(1998) 4 ΑΑΔ 800
[*800]18 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 682/96)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ Α. ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ,
Aιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 723/96)
MANΩΛHΣ ΦIΛIΠΠIΔHΣ,
Aιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 725/96)
ΔHMHTPHΣ A. ΘEOΦYΛAKTOY,
Aιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση,
(Yποθέσεις Aρ. 682/96, 723/96, 725/96)
[*801]Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Tο απαράδεκτο της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας επί του ιδίου θέματος ― Περιπτώσεις συνδρομής του στην εξετασθείσα υπόθεση.
Δημόσιοι Yπάλληλοι ―�Διορισμοί ―�Πιστοποιητικά που υποβάλλονται προς υποστήριξη αιτήσεων για διορισμό ― H ανάγκη να είναι πιστοποιημένα εφόσον είναι αντίγραφα ― Περιστάσεις παραβάσεων στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες ―�Ειδικά το θέμα της πιστοποίησης εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας.
Δημόσιοι Yπάλληλοι ― Διορισμοί ― Tο προσόν της γνώσεως γλώσσας ―�Πώς εξετάζεται η κατοχή του ― Γραπτές και προφορικές εξετάσεις ― H κριθείσα περίπτωση πλήρωσης θέσεων Aκολούθου, Eξωτερικές Yπηρεσίες.
Δημόσιοι Yπάλληλοι ― Διορισμοί ―�H γνώμη του Διευθυντή Tμήματος για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν είναι στοιχείο που μπορεί νομίμως να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο κρίσεως από την EΔY κατά τη σύγκριση των υποψηφίων.
Oι αιτητές προσέβαλαν το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών ως Aκολούθων, (Eξωτερικές Yπηρεσίες).
Tο Aνώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. O πρώτος αιτητής ουσιαστικά, αναπόφευκτα επικαλείται τη δική του επιτυχία για να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του, που προϋποθέτει κατοχή όλων των απαιτούμενων προσόντων, και από την άλλη θέτει θέμα παραμερισμού, στην πραγματικότητα, του αποτελέσματος του γραπτού διαγωνισμού ως προς τις δυο γλώσσες. Tο απαράδεκτο της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας επί του ίδιου θέματος είναι δεδομένο από τη νομολογία.
2. Ο αιτητής στην 682/96 επισημαίνει πως όλα τα πιστοποιητικά σπουδών που κατατέθηκαν από όλους τους υποψήφιους με δυο εξαιρέσεις, ήταν μή πιστοποιημένα αντίγραφα. Εγείρει, επομένως, ζήτημα έρευνας σε σχέση με τη διαπίστωση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων και, όπου υπήρχαν, των επιπρόσθετων.
Υπάρχει πράγματι σοβαρό ζήτημα αρχής. Η Σ.Ε. και η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια δεν αναφέρθηκαν στο θέμα. Όσα είχε τονίσει η Ε.Δ.Υ. προς τον Πρόεδρο της Σ.Ε. αλλά και η ίδια η πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας παραγνωρίστηκαν. Ανοχή τέτοιας κατάστασης θα οδηγούσε σε [*802]εξάρτηση της ουσιώδους διαπίστωσης ως προς τα προσόντα από παράγοντες αντικειμενικά ανεπίδεκτους ελέγχου. Στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας σε σχέση με όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην 682/96, με την πιο κάτω εξαίρεση: Του Γιάγκου ο οποίος παρουσίασε πιστοποιημένα αντίγραφα όλων των πιστοποιητικών που επισύναψε στην αίτησή του. Η Χριστοδουλίδου παρουσίασε πιστοποιημένο αντίγραφο του μεταπτυχιακού της, και αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν αρκετό για την ικανοποίηση του σχεδίου υπηρεσίας ως προς το βασικό προσόν (βλ. τους περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1995 Σ.Υ. 11/95) αλλά συνυπολογίστηκε και το πρώτο της πτυχίο.
Ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπηρετούν στη δημόσια υπηρεσία και ως προς ορισμένους τέθηκαν ενώπιoν του Δικαστηρίου τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων που κατείχαν. Ο Ιγνατίου αναφέρεται ως Τελωνειακός Λειτουργός 2ης τάξης, το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δημιουργεί τεκμήριο κατοχής του βασικού προσόντος αλλά φαίνεται στο φάκελο του πως ο διορισμός του σ’ αυτή τη θέση είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η Ε.Δ.Υ. τον περιέλαβε στους δημόσιους υπαλλήλους στο πρακτικό της ημερομηνίας 28.5.96 αλλά χωρίς εξειδίκευση. Πρέπει να ερευνηθεί λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση το θέμα. Η Μάρκου υπηρετούσε ως Τελωνειακός Λειτουργός 2ης τάξης αλλά το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης εκείνης αρκείτο και σε ακαδημαϊκά προσόντα υποδεέστερα των απαιτούμενων στην παρούσα περίπτωση. Ο Ν. Νικολάου υπηρετούσε ως Μετεωρολογικός Βοηθός αλλά δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, ούτε, ας σημειωθεί, προβλήθηκε ισχυρισμός είτε γι’ αυτόν είτε για οποιονδήποτε άλλο ότι η παράλειψη κατάθεσης πιστοποιητικών σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας χάνει τη σημασία της για οποιοδήποτε λόγο.
Ο αιτητής στην 682/96 δεν προσβάλλει το διορισμό του Τηλεμάχου και οι αιτητές στις άλλες προσφυγές δεν εγείρουν τέτοιο θέμα. Εν πάση περιπτώσει ο Τηλεμάχου υπηρετούσε ως Λειτουργός Δημοσίων Σχέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων και με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης φαίνεται να υπάρχει τεκμήριο κατοχής πανεπιστημιακού τίτλου ή διπλώματος. Στοιχειοθετούνται και άλλοι λόγοι ακυρότητας που εκτείνονται σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ανεμένεται, επομένως, πως η ΕΔΥ θα στρέψει την προσοχή της σφαιρικά στο θέμα κατά την επανεξέταση.
3. Ο αιτητής στην 682/96 εγείρει και ζήτημα ως προς την τεκμηρίωση της εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας από ορισμένους από τους άρρενες υποψήφιους, που δεν παρουσίασαν σχετικά πιστοποιητικά. [*803](Ν. Νικολάου, Βρυωνίδης, Ιγνατίου, Κούρος, Σομακιάν, Στιβαρός). Ας σημειωθεί όμως, πως και όσοι επεσύναψαν, περιορίστηκαν, πάντα με εξαίρεση τον Γιάγκου, σε μή πιστοποιημένα αντίγραφα. Ούτε στην αίτηση του αιτητή στην 682/96 υπάρχει επισυνημμένο τέτοιο πιστοποιητικό. Στην αγόρευσή του επισύναψε φωτοαντίγραφο με τον ισχυρισμό πως είχε υποβάλει το πρωτότυπο.
4. Δεν είναι απλώς το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Kούρος εξασφάλισε τον κατώτερο από τους βαθμούς επιτυχίας. Αυτό το πιστοποιητικό το εξασφάλισε περίπου 15 χρόνια προηγουμένως και ο ίδιος δεν δήλωσε στην αίτησή του ότι γνώριζε τα γερμανικά σε οποιονδήποτε βαθμό. Ενώ, βέβαια, είχε στρέψει την προσοχή του στο θέμα αφού δήλωσε κατώτερου επιπέδου (μέτρια) γνώση της γαλλικής. Η έρευνα που διεξάχθηκε ήταν ουσιωδώς ελλιπής και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
5. Σε περισσότερες από μια περιπτώσεις, κατά τη σύγκριση όλων των υποψηφίων αλλά και κατά την ιδιαίτερη σύγκριση ορισμένων, η Ε.Δ.Υ. ρητά αναφέρθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις με έμφαση, στην εντύπωση που σχημάτισε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών για την απόδοσή τους στις συνεντεύξεις. Συμφωνούν όλοι πως δεν ήταν νόμιμο στοιχείο κρίσης η γνώμη του. (βλ. συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145. Είναι η άποψη των ενδιαφερομένων προσώπων πως η Ε.Δ.Υ. απλώς τη χρησιμοποίησε, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, για να βοηθηθεί σε σχέση με τη διαμόρφωση της δικής της εκτίμησης. Τα πρακτικά δεν παρέχουν περιθώριο για τέτοια αντίκρυση. Η εντύπωση που σχημάτισε ο Γενικός Διευθυντής σαφώς εντάχθηκε στα στοιχεία κρίσης.
6. Κατά την επιλογή που έγινε στις 29.4.96 η Ε.Δ.Υ. δεν αναφέρθηκε στα αποτέλεσματα του γραπτού διαγωνισμού και οι αιτητές που είχαν αποδώσει καλύτερα από ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, παραπονούνται πως παραγνωρίστηκε ασφαλές και αναλλοίωτο κριτήριο. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και βέβαια οι καθ’ ων η αίτηση, ισχυρίζονται πως η Ε.Δ.Υ. μπορούσε αλλά δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη το αποτέλεσμα του γραπτού διαγωνισμού. Και επικαλέστηκαν την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Christoudhias σύμφωνα με την οποία, ο συγκεκριμένος γραπτός διαγωνισμός είναι διαγωνισμός πρόκρισης και όχι ανταγωνιστικός. Εισηγούνται πως η εμφανής πράγματι απόφαση της ΕΔΥ να μή χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού ως στοιχείο κρίσης, ήταν νόμιμη. Όμως κατά την επιλογή του Ιγνατίου στις 24.5.96 η Ε.Δ.Υ. συμπεριέλαβε ρητά στα στοιχεία κρίσης και τα αποτελέσματα της “γραπτής εξέτασης”. Ανε[*804]ξάρτητα από το νομικό ζήτημα που εγέρθηκε και πάνω στη βάση της αντίληψης των ενδιαφερομένων προσώπων και των καθ’ ων η αίτηση, προκύπτει ανακολουθία από την ανομοιόμορφη προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. ως προς τα στοιχεία κρίσης.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384,
Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050,
Dometakis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1673,
I. & Α. Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2385,
Σαββίδης v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249,
Μιλτιάδους και Άλλος v. Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1808,
Αποστόλου v. Α.ΤΗ.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 430,
Κουππάρης v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 500,
Αναστασίου v. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2440,
Ανδρέας Ηρακλέους Ηλεκτρικαί Εγκαταστάσεις Λτδ v. Α.Η.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2884,
Καπετάνιου κ.ά. v. Α.Η.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 210,
Goody’s Evagorou Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 4 A.A.Δ. 512,
Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,
Δημοκρατία v. Ιερονυμίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,
Republic v. Christoudhias (1986) 3 C.L.R. 858,
Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4499,
Tσαγγαρίδης v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 950,
[*805]Λοϊζίδης v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1996) 4 Α.Α.Δ. 2205,
Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.
Προσφυγές.
Συνεκδικαζόμενες προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Aκόλουθου Eξωτερικές Yπηρεσίες αντί των αιτητών.
Ο Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 682/96 προσωπικά.
Α. Ευσταθίου, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 723/96.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 725/96.
Π. Kληρίδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.
A. Kωνσταντίνου, για όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και ως προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 11 στην Υπόθεση Αρ. 682/96 με την K. Στιβαρού.
Cur. adv. vult.
KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 29.4.96 επελέγησαν για διορισμό στη θέση του Ακόλουθου (Τακτικός Προϋπολογισμός) Εξωτερικές Υπηρεσίες οι Βρυωνίδης Ευαγόρας, Γιάγκου Χρίστος, Καμμίτση Ιφιγένεια, Κούρος Κυριάκος, Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρα, Νικολάου Νίκος, Οικονόμου Ελπιδοφόρος, Παναγιώτου Ανδρέας, Σομακιάν Μανούκ, Στιβαρός Περικλής, Τηλεμάχου Λούης, ΧατζηΑργυρού (Χατζής) Δημήτρης, Χριστοδουλίδου Χάρις. Η Ιφιγένεια Καμμίτση δεν αποδέχθηκε την προσφορά και με νέα απόφαση ημερομηνίας 24.5.96 επελέγη ο Ανδρέας Ιγνατίου. Προσβάλλεται ο διορισμός και των 13 ως εξής: Με την προσφυγή 682/96 όλων, πλήν του Λ. Τηλεμάχου. Με τις προσφυγές 723/96 και 725/96 όλων πλήν του Μ. Σομακιάν και Π. Στιβαρού. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν.
Ο αιτητής στην 682/96 είναι δικηγόρος και χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεσή του. Καταχωρίστηκαν πολυσέλιδες αγορεύσεις και εγέρθηκε πληθώρα σημείων που καλύπτουν ολόκληρη τη διαδικασία επιλογής από την αρχή μέχρι το τέλος. Επίσης, την κάθε λεπτομέρεια των στοιχείων των φακέλων των υποψηφίων και τις προσεγγίσεις ως προς αυ[*806]τά της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) και της Ε.Δ.Υ. Σημειώνω πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν κατεχώρισαν ξεχωριστή αγόρευση αλλά υιοθέτησαν εκείνη των ενδιαφερομένων προσώπων.
Η μελέτη, η ταξινόμηση των θεμάτων και ο έλεγχος των φακέλλων απαίτησαν χρόνο. Τώρα θα αποφύγω οποιαδήποτε άλλα εισαγωγικά για να ασχοληθώ κατ’ ευθείαν με τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν.
Ο ειδικός γραπτός διαγωνισμός
Η θέση είναι πρώτου διορισμού και το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί και άριστη γνώση της ελληνικής ή τούρκικης γλώσσας και πολύ καλή γνώση της αγγλικής. Για υποψηφίους όμως των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο ελληνικού σχολείου μέσης εκπαίδευσης και οι οποίοι, δυνάμει του άρθρου 2(3) του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην ελληνική κοινότητα, το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί μόνο καλή γνώση της ελληνικής νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Αυτή η ειδική πρόνοια αποκτά σημασία στην περίπτωση του Μ. Σομακιάν και θα δούμε το θέμα που εγείρεται στη συνέχεια. Σημειώνω τώρα και την επιπρόσθετη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας με την οποία προσδιορίζεται ως απαιτούμενο προσόν, και “η επιτυχία σε ειδικό γραπτό διαγωνισμό που θα διεξαχθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών”.
Τα αφορώντα στον ειδικό διαγωνισμό ρυθμίζονται από τους περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Διαγωνισμοί) Κανονισμούς του 1970, Κ.Δ.Π. 344/70. Ορίζεται πως θα διεξάγεται “υπό εξεταστικής επιτροπής συνισταμένης εκ τριών προσώπων διοριζομένων επί τούτω υπό του Υπουργού Εξωτερικών”. Αυτά πρέπει να είναι “ανωτέρου βαθμού ή τα εξεταζόμενα πρόσωπα”. O Yπουργός Εξωτερικών διόρισε ως μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής ένα πρέσβη, ένα πληρεξούσιο Υπουργό και ένα Γραμματέα Α΄ και ο αιτητής στην προσφυγή 682/96 θέτει θέμα ως προς τη δυνατότητά τους να αξιολογήσουν και να βαθμολογήσουν γραπτά προς διαπίστωση του βαθμού γνώσης της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας. Όπως επεξηγείται, δεν αμφισβητείται η δική τους γνώση των γλωσσών αυτών αλλά κυρίως η δυνατότητά τους να εντοπίζουν λάθη και να προσδίδουν σ’ αυτά τη δέουσα βαρύτητα.
Ο Κανονισμός που διέπει το θέμα σαφώς παραπέμπει σε μέλη της δημόσιας υπηρεσίας (να είναι “ανώτερου βαθμού ή τα εξεταζόμενα πρόσωπα) και ο διορισμός έγινε νομοτύπως στο πλαίσιο της εξουσιοδότησης που παρέχεται. Εν πάση περιπτώσει είχε και ο αιτητής επιτύχει [*807]στο γραπτό διαγωνισμό και, ουσιαστικά, αναπόφευκτα επικαλείται τη δική του επιτυχία για να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του, που προϋποθέτει κατοχή όλων των απαιτούμενων προσόντων, και από την άλλη θέτει θέμα παραμερισμού, στην πραγματικότητα, του αποτελέσματος του γραπτού διαγωνισμού ως προς τις δυο γλώσσες. Ας σημειωθεί πως, όπως είχε καθοριστεί, χρειαζόταν βαθμολογία τουλάχιστον 50% σε κάθε ενότητα για να θεωρηθεί ότι υποψήφιος πέτυχε στο γραπτό διαγωνισμό. Για το απαράδεκτο της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας επί του ίδιου θέματος σχετικές είναι οι υποθέσεις Platis ν. Republic (1978) 3 C.L.R. 384, Ekklisia tou Theou v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1050, Dometakis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1673, I. & Α. Philippou v. Republic (1989) 3 Α.Α.Δ. 2385, Σαββίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249, Ανδρέας Μιλτιάδους και Άλλος ν. Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1808, Χρήστος Αποστόλου ν. Α.ΤΗ.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 430, Δημήτρης Κουππάρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 500, Αντώνης Αναστασίου ν. ΚΟΤ (1996) 4 Α.Α.Δ. 2440, Ανδρέας Ηρακλέους Ηλεκτρικαί Εγκαταστάσεις Λτδ ν. Α.Η.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2884, Γιώργος Καπετάνιου κ.ά. ν. Α.Η.Κ. (1997) 4 Α.Α.Δ. 210, Goody’s Evagorou Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 A.A.Δ. 512.
Έχει εγερθεί από τον αιτητή στην 682/96 ειδικό ζήτημα σε σχέση με τον Μ. Σομακιάν και θα το εξετάσω τώρα. Ο διαγωνισμός κάλυπτε τρεις ενότητες. Η πρώτη υποδιαιρείτο στην έκθεση ιδεών και στην ιστορία της Κύπρου. Η δεύτερη υποδιαιρείτο στην οικονομία της Κύπρου, στη διπλωματική ιστορία, στις διεθνείς σχέσεις και στις γενικές γνώσεις. Η τρίτη αφορούσε στα αγγλικά. Ο Μ. Σομακιάν χρησιμοποίησε την αγγλική γλώσσα για την ιστορία και τη δεύτερη ενότητα και, κατά τον αιτητή, το γραπτό του στην ανάλογη έκταση, είναι άκυρο. Παρά το ότι, όπως σημειώνει σε άλλο σημείο της αγόρευσής του, “τα ελληνικά δεν είναι η μητρική του γλώσσα”. Επικαλέστηκε πληροφόρηση άλλου υποψηφίου, σε άλλη μεταγενέστερη διαδικασία, από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών πως για κάθε θέμα θα πρέπει να χρησιμοποιείται η γλώσσα στην οποία αυτό διατυπώνεται. Η Κ.Δ.Π. 344/70 ρυθμίζει το θέμα. Στην παράγραφο 3 ορίζεται πως “ο διαγωνισμός δέον να διεξάγεται εις οιανδήποτε των γλωσσών η γνώσις της οποίας προβλέπεται υπό των βασικών Κανονισμών ως εν των προσόντων του διορισμού ή προαγωγής”. Στην απουσία άλλης εξειδίκευσης ή προσδιορισμού σε σχέση με το συγκεκριμένο διαγωνισμό, το επιχείρημα δεν ευσταθεί.
Είχαν υποβληθεί 320 υποψηφιότητες. Η Σ.Ε. έκρινε πως 49 υποψήφιοι δεν είχαν τα απαιτούμενα προσόντα και κλήθηκαν για συμ[*808]μετοχή στο γραπτό διαγωνισμό οι υπόλοιποι. Συμμετέσχαν 70 στην πρώτη ενότητα και 67 στις άλλες. Πέτυχαν οι 35, κλήθηκαν από την Σ.Ε. σε προφορική εξέταση, προσήλθαν οι 34 και η Σ.Ε. τους σύστησε όλους. Δεν περιλαμβάνονταν σ’ αυτούς ο αιτητής στην 682/96 και ακόμα ένας αφού δεν είχαν συμμετάσχει στο γραπτό διαγωνισμό. Η ΕΔΥ διαφώνησε με τη Σ.Ε. ως προς το ζήτημα των προσόντων και των προαπαιτούμενων αναφορικά με 13 απο τους υποψήφιους και αποφάσισε τη διεξαγωγή δεύτερου γραπτού διαγωνισμού γι’ αυτούς. Επίσης για τον αιτητή στην 682/96 και ακόμα ένα υποψήφιο που με παραστάσεις τους έθεσαν θέμα ως προς τη λήψη της ειδοποίησης για το γραπτό διαγωνισμό. Είδαμε ότι ο αιτητής στην 682/96 κρίθηκε ως επιτυχών και, μαζί με τους υπόλοιπους του τελικού καταλόγου όπως τον κατάρτισε η ΕΔΥ, συμμετέσχε στην περαιτέρω διαδικασία.
Ο αιτητής στην 682/96 πρόβαλε τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
1. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Βρυωνίδης, Ιγνατίου, Μάρκου και Παναγιώτου έπρεπε να αποκλειστούν εξαρχής και να μην κληθούν στο γραπτό διαγωνισμό εξ αιτίας της χαμηλής, όπως την εκτιμά ο ίδιος, απόδοσή τους στο λύκειο στο μάθημα των Νέων Ελληνικών. Το ίδιο και ο ΧατζηΑργυρού επειδή έζησε πολλά χρόνια στο εξωτερικό και σπούδασε σε αγγλικά σχολεία και πανεπιστήμια.
2. Η επιτυχία στο γραπτό διαγωνισμό δεν ήταν αρκετή. Χρειαζόταν και έρευνα ως προς τη γνώση του προφορικού λόγου όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317. Η προφορική εξέταση ενώπιον της Σ.Ε. δεν στόχευε σ’ αυτό και, πάντως, οι εντυπώσεις της Σ.Ε. δεν τεκμηριώνουν την απαιτούμενη γνώση αφού, μάλιστα, “κανένας δεν εξετάστηκε προφορικά στα αγγλικά με εξαίρεση το Ε/Μ Μ. Σομακιάν το οποίο βαθμολογήθηκε από τη Σ.Ε. με Άριστα.”.
3. Τίθεται ιδιαίτερο ζήτημα ως προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ιγνατίου, ΧατζηΑργυρού, Στιβαρό, Κούρο και Σομακιάν. Ο αιτητής έλεγξε τα γραπτά τους και, ως προς τα ελληνικά, επισημαίνει ορθογραφικά λάθη (Ιγνατίου) και λάθη στη χρήση των σημείων στίξης (ΧατζηΑργυρού και Στιβαρός). Ο Κούρος δήλωσε στην αίτησή του πολύ καλή γνώση της ελληνικής και ο Σομακιάν καλή το δε γραπτό του τελευταίου περιέχει σωρεία λαθών. Ως προς τα αγγλικά διαπιστώνει λάθη στο γραπτό των Μάρκου και Ιγνατίου και αποδίδει στο Ν. Νικολάου δήλωση [*809]στην αίτησή του πως είχε μόνο καλή γνώση της αγγλικής. Ενώ ο Κούρος παρουσίασε πιστοποιητικό σύμφωνα με το οποίο κατά το αρχικό στάδιο των σπουδών του αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες στα αγγλικά, ως προς τον γραπτό λόγο.
4. Ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα συγκέντρωσαν στα αγγλικά βαθμολογία από 50 μέχρι 70. Η Σ.Ε. καθιέρωσε κλίμακα αξιολόγησης σύμφωνα με την οποία η κρίση “πολύ καλή” προϋποθέτει βαθμολογία από 71 μέχρι 80. Επομένως, δεν ήταν επιτρεπτό να θεωρηθεί ότι είχαν το προσόν. Επικαλέστηκε επ’ αυτού την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μάριου Ιερονυμίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 286.
Η Ε.Δ.Υ., με επιστολή της προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, ως Πρόεδρο της Σ.Ε., μεταξύ άλλων τόνισε την ανάγκη για τεκμηρίωση και έλεγχο σε σχέση με την κατοχή των ακαδημαϊκών και των άλλων απαιτήσεων του σχεδίου υπηρεσίας. Στις 18.9.95 η Ε.Δ.Υ. διαπίστωσε πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τη Σ.Ε. “δεν ήταν η ενδεδειγμένη και οι παραλείψεις που παρατηρήθηκαν ήταν σημαντικές και καθοριστικές για το αποτέλεσμα της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων”. Μεταξύ τους και το γεγονός ότι η Σ.Ε. “δεν αναφέρει ο,τιδήποτε στην έκθεσή της σε σχέση με την απαίτηση της παρ. 3(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, αναφορικά με την κατοχή από τους υποψηφίους της άριστης γνώσης της ελληνικής και της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας”. Παρέπεμψε το θέμα στη Σ.Ε. για επανεξέταση όσων επισημάνθηκαν για να επανέλθει με συμπληρωματή έκθεση. Ο Γενικός Διευθυντής απευθύνθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα για γνωμάτευση ενόψει πρακτικών δυσκολιών που προέκυπταν. Άλλαξε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών και δεν ήταν δυνατή πλέον η ανασυγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με την ίδια σύνθεση. Αλλά και να ήταν δυνατή, σύμφωνα με τη συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα, δεν θα έπρεπε να επιχειρηθεί αφού αυτή θα δημιουργούσε πραγματικά δυσεπίλυτα αν όχι ανυπέρβλητα προβλήματα. Δεν ενδεικνυόταν ούτε η ανασυγκρότηση της Σ.Ε. ούτε η εκ νέου εξέταση του θέματος από Σ.Ε. Επομένως, οι φάκελοι θα έπρεπε να επιστραφούν στην ΕΔΥ ούτως ώστε η τελευταία “να επιληφθεί του θέματος, ως το αρμόδιο αποφασίζον όργανο”.
Θα αναφερθώ τώρα στο χειρισμό της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τα προσόντα που εξειδικεύονται στις πιο πάνω εισηγήσεις του αιτητή στην 682/96. Με συμπληρωμένη πλέον τη διαδικασία και του δεύτερου γραπτού διαγωνισμού, η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με το ζήτημα της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας. Έκρινε ως εξής:
[*810]“Η Επιτροπή, με βάση το περιεχόμενο των παρ. (2) και (4) του Καν. 3 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Διαγωνισμοί) Κανονισμών του 1970, την αναφορά της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην έκθεσή της ότι στόχος του ειδικού γραπτού διαγωνισμού δεν ήταν μόνο η διαμόρφωση γνώμης για την ικανότητα και καταλληλότητα των υποψηφίων να ασκήσουν τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της υπό πλήρωση θέσης αλλά και η διακρίβωση της κατοχής των προσόντων που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, το περιεχόμενο και επίπεδο του διαγωνισμού, καθώς και όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε ότι όλοι οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο καθώς και οι δύο υποψήφιοι που αποφασίστηκε να συμπεριληφθούν στον τελικό κατάλογο κατά τον καταρτισμό του, κατέχουν άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής όπως απαιτείται στην παρ. 3(β) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας”.
Ερωτά τώρα ο αιτητής στην 682/96 πως εκείνο που θεωρήθηκε ανεπαρκές στο τέλος κρίθηκε επαρκές και θέτει ζήτημα ως προς την αιτιολόγηση της έκθεσης της Σ.Ε. και την εν γένει συμμόρφωση προς το άρθρο 33(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε).
Σύμφωνα με την παράγραφο 3(2) της Κ.Δ.Π. 344/70 ο ειδικός διαγωνισμός
“θα διεξάγηται εγγράφως και προφορικώς επί θεμάτων σχετιζομένων προς τας αρμοδιότητας της θέσεως εις ην πρόκειται να γίνη ο διορισμός ή προαγωγή”.
Προβλέπεται επίσης πως
“Μεταξύ των θεμάτων τούτων δέον απαραιτήτως να περιλαμβάνωνται θέματα αφορώντα εις την υπό των βασικών Κανονισμών προαπαιτουμένην γνώσιν ωρισμένων γλωσσών και πολιτικών, οικονομικών και διεθνών πραγμάτων, και εν περιπτώσει καθ’ ην απαιτείται ως προσόν ή δακτυλογράφησις δέον να γίνεται δοκιμασία ως προς τας ικανότητας του υποψηφίου ως προβλέπεται εις τους βασικούς Κανονισμούς.”
Τα σχέδια υπηρεσίας για θέσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών περιέχονται, ως μέρος τους, στους περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Απαιτούμενα Προσόντα Διορισμού ή Προαγωγής, Καθήκοντα και Αρμοδιότητες Εκάστης Θέσεως) (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 1966, όπως τροποποιήθηκαν.
[*811]Με την Κ.Δ.Π. 151/80 που περιέχει (§ 7) τα αναφερόμενα στη θέση του Ακόλουθου, προβλέπεται ως απαιτούμενο προσόν “επιτυχία εις ειδικόν γραπτόν διαγωνισμόν, διεξαχθησόμενον υπό του Υπουργείου Εξωτερικών”. Αυτή η νεώτερη ειδική ρύθμιση, κατά την εισήγηση των ενδιαφερομένων προσώπων και των καθ’ ων η αίτηση διαγράφει τη γενική απαίτηση να διεξάγεται και προφορικά ο διαγωνισμός. Με επενέργεια και σε σχέση με την απόφαση της Ολομέλειας την υπόθεση Χατζηγιάννη (ανωτέρω) πως “είναι επιβεβαιωμένο από τη νομολογία πως το ζητούμενο προσόν, και στο βαθμό που προσδιορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας, γνώσεως ξένης γλώσσας, απαιτεί ανάλογη κατοχή του γραπτού και προφορικού της λόγου”. Σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με την εισήγηση, ο κανονισμός αρκείται σε γνώση όπως αυτή μπορεί να διακριβωθεί από γραπτό διαγωνισμό και η αναζήτηση γνώσης και ως προς τον προφορικό λόγο δεν είναι απαραίτητη. Βλέπω τη λογική αυτής της τοποθέτησης αλλά προέχει το ζήτημα της νομιμοποίησης του αιτητή να προβάλλει τον ισχυρισμό. Ούτε ως προς εκείνον έγινε έρευνα αναφορικά με τον προφορικό λόγο και όσα σημείωσα για το απαράδεκτο της επιδοκιμασίας και της αποδοκιμασίας ισχύουν και επί του προκειμένου. Σημειώνω πως ο ισχυρισμός του αιτητή ήταν γενικός και κάλυπτε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και εκείνα δηλαδή που είχαν πτυχία από αγγλόφωνα πανεπιστήμια, όπως και ο ίδιος.
Είναι γεγονός πως δεν αναφέρθηκε η Σ.Ε. ρητά στο ζήτημα των προσόντων των υποψηφίων. Δεν εξάγεται όμως πως δεν την απασχόλησε το θέμα. Αντίθετα, είδαμε ότι εξαρχής απέκλεισε αριθμό υποψηφίων για διάφορους λόγους σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα. Εκείνο που συνάγεται είναι πως θεώρησε την επιτυχία στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό ως αρκετή. Και με ρητή αναφορά σ’ αυτόν, θεώρησε και η Ε.Δ.Υ. τους υποψηφίους ως προσοντούχους αναφορικά με τις απαιτούμενες γλώσσες. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν ήταν εύλογα επιτρεπτή αυτή η αντίληψη και δεν νομίζω ότι τίθεται ζήτημα ενόψει των παρατηρήσεων της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την έκθεση της Σ.Ε. Δεν υπάρχει αντίφαση στο χειρισμό που έκαμε η Ε.Δ.Υ.. Δεν αναίρεσε τις παρατηρήσεις της αλλά εκτίμησε τα στοιχεία όπως, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν το καθήκον της. Ούτε νομίζω ότι δικαιούται ο αιτητής στην 682/96 να προβάλλει παραλείψεις στη Σ.Ε. για ελλιπή αιτιολόγηση ή για μή αναφορά στο θέμα των γλωσσών. Ο ίδιος κρίθηκε ως γενικά προσοντούχος από την Ε.Δ.Υ. κατ’ ευθείαν χωρίς να περάσει μέσα από τη διαδικασία της Σ.Ε., για το λόγο που εξήγησα. Είναι αντινομικό να επικαλείται ο αιτητής παραλείψεις στην έκθεση της Σ.Ε. όταν ο ίδιος κρίθηκε προσοντούχος, εγκύρως βέβαια κατά τη θέση του, χωρίς να συμμετάσχει καθόλου στη διαδικασία της Σ.Ε.
[*812]Στην υπόθεση Republic v. Christoudhias (1986) 3 C.L.R. 858, αναφέρθηκε ότι ο συγκεκριμένος διαγωνισμός δεν είναι ανταγωνιστικός (competitive) αλλά πρόκρισης (qualifying), για να διαπιστώνεται ποιοί από τους υποψήφιους κατέχουν το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο γνώσης στα εξεταζόμενα θέματα. Στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Μ. Ιερωνυμίδη (ανωτέρω) η Ολομέλεια συζήτησε θέματα σε σχέση με τη βαθμολογία που απαιτείται ως προϋπόθεση επιτυχίας σε όμοιο διαγωνισμό ως ξεχωριστό αυτοτελές προσόν αλλά και ως μέσο για τη διακρίβωση της κατοχής της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής. Ως προς το πρώτο, κρίθηκε πως γενική βαθμολογία 50/100 αρκούσε. Ως προς το δευτερο, εξετάστηκε ειδικά η βαθμολογία στο θέμα των αγγλικών. Αποφασίστηκε πως υποψήφιος που βαθμολογήθηκε με 30 από 100 στη γραπτή εξέταση, ακόμα και αν η απόδοση του στην προφορική εξέταση ήταν άριστη, δεν ικανοποιούσε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής. Είχε επίσης παρατηρηθεί πως θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί άλλος ξεχωριστός διαγωνισμός ως προς την αγγλική γλώσσα αλλά δεν ήταν με αναφορά σ’ αυτό το θέμα που λήφθηκε η απόφαση ούτε εγείρεται τέτοιο θέμα στην παρούσα διαδικασία. Επισημαίνουν συναφώς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα πως ρητά η Κ.Δ.Π. 344/70 προβλέπει πως μεταξύ των θεμάτων του ειδικού γραπτού διαγωνισμού “δέον απαραιτήτως να περιλαμβάνωνται θέματα αφορώντα εις την υπό των βασικών Κανονισμών προαπαιτουμένην γνώσιν ωρισμένων γλωσσών”.
Στην παρούσα υπόθεση τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (στην ειδική περίπτωση του Μ. Σομακιάν θα αναφερθώ χωριστά) πέτυχαν στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό αφού συγκέντρωσαν μέση γενική βαθμολογία από 60 - 88 και εξασφάλισαν βαθμολογία πέραν του ορίου του 50% που καθορίστηκε από την εξεταστική επιτροπή ως προϋπόθεση επιτυχίας για την κάθε μια από τις τρεις ενότητες. Άλλωστε, όπως προβλέφθηκε, χρειαζόταν τουλάχιστον το 50% της βαθμολογίας που αναλογούσε σε κάθε ενότητα για να θεωρηθεί ότι υποψήφιος πέτυχε στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό. Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως μπορεί τώρα το Ανώτατο Δικαστήριο να διαπεράσει τη βαθμολογία που εξασφάλισαν οι υποψήφιοι να ελέγξει τα γραπτά και να διαμορφώσει δική του άποψη πάνω στα τεχνικά ζητήματα του αντικειμένου τους. Οι υποθέσεις Κώστας Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4499 και Χαράλαμπος Τσαγγαρίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 950, που επικαλέστηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, είναι σχετικές. Όσο ισχυρή και αν είναι η πεποίθηση του αιτητή αναφορικά με τη σημασία των λαθών που εντοπίζει στα γραπτά των συνυποψηφίων του, δεν προάγει τις θέσεις του η αναφορά σε τέτοια λάθη που άλλωστε ένας γρήγορος έλεγχος δείχνει ότι δεν λείπουν και από το δικό του γραπτό. Ο αιτητής στην 682/96 εξα[*813]σφάλισε βαθμό 30 στην έκθεση ιδεών (από 60) και 62 στα αγγλικά (από 100). Η βαθμολογία του στην έκθεση ιδεών ήταν χαμηλότερη από εκείνη όλων των ενδιαφερομένων προσώπων (με την εξαίρεση του Σομακιάν) και στα αγγλικά η τρίτη από το τέλος. Η εισήγηση που προώθησε ως προς τα αγγλικά, πως δηλαδή απαιτείται βαθμός πέραν του 71% στα αγγλικά για να καταδειχθεί πολύ καλή γνώση, συνιστά επιδοκιμασία και αποδοκιμασία πάνω στο ίδιο θέμα αφού η δική του βαθμολογία υπολείπεται του ορίου που εισηγείται. Και σε τέτοια περίπτωση ούτε όσα θα προέκυπταν ως τεκμήρια γνώσης λόγω των σπουδών του στην Αγγλία, αν ήταν δυνατό καν να ληφθούν υπόψη, θα διαφοροποιούσαν την κατάσταση. Όπως θα συνέβαινε και στην περίπτωση των ενδιαφερομένων προσώπων οι οποίοι, ας σημειωθεί, επικαλέστηκαν μαζί με τα άλλα και τις σπουδές τους σε ελληνικά πανεπιστήμια ή σχολεία ως προς την ελληνική γλώσσα και σε αγγλικά ή άλλα αγγλόφωνα ως προς την αγγλική. Η δε Ε.Δ.Υ., όπως είδαμε, αναφέρθηκε και “σε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία”. Στην υπόθεση Κύρος Ανδρέα Λοϊζίδης ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1996) 4 Α.Α.Δ. 2205, κρίθηκε πως η αποτυχία στο γραπτό διαγωνισμό εκτόπισε όσα θα ήταν δυνατό να υποτεθούν με τέτοιο τρόπο. Δεν είναι όμως ορθή η εισήγηση. Το ποσοστό του 71% και τα άλλα στα οποία αναφέρθηκε ο αιτητής, καθορίστηκαν από τη Σ.Ε. σε σχέση με την προφορική εξέταση που θα διεξήγαγε η ίδια. Δεν αφορούσαν στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό. Για τον ειδικό γραπτό διαγωνισμό, που απέβλεψε και στη διακρίβωση της κατοχής των προσόντων που απαιτούνται, τέθηκε άλλο όριο. Θα θεωρούνταν ως επιτυχόντες όσοι εξασφάλιζαν το 50% στην κάθε ενότητα. Αυτή η επιτυχία, προφανώς ενόψει του περιεχομένου και του επιπέδου του διαγωνισμού στην οποία αναφέρθηκε και η Ε.Δ.Υ., καθορίστηκε ως το κριτήριο κατοχής των συζητούμενων προσόντων. Το όριο το πέρασαν όλοι οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (επαναλαμβάνω πως δεν αναφέρομαι στον Σομακιάν), και δεν νομίζω πως παρέχεται περιθώριο για εκ των υστέρων ανατροπή των κριτηρίων.
Ο Μ. Σομακιάν εξασφάλισε βαθμό 25 στην έκθεση ιδεών που ήταν το μόνο θέμα στο οποίο χρησιμοποίησε την ελληνική γλώσσα. Ο αιτητής στην 682/96, με αναφορά και σε όσα θεώρησε ως κεφαλαιώδη λάθη στο γραπτό του, έθεσε θέμα ως προς τη γνώση της ελληνικής γλώσσας στον απαιτούμενο βαθμό. Η απάντηση του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν πως ήταν Αρμένιος, η ελληνική γλώσσα δεν ήταν η μητρική του και κατά το σχέδιο υπηρεσίας αρκούσε στην περίπτωση του μόνο καλή γνώση της ελληνικής. Ο αιτητής επισημαίνει πως ουδέποτε, είτε η Σ.Ε. είτε η Ε.Δ.Υ., έστρεψαν την προσοχή τους προς τέτοια κατεύθυνση. Δεν υπάρχει οπουδήποτε διαπίστωση τέτοιου γεγονότος και, όπως είναι η εισήγηση, δεν μπορεί τώρα το Δι[*814]καστήριο να ανατρέξει στο φάκελο του για να διαμορφώσει άποψη. Αλλά και έτσι να ήταν, θα προέκυπτε το ζήτημα του επιπέδου γνώσης της αγγλικής γλωσσας. Σε τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να είχε άριστη γνώση και δεν υπάρχει οπουδήποτε τέτοια κρίση. Αντίθετα η Ε.Δ.Υ., χωρίς καμιά απολύτως διάκριση, όπως σημειώνει στο πρακτικό της ημερομηνίας 20.2.96, “αποφάσισε ότι όλοι οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο καθώς και οι δύο υποψήφιοι που αποφασίστηκε να συμπεριληφθούν στον τελικό κατάλογο κατά τον καταρτισμό του, κατέχουν άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής .....”. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εισηγείται πως, προφανώς, έγινε δακτυλογραφικό λάθος. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στα στοιχεία που να οδηγεί προς τέτοια κατεύθυνση και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως είναι δυνατή η αναμόρφωση του πρακτικού από το Δικαστήριο. Ο Σομακιάν συμμετέσχε στον κοινό για όλους ειδικό γραπτό διαγωνισμό, ούτε από εκεί και πέρα, όπως είναι προφανές, στράφηκε η προσοχή στην περίπτωση του ως ιδιαίτερη και είναι έργο της διοίκησης να επανέλθει για να ξεκαθαρίσει το θέμα. Στην περίπτωση του Μ. Σομακιάν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Το προσόν της παραγράφου 3(γ) του σχεδίου υπηρεσίας.
Η παράγραφος 3(γ) του σχεδίου υπηρεσίας απαιτεί ευρεία γνώση των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων της Κύπρου και ικανοποιητικό επίπεδο κατάρτισης και ενημέρωσης στις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις. Εισηγείται ο αιτητής στην 682/96 πως τα θέματα που τέθηκαν στο πλαίσιο της δεύτερης ενότητας δεν καλύπτουν και τα πολιτικά πράγματα της Κύπρου και επιπλέον:
(α) Κατά τον αιτητή για να καταφαινόταν ευρεία γνώση ή ικανοποιητικό επίπεδο θα έπρεπε να συγκεντρώσουν βαθμολογία στα σχετικά θέματα που θα υπερέβαινε το 60% ή το 50% αντίστοιχα, των 25 μονάδων. Και ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, στην Οικονομία εξασφάλισαν μικρότερο ποσοστό. Ενώ οι Βρυωνίδης και Σομακιάν βαθμολογήθηκαν με 10 και 8 αντίστοιχα. Δηλαδή, κάτω από ό,τι καθορίζει ο αιτητής ως βάση πάνω στο θέμα.
(β) Η Σ.Ε. και η Ε.Δ.Υ. έκαμαν σε σχέση με την απόδοση ορισμένων στην προφορική εξέταση και συνέντευξη αρνητικές παρατηρήσεις με βάση τις οποίες δεν έπρεπε να θεωρηθεί ότι κατέχουν το προσόν.
Εκείνο που ενδιαφέρει, σύμφωνα με το κριτήριο που έθεσε η Εξεταστική Επιτροπή, ήταν η εξασφάλιση τουλάχιστον του 50% [*815]στην κάθε ενότητα. Δεν έκαμαν άλλες υποδιαιρέσεις και όλοι οι αιτητές και τα ενδιαφέρομενα πρόσωπα εξασφάλισαν αυτό το όριο. Η Ε.Δ.Υ., από εκεί και πέρα, έστρεψε την προσοχή της ειδικά στο συζητούμενο προσόν και ρητά εξήγησε πως η συνέντευξη που θα πραγματοποιούσε θα απέβλεπε και στη διακρίβωση της κατοχής του. Και είδαμε πως ο αιτητής στην 682/96 επικαλείται αυτή τη συνέντευξη, που όπως θα δούμε, ορίστηκε πως θα κάλυπτε και τα πολιτικά πράγματα της Κύπρου. Διαβάζομε τα πιο κάτω στο πρακτικό της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 16.4.96:
“Η Επιτροπή, υπό το φως των απαιτήσεων όπως αυτές διατυπώνονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, έκρινε σκόπιμο όπως οι υποψήφιοι εξεταστούν σε θέματα που σχετίζονται με τα πολιτικά και οικονομικά πράγματα της Κύπρου, την κατάρτιση και ενημέρωση στις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις και μέσα από την εξέταση στα θέματα αυτά να διερευνήσει το επίπεδο της κρίσης, της ευφυίας, του ενδιαφέροντος για ανάπτυξη καθώς και την προσωπικότητα των υποψηφίων.”
Στην αιτιολόγηση των εντυπώσεων της Ε.Δ.Υ. περιέχονται παρατηρήσεις πως ένας υστέρησε κάπως σε ένα θέμα ή ότι άλλος είχε ικανοποιητική γνώση σε άλλο κλπ. Όπως και προηγουμένως στην αιτιολόγηση των εντυπώσεων της Σ.Ε. Δεν μπορώ όμως να συμμεριστώ το συλλογισμό του αιτητή. Αυτές οι παρατηρήσεις ήταν συγκριτικές προς το ψηλότερο επίπεδο των απαντήσεων στα άλλα θέματα που καλύφθηκαν. Και στο τέλος η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ψηλότερα από τον αιτητή. Οι παρατηρήσεις βρίσκουν την αντανάκλασή τους στην γενική εντύπωση για τον κάθε ένα και δεν δικαιολογείται η απομόνωσή τους με τον τρόπο που εισηγείται ο αιτητής.
Το προσόν της παραγράφου 3(δ) του σχεδίου υπηρεσίας
Η παράγραφος 3(δ) του σχεδίου υπηρεσίας απαιτεί ακεραιότητα χαρακτήρα, ευθυκρισία, πρωτοβουλία, ζήλο και ικανότητα ανάληψης ευθύνης. Ο αιτητής στην 682/96 θέτει θέμα έρευνας ως προς τη διαπίστωση της κατοχής αυτού του προσόντος. Λέγει πως η Σ.Ε. αναφέρθηκε μόνο ως προς την ευθυκρισία και αυτό για δυο μόνο από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Επίσης πως η ΕΔΥ δεν τους κάλυψε όλους με ρητή αναφορά. Την εμφανίζει μάλιστα την ΕΔΥ, σε ένα σημείο, να περιορίστηκε σε χαρακτηρισμούς πολύ καλός κλπ. που βέβαια, δεν είναι ορθό. Υποστηρίζει πως η κατοχή αυτού του προσόντος δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί με το γραπτό διαγωνισμό και παραθέτει όσα θεωρεί ως στοιχεία ενδεικτικά της μη κατοχής του από ορισμένα εν[*816]διαφερόμενα πρόσωπα. Aναφέρει πως ο Νικολάου που ήταν δημόσιος υπάλληλος δεν είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετος στην απόδοση και υπευθυνότητα. Και επικαλείται αρνητικές παρατηρήσεις που έγιναν σε σχέση με τους λόγους της ένστασης που είχε υποβάλει και τον τρόπο της υποβολής της. Το ίδιο και ως προς την Μάρκου. Δεν εξασφάλισε την καλύτερη βαθμολογία στα στοιχεία συνεργασία-σχέσεις, συμπεριφορά προς πολίτες και διευθυντική ικανότητα. Η Σ.Ε. είχε αναφερθεί και στα στοιχεία των φακέλων και ο αιτητής βρίσκει σ΄αυτά λόγους για τους οποίους ο Κούρος και η Χριστοδουλίδου έπρεπε να θεωρηθεί ότι δεν είχαν το προσόν. Ο πρώτος παρουσίασε σειρά άσχετων, κατά τη γνώμη του, πιστοποιητικών και συστατικών επιστολών. Επίσης, ως προς τον ίδιο, προφανώς με αναφορά στην ευθυκρισία του, διερωτάται ως προς το γιατί επισύναψε πιστοποιητικό σύμφωνα με το οποίο στο αρχικό στάδιο των σπουδών του αντιμετώπισε δυσκολίες στα αγγλικά, όπως αναφέρθηκε. Η δεύτερη επειδή επισύναψε στην αίτησή της επιστολή στην οποία τόνιζε τα ιδιαίτερα προσόντα της. Τελικά, ως προς τον Σομακιάν, προτείνει ως σημαντικό το γεγονός ότι στο γραπτό διαγωνισμό απάντησε σε ανύπαρκτες ερωτήσεις. Θεωρώ αβάσιμους αυτούς τους ισχυρισμούς. Ως προς τα αναφερθέντα για παράλειψη της Σ.Ε. να καλύψει το θέμα ρητά, ισχύουν όσα σημείωσα σε σχέση με το γεγονός ότι ο αιτητής κρίθηκε προσοντούχος υποψήφιος χωρίς να περάσει από τη διαδικασία της Σ.Ε.. Παρέθεσα στο προηγούμενο κεφάλαιο απόσπασμα από το πρακτικό της Ε.Δ.Υ. που δείχνει πως έστρεψε ειδικά την προσοχή της προς αυτό το προσόν. Όσα ανέφερα σε σχέση με την αξιολόγηση των υποψηφίων με αναφορά στη συνέντευξη, ισχύουν και εδώ. Βρίσκονταν οι αιτήσεις των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. μαζί με όσα επισύναψαν σ’ αυτές και δεν έχω ικανοποιηθεί ότι συντρέχει αιτία ακυρότητας για το συζητούμενο λόγο. Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σε σχέση με τα στοιχεία ορισμένων, δεν ευσταθούν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των ενδιαφερομένων προσώπων αναφέρθηκε και στο τεκμήριο που δημιουργεί η κατοχή θέσης στη δημόσια υπηρεσία από ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ σ’ αυτά.
Τα ακαδημαϊκά προσόντα
Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του σχεδίου υπηρεσίας
“Οι αιτήσεις πρέπει να συνοδεύονται με πιστοποιημένα αντίγραφα των Πιστοποιητικών των ακαδημαϊκών και άλλων συναφών προσόντων που προνοούνται στην παράγραφο 3 ανωτέρω, περιλαμβανομένων βεβαιώσεων για υπηρεσία εκεί όπου απαιτείται πείρα.”
[*817]Η Ε.Δ.Υ., στην επιστολή της ημερομηνίας 17.5.93 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, ως Πρόεδρο της Σ.Ε., τονίζει:
“Η Συμβουλευτική Επιτροπή πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στο θέμα των προσόντων των υποψήφιων. Οι αιτητές που θα κληθούν σε προφορική ή/και γραπτή εξέταση είναι απαραίτητο να κατέχουν όλα τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα και να βεβαιώνουν με τεκμήρια και πιστοποιημένα αντίγραφα την κατοχή των ακαδημαϊκών προσόντων και άλλων απαιτήσεων του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας (περιλαμβανομένων αποδεικτικών στοιχείων για πείρα). Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν στοιχεία ή αυτά είναι ανεπαρκή, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος, το γεγονός δε να καταγράφεται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.”
Ο αιτητής στην 682/96 επισημαίνει πως όλα τα πιστοποιητικά σπουδών που κατατέθηκαν από όλους τους υποψήφιους με δυο εξαιρέσεις, ήταν μή πιστοποιημένα αντίγραφα. Εγείρει, επομένως, ζήτημα έρευνας σε σχέση με τη διαπίστωση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων και, όπου υπήρχαν, των επιπρόσθετων.
Υπάρχει πράγματι σοβαρό ζήτημα αρχής. Η Σ.Ε. και η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια δεν αναφέρθηκαν στο θέμα. Όσα είχε τονίσει η Ε.Δ.Υ. προς τον Πρόεδρο της Σ.Ε. αλλά και η ίδια η πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας παραγνωρίστηκαν. Δεν βλέπω πως θα μπορούσε και το Δικαστήριο να τα παραγνωρίσει όταν άπτονται του κρίσιμου ζητήματος της κατοχής των προσόντων. Ανοχή τέτοιας κατάστασης θα οδηγούσε σε εξάρτηση της ουσιώδους διαπίστωσης ως προς τα προσόντα από παράγοντες αντικειμενικά ανεπίδεκτους ελέγχου. Στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας σε σχέση με όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην 682/96, με την πιο κάτω εξαίρεση: Του Γιάγκου ο οποίος παρουσίασε πιστοποιημένα αντίγραφα όλων των πιστοποιητικών που επισύναψε στην αίτησή του. Η Χριστοδουλίδου παρουσίασε πιστοποιημένο αντίγραφο του μεταπτυχιακού της, και αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν αρκετό για την ικανοποίηση του σχεδίου υπηρεσίας ως προς το βασικό προσόν (βλ. τους περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1995 Σ.Υ. 11/95) αλλά συνυπολογίστηκε και το πρώτο της πτυχίο.
Ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπηρετούν στη δημόσια υπηρεσία και ως προς ορισμένους τέθηκαν ενώπιόν μου τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων που κατείχαν. Ο Ιγνατίου αναφέρεται ως Τελωνειακός Λειτουργός 2ης τάξης, το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δημιουργεί τεκμήριο κατοχής του βασικού προσόντος αλλά είδα στο φάκελο του πως ο διορισμός του σ’ [*818]αυτή τη θέση είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η Ε.Δ.Υ. τον περιέλαβε στους δημόσιους υπαλλήλους στο πρακτικό της ημερομηνίας 28.5.96 αλλά χωρίς εξειδίκευση. Πρέπει να ερευνηθεί λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση το θέμα. Η Μάρκου υπηρετούσε ως Τελωνειακός Λειτουργός 2ης τάξης αλλά το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης εκείνης αρκείτο και σε ακαδημαϊκά προσόντα υποδεέστερα των απαιτούμενων στην παρούσα περίπτωση. Ο Ν. Νικολάου υπηρετούσε ως Μετεωρολογικός Βοηθός αλλά δεν τέθηκε ενώπιόν μου το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ούτε, ας σημειωθεί, προβλήθηκε ισχυρισμός είτε γι’ αυτόν είτε για οποιονδήποτε άλλο ότι η παράλειψη κατάθεσης πιστοποιητικών σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας χάνει τη σημασία της για οποιοδήποτε λόγο.
Ο αιτητής στην 682/96 δεν προσβάλλει το διορισμό του Τηλεμάχου και οι αιτητές στις άλλες προσφυγές δεν εγείρουν τέτοιο θέμα. Εν πάση περιπτώσει ο Τηλεμάχου υπηρετούσε ως Λειτουργός Δημοσίων Σχέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων και με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης φαίνεται να υπάρχει τεκμήριο κατοχής πανεπιστημιακού τίτλου ή διπλώματος. Θα δούμε όμως ότι στοιχειοθετούνται και άλλοι λόγοι ακυρότητας που εκτείνονται σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ανεμένεται, επομένως, πως η ΕΔΥ θα στρέψει την προσοχή της σφαιρικά στο θέμα κατά την επανεξέταση.
Σε σχέση με τους Βρυωνίδη, Στιβαρό και ΧατζηΑργυρού υποβλήθηκαν και ξεχωριστοί ισχυρισμοί ως προς την κατοχή του απαιτούμενου ακαδημαϊκού προσόντος και σε κάθε περίπτωση εξειδικεύθηκαν ζητήματα που άπτονται έρευνας, η οποία, κατά τον αιτητή στην 682/96, δεν διεξάχθηκε. Ενόψει των πιο πάνω δεν θα ασχοληθώ με αυτά τα θέματα. Εναπόκειται και σ’ αυτή την περίπτωση στη διοίκηση να στρέψει τη προσοχή της στα σημεία που εγείρονται.
Ο αιτητής στην 682/96 εγείρει και ζήτημα ως προς την τεκμηρίωση της εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας από ορισμένους από τους άρρενες υποψήφιους, που δεν παρουσίασαν σχετικά πιστοποιητικά. (Ν. Νικολάου, Βρυωνίδης, Ιγνατίου, Κούρος, Σομακιάν, Στιβαρός). Ας σημειωθεί όμως, πως και όσοι επεσύναψαν, περιορίστηκαν, πάντα με εξαίρεση τον Γιάγκου, σε μή πιστοποιημένα αντίγραφα. Ούτε στην αίτηση του αιτητή στην 682/96 υπάρχει επισυνημμένο τέτοιο πιστοποιητικό. Στην αγόρευσή του επισύναψε φωτοαντίγραφο με τον ισχυρισμό πως είχε υποβάλει το πρωτότυπο, αλλά δεν χρειάζεται να υπεισέλθω σε άλλες λεπτομέρειες ως προς αυτό το ζήτημα. Έχω σημειώσει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι (είναι το άρθρο 31(β) του Ν. 1/90 που θέτει την απαίτηση) και εναπόκειται και ως προς το προκείμενο να δεί το θέ[*819]μα η διοίκηση.
Το επιπρόσθετο προσόν.
Σύμφωνα με την παράγραφο 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας καλή γνώση της γαλλικής ή άλλης ξένης γλώσσας θα αποτελεί επιπρόσθετο προσόν.
Η Σ.Ε. έκρινε πως ορισμένοι υποψήφιοι είχαν τεκμήριο κατοχής του επιπρόσθετου προσόντος λόγω πιστοποιητικού που παρουσίασαν. Τους υπόλοιπους που το διεκδίκησαν με σχετική δήλωση στην αίτησή τους, τους εξέτασαν προφορικά μέλη της Σ.Ε. ή λειτουργοί του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών. Η Σ.Ε. αναγνώρισε το επιπρόσθετο προσόν ως προς τα ακόλουθα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Στον Βρυωνίδη (Ισπανικά) μετά από εξέταση, στον Ιγνατίου (Γερμανικά) κατά τεκμήριο, στην Μάρκου (Ιταλικά) κατά τεκμήριο και (Γαλλικά) μετά από εξέταση, στον Σομακιάν (Τουρκικά) μετά από εξέταση, στον Στιβαρό (Γαλλικά) μετά απο εξέταση, στον Τηλεμάχου (Γερμανικά και Γαλλικά) κατά τεκμήριο, στον ΧατζηΑργυρού (Ισπανικά) μετά από εξέταση και στην Χριστοδουλίδου (Γαλλικά) μετά από εξέταση.
Η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερομηνίας 20.2.96, υιοθέτησε το πόρισμα της Σ.Ε. με μια εξαίρεση που δεν ενδιαφέρει. Επίσης σημείωσε πως κατείχε κατά τεκμήριο το επιπρόσθετο προσόν (Γαλλικά) και ο αιτητής στην 682/96. Καταρτίστηκε ο τελικός κατάλογος, συμπληρώθηκαν οι συνεντεύξεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και στις 29.4.96, η Ε.Δ.Υ., όπως σημειώνει, “μελέτησε σχετικό πιστοποιητικό Γερμανικής γλώσσας το οποίο ο υποψήφιος Κούρος Κυριάκος προσκόμισε στο Γραφείο της” και, όπως προσθέτει, “αποφάσισε ότι ο εν λόγω υποψήφιος κατέχει το επιπρόσθετο προσόν που προβλέπεται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας”.
Σε σχέση με τα γραπτά τεκμήρια ισχύουν όσα ανέφερα ως προς την παράλειψη επισύναψης πιστοποιημένου αντιγράφου. Εγείρεται και θέμα δέουσας έρευνας σε σχέση με το επίπεδο διαφόρων πιστοποιητικών με αναφορά στη νομολογία και αναμένεται πως η διοίκηση θα προσέξει και αυτό το θέμα. Ο αιτητής στην 682/96 εγείρει δυο επιπρόσθετα ζητήματα. Το πρώτο σε σχέση με την επάρκεια της προφορικής εξέτασης. Το δεύτερο σε σχέση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κούρο.
Ως προς την προφορική εξέταση: Εισηγείται ο αιτητής πως δεν ήταν αρκετή. Επικαλείται την απόφαση της Ολομέλειας στην Χα[*820]τζηγιάννη (ανωτέρω) και εισηγείται πως έπρεπε να ερευνηθεί και ο γραπτός λόγος. Από την άλλη πλευρά υποβάλλεται η εισήγηση πως η πιο πάνω υπόθεση διακρίνεται αφού αφορούσε σε απαίτηση για πολύ καλή γνώση. Εδώ, σύμφωνα με την εισήγηση, η εξέταση σε συνδυασμό με τα διάφορα πιστοποιητικά που κατέθεσαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και το απολυτήριό τους του γυμνασίου, αρκούσαν. Δεν έγινε τέτοιος συνδυασμός από τη διοίκηση και, πάντως, υπάρχει και εδώ το πρόβλημα της μή πιστοποίησης εγγράφων που επισυνάφθηκαν. Στοιχειοθετείται, συνεπώς, λόγος ακυρότητας και δεν θα επεκταθώ στο θεωρητικό, πλέον, ζήτημα που συζητήθηκε.
Ως προς τον Κούρο: Επισημαίνει ο αιτητής πως ο ίδιος δεν ανέφερε στην αίτησή του πως γνώριζε τη Γερμανική γλώσσα σε οποιοδήποτε βαθμό. Ανέφερε μόνο πως είχε μέτρια γνώση της Γαλλικής και η Σ.Ε., όπως και η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια, δεν θεώρησε ότι κατείχε τέτοιο προσόν. Το πιστοποιητικό για την Γερμανική γλώσσα που παρουσίασε είχε εκδοθεί πολλά χρόνια προηγουμένως (27.6.80) και σ’ αυτό αξιολογήθηκε στον κατώτερο βαθμό επιτυχίας (sufficient). Δεν ήταν επιτρεπτό, κατά την εισήγησή του, να του αποδοθεί καλή γνώση της γερμανικής, χωρίς εξέταση. Από την άλλη πλευρά υποστηρίχθηκε πως το πιστοποιητικό που παρουσίασε, το οποίο πρέπει να σημειωθεί ήταν πιστοποιημένο, ήταν αρκετό. Έγινε συναφώς αναφορά στις επεξηγήσεις που περιείχε σύμφωνα με τις οποίες κατά την εξέταση ο υποψήφιος θα αποδείξει καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας, επαρκή για να του επιτραπεί να εκφράζεται γραπτώς και προφορικώς, να κατανοεί το γερμανό ομιλητή και να συμμετέχει σε συνομιλίες και να ομιλεί και να γράφει σε σχέση με ευρύ φάσμα βασικών θεμάτων.
Είναι βάσιμη η εισήγηση του αιτητή. Δεν είναι απλώς το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εξασφάλισε τον κατώτερο από τους βαθμούς επιτυχίας. Αυτό το πιστοποιητικό το εξασφάλισε περίπου 15 χρόνια προηγουμένως και ο ίδιος δεν δήλωσε στην αίτησή του ότι γνώριζε τα γερμανικά σε οποιονδήποτε βαθμό. Ενώ, βέβαια, είχε στρέψει την προσοχή του στο θέμα αφού δήλωσε κατώτερου επιπέδου (μέτρια) γνώση της γαλλικής. Η έρευνα που διεξάχθηκε ήταν ουσιωδώς ελλιπής και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Τα στοιχεία κρίσης και η αιτιολογία της Ε.Δ.Υ.
Οι τρεις αιτητές, με αναφορά στα αποτέλεσματα του ειδικού γραπτού διαγωνισμού, στις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση και τη συνέντευξη, την εμπλοκή ως προς τη δεύτερη της γνώμης του [*821]Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών και τους υπόλοιπους συσχετισμούς ενόψει της κρίσης ως προς τα προσόντα, ειδικά ως προς το πρόσθετο προσόν και το πλεονέκτημα, εισηγούνται ότι στοιχειοθετούνται λόγοι ακυρότητας. Θέτουν θέμα κυρίως ως προς την αιτιολόγηση της τελικής απόφασης, ιδίως ως προς την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος που κρίθηκε ότι κατείχαν αλλά επιπλέον, και του πλεονεκτήματος της πείρας που κατείχε ο αιτητής στην 725/96 και ως προς τα στοιχεία της κρίσης που προσμέτρησαν και τη σημασία τους.
Με τις διαπιστώσεις ως προς το πρόσθετο προσόν της ξένης γλώσσας, εκτός της αγγλικής, που αποτέλεσε στοιχείο κρίσης, αίρεται το υπόβαθρο της σύγκρισης σε σχέση βέβαια προς τους επηρεαζόμενους. Διαπιστώνω την ύπαρξη επιπρόσθετων λόγων ακυρότητας που αφορούν και στα τέσσερα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στους οποίους δεν αναγνωρίστηκε πρόσθετο προσόν. (Γιάγκου, Νικολάου, Οικονόμου και Παναγιώτου).
1. Όταν η ΕΔΥ επέλεγε τον Ιγνατίου τον σύγκρινε ειδικά με τον υποψήφιο Σ. Παπακυριακού. Ο Παπακυριακού δεν είναι μέρος στη διαδικασία αλλά το ζήτημα δεν αφορά στη μή επιλογή του. Έχει ευρύτερη διάσταση γιατί εγείρει σοβαρό ερώτημα συνέπειας που πλήττει στη ρίζα της την αιτιολόγηση των επιλογών. Μεταφέρω το απόσπασμα από τα πρακτικά:
“Η Επιτροπή σημείωσε, τέλος, ότι ο υποψήφιος Παπακυριάκου Σάββας, ο οποίος δεν επιλέγηκε, σε σύγκριση με τον Ιγνατίου, απέδωσε σε ελαφρά ψηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και επίσης αξιολογήθηκε ελαφρά ψηλότερα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, όμως ο Ιγνατίου διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν το οποίο του δίδει προβάδισμα και σε μια συνεκτίμηση των στοιχείων κρίσεως κρίθηκε ότι υπερτερεί.”
Είχε όμως και ο αιτητής στην 682/96 το επιπρόσθετο προσόν και υστέρησε μόνο ελαφρά στη συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων που δεν είχαν πρόσθετο προσόν. Ή έστω έναντι μερικών από αυτούς ανάλογα με το τί θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εννοούσε η Ε.Δ.Υ. με τον όρο “ελαφρά υπεροχή”. Σημειώνω πως, όπως εξήγησε η ΕΔΥ, η απόδοση των συμμετασχόντων στην προφορική εξέταση της Σ.Ε. δεν θα ήταν συγκριτικό στοιχείο έναντι του αιτητή. Το ερώτημα που θέτει ο αιτητής στην 682/96 και που δεν βρίσκει απά[*822]ντηση στα πρακτικά είναι γιατί δεν λειτούργησε η ίδια λογική στην περίπτωσή του. Ήδη έχω σημειώσει πως και οι άλλοι αιτητές κρίθηκαν ότι είχαν πρόσθετο προσόν και πως ο αιτητής στην 725/96 είχε και το πλεονέκτημα της πείρας.
2. Σε περισσότερες από μια περιπτώσεις, κατά τη σύγκριση όλων των υποψηφίων αλλά και κατά την ιδιαίτερη σύγκριση ορισμένων, η Ε.Δ.Υ. ρητά αναφέρθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις με έμφαση, στην εντύπωση που σχημάτισε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών για την απόδοσή τους στις συνεντεύξεις. Συμφωνούν όλοι πως δεν ήταν νόμιμο στοιχείο κρίσης η γνώμη του. (βλ. συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145. Είναι η άποψη των ενδιαφερομένων προσώπων πως η Ε.Δ.Υ. απλώς τη χρησιμοποίησε, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, για να βοηθηθεί σε σχέση με τη διαμόρφωση της δικής της εκτίμησης. Τα πρακτικά δεν παρέχουν περιθώριο για τέτοια αντίκρυση. Η εντύπωση που σχημάτισε ο Γενικός Διευθυντής σαφώς εντάχθηκε στα στοιχεία κρίσης.
3. Κατά την επιλογή που έγινε στις 29.4.96 η Ε.Δ.Υ. δεν αναφέρθηκε στα αποτέλεσματα του γραπτού διαγωνισμού και οι αιτητές που είχαν αποδώσει καλύτερα από ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, παραπονούνται πως παραγνωρίστηκε ασφαλές και αναλλοίωτο κριτήριο. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και βέβαια οι καθ’ ων η αίτηση, ισχυρίζονται πως η Ε.Δ.Υ. μπορούσε αλλά δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη το αποτέλεσμα του γραπτού διαγωνισμού. Και επικαλέστηκαν την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Christoudhias (ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία, όπως σημείωσα, ο συγκεκριμένος γραπτός διαγωνισμός είναι διαγωνισμός πρόκρισης και όχι ανταγωνιστικός. Εισηγούνται πως η εμφανής πράγματι απόφαση της ΕΔΥ να μή χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού ως στοιχείο κρίσης, ήταν νόμιμη. Όμως κατά την επιλογή του Ιγνατίου στις 24.5.96 η Ε.Δ.Υ. συμπεριέλαβε ρητά στα στοιχεία κρίσης και τα αποτελέσματα της “γραπτής εξέτασης”. Ανεξάρτητα από το νομικό ζήτημα που εγέρθηκε και πάνω στη βάση της αντίληψης των ενδιαφερομένων προσώπων και των καθ’ ων η αίτηση, προκύπτει ανακολουθία από την ανομοιόμορφη προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. ως προς τα στοιχεία κρίσης. Υποβλήθηκε η εισήγηση πως η παραπομπή της Ε.Δ.Υ. στη δεύτερη περίπτωση στην γραπτή εξέταση, οφείλεται σε δακτυλογραφικό λάθος. Και γίνεται αναφορά στη συνέχεια του ίδιου πρακτικού ως αποκαλύπτοντος πως ούτε στην περίπτωση του Ιγνατίου μέτρησε η γραπτή εξέταση. Δεν παρέχε[*823]ται δυνατότητα, ούτε και σ’ αυτή την περίπτωση, για αναμόρφωση του πρακτικού της Ε.Δ.Υ.. Η συνέχεια του πρακτικού δεν αναιρεί όσα σημειώθηκαν ρητά. Η Ε.Δ.Υ. αναφέρεται σε όσα λήφθηκαν υπόψη “επιλέγοντας τον Ιγνατίου” και το γεγονός ότι στις εξηγήσεις που έδωσε δεν αιτιολογεί τη χαμηλότερη βαθμολογία του στο γραπτό διαγωνισμό σε σύγκριση προς τους αιτητές, στήριξε πρόσθετο επιχείρημα των τελευταίων. Σημειώνω συναφώς πως θα μπορούσε να εξεταστεί το ζήτημα που εγείρουν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αναφορικά με τη σημασία της υπεροχής των αιτητών στη γραπτή εξέταση έναντι εκείνης ορισμένων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ενόψει του μεγέθους της (1 - 15 βαθμοί), αν είχαμε κρίση της ΕΔΥ ως προς αυτά. Δεν προβαίνει το Δικαστήριο σε πρωτογενείς αξιολογήσεις.
Δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των αιτητών σε σχέση με τη σημασία που θα ήταν εύλογο να προσδοθεί στα διάφορα στοιχεία κρίσης, στα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας ή ακόμα και στα υπόλοιπα στοιχεία των φακέλων αλλά και της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις σπουδές τους στα διάφορα επίπεδα.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο