Δημητρίου Στέλιος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 719

(1998) 4 ΑΑΔ 719

[*719]11 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.            ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

   ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.            ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 166/97)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 29 του Συντάγματος ― Η λέξη «αιτήσεις» στο κείμενο έχει την έννοια του «αιτήματος» και όχι «αιτήσεως» βάσει πρόνοιας νομοθετήματος.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στην δικογραφία ― Η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων ζητημάτων.

Αστυνομική Δύναμη ― Οι περί Αστυνομίας (Γενικοί Κανονισμοί) του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89 ― Κανονισμός 17(3) ―  Για θέματα υπερωριών θα εφαρμόζονται οι Κανονισμοί που αφορούν στην Δημόσια Υπηρεσία ― Περίπτωση ασθένειας κατά την διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ― Δεν υπολογίζεται ως άδεια ασθενείας αλλά λογίζεται σε βάρος της άδειας ανάπαυσης.

Με το αιτητικό της προσφυγής του ο αιτητής προσβάλλει την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να του καταβάλουν αποζημιώσεις για 420 ώρες υπερωριακής απασχόλησης. Στις γραπτές αγορεύσεις για τον αιτητή το αίτημα τροποποιήθηκε και αφορούσε πλέον σε αίτημα για ακύρωση παράλειψης καταβολής αποζημιώσεων για 45 μέρες κατά την διάρκεια των οποίων, ενώ ο αιτητής τελούσε σε άδεια ανάπαυσης, ασθένησε. Για τις μέρες αυτές ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι εδικαιούτο αποζημίωσης.

[*720]Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Η ξαφνική και τόσο ριζική αλλαγή της αξίωσης του αιτητή δημιούργησε προβλήματα γιατί δεν ήταν φανερό πλέον εναντίον ποιας πράξης στρεφόταν η προσφυγή του. Όπως φάνηκε από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, η αξίωση αυτή ουδέποτε τέθηκε στην Αστυνομία. Όμως έτσι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της παράλειψης της διοίκησης να ανταποκριθεί σε μία αξίωση η οποία ουδέποτε υποβλήθηκε σ’ αυτήν, ή εξαντλείται στην γενική, ασαφή και εν πολλοίς λανθασμένη διατύπωση της αίτησης για παράλειψη πληρωμής στον αιτητή 420 ωρών υπερωρίας αντί 715, η οποία όμως δεν προωθήθηκε ή αναλύθηκε στις γραπτές αγορεύσεις.

    Όπως έχει λεχθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου Α. Χριστοφόρου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, η λέξη «αιτήσεις» στο Άρθρο 29 του Συντάγματος το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα του πολίτη να τυγχάνει απάντησης από τη Διοίκηση μέσα σε 30 μέρες, έχει την έννοια του αιτήματος και όχι την έννοια των αιτήσεων που ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να υποβάλει στη Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.

    Ο αιτητής παρέλειψε να θέσει ενώπιον της Διοίκησης οποιαδήποτε σχετική αξίωση. Για πρώτη φορά ηγέρθη ένα τέτοιο θέμα με την αγόρευσή του στην παρούσα προσφυγή.

2. Η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων. Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα παράλειψης της Διοίκησης να ανταποκριθεί και συνεπώς η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

3. Η αξίωση του αιτητή πάσχει και στην ουσία της. Ο Νόμος 8/67, στον οποίο ο αιτητής βασίζεται, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Αντίθετα το θέμα διέπεται από τον Καν. 17(3) των περί  Αστυνομίας (Γενικών Κανονισμών) του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89, ο οποίος προβλέπει ότι θα εφαρμόζονται αντίστοιχες διατάξεις που αφορούν στην Δημόσιας Υπηρεσία. Ο Καν. 5(7) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1988, Κ.Δ.Π. 122/88, προβλέπει σαφώς ότι «σε περίπτωση που υπάλληλος ασθενήσει ενώ βρίσκεται με άδεια ανάπαυσης, η περίοδος της ασθένειάς του δεν υπολογίζεται ως άδεια ασθενείας, αλλά λογίζεται σε βάρος [*721]της άδειας ανάπαυσής του».

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 434.

Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379.

Κοινότης Λυσού και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η παράλειψη των Kαθ’ ων η αίτηση να καταβάλουν στον αιτητή αποζημίωση για υπερωρίες.

Α. Ιωάννου Κίτσιος, για τον Aιτητή.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Ο αιτητής ήταν μέλος της Αστυνομίας Κύπρου και υπηρετούσε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού μέχρι της αφυπηρέτησής του με το βαθμό του Υπαστυνόμου την 1.10.1994.  Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του εργάστηκε υπερωριακά για συνολική περίοδο 960 ωρών. Διεκδίκησε τα οφειλόμενα λόγω των υπερωριών και το αρμόδιο τμήμα της Αστυνομίας, όσο και ο Επίτροπος Διοικήσεως που σε κάποιο στάδιο επελήφθη σχετικού παραπόνου του αιτητή, κατέληξαν ότι εδικαιούτο στην παραχώρηση χρόνου ανάπαυσης 540 ωρών και στην καταβολή της ανάλογης αποζημίωσης για 420 ώρες. Οι 540 ώρες που του αναγνωρίστηκαν ως επιπρόσθετος χρόνος ανάπαυσης του παραχωρήθηκαν πριν την έναρξη της προαφυπηρετικής του άδειας.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αίτησή του, δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να παραλείψουν να του πληρώσουν 420 ώρες υπερωρίας αντί 715 είναι παράνομη και άκυρη. Παρ’ όλον ότι από την προφανώς εσφαλμένη αυτή διατύπωση δεν συνάγεται ακριβώς η αξίωση του αιτητή, θα προχωρήσω στην εξέτασή της.

[*722]Στην αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή περιόρισε την απαίτησή του στην καταβολή ουσιαστικά αποζημίωσης για υπερωρίες ανερχόμενες σε 45 συνολικά ημέρες, γιατί σύμφωνα με τον ισχυρισμό που δίδεται στην αγόρευση, κατά τη διάρκεια που ο αιτητής τελούσε υπό άδεια ανάπαυσης που του παραχωρήθηκε ως επιπρόσθετος χρόνος ανάπαυσης πριν την προαφυπηρετική του άδεια, ασθένησε.  Είναι η θέση του αιτητή ότι ο χρόνος της ασθένειας του, για την οποία όπως ισχυρίζεται διαθέτει και σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το χρόνο ανάπαυσής του και συνεπώς θα πρέπει να του καταβληθεί η ανάλογη αποζημίωση. Το επιχείρημά του αυτό βασίζεται στο άρθρο 6(1)(γ)(2) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.8/67, όπως αυτός τροποποιήθηκε.

Μεταξύ άλλων οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία η άρνηση των καθ’ ων η αίτηση να ικανοποιήσουν τον αιτητή είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και συνεπώς η προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης προσβλητέας σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Στις 18.12.1996 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης απαντώντας σε σχετική επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 13.11.1996, τον πληροφορεί ότι η αξίωση του αιτητή η οποία είχε διερευνηθεί και από τον Επίτροπο Διοικήσεως, είχε πλήρως ικανοποιηθεί στις 13.8.1996, οπότε και του καταβλήθηκε αποζημίωση που αντιστοιχούσε στις 420 ώρες υπερωριακής του απασχόλησης, δηλαδή καθαρό ποσό £1.205,51 σ.

Δεν είναι φανερό αν ο αιτητής προσβάλλει το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής. Η αμφιβολία ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο αιτητής στην αγόρευσή του τροποποίησε την αρχική του αξίωση και ουσιαστικά εισήγαγε μία νέα αξίωση που είναι η κατ’ ισχυρισμόν οφειλή για αποζημιώσεις για τις μέρες που ενώ τελούσε υπό ανάπαυση είχε ασθενήσει.

Η ξαφνική και τόσο ριζική αλλαγή της αξίωσης του αιτητή δημιουργεί προβλήματα γιατί δεν είναι πλέον φανερό εναντίον ποιάς πράξης στρέφεται η προσφυγή του. Όπως φαίνεται από τα ενώπιόν μου στοιχεία, η αξίωση αυτή ουδέποτε τέθηκε στην Αστυνομία. Όμως έτσι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της παράλειψης της διοίκησης να ανταποκριθεί σε μία αξίωση η οποία ουδέποτε υποβλήθηκε σ’ αυτήν, ή εξαντλείται στη γενική, ασαφή και εν πολλοίς λανθασμένη διατύπωση της αίτησης για παράλειψη πληρωμής στον αιτητή 420 ωρών υπερωρίας αντί 715, η οποία όμως δεν προ[*723]ωθήθηκε ή αναλύθηκε στις γραπτές αγορεύσεις.

Όπως έχει λεχθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορου Α. Χριστοφόρου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, η λέξη “αιτήσεις” στο Άρθρο 29 του Συντάγματος το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα του πολίτη να τυγχάνει απάντησης από τη Διοίκηση μέσα σε 30 μέρες, έχει την έννοια του αιτήματος και όχι την έννοια των αιτήσεων που ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να υποβάλει στη Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. 

Ο αιτητής παρέλειψε να θέσει ενώπιον της Διοίκησης οποιαδήποτε σχετική αξίωση. Για πρώτη φορά εγείρεται ένα τέτοιο θέμα με την αγόρευσή του στην παρούσα προσφυγή.

Η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων (Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379). Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία (βλέπε μεταξύ άλλων Κοινότης Λυσού και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537). Συνεπώς δεν τίθεται θέμα παράλειψης της Διοίκησης να ανταποκριθεί και συνεπώς η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω όμως η αξίωση του αιτητή πάσχει και στην ουσία της. Ο Νόμος 8/67, στον οποίο ο αιτητής βασίζεται, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Αντίθετα το θέμα διέπεται από τον Καν. 17(3) των περί Αστυνομίας (Γενικών Κανονισμών) του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89, ο οποίος προβλέπει ότι “όταν μέλος της Δύναμης παραμένει σε καθήκον μετά το πέρας της φάσης του καθήκοντος, θα χορηγείται σ’ αυτό υπερωριακό επίδομα ή ανάλογος χρόνος ανάπαυσης, όπως στην περίπτωση των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας”. Ανατρέχοντας στο τι ισχύει για τα μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας βλέπουμε ότι ο Καν. 5(7) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1988, Κ.Δ.Π. 122/88, προβλέπει σαφώς ότι “σε περίπτωση που υπάλληλος ασθενήσει ενώ βρίσκεται με άδεια ανάπαυσης, η περίοδος της ασθένειάς του δεν υπολογίζεται ως άδεια ασθένειας, αλλά λογίζεται σε βάρος της άδειας ανάπαυσής του”.

Η Κ.Δ.Π. 122/88 ισχύει παρά το γεγονός ότι ο νόμος βάσει του οποίου εκδόθηκε, ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1967,  Ν.33/67, έχει αντικατασταθεί από τον νέο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, Ν.1/90, γιατί στην επιφύλαξη του άρθρου 87 του Νό[*724]μου 1/90 προνοείται σαφώς ότι μέχρις ότου εκδοθούν κανονισμοί για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου οποιοιδήποτε κανονισμοί ή διοικητικές πράξεις, οι Γενικές Διατάξεις και διοικητικές οδηγίες που περιέχονται σ’ εγκυκλίους ή αλλού, καθώς και η υφιστάμενη τακτική αναφορικά με τη δημόσια υπηρεσία και τους δημόσιους υπαλλήλους θα εξακολουθούν να ισχύουν σε όση έκταση δεν αντίκεινται προς τις διατάξεις του Νόμου 1/90.

Εν όψει της σαφούς αυτής διατύπωσης δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω εξέτασης της προσφυγής του αιτητή η οποία θα πρέπει να απορριφθεί. 

Απέφυγα να ασχοληθώ με το ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη επιστολή είναι πληροφοριακού χαρακτήρα ή εκτελεστή διοικητική πράξη, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι η αξίωση πλέον του αιτητή δεν πηγάζει από την επιστολή αυτή, αλλά από μια ανύπαρκτη πράξη της Διοίκησης ή καλύτερα από την παράλειψη ανταπόκρισής της σε μια αξίωση που ποτέ δεν τέθηκε ενώπιόν της.

Αν όμως ήμουν αναγκασμένος να απαντήσω το ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη επιστολή είναι πληροφοριακού χαρακτήρα θα έλεγα ότι η απάντησή μου θα ήταν καταφατική, αφού στη συγκεκριμένη επιστολή ουσιαστικά επιβεβαιώνεται η προηγούμενη πράξη της Διοίκησης που έχει υλοποιηθεί μάλιστα και με το δελτίο πληρωμής.  Ο αιτητής κανένα άμεσο στοιχείο δεν είχε θέσει ενώπιον της Διοίκησης που να δικαιολογείται επανεξέταση της αίτησής του.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο