαση ως αναιτιολόγητη. 

Ο Αρχηγός προέβη σε επανεξέταση. Είχε τότε στη διάθεση του τον προσωπικό φάκελο του αιτητή. Ο φάκελος περιείχε - σε ό,τι είναι εδώ σχετικό - ενημερωτικά σημειώματα, το πειθαρχικό έντυπο και τα πρακτικά της διαδικασίας εκδίκασης. Δεν είχε όμως ενώπιον του τον πειθαρχικό φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου - καταθέσεις και έκθεση - φανέρωνε σε τί ήταν που συνίστατο η διερεύνηση της υπόθεσης για τις ανάγκες της οποίας είχε τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα. Στις 24 Νοεμβρίου 1995 ο Αρχηγός εξέδωσε την προ[*521]σβαλλόμενη απόφαση. Είχε ως εξής:

“       Απόφαση για κατακρατηθείσες

απολαβές κατά τη διάρκεια

διαθεσιμότητας του Πυρ. 2367

Β. Τσαγγαρίδη

 

Έχω μελετήσει την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφ. 132/95, η οποία εκδόθηκε στις 14.11.95.

Επανεξέτασα το όλο θέμα και αφού έλαβα υπόψη την ανάρμοστη και απαράδεκτη συμπεριφορά του Πυρ. 2367 Β. Τσαγγαρίδη, να αγοράσει εμπορεύματα λαθρέα από Τ/Κ στο χωριό Πύλα, την ιδιότητα του ως μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, την κακή φήμη που δημιουργεί η πράξη του στην κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού προς την Υπηρεσία, άσκησα τις εξουσίες που μου παρέχει ο κανονισμός 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 και αποφάσισα να μην επιστραφεί το ποσό των £767,87 που κατακρατήθηκε από το μισθό του κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.”

Από τους προταθέντες λόγους ακύρωσης πιο άμεσα ενδιαφέρουν η πλάνη περί τα πράγματα εξ αιτίας έλλειψης δέουσας έρευνας, η πλάνη περί τον νόμο κατά την εφαρμογή του Καν. 31(ζ) όπως και η έλλειψη αιτιολογίας ή δέουσας αιτιολογίας.

Η θέση του αιτητή για πλάνη περί τα πράγματα είχε ως αφορμή το ότι κατά τη λήψη της απόφασης δεν βρισκόταν ενώπιον του Αρχηγού ο φάκελος της πειθαρχικής υπόθεσης, η έρευνα του περιεχομένου του οποίου θα αποκάλυπτε σε τί ήταν που συνίστατο η διερεύνηση για την οποία είχε διαταχθεί η διαθεσιμότητα.

Ήταν, κατά την άποψη μου, πράγματι σημαντικό το περιεχόμενο του εν λόγω φακέλου. Ωστόσο, εφόσον επρόκειτο περί επανεξέτασης, νομίζω πως μπορώ να υποθέσω ότι ο Αρχηγός είχε γνώση του περιεχομένου από την προηγούμενη εξέταση της περιπτώσης. Κι αυτό διότι με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου εξ αιτίας μόνο έλλειψης αιτιολογίας, παρέμεινε κατά την επανεξέταση το ήδη τεθέν πραγματικό βάθρο.

Υπήρξε ωστόσο πλάνη περί τον νόμο. Αυτό προκύπτει από την αι[*522]τιολογία που συνοδεύει την προσβαλλόμενη απόφαση και που εν προκειμένω δεν μπορούσε να θεμελιώσει το αποτέλεσμα. Είναι προφανές ότι ο Αρχηγός άσκησε την εξουσία, τη διακριτική, την οποία του παρέχει ο Καν. 31(ζ) με κριτήριο που συναρτούσε τη μη επιστροφή με την αναγκαιότητα για τιμωρία. Επρόκειτο για κριτήριο αλλότριο προς τον σκοπό του Κανονισμού. Η εν λόγω εξουσία προορίζεται να ασκείται με αναφορά όχι στο αδίκημα το οποίο ήδη αντιμετωπίστηκε με την επιβολή πειθαρχικής ποινής, αλλά στη διαθεσιμότητα, σε σχέση με την οποία προέκυψε η κατακράτηση απολαβών.

Είναι νομολογημένο ότι “..... η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή και ούτε έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά είναι προληπτικό διοικητικό μέτρο για τη διευκόλυνση της περάτωσης μιας πειθαρχικής διαδικασίας.”: βλ. Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγ. Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579. Το τι είναι, σε σχέση με τη διαθεσιμότητα, που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά τη λήψη απόφασης δυνάμει της επιφύλαξης του Καν. 31(ζ) δεν θα ήταν ασφαλές να το ορίσει κανείς εξαντλητικά. Θα συμπεριλάμβανα πάντως το κατά πόσο, όσο και αν εδικαιολογείτο η διαθεσιμότητα κατά τον χρόνο που λήφθηκε η περί αυτής απόφαση, φαίνεται εκ των υστέρων - που δεν σημαίνει βέβαια έλεγχο νομιμότητας της απόφασης για διαθεσιμότητα - ότι δεν καθίστατο απαραίτητη. Όπως και το κατά πόσο το χρονικό μήκος της διαθεσιμότητας φαίνεται εν τέλει να ήταν μεγαλύτερο από ό,τι χρειαζόταν για τη συμπλήρωση της διερεύνησης. Δεν νομίζω ότι παρίσταται ανάγκη να επεκταθώ.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο