Σιοπαχάς Xρίστος ν. Θεατρικού Oργανισμού Kύπρου (1998) 4 ΑΑΔ 673

(1998) 4 ΑΑΔ 673

[*673]7 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΙΟΠΑΧΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 68/98)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ―�Συνάφεια ―�Kριτήρια υπάρξεως συνάφειας περισσοτέρων συμπροσβαλλόμενων πράξεων ― Συνέπειες από τη μη ύπαρξη συνάφειας ―�Περιστάσεις στην κριθείσα περίπτωση συμπροσβολής επτά κατ’ ισχυρισμόν διοικητικών πράξεων.

Θεατρικός Oργανισμός Kύπρου ― Διευθυντής ―�Διορισμός ― Σύμβαση διορισμού και όροι της ― Eιδικά το θέμα του τερματισμού των υπηρεσιών του Διευθυντή και της εκούσιας παραίτησής του ― H παραίτηση του Διευθυντή δεν δείται αποδοχής και δεν είναι επιδεκτική μονομερούς ανακλήσεως.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ―�Προθεσμία ―�Συνέπειες από τη μη εμπρόθεσμη προσβολή πράξης που αφορά τον αιτητή.

Διοικητικό Δίκαιο ― Aρχή της νομιμότητας ― Aδυναμία ενέργειας του διοικητικού οργάνου χωρίς νομοθετική καλυπτική πρόνοια ― H κριθείσα περίπτωση παραίτησης από τη θέση του Διευθυντή του Θεατρικού Oργανισμού Kύπρου σύμφωνα με τους ισχύοντες Kανονισμούς και η εν συνεχεία ανάκληση της παραίτησης χωρίς αυτό να προβλέπεται στους Kανονισμούς ― Eρμηνεία και συνέπειες.

O αιτητής προσέφυγε συνολικά κατά των διαφόρων σταδίων ενεργείας των καθ’ ων η αίτηση που απέληξαν στην απώλεια εκ μέρους του της θέσης Διευθυντή την οποία κατείχε. H εναρκτήρια κίνηση όμως της όλης διαδικασίας είχε γίνει από τον ίδιο τον αιτητή που διαφωνώντας με τους καθ’ ων η αίτηση επί θεμάτων της αρμοδιότητάς του εί[*674]χε υποβάλει νομοτύπως την παραίτησή του την οποία εκ των υστέρων ανεκάλεσε.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση επτά "διοικητικών πράξεων ή αποφάσεων" του Οργανισμού. Οι προσβαλλόμενες πράξεις και/ή αποφάσεις άνκαι δεν προσδιορίζονται χρονολογικά στο δικόγραφο εντούτοις με τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι αυτές ανάγονται χρονικά σε διαφορετικές ημερομηνίες. Η κάθε προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση αναφέρεται σε διαφορετικό θέμα έτσι ώστε μεταξύ όλων να μην υπάρχει η απαιτούμενη συνάφεια.

2. Στην προκείμενη περίπτωση η πρώτη ζητούμενη θεραπεία καταγράφεται στο δικόγραφο ως εξής:

“1. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ ετερμάτισε την εργοδότηση του αιτητού ως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.”

    Δεν προκύπτει από τα πρακτικά ή από άλλα στοιχεία του φακέλου ότι ο Οργανισμός ετερμάτισε ποτέ την εργοδότηση του αιτητή ως Διευθυντή. Ο αιτητής αναφέρεται εν προκειμένω σε ουδέποτε τελεσθείσα διοικητική πράξη ή ουδέποτε ληφθείσα διοικητική απόφαση. Κατά συνέπεια η πρώτη ζητούμενη θεραπεία είναι άνευ αντικειμένου.

3. Ο αιτητής με βάση διοικητική πράξη του Οργανισμού διορίστηκε στη θέση Διευθυντή του Οργανισμού για χρονική περίοδο πέντε ετών.

    Δυνάμει του καν. 10(1) των περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (Διάρθρωση και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών 1974 (Κ.Δ.Π. 229/74) "τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και οι όροι υπηρεσίας του επί συμβάσει διοριζόμενου υπαλλήλου καθορίζονται εν τη σχετική συμβάσει. Παν θέμα μη αναφερόμενο ειδικώς εις την σύμβαση ρυθμίζεται βάσει των παρόντων κανονισμών".

    Το θέμα του τερματισμού της απασχόλησης του αιτητή ρυθμίζεται από την παράγραφο 5 του παραρτήματος της σύμβασης διορισμού του αιτητή.

    Σύμφωνα με την παράγραφο 5(2) της σύμβασης συστατικό στοιχείο της πράξης τερματισμού της απασχόλησης είναι η γραπτή προειδοποίηση. Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής υπέβαλε προς τον [*675]Οργανισμό γραπτή παραίτηση ημερομηνίας 18.9.97 όπως προβλέπει η σχετική παράγραφος της σύμβασης.

    Το Συμβούλιο του Οργανισμού στη συνεδρίασή του που πραγματοποιήθηκε στις 23.9.97 με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις του αιτητή στις συνεδρίες του συμβουλίου ημερομηνίας 23.6.97 και 10.9.97 και με δεδομένο το γραπτό τερματισμό του αιτητή ημερομηνίας 18.9.97 αποφάσισε την αποδοχή της παραίτησης του αιτητή.

4. Δεν προκύπτει ούτε από τους κανονισμούς αλλά ούτε και από τη σύμβαση ότι το Συμβούλιο του Οργανισμού είχε υποχρέωση ή δικαίωμα να προβεί στη λήψη απόφασης για το κατά πόσο θα αποδεχθεί ή όχι την υποβληθείσα παραίτηση. Ο τερματισμός της απασχόλησης αποτελεί κατά τη σύμβαση ένα μονομερές δικαίωμα του οποίου η άσκηση προβλέπεται από τη σύμβαση. Τα εκ του τερματισμού της σύμβασης παραγόμενα έννομα αποτελέσματα ανάγονται στο μονομερή τερματισμό της απασχόλησης χωρίς να απαιτείται η συναίνεση ή η σύμπραξη της άλλης πλευράς. Παρενθετικά σημειώνω ότι ο Καν. 16(1) δεν τυγχάνει εφαρμογής εφόσον στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής προσελήφθη στον Οργανισμό επί συμβάσει χωρίς η ιδιότητά του να εμπίπτει στην έννοια του "μόνιμου" ή "προσωρινού" υπαλλήλου οπότε σε τέτοια περίπτωση η προηγούμενη άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού θα αποτελούσε προϋπόθεση της παραίτησης. Κατά μείζονα λόγο ο Καν. 16(1) δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ενόψει των προνοιών του καν. 10(2) σύμφωνα με τον οποίο οι κανονισμοί ρυθμίζουν μόνο θέματα που δεν αναφέρονται ειδικά στη σύμβαση.

5. Η απόφαση του Οργανισμού περί αποδοχής του τερματισμού της απασχόλησης δεν προσβλήθηκε εμπρόθεσμα από τον αιτητή έτσι ώστε διά της προσβολής να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της συγκεκριμένης αυτής πράξης. Η μη εμπρόθεσμη προσβολή της πράξης και ή απόφασης του Οργανισμού ημερομηνίας 23.9.97 περί αποδοχής του γραπτού τερματισμού απασχόλησης του αιτητή ημερομηνίας 18.9.97 εμποδίζει τον αιτητή να διεκδικεί θεραπεία ως η παράγραφος 2 των αιτουμένων θεραπειών ως στερούμενου εννόμου συμφέροντος.

6. Με την αιτούμενη τρίτη θεραπεία, ο αιτητής ζητά:

"Όπως (το Δικαστήριο) κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ δεν απεδέχθη την ανάκληση της παραίτησης του αιτητή εκ της θέσεως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος."

    Ούτε η σύμβαση εργοδότησης του αιτητή ούτε και οι κανονισμοί δεν [*676]περιέχουν οποιαδήποτε πρόνοια περί δικαιώματος απόσυρσης ή ανάκλησης της γραπτής παραίτησης που δίδεται συμφώνως των προνοιών της παραγράφου 5 της σύμβασης.

    Από τη στιγμή που η γραπτή παραίτηση του αιτητή περιήλθε σε γνώση του Οργανισμού παράχθηκε το έννομο αποτέλεσμα λύσης της σχέσης. Η αναθεώρηση της απόφασης του αιτητή και η επιθυμία του για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση δεν θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να επιτευχθεί διά της ανακλήσεως της γραπτής ειδοποίησης του τερματισμού απασχόλησης ούτε ακόμα και με την αποδοχή της ανάκλησης υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού γιατί τέτοια μεθοδολογία δεν προβλέπεται ούτε στη σύμβαση ούτε στους κανονισμούς και εν πάση περιπτώσει θα ήταν αντίθετη προς βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Μια τέτοια ενδεχόμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού αποδοχής της ανάκλησης θα ήταν ultra vires των εξουσιών του Συμβουλίου. Ουσιαστικά θα συνιστούσε επαναπρόσληψη του ίδιου προσώπου στην ίδια θέση και επαναβίωση της σχέσης η οποία λύθηκε οριστικά και μονομερώς από τον αιτητή. Σε μια τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο του Οργανισμού θα εφάρμοζε διαδικασία πρόσληψης Διευθυντή χωρίς προκήρυξη της θέσης και θα ακολουθούσε μεθόδους μη προβλεπόμενες από τους κανονισμούς.

    Η κατά πλειοψηφία ληφθείσα στις 21.10.97 απόφαση του Συμβουλίου του Οργανισμού για μη αποδοχή της ανάκλησης της παραίτησης του αιτητή δεν προσβλήθηκε εμπρόθεσμα διά προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο.

    Η εν λόγω απόφαση του Οργανισμού σαφώς δεν συνιστά τερματισμό της απασχόλησης του αιτητή από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού εφόσον η παραίτηση είχε προηγηθεί με τη γραπτή ειδοποίηση του αιτητή ημερομηνίας 18.9.97.

7. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού στη συνεδρία του ημερομηνίας 13.1.98 επιβεβαίωσε τις προηγούμενες αποφάσεις του για αποδοχή της παραίτησης του αιτητή (απόφαση ημερομηνίας 23.9.97) και για μη αποδοχή της γραπτής ανάκλησης παραίτησης του αιτητή (απόφαση ημερομηνίας 21.10.97).

    Στην ίδια συνεδρία της 13.1.98 το Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε την προκήρυξη της θέσης και το διορισμό αναπληρωτή Διευθυντή. Όπως έχει προαναφερθεί, ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή το κύρος των εν λόγω αποφάσεων του Οργανισμού (θεραπείες 4, 5 και 6) και ζητά την ακύρωσή τους. Για τους [*677]λόγους που ήδη εξηγήθηκαν, η έλλειψη συνάφειας μεταξύ των εν λόγω αποφάσεων με τις προηγούμενες είναι πρόδηλη και έτσι το Δικαστήριο δεν θα προχωρήσει στην εξέταση των αιτημάτων για θεραπείες 4, 5, 6 τα οποία συνοπτικά απορρίπτονται.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 238,

Οικονόμου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530,

Δημοκρατία v. Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 261.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Θεατρικού Oργανισμού Kύπρου να αποδεχθεί την παραίτησή του και να τερματίσει την εργοδότησή του ως Διευθυντή.

Κ. Ταλαρίδης, για τον Aιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KPAMBHΣ, Δ.: Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ ή ο Οργανισμός) ιδρύθηκε από τον περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου Νόμο του 1970 (Ν. 71/70) η δε λειτουργία του διέπεται από τους Περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου Νόμους (1970-1995).

Ο ΘΟΚ διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και άλλα οκτώ μέλη τα οποία διορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο.

Στους κόλπους του ΘΟΚ υφίσταται διά νόμου (άρθρο 5) καλλιτεχνική επιτροπή η οποία αποτελείται από Πρόεδρο και τέσσερα Μέλη οι οποίοι διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο “εκ προσώπων ανωτέρας μορφώσεως άτινα ήθελε κρίνει (το Υπουργικό Συμβούλιο) ότι κέκτηνται γνώσεις, πείρα ή ικανότητα περί τα θεατρικά και εν γένει καλλιτεχνικά πράγματα”. Στην καλλιτεχνική επιτροπή συμμετέχουν επίσης ο Διευθυντής του Οργανισμού, ένας εκπρόσωπος του Διοικητικού Συμβουλίου και εκπρόσωπος των εκάστοτε τακτικών σκηνοθετών.

[*678]Ο Διευθυντής του ΘΟΚ διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού με έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Το άρθρο 3 του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου (Ν. 115/90) τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής. Η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη παρατίθεται αυτούσια:

“3.-(1)            Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε οικείου νόμου, ο Γενικός Διευθυντής Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου διορίζεται από το οικείο Συμβούλιο.

     (2) Η σχετική απόφαση του Συμβουλίου υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο δι’ έγκριση.

     (3) Αν το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εγκρίνει τον πιο πάνω διορισμό, πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του.”

Ο Υπουργός Παιδείας έχει συμφώνως του άρθρου 6 του ιδρυτικού νόμου εξουσία εποπτείας του οργανισμού και της εν γένει λειτουργίας του.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ στις 7.2.95 επέλεξε τον αιτητή για διορισμό στη θέση Γενικού Διευθυντή του ΘΟΚ. Ο αιτητής αποδέχθηκε το διορισμό και ανέλαβε επί συμβάσει τη θέση του Γενικού Διευθυντή του ΘΟΚ για περίοδο πέντε ετών από 20.2.95 μέχρι 19.2.2000. Ο διορισμός του αιτητή εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Ο Κανονισμός 10 των περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (Διάρθρωση και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών 1974 (Κ.Δ.Π. 229/74) προβλέπει ότι “τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και οι όροι υπηρεσίας του επί συμβάσει διοριζόμενου υπαλλήλου καθορίζονται εν τη σχετική συμβάσει. Παν θέμα μη αναφερόμενο ειδικώς εις την σύμβαση ρυθμίζεται βάσει των παρόντων κανονισμών.”

Στην προκείμενη περίπτωση, το θέμα του τερματισμού της απασχόλησης του αιτητή ρυθμίζεται από την παράγραφο 5 του παραρτήματος της σύμβασης διορισμού του αιτητή, η οποία προβλέπει:

“(1) Ο Οργανισμός μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο να τερματίσει την απασχόλησή του προσλαμβανόμενου μετά από 3 μήνες γραπτή προειδοποίηση ή με την καταβολή ενός μισθού σ’ αυτόν.

  (2)   Ο προσλαμβανόμενος μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο, μετά την [*679]πάροδο τριών μηνών από την έναρξη της υπηρεσίας του σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση να τερματίσει την απασχόληση του μετά από 3 μηνών γραπτή προειδοποίηση στον Οργανισμό ή με την καταβολή ενός μηνός μισθού στον Οργανισμό.”

Η Καλλιτεχνική Επιτροπή του ΘΟΚ (συντομογραφικά ΚΕΘ) στη συνεδρία της ημερομηνίας 11.6.97 στην οποία συμμετείχε και ο αιτητής ασχολήθηκε με το θέμα του δραματολογίου για την περίοδο 1997-1998 και αποφάσισε ομόφωνα όπως ανατεθεί στον αιτητή η σκηνοθεσία δυο έργων της Κεντρικής Σκηνής ήτοι το “Ιστορία ενός αλόγου” και το “ΒΑΚΧΕΣ” του Ευριπίδη ή το “ΑΧΑΡΝΕΙΣ” του Αριστοφάνη.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ στη συνεδρία του της 23.6.97 και στην παρουσία του αιτητή έγινε εισήγηση όπως για τη θεατρική περίοδο 1997-1998 ο αιτητής σκηνοθετήσει ένα μόνο έργο αντί δύο όπως είχε αποφασίσει η ΚΕΘ. Ο αιτητής αντέδρασε στην εισήγηση υπενθύμισε στα μέλη του Συμβουλίου την προγενέστερη επί του θέματος απόφαση της ΚΕΘ την οποία υπεραμύνθηκε. Διεξήχθη ψηφοφορία και ψήφισαν 5 υπέρ της αναθέσεως μιας σκηνοθεσίας στον αιτητή και 4 εναντίον της εισήγησης.

Η στάση που τήρησε ο αιτητής αμέσως μετά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας καταγράφεται στα πρακτικά ως εξής:

“Αμέσως μετά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, ο Διευθυντής κ. Σιοπαχάς είπε στο Συμβούλιο ότι από σήμερα είναι υπό παραίτηση, θεωρεί προσβλητική τη στάση του Συμβουλίου απέναντί του, για κανένα από τους προηγούμενους Διευθυντές δεν ετέθη θέμα για μια ή δυο σκηνοθεσίες, θα επισκεφθεί αύριο τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού διά να τον ενημερώσει διά το θέμα και, αν το νέο Δ.Σ. δεν αναθεωρήσει την απόφασή του θα παραιτηθεί.”

Η επόμενη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου του ΘΟΚ πραγματοποιήθηκε με νέα σύνθεση του Συμβουλίου στις 10.9.97 και σ’ αυτή ήταν παρών και ο αιτητής. Ο αιτητής εξέθεσε στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο τις απόψεις του για το θέμα που είχε προκύψει αναφορικά με την ανάθεση των σκηνοθεσιών για την περίοδο 1997-1998 και διεξήχθη συζήτηση.

Καθώς προκύπτει από τα πρακτικά της πιο πάνω συνεδρίας

“Ο νέος Πρόεδρος του Δ.Σ. του Οργανισμού ρώτησε τον κ. Σιοπαχά αν επιμένει στη θέση του και αν αυτό που είπε ότι θα πα[*680]ραιτηθεί ισχύει, και ο κ. Σιοπαχάς απάντησε ότι ισχύει αυτό που είπε παρεκάλεσε όμως να μη εκληφθεί ως εκβιασμός.  Ήταν ομόφωνη η πρόταση της καλλιτεχνικής επιτροπής διά τις δυο σκηνοθεσίες, πρόσθεσε, και θα υποβάλω την παραίτησή μου, σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζει το συμβόλαιό μου.”

Στην ίδια συνεδρία το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ αποφάσισε με ψήφους 6 έναντι 3 την επιβεβαίωση της απόφασης του προηγούμενου Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού για ανάθεση μόνο μιας σκηνοθεσίας στον αιτητή.

Ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 18.9.97 προς το Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του ΘΟΚ υπέβαλε παραίτηση λέγοντας μεταξύ άλλων τα εξής:

“.... οδηγούμαι στην απόφαση να υποβάλω την παραίτηση μου από τη θέση του Διευθυντού του ΘΟΚ από τις 6 Νοεμβρίου 1997, οπότε θα αρχίσει και η τρίμηνη σχετική προειδοποίηση με βάση τους όρους του συμβολαίου μου. Η συγκεκριμένη ημερομηνία δίνεται για να συμπληρώσω, στα πλαίσια της συνέπειας μου έναντι των υποχρεώσεων μου για το καλώς νοούμενο συμφέρον του ΘΟΚ, τη σκηνοθεσία του έργου “Θείος Βάνιας”, του Α. Τσέχωφ που μου ανατέθηκε από το συμβούλιο. Η απόφαση αυτή του Δ.Σ. μειώνει την αξιοπρέπεια και το κύρος μου, τόσον ως διευθυντή όσο και ως σκηνοθέτη, αφού έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση, όχι μόνο με τη κοινή σε όλες τις χώρες θεατρική πρακτική (στα θέατρα που ο διευθυντής είναι και σκηνοθέτης, αυτός δίνει απαραίτητα και το σκηνοθετικό στίγμα του θιάσου), αλλά και με τη μέχρι τώρα ακολουθούμενη στον ίδιο τον Οργανισμό με τους προηγούμενους διευθυντές του ΘΟΚ που ήταν σκηνοθέτες. Ως εκ τούτου, η εν λόγω απόφαση με υποχρεώνει, όχι κατ’ επιλογήν αλλά δι’ αμέσου εξαναγκασμού σε παραίτηση, για λόγους που δεν έχουν καμίαν απολύτως σχέση με το “εκβιαστικό” δήθεν δίλημμα των δύο σκηνοθεσιών, αλλά δυστυχώς (α) με την άρνηση μου να δεχθώ εξωκαλλιτεχνικά κριτήρια στην άσκηση των καθηκόντων μου ως διευθυντής του ΘΟΚ και (β) με την επιμονή μου να εκφράζω απόψεις για όσα κακά συμβαίνουν στο θέατρο μας. Αντιστάθηκα δηλαδή σε μια παρωχημένη και ζημιογόνα για τον Οργανισμό νοοτροπία που ήθελε ένα διευθυντή, άβολο όργανο, και όχι ένα Διευθυντή να υλοποιήσει τους στόχους του Οργανισμού με αποκλειστικά καλλιτεχνικά κριτήρια και τεχνοκρατικές μεθόδους .....”

Στις 23.9.97 το Συμβούλιο του Οργανισμού μελέτησε το θέμα [*681]της υποβολής παραίτησης από τον αιτητή. Το Συμβούλιο μεταξύ άλλων είχε ενώπιόν του και την επιστολή παραίτησης του αιτητή, ημερομηνίας 18.9.97.

Με αφορμή το Προσχέδιο επιστολής που ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ήθελε να στείλει στον Υπουργό Παιδείας αναφορικά με την επιστολή παραίτησης του αιτητή διεξήχθη συζήτηση κατά την οποία μεταξύ άλλων εκφράστηκαν διιστάμενες απόψεις για το κατά πόσο έγινε αποδεκτή η παραίτηση του αιτητή από το Συμβούλιο του Οργανισμού καθώς και για το γενικό νομικό πλαίσιο της παραίτησης. Η συζήτηση κατέληξε σε ψηφοφορία για το κατά πόσο: “κατά τη γνώμη του Συμβουλίου ο αιτητής με τη δήλωσή του “είμαι υπό παραίτηση” της 23.6.97 υπέβαλε ταυτόχρονα και την παραίτησή του στο Συμβούλιο”. Πέντε μέλη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ της άποψης ότι ο αιτητής είχε υποβάλει την παραίτησή του στις 23.6.97 και 4 μέλη ψήφισαν εναντίον.

Κατόπιν του πιο πάνω αποτελέσματος της ψηφοφορίας έγινε συζήτηση και ακολούθως νέα ψηφοφορία για το κατά πόσο θα γινόταν ή όχι αποδεκτή η παραίτηση την οποία υπέβαλε ο αιτητής με την επιστολή του ημερομηνίας 18.9.97. Πέντε μέλη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ της αποδοχής της παραίτησης του αιτητή αλλά από τις 23.6.97. Τρία μέλη ψήφισαν εναντίον της αποδοχής της παραίτησης και ένα ψήφισε υπέρ της αποδοχής της παραίτησης του αιτητή με τρίμηνη προθεσμία από τις 6.11.97 όπως καθόρισε ο αιτητής στην επιστολή παραιτήσεώς του. Στα πρακτικά της συγκεκριμένης συνεδρίας του Συμβουλίου αναφέρεται ότι η προθεσμία έληγε την επομένη 24.9.97.

Κατόπιν των ανωτέρω το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ μεταξύ άλλων, αποφάσισε όπως η απόφαση του υποβληθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργού Παιδείας προς επικύρωση. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου έστειλε επιστολή ημερομηνίας 3.10.97 στον Υπουργό Παιδείας με την οποία πληροφορούσε τον Υπουργό για τις αποφάσεις του Συμβουλίου. Τα τρία μέλη του Συμβουλίου απέστειλαν στον Υπουργό χωριστή επιστολή ημερομηνίας 6.10.97 στην οποία εξηγούσαν γιατί υποστήριξαν την άποψη ότι ο αιτητής δεν είχε παραιτηθεί την 23.6.97. Τα τρία μέλη εξέθεσαν επίσης τους λόγους για τους οποίους υποστήριξαν την άποψη γιατί δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή η παραίτηση του αιτητή που ο τελευταίος υπέβαλε με την επιστολή του ημερομηνίας 18.9.97.

Ο Υπουργός επιδίωξε συμβιβασμό και διέξοδο από την κρίση.  Για το σκοπό αυτό έστειλε επιστολές στον αιτητή και το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ. Εισηγήθηκε στον αιτητή να αναθεωρήσει [*682]την απόφασή του για παραίτηση και να αποσύρει την παραίτησή του. Εισηγήθηκε επίσης επανεξέταση της απόφασης καθόσον αφορά τις σκηνοθεσίες προτείνοντας καθορισμό των σκηνοθεσιών του αιτητή για την περίοδο 1998-1999 κατά την κρίση της καλλιτεχνικής επιτροπής.

Ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 14.10.97 προς τον Υπουργό Παιδείας μέσω του Προέδρου του ΘΟΚ απέσυρε την παραίτησή που υπέβαλε με την ειστολή του ημερομηνίας 18.9.97 και δέχθηκε όπως το θέμα των σκηνοθεσιών των έργων αφεθεί στην κρίση της καλλιτεχνικής επιτροπής.

Ο ΘΟΚ δεν αποδέχτηκε τις εισηγήσεις του Υπουργού και ο τελευταίος ζήτησε γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα επί του θέματος. Όταν δόθηκε η γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα ο Υπουργός τη διαβίβασε στον ΘΟΚ. Το Συμβούλιο του Οργανισμού πήρε επί του θέματος και τη γνώμη του νομικού του συμβούλου.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ στη συνεδρία του ημερομηνίας 21.10.97 ασχολήθηκε ξανά με το θέμα υπό το φως όλων των δεδομένων και σχετικών εξελίξεων ήτοι, τη συμβιβαστική πρόταση του Υπουργού και την αποδοχή της από τον αιτητή, την απόσυρση της παραίτησης του αιτητή και τις γνωμοδοτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα και του νομικού συμβούλου του οργανισμού.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε διαμορφώθηκαν δυο θέματα προς ψηφοφορία.

(α)       Αν θα γίνει αποδεκτή η ανάκληση της παραίτησης του αιτητή.

(β)       Αν δεν θα γίνει αποδεκτή η ανάκληση της παραίτησης του αιτητή.

Κατά την ψηφοφορία τέσσερα μέλη τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής της ανάκλησης της παραίτησης και πέντε μέλη τάχθηκαν εναντίον. Η απόφαση κοινοποιήθηκε με επιστολή του Προέδρου του Οργανισμού στον Υπουργό Παιδείας.

Ο Υπουργός Παιδείας πήρε νέα γνωμοδότηση από τον Γενικό Εισαγγελέα την οποία κοινοποίησε στον Πρόεδρο του ΘΟΚ και στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Το Υπουργικό Συμβούλιο ασχολήθηκε με το θέμα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάκληση της παραίτησης του αιτητή η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 14.10.97 [*683]ήταν ισχυρή και νομικά αποτελεσματική εφόσον η εν λόγω ανάκληση έγινε προτού αρχίσει να προσμετρά ο χρόνος της τρίμηνης ειδοποίησης (6.11.97) που ο ίδιος ο αιτητής είχε καθορίσει ως χρόνο έναρξης της τρίμηνης ειδοποίησης παραίτησης. Κατά συνέπεια δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε συναίνεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού.

Το Υπουργικό Συμβούλιο διαβίβασε επίσης τη θέση ότι η απόφαση του ΘΟΚ να μη αποδεχθεί την ανάκληση της παραίτησης του αιτητή δεν χρειάζεται οποιαδήποτε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΘΟΚ για να είναι νομικά αποτελεσματική και δεν συνιστά παύση του Διευθυντή ώστε αυτή να υπόκειται σε έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου με βάση το άρθρο 19 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1.

Το Συμβούλιο του Οργανισμού σε συνεδρία του που πραγματοποιήθηκε στις 13.1.98 ασχολήθηκε ξανά με το θέμα. Κατά τη συνεδρία διατυπώθηκαν διϊστάμενες απόψεις καθόσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα της απόσυρσης της παραίτησης σε συνάρτηση προς τη στάση που τήρησε ο ΘΟΚ επί του θέματος. Ακολούθησε ψηφοφορία και το Συμβούλιο του ΘΟΚ κατά πλειοψηφία 5 έναντι 3 και μιας αποχής αποφάσισε:

(α)       Ότι ο αιτητής είχε υποβάλει την παραίτησή του κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 23.6.97.

(β)       Στις 23.9.97 έγινε κατά πλειοψηφία αποδεκτή από το Συμβούλιο του ΘΟΚ η παραίτηση που ο αιτητής προφορικά υπέβαλε στο Συμβούλιο στις 23.6.97.

(γ)        Ο αιτητής στην επιστολή του ημερομηνίας 14.10.976 με την οποία απέσυρε την παραίτησή του ρητά αναφέρεται στη γραπτή παραίτηση που υπέβαλε στις 18.9.97 και όχι στην προφορική δήλωση παραίτησης της 23.6.97 για την οποία δεν γίνεται καμιά αναφορά στην επιστολή ημερομηνίας 18.9.97.

Κατά τη συνεδρία της 13.1.98 το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε κατά πλειοψηφία να προκηρύξει τη θέση του Διευθυντή του ΘΟΚ και διόρισε αναπληρωτή διευθυντή από 6.2.98. Στάληκε επίσης επιστολή στον αιτητή ημερομηνίας 14.1.98 με την οποία μεταξύ αλλων επιβεβαίωσαν την αποδοχή της παραίτησής του “με τους όρους που εσείς εισηγηθήκατε με την επιστολή σας με αρ. Φακ. Π.31 ημερομηνίας 18.9.1997 και συνεπώς η υπηρεσία σας προς τον Οργανισμό συμπληρούται στις 5.2.1998.

[*684]Ο Υπουργός Παιδείας με επιστολή του ημερομηνίας 22.1.98 προς τον ΘΟΚ εκφράζει την έκπληξή του για τους χειρισμούς του Συμβουλίου σχετικά με το θέμα του αιτητή και ειδικά για το περιεχόμενο της επιστολής του ΘΟΚ προς τον αιτητή ημερομηνίας 14.1.98.

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

1.  Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ ετερμάτισε την εργοδότηση του αιτητού ως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

2.  Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ απεδέχθη την παραίτηση του αιτητού εκ της θέσεως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

3.  Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ δεν απεδέχθη την ανάκληση της παραίτησης του αιτητού εκ της θέσεως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

4.  Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία διόρισε αναπληρωτή διευθυντή με ισχύ από 6.2.98 ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

5.  Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ να θεωρήσει τη θέση διευθυντού ως κενή διά να προβεί σε διορισμό νέου Διευθυντού του ΘΟΚ ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

6.  Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ διά προκήρυξη προς πλήρωση της θέσεως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

Η αίτηση βασίζεται πάνω στα πιο κάτω νομικά σημεία:

1.  Οι επίδικοι αποφάσεις ή πράξεις είναι αντίθετες προς τα άρθρα 6 και 8 του νόμου 71/70, του κανονισμού 10(1) των κανονισμών 229/74 και των όρων της σύμβασης διορισμού του αιτητού ως διευθυντού του ΘΟΚ.

2.  Οι επίδικοι αποφάσεις ή πράξεις είναι αντίθετες προς το άρθρο 19 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 και των νομικών αρχών οι οποίες διέπουν τις συμβάσεις.

[*685]3.           Οι επίδικοι αποφάσεις ή πράξεις είναι αντίθετες προς το άρθρο 5 του νόμου 71/70, ως τούτο ενομοθετήθη υπό του νόμου 68/79, το οποίο ίδρυσε την Καλλιτεχνική Επιτροπή.

4.  Οι επίδικοι αποφάσεις ή πράξεις ελήφθησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας καθόσον ήσαν η κατάληξη ενεργειών του καθ’ ου η αίτηση προς τερματισμό της εργοδότησης και ή εξαναγκασμό εις παραίτηση του αιτητού.

5.  Οι επίδικοι αποφάσεις ή πράξεις ελήφθησαν κατά κατάχρηση εξουσίας δι’ αλλοτρίους σκοπούς προς τερματισμό της εργοδότησης και ή εξαναγκασμό εις παραίτηση του αιτητού.

Ο οργανισμός εγείρει τις πέντε προδικαστικές ενστάσεις και διαζευκτικά ισχυρίζεται ότι ενήργησε νόμιμα κατά ορθή άσκηση της διακριτικής του εξουσίας. Οι προδικαστικές ενστάσεις του Οργανισμού είναι:

α.  Η προσφυγή περιέχει αιτήματα θεραπείας πέραν του ενός, που δεν είναι συναφή.

β.  Το αίτημα θεραπείας αρ. 1 στρέφεται ή αφορά ανύπαρκτη πράξη, αφού δεν υπάρχει τερματισμός υπηρεσιών.

γ.  Το αίτημα θεραπείας αρ. 2 είναι εκπρόθεσμο και στρέφεται κατά αποφάσεως μη υποκείμενης σε έλεγχο κατά το άρθρο 146 του Συντάγματος αφού ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, μια και η απόφαση προήλθε από δική του πρωτοβουλία ή ενέργεια που ο ίδιος αναφέρει στη θεραπεία του.

δ.  Η απόφαση του ΘΟΚ να μη αποδεχθεί την υπό του αιτητή ανάκληση της παραίτησης του λήφθηκε σε χρόνο τέτοιο ο οποίος απέχει από την προσφυγή κατά πολύ περισσότερο των 75 ημερών και άρα εκπρόθεσμα προσβάλλεται τώρα.

ε.  Προβάλλει αιτήματα θεραπείας που αφορούν σε μη εκτελεστές πράξεις.

Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση επτά “διοικητικών πράξεων ή αποφάσεων” του Οργανισμού. Οι προσβαλλόμενες πράξεις και/ή αποφάσεις άνκαι δεν προσδιορίζονται χρονολογικά στο δικόγραφο εντούτοις με τα στοιχεία που έχω ενώπιό μου διαπιστώνω ότι αυτές ανάγονται χρονικά σε διαφορετικές ημερομηνίες. Η κάθε προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση αναφέρεται σε διαφορετικό θέμα έτσι [*686]ώστε μεταξύ όλων να μην υπάρχει η απαιτούμενη συνάφεια.

Στη Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 238, στη σελίδα 271 αναφέρεται:

“Συνάφεια υπάρχει όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (Βλέπετε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδος 1929-1959, σελίδα 274):

...............................................................................................................

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδος 1929-1959 αναφέρονται στη σελίδα 274 τα ακόλουθα:

“Οσάκις δεν συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις της συνάφειας η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκούμενη μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων.”

Σχετικές είναι επίσης και οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδος με αρ. 858/54 και 1654/96. Σύμφωνα με τα πιο πάνω και την κρατούσα νομολογία μας (Πογιατζή ν. Δημοκρατίας, Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας και Πολυκάρπου ν. Δημοκρατίας - όπως πιο πάνω). Η προσφυγή παραμένει ισχυρή μόνο όσον αφορά την πρώτη πράξη που προσβάλλεται με το δικόγραφο ......”

Βλ. επίσης Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530.

Στην προκείμενη περίπτωση η πρώτη ζητούμενη θεραπεία καταγράφεται στο δικόγραφο ως εξής:

“1. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ ετερμάτισε την εργοδότηση του αιτητού ως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.”

Δεν προκύπτει από τα πρακτικά ή από άλλα στοιχεία του φακέλου ότι ο Οργανισμός ετερμάτισε ποτέ την εργοδότηση του αιτητή ως Διευθυντή. Ο αιτητής αναφέρεται εν προκειμένω σε ουδέποτε τελεσθείσα διοικητική πράξη ή ουδέποτε ληφθείσα διοικητική απόφαση. Κατά συνέπεια αποφαίνομαι ότι η πρώτη ζητούμενη θεραπεία είναι άνευ αντικειμένου.

[*687]Ο αιτητής με βάση διοικητική πράξη του Οργανισμού διορίστηκε στη θέση Διευθυντή του Οργανισμού για χρονική περίοδο πέντε ετών.

Δυνάμει του καν. 10(1) των περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (Διάρθρωση και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών 1974 (Κ.Δ.Π. 229/74) “τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και οι όροι υπηρεσίας του επί συμβάσει διοριζόμενου υπαλλήλου καθορίζονται εν τη σχετική συμβάσει. Παν θέμα μη αναφερόμενο ειδικώς εις την σύμβαση ρυθμίζεται βάσει των παρόντων κανονισμών”.

Το θέμα του τερματισμού της απασχόλησης του αιτητή ρυθμίζεται από την παράγραφο 5 του παραρτήματος της σύμβασης διορισμού του αιτητή η οποία προβλέπει:

“(1) Ο Οργανισμός μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο να τερματίσει την απασχόλησή του προσλαμβανόμενου μετά από 3 μήνες γραπτή προειδοποίηση ή με την καταβολή ενός μισθού σ’ αυτόν.

(2)   Ο προσλαμβανόμενος μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο, μετά την πάροδο τριών μηνών από την έναρξη της υπηρεσίας του σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση να τερματίσει την απασχόληση του μετά από 3 μηνών γραπτή προειδοποίηση στον Οργανισμό ή με την καταβολή ενός μηνός μισθού στον Οργανισμό.”

Σύμφωνα με την παράγραφο 5(2) της σύμβασης συστατικό στοιχείο της πράξης τερματισμού της απασχόλησης είναι η γραπτή προειδοποίηση. Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής υπέβαλε προς τον Οργανισμό γραπτή παραίτηση ημερομηνίας 18.9.97 όπως προβλέπει η σχετική παράγραφος της σύμβασης.

Το Συμβούλιο του Οργανισμού στη συνεδρίασή του που πραγματοποιήθηκε στις 23.9.97 με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις του αιτητή στις συνεδρίες του συμβουλίου ημερομηνίας 23.6.97 και 10.9.97 και με δεδομένο το γραπτό τερματισμό του αιτητή ημερομηνίας 18.9.97 αποφάσισε την αποδοχή της παραίτησης του αιτητή.

Δεν προκύπτει ούτε από τους κανονισμούς αλλά ούτε και από τη σύμβαση ότι το Συμβούλιο του Οργανισμού είχε υποχρέωση ή δικαίωμα να προβεί στη λήψη απόφασης για το κατά πόσο θα αποδεχθεί ή όχι την υποβληθείσα παραίτηση. Ο τερματισμός της απασχόλησης αποτελεί κατά τη σύμβαση ένα μονομερές δικαίωμα του οποίου η άσκηση προβλέπεται από τη σύμβαση. Τα εκ του τερματισμού της σύμβασης παραγόμενα έννομα αποτελέσματα ανάγονται στο μονομερή [*688]τερματισμό της απασχόλησης χωρίς να απαιτείται η συναίνεση ή η σύμπραξη της άλλης πλευράς. Παρενθετικά σημειώνω ότι ο κ.16(1) δεν τυγχάνει εφαρμογής εφόσον στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής προσελήφθη στον Οργανισμό επί συμβάσει χωρίς η ιδιότητά του να εμπίπτει στην έννοια του “μόνιμου” ή “προσωρινού” υπαλλήλου οπότε σε τέτοια περίπτωση η προηγούμενη άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού θα αποτελούσε προϋπόθεση της παραίτησης. Κατά μείζονα λόγο ο καν. 16(1) δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ενόψει των προνοιών του καν. 10(2) σύμφωνα με τον οποίο οι κανονισμοί ρυθμίζουν μόνο θέματα που δεν αναφέρονται ειδικά στη σύμβαση.

Η απόφαση του Οργανισμού περί αποδοχής του τερματισμού της απασχόλησης δεν προσβλήθηκε εμπρόθεσμα από τον αιτητή έτσι ώστε διά της προσβολής να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της συγκεκριμένης αυτής πράξης. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η μη εμπρόθεσμη προσβολή της πράξης και ή απόφασης του Οργανισμού ημερομηνίας 23.9.97 περί αποδοχής του γραπτού τερματισμού απασχόλησης του αιτητή ημερομηνίας 18.9.97 εμποδίζει τον αιτητή να διεκδικεί θεραπεία ως η παράγραφος 2 των αιτουμένων θεραπειών ως στερούμενου εννόμου συμφέροντος. Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 261.

Θα προχωρήσω στην εξέταση και της τρίτης αιτούμενης θεραπείας λόγω της χαλαρής έστω συνάφειας που παρουσιάζει με την αμέσως προηγούμενη αιτούμενη θεραπεία. Με την αιτούμενη αυτή θεραπεία ο αιτητής ζητά:

“Όπως (το Δικαστήριο) κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ δεν απεδέχθη την ανάκληση της παραίτησης του αιτητή εκ της θέσεως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.”

Ούτε η σύμβαση εργοδότησης του αιτητή ούτε και οι κανονισμοί δεν περιέχουν οποιαδήποτε πρόνοια περί δικαιώματος απόσυρσης ή ανάκλησης της γραπτής παραίτησης που δίδεται συμφώνως των προνοιών της παραγράφου 5 της σύμβασης.

Από τη στιγμή που η γραπτή παραίτηση του αιτητή περιήλθε σε γνώση του Οργανισμού παράχθηκε το έννομο αποτέλεσμα λύσης της σχέσης. Η αναθεώρηση της απόφασης του αιτητή και η επιθυμία του για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση δεν θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να επιτευχθεί διά της ανακλήσεως της γραπτής ειδοποίησης του τερματισμού απασχόλησης ούτε ακόμα και με την [*689]αποδοχή της ανάκλησης υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού γιατί τέτοια μεθοδολογία δεν προβλέπεται ούτε στη σύμβαση ούτε στους κανονισμούς και εν πάση περιπτώσει θα ήταν αντίθετη προς βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Μια τέτοια ενδεχόμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού αποδοχής της ανάκλησης θα ήταν ultra vires των εξουσιών του Συμβουλίου. Ουσιαστικά θα συνιστούσε επαναπρόσληψη του ίδιου προσώπου στην ίδια θέση και επαναβίωση της σχέσης η οποία λύθηκε οριστικά και μονομερώς από τον αιτητή. Σε μια τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο του Οργανισμού θα εφάρμοζε διαδικασία πρόσληψης Διευθυντή χωρίς προκήρυξη της θέσης και θα ακολουθούσε μεθόδους μη προβλεπόμενες από τους κανονισμούς.

Η κατά πλειοψηφία ληφθείσα στις 21.10.97 απόφαση του Συμβουλίου του Οργανισμού για μη αποδοχή της ανάκλησης της παραίτησης του αιτητή δεν προσβλήθηκε εμπρόθεσμα διά προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Η εν λόγω απόφαση του Οργανισμού σαφώς δεν συνιστά τερματισμό της απασχόλησης του αιτητή από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού εφόσον η παραίτηση είχε προηγηθεί με τη γραπτή ειδοποίηση του αιτητή ημερομηνίας 18.9.97.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού στη συνεδρία του ημερομηνίας 13.1.98 επιβεβαίωσε τις προηγούμενες αποφάσεις του για αποδοχή της παραίτησης του αιτητή (απόφαση ημερομηνίας 23.9.97) και για μη αποδοχή της γραπτής ανάκλησης παραίτησης του αιτητή (απόφαση ημερομηνίας 21.10.97).

Στην ίδια συνεδρία της 13.1.98 το Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε την προκήρυξη της θέσης και το διορισμό  αναπληρωτή Διευθυντή. Όπως έχει προαναφερθεί, ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή το κύρος των εν λόγω αποφάσεων του Οργανισμού (θεραπείες 4, 5 και 6) και ζητά την ακύρωσή τους. Για τους λόγους που ήδη εξήγησα, η έλλειψη συνάφειας μεταξύ των εν λόγω αποφάσεων με τις προηγούμενες είναι πρόδηλη και έτσι δεν πρόκειται να προχωρήσω στην εξέταση των αιτημάτων για θεραπείες 4, 5, 6 τα οποία συνοπτικά απορρίπτω.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο