Σύνδεσμος Aσφαλιστικών Eταιρειών Kύπρου ν. EπιτροπήςΠροστασίας του Aνταγωνισμού (1998) 4 ΑΑΔ 824

(1998) 4 ΑΑΔ 824

[*824]21 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 167/96)

 

Eπιτροπή Προστασίας του Aνταγωνισμού ― Nομοθετική ρύθμιση της σύστασης και λειτουργίας της ―�Δικαιοδοσία ―�Όρια ― H ισχύς ανωτάτου επιτοκίου προθεσμιακών καταθέσεων στις εμπορικές τράπεζες και στα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της νόθευσης του ανταγωνισμού ―�Έλλειψη δικαιοδοσίας της Eπιτροπής ―�Περιστάσεις.

Kεντρική Tράπεζα της Kύπρου ― Διοικητής ―�Φύση και αρμοδιότητες ― H ενέργεια του Διοικητή στην κριθείσα περίπτωση όπου καθορίστηκαν ανώτατα επιτόκια καταθέσεων ―�Περιστάσεις νομιμότητος.

Mε την προσφυγή προσεβλήθη, με τον ισχυρισμό ότι συνιστά συμφωνία βλάπτουσα τον ανταγωνισμό, ο καθορισμός και η ισχύς ανωτάτων επιτοκίων τραπεζικών καταθέσεων τα οποία επεκτάθηκαν και στα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας είναι αυτοτελές κρατικό όργανο για το οποίο γίνεται πρόβλεψη απευθείας από το Σύνταγμα: Άρθρο 118-121. Είναι οργανική θέση, που στηρίζεται άμεσα στο Σύνταγμα. Το Άρθρο121 παρέχει εξουσιοδότηση για τη μετατροπή της Εκδοτικής Τράπεζας σε Κεντρική Τράπεζα. Με το νόμο περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου του 1963 κρίθηκε σκόπιμη η αλλαγή. Το Άρθρο 4 του νόμου προσδιορίζει τον κύριο σκοπό της. Απονέμεται [*825]κυριαρχικός ρόλος για να είναι εφικτή η δημιουργία συνθηκών για ομαλή οικονομική ανάπτυξη. Το Άρθρο 6, που αφορά στις λειτουργίες της Τράπεζας, ρητά ορίζει πώς μπορεί να ρυθμίζει την προσφορά χρήματος και πίστεως.  Και να υλοποιεί το στόχο αυτό, μεταξύ άλλων μέτρων και με τον καθορισμό ανώτατου ορίου επιτοκίου για διάφορες κατηγορίες καταθέσεων και συναλλαγών (Άρθρο 36).

Υπάρχει μια όψη του ζητήματος που δε συζητήθηκε καθόλου. Άπτεται, όμως, της δικαιοδοσίας της Επιτροπής, που οι διάδικοι περιόρισαν μόνο στα επιχειρήματα, τα οποία το Δικαστήριο έχει ήδη συνοψίσει. Το κυρίαρχο γεγονός στην όλη υπόθεση είναι ότι η Κεντρική Τράπεζα είχε προσδιορίσει, σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχει το Άρθρο 36 του νόμου αρ. 48/63, το ανώτατο επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας σε 7%. Σχετική γνωστοποίηση έγινε για το σκοπό αυτό στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Έπεται ότι οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν, όπως εξιστορούνται πιο πάνω, αφορούν απλά και μόνο τη συμμόρφωση των Εμπορικών Τραπεζών και των Σ.Π.Ι. με το νόμο. Δεν αποτελούσαν συμφωνία ή σύμπραξη σε θέμα που υπαγόταν στις απαγορευτικές διατάξεις των Άρθρων 4 και 6 του N. 207/89. Θεσπίζονται απαγορεύσεις από το Άρθρο 4, μόνο για συμφωνίες “που έχουν σαν αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού  ......”. Ας λεχθεί εν παρόδω ότι το λεκτικό αυτού του άρθρου ουσιαστικά ταυτίζεται με το Άρθρο 85 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Επιτροπή δεν μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία σε ένα τέτοιο ζήτημα, που, στην καλύτερη περίπτωση για τον αιτητή, δεν ήταν παρά μια συμφωνία να τηρείται ο νόμος. Αυτό όμως δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη του αντιμονοπωλιακού δικαίου.

Αν η παραπάνω γνώμη του Δικαστηρίου δεν ευσταθεί, η εγκύκλιος του Διοικητή, ημερ. 28/4/94, περιείχε τα στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν το συμπέρασμα στο οποίο είχε αχθεί η Επιτροπή, χωρίς προσφυγή στην επίμαχη δήλωση του Διοικητή. Αλλά εν πάση περιπτώσει η δήλωση, που αναλύθηκε σε άλλο σημείο της απόφασης, δεν περιείχε οτιδήποτε, ουσιαστικής υφής, που έχρηζε διευκρίνισης με αντεξέταση.

Το δεσπόζον στοιχείο ήταν ο προσανατολισμός της χρηματοπιστωτικής νομισματικής πολιτικής προς ορισμένη κατεύθυνση από την Κεντρική Τράπεζα, που ενεργούσε υπό την ιδιότητά της ως οργάνου του κράτους μέσα στις καθορισμένες αρμοδιότητες που της αναθέτει απευθείας το Σύνταγμα και ο νόμος. Τα Σ.Π.Ι. είχαν ενεργήσει ύστερα από υπόδειξη του αρμόδιου για το Συνεργατισμό Υπουργού για την προώ[*826]θηση του ίδιου σκοπού.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Xαραλάμπους κ.ά. (1991) 1 A.A.Δ. 677.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση ότι δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί παραπόνου των αιτητών.

Α. Δημητριάδης, για τον Aιτητή.

Ν. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Kαθ’ ης η αίτηση.

Χρ. Χ''Αναστασίου, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη 1, 2, 3, 8, 10-29.

A. Λαδάς, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 4.

Π. Πολυβίου, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη 5, 7.

Ν. Παπαευσταθίου για T. Παπαδόπουλο, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 6.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 9.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Ο αιτητής, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, έχει το νομικό σχήμα εταιρείας περιορισμένης, με εγγύηση, ευθύνης. Τη μορφή αυτή στο εταιρικό μας δίκαιο εγκολπώνονται, συνήθως, οργανισμοί που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Αποβλέπουν κυρίως στην προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους ή επιδιώκουν την επίτευξη άλλων σκοπών που βρίσκονται έξω από τη συνηθισμένη οικονομικοεμπορική δραστηριότητα. Ο αιτητής (που θα αναφέρεται εφεξής ως ο “Σύνδεσμος Ασφαλιστών” ή απλά “ο Σύνδεσμος”) είναι οργανισμός αυτής της φύσης. Μέλη του είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες, που έχουν την Κύπρο σαν κέντρο των επαγγελματικών τους ενεργειών και σχέσεων.

[*827]Στις 19/9/94 ο αιτητής απέστειλε γραπτή καταγγελία στην καθής η αίτηση Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η Επιτροπή), που επιβεβαίωσαν την επομένη οι δικηγόροι του, ότι παραβιάστηκαν, στην καταγγελθείσα περίπτωση, οι διατάξεις των άρθρ. 4 και 6 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989 (Ν. 207/89). Συγκεκριμένα ότι οι Εμπορικές Τράπεζες συμφώνησαν παράνομα με τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα (Σ.Π.Ι.) του τόπου στον καθορισμό των μέγιστων επιτοκίων για καταθέσεις χρημάτων σε 7% από 1/5/94 και από 1/9/94 του ανώτατου επιτοκίου χορηγήσεων ή δανειοδοτήσεων σε 8,5%.

Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι το άρθρ. 4, όπως επιμαρτυρείται από τον πλαγιότιτλο του, απαγορεύει, επί ποινή απόλυτης ακυρότητας, κάθε συμφωνία ή σύμπραξη η οποία στοχεύει “στην παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού”, ιδιαίτερα όταν οι ανταγωνιζόμενοι καταφεύγουν σε μεθόδους όπως αυτές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (α) μέχρι και (ε) του εδαφίου 1. Για παράδειγμα, συμφωνίες για καθορισμό, άμεσο ή έμμεσο, των τιμών αγοράς ή πώλησης (υποπαράγραφος α).

Συμπληρωματικά ας σημειωθεί ότι το άρθρ. 5 εξαιρεί, από το βεληνεκές των διατάξεων του άρθρ. 4, συγκεκριμένη σύμπραξη, ύστερα από ad hoc απόφαση της Επιτροπής, που λαμβάνεται σύμφωνα με τις ειδικές δικαιοδοτικές και δικονομικές διατάξεις του άρθρ. 18. Και επίσης κατηγορίες συμπράξεων, αφού προηγηθεί σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου.

Πρέπει ακόμη να ειπωθεί ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 28(1), νομιμοποιείται να υποβάλει καταγγελία “κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον”. Το εδ. 2 διαγράφει το περιεχόμενο της έννοιας αυτής. Για τη στοιχειοθέτηση έννομου συμφέροντος απαιτείται η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου να υποστεί ο θιγόμενος “αισθητή οικονομική βλάβη ή να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, σαν άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης”. Για το θέμα της άμεσης ζημίας, ως στοιχείο νομιμοποίησης, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στον Ι. Γ. Σχινά “Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού”, που περιλαμβάνει τη μελέτη του Στ. Κουσούλη “Δικονομικά Ζητήματα ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού”, σελ. 313 και επ.

Επισημαίνω και την παρακάτω περικοπή από το σύγγραμμα του Λ. Κοτσίρη “Δίκαιο Ανταγωνισμού” (1986) 2η έκδοση στις σελ. 39-40:

[*828]“α) Υποκείμενο προστασίας, κατ’ αρχήν, είναι οι ανταγωνιζόμενοι επιχειρηματίες. Την προστασία αυτών και μόνο δεχόταν αρχικά η θεωρία. Ωστόσο ο ανταγωνισμός, κοινωνιολογικά θεωμένος όχι ως κατάσταση αλλ’ ως διαδικασία συμπεριφοράς, είναι τόσο παράλληλη διαδικασία ως προς τους ανταγωνιστές όσο και ανταγωνιστική διαδικασία ως προς το καταναλωτικό κοινό. Η με την πάροδο των χρόνων και τη μεταβολή των κοινωνικών δεδομένων είσοδος στο δίκαιο του κοινωνικού στοιχείου είχε ως συνέπεια και το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού ν’ αποκτήσει κοινωνική λειτουργία και έτσι να επεκταθεί ο κύκλος των προστατευόμενων απ’ αυτό συμφερόντων ώστε να περιλάβει όχι μόνον τους ανταγωνιζομένους αλλά και τους καταναλωτές και την ολότητα.”

Έτσι, η διαπίστωση του στοιχείου αυτού συσχετίζεται και με τον ευρύτερο στόχο του νομοθέτη, που δεν είναι άλλος παρά η λειτουργία του ανταγωνισμού αποδοτικά. Όπως το θέτει η Ε. Αλεξανδρίδου στο σύγγραμμα της “Αθέμιτος Ανταγωνισμός και Προστασία του Καταναλωτή” (1986) 3η έκδοση, στη σελ. 36, η αρχή του αποδοτικού ανταγωνισμού προσδοκά στην “επίτευξη καλύτερης ποιότητας και φθηνότερης τιμής των αγαθών και των υπηρεσιών που προσφέρει”. Για ευρύτερη συζήτηση, που αφορά την προστασία του καταναλωτή, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού στο ελληνικό και το αλλοδαπό δίκαιο (διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών) βλέπε: “Αθέμιτος Ανταγωνισμός” Νικ. Κ. Ρόκα (1996) σελ. 28 και επ. Ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα έχει συγκροτηθεί επίσης και λειτουργεί Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, που έχει ανάλογες αρμοδιότητες.

Ο νόμος βρίθει διατάξεων για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού. Προστατεύει τα συμφέροντα των ανταγωνιστών και σε τελική ανάλυση διαφυλάσσει το ίδιο το καταναλωτικό κοινό από τους εξοντωτικούς κλυδωνισμούς μιας άκρατης οικονομικής δραστηριότητας. 

Η Επιτροπή δέχθηκε να ερευνήσει την καταγγελία. Έκρινε (με πλειοψηφία 4 προς 1) πως ο Σύνδεσμος είχε έννομο συμφέρον να παραπονεθεί. Την ίδια άποψη είχε σχηματίσει η Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών (η Υπηρεσία), που διενήργησε προκαταρκτική έρευνα.  Ας λεχθεί εν παρόδω ότι η ενέργεια της αυτή βρίσκεται μέσα στον κύκλο των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει ο νόμος. Το άρθρ. 29(γ) και (δ) ορίζει ότι:

“Στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας ανήκουν:

...............................................................................................................

[*829](γ) η συλλογή και η εξέλεγξη πληροφοριών αναγκαίων για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

(δ) η εισαγωγή καταγγελιών και η υποβολή εισηγήσεων προς την Επιτροπή.”

Η Υπηρεσία είχε προβεί σε εκτεταμένη έρευνα για παρόμοια καταγγελία, ημερ. 16/5/94, της Κοινοπραξίας Ασφαλιστών Οχημάτων Δημόσιας Χρήσης (παράρτημα 3 στην ένσταση). Προφανώς γιαυτό η Υπηρεσία περιορίστηκε εδώ να αποστείλει “συμπληρωματικό σημείωμα” (παράρτημα 4). Σύμφωνα λοιπόν με την καταγγελία του αιτητή, οι καταθέσεις των μελών του στις διάφορες Εμπορικές Τράπεζες και τα Σ.Π.Ι., που ανέρχονταν συνολικά σε £74.000.000, τους απέφεραν ετήσια, με μέσο επιτόκιο 8%, ποσό £6.000.000 σε τόκους. Η μείωση του επιτοκίου καταθέσεων κατά μία εκατοστιαία μονάδα σημαίνει αυτόματα, από το χρόνο επιβολής τους, ελάττωση του εισοδήματος τους από τους τόκους, που υπολόγισαν σε £1.000.000.

Στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας απέστειλε στην Επιτροπή έγγραφη δήλωση του ημερ. 26/4/95, στην οποία αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στον καθορισμό του επιτοκίου και το ρόλο που διαδραμάτισε η Τράπεζα. Είναι το παράρτημα 16. Αξίζει να σταθούμε για να ενημερωθούμε ως προς το περιεχόμενό της. Η δήλωση υπήρξε αιτία διαμάχης και παράλληλα αποτελεί το κυριότερο βάθρο από το οποίο βάλλεται η επίδικη απόφαση.

Το έγγραφο, παράρτημα 16, αποτελείται από 3 σελίδες. Στην πρώτη σελίδα της δήλωσης υπάρχει αναφορά σε πρόνοιες του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου του 1963 (Ν. 48/63), που καθορίζουν το ρυθμιστικό ρόλο της Κεντρικής Τράπεζας στη διαμόρφωση των οικονομικών συνθηκών και της οικονομικής πολιτικής του κράτους [άρθρ. 4, 6(1) και 6(2)]. Ακολουθεί η μνημόνευση του γεγονότος, για το οποίο μπορεί το Δικαστήριο να λάβει και δικαστική γνώση, ότι καθορίστηκε με γνωστοποίηση, που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας (αρ. 1673 ημερ. 30/3/81), το ανώτατο επιτόκιο καταθέσεων σε 7%. Τέτοια εξουσία παρέχει ρητά στην Τράπεζα το άρθρ. 36(1)(γ) και (2) του N. 48/63.

Στη συνέχεια (2η σελίδα της δήλωσης) ο Διοικητής αναφέρει ότι “ύστερα από σχετικές διαβουλεύσεις με τις εμπορικές τράπεζες ...” ζήτησε (με επιστολή ημερ. 28/4/94) από αυτές να τηρείται πιστά το επιτόκιο του 7% επί των καταθέσεων. Και από την Κυβέρνηση να [*830]δώσει οδηγίες στα Σ.Π.Ι., μέσω του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, να εφαρμόζουν την ίδια πολιτική. Και καταλήγει ότι “ο ορισμός των ανωτάτων επιτοκίων υπήρξε το αποτέλεσμα Κυβερνητικής πράξης και/ή νομοθετικής ρύθμισης και όχι συμφωνίας και/ή σύμπραξης μεταξύ των Εμπορικών Τραπεζών και των Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων”.

Ο δικηγόρος του αιτητή ζήτησε από την Επιτροπή να καλέσει το Διοικητή να παραστεί σε προσεχή της συνεδρία για να τον αντεξετάσει σχετικά με την παραπάνω δήλωση του. Η Επιτροπή όρισε συγκεκριμένη ημερομηνία γιαυτό, αλλά ο Διοικητής δεν προσήλθε.  Στο μεταξύ ο Γενικός Εισαγγελέας διαμαρτυρήθηκε γραπτώς στην Επιτροπή γιατί προέβη στο διάβημα αυτό χωρίς προηγουμένως να ακουσθούν οι απόψεις του και επίσης για άλλους λόγους.

Από την προκαταρκτική έρευνα (σελ. 5 του παραρτήματος 3) είχε προκύψει, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε, πως, παρά το νομοθετικό καθορισμό του επιτοκίου των προθεσμιακών καταθέσεων, οι Τράπεζες δε συμμορφώνονται πάντοτε με το τεθέν από το 1981 όριο. Διαπιστώθηκε συγκεκριμένα ότι “τα επιτόκια 6%-7% για τις καταθέσεις δεν εφαρμόστηκαν αλλά κατέληξαν να παραβιάζονται”.

Στις 28/4/94 η Κεντρική Τράπεζα κυκλοφόρησε εγκύκλιο της σε όλες τις Τράπεζες (παράρτημα Ζ) που δείχνει πώς αντιμετώπισε την  παρανομία.  Είναι σχετικά σύντομη και θεωρώ σκόπιμο να μεταφέρω το περιεχόμενο της:

“Επιθυμώ να επιβεβαιώσω ότι ως αποτέλεσμα των επανειλημμένων διαβουλεύσεων πάνω στο θέμα της μείωσης των επιτοκίων συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα τα οποία παρακαλώ όπως τεθούν σε εφαρμογή.

(α) Από την 1η Μαΐου 1994 το ανώτατο επιτόκιο καταθέσεων επ’ ουδενί λόγω θα υπερβαίνει το 7% ετησίως.

(β) Το ανώτατο επιτόκιο χορηγήσεων και δανείων μειώνεται από 1η Σεπτεμβρίου, 1994 από 9% σε 8,5% ετησίως.

Έχω διαβεβαιώσεις ότι η πιο πάνω διευθέτηση θα τηρείται και από τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα.

Παρακαλώ όπως με τρόπο σχολαστικό τηρείται η πιο πάνω συμφωνία, η δε Κεντρική Τράπεζα με επι τόπου επιθεωρήσεις [*831]θα παρακολουθεί στενά το όλο θέμα.”

Οι δικηγόροι των καταγγελομένων ήγειραν άλλη προδικαστική ένσταση ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαιοδοσία στο ζήτημα ενόψει των προνοιών του άρθρ. 7(1)(α) και (β) του νόμου (αρ. 207/89) που προβλέπουν ότι:

“7. (1) Δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου

(α) οι συμπράξεις ή πράξεις του κράτους·

(β) οι συμπράξεις ή πράξεις επιχειρήσεων που οι δραστηριότητές τους τυγχάνουν ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, στο βαθμό που διέπονται από την ειδική αυτή ρύθμιση.”

Αφού άκουσε τους δικηγόρους όλων των ενδιαφερομένων, η Επιτροπή ουσιαστικά έκρινε, με απόφαση της ημερ. 13/12/95, που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα, ότι ευσταθούσε η ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας. Απορρίπτοντας την καταγγελία για τους λόγους που έδωσε, η Επιτροπή κατέληξε:

“Οι ενέργειες τόσο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας όσο και του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Ανάπτυξης ήσαν πράξεις του Κράτους.

............................................................................................................

Τόσο όμως οι πράξεις όσο και οι συμπράξεις του Κράτους σύμφωνα με το άρθρ. 7 στερούν την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού από δικαιοδοσία στο να εξετάσει τις καταγγελίες αυτές.”

Ανάλογη στάση απέναντι στο θέμα των επιτοκίων τήρησε και το Συνεργατικό Κίνημα. Υιοθέτησε τα παραπάνω επιτόκια, αφού προηγήθηκε η Παγκύπρια Συνεργατική Συνδιάσκεψη στις 21/4/94, που δέχθηκε τη σχετική εισήγηση του αρμοδίου για θέματα Συνεργατισμού Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Ας σημειωθεί ότι το άρθρ. 3 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου αρ. 22/85 (ιδιαίτερα το εδ. 2) εξειδικεύει τις εξουσίες του Υπουργού στον Τομέα του Συνεργατισμού. Ακολούθησε, στις 28/4/94, εγκύκλιος (παράρτημα Μ) του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Ανάπτυξης προς τους Αξιωματούχους των Σ.Π.Ι. Παρεμπιπτόντως, όλα τα έγγραφα αυτά περιλήφθηκαν στην έκθεση της Υπηρεσίας προτού εγερθεί το ζήτημα της αντεξέτασης.

[*832]Ο κύριος άξονας των επιχειρημάτων του αιτητή είναι η δήλωση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Η Επιτροπή επικρίνεται διότι τήρησε αντιφατική στάση αποφασίζοντας ενδιάμεσα πως η δήλωση δεν έχει “μαρτυρική αξία” και χρησιμοποιώντας την εκ των υστέρων ως έρεισμα για την απόφαση της. Σε επίρρωση αναφέρει το απόσπασμα από την απόφαση της Επιτροπής: “.......... Δεν έχουμε οποιοδήποτε λόγο ως Διοικητικό Όργανο να μη δεχθούμε τη δήλωση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας έστω και ως δήλωση χωρίς μαρτυρική αξία”. Η Επιτροπή ανέτρεψε έτσι την ευνοϊκή θέση που δημιουργήθηκε αρχικά για τον αιτητή, παραβιάζοντας συνάμα την αρχή της καλής πίστης. Εν πάση περιπτώσει ο αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος της αντεξέτασης, διαδικασία που θα τον βοηθούσε να αποδείξει τι ακριβώς συνέβη αναφορικά με τη συμφωνία Κεντρικής Τράπεζας και Σ.Π.Ι. για τη μείωση του επιτοκίου σε 7%.

Αναπτύχθηκε και μια παραπλήσια όψη των επιχειρημάτων αυτών με κέντρο βάρους την ιδιότητα με την οποία παρενέβη στο ζήτημα η Κεντρική Τράπεζα. Υποστηρίχθηκε, με αφορμή το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης, ότι αυτή είχε αμφιβολία κατά πόσο με τις πράξεις της είχε ασκήσει κρατική αρμοδιότητα:

“Συμφωνούμε επίσης ότι οι ως άνω νομοθετικές πρόνοιες δεν εμποδίζουν την Κεντρική Τράπεζα να ενεργήσει και ως επιχείρηση.”

Για να αποφασισθεί ωστόσο κατά πόσο η Τράπεζα ενήργησε υπό τη μια ή την άλλη ιδιότητα έκαμε χρήση της δήλωσης του Διοικητή.  Κατά συνέπειαν η Επιτροπή δεν μπορούσε με ασφάλεια να καταλήξει πως η Κεντρική Τράπεζα ενήργησε ως όργανο του κράτους, λόγω της ποιότητας του υλικού στο οποίο βασίστηκε. Η κριτική επεκτάθηκε και στην εγκύκλιο ημερ. 28/4/94. Παρατηρώ, ωστόσο, ότι δε συνδέθηκε με το αρχικό αίτημα για αντεξέταση.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την άποψη πως η Επιτροπή, όντας διοικητικό όργανο, δε δεσμευόταν από τους κανόνες του δικαίου της απόδειξης, αναφορικά με τη διαπίστωση των γεγονότων. Και μπορούσε να προσφύγει στο υλικό της έκθεσης, που ετοίμασε η Υπηρεσία (παράρτημα 3) και είχε ήδη στη διάθεσή της, που περιλάμβανε και τη δήλωση. Γιαυτό και δεν υπάρχει αντιφατική συμπεριφορά από την Επιτροπή στην αντιμετώπιση του θέματος.

Προτιμώ ωστόσο να μεταφέρω και άμεσα από τη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθών το σχετικό επιχείρημα, που διανθίζει και με άλλους συλλογισμούς:

[*833]“Το θέμα της “μαρτυρικής αξίας” της δήλωσης αυτής δεν επηρεάζει το θέμα του αποδεκτού της από την Επιτροπή, είναι δε άσχετο εφόσον οι συνθήκες που έγινε η δήλωση ήταν τέτοιες που συνηγορούσαν υπέρ της σοβαρότητας και του αληθούς των στοιχείων αυτών. Προέρχεται δε από ένα από τους ανώτερους αξιωματούχους του Κράτους, ο οποίος προέβηκε στη δήλωση αυτή εν πλήρη γνώσει της σοβαρότητας της υπόθεσης ενώπιον της Επιτροπής και ότι πάνω σ’ αυτή μπορούσε να βασιστεί η Επιτροπή.”

Θα πρέπει εντούτοις να υπομνήσω πως ο Πρόεδρος της Επιτροπής, κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της, αναφερόμενος στη διαδικασία που συνήθως ακολουθεί, τόνισε και το δικαίωμα εξέτασης και αντεξέτασης μαρτύρων. Σημειωτέον ότι κατά το άρθρ. 14(4)(ε) του Ν. 207/89:

“(ε) Επιφυλασσομένων των οικείων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο εσωτερικός Κανονισμός που διέπει τις εργασίες της Επιτροπής καθορίζεται ελεύθερα από την ίδια την Επιτροπή.”

Τα ενδιαφερόμενα μέρη, Τράπεζες και Σ.Π.Ι., υποστήριξαν την απόφαση της Επιτροπής. Υιοθέτησαν την αγόρευση της κας Νικολαΐδου και μερικοί πρόσθεσαν κάποια δικά τους επιχειρήματα.  Συνοψίζω τα κυριότερα. Η δήλωση δεν περιείχε τίποτε το νέο για την υπόθεση. Ουσιαστικά αποτελεί επανάληψη της εγκυκλίου του Διοικητή ημερ. 28/4/94 προς τις Τράπεζες, το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητείται από τον αιτητή. Εν πάση περιπτώσει η κατάληξη της Επιτροπής δε στηρίζεται κατ’ ουσία στην ίδια τη δήλωση, αλλά, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, στις πρόνοιες του νόμου που ρυθμίζουν την υπόσταση, λειτουργίες και σκοπούς της Κεντρικής Τράπεζας. Καθώς και σε προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής (αγόρευση Γ. Τριανταφυλλίδη για Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, ενδιαφ. μέρος 9).

Ο δικηγόρος της Τράπεζας Κύπρου και της Lombard Natwest (ενδιαφ. μέρη 7 και 5) υπογράμμισε επίσης πως ο καθορισμός επιτοκίου προθεσμιακών καταθέσεων σε όλο το φάσμα του νομισματο-πιστωτικού συστήματος αποτελεί, όπως ορθά κατέληξε η Επιτροπή, πράξη του κράτους, που εξαιρείται των απαγορεύσεων από τις διατάξεις του άρθρ. 7(1)(α). Ως προς το διαδικαστικό ζήτημα, η Επιτροπή είχε την ευκαιρία να ακούσει επιχειρήματα για το υλικό που ήταν ενώπιον της. Όμως η κύρια αιτιολογική βάση της απόφασης της ήταν οι νομοθετικές διατάξεις και η νομολογία που παρατέθηκε.

Ο δικηγόρος της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας προέβη σε πιο εκτε[*834]ταμένη ανάλυση του ρυθμιστικού ρόλου της Κεντρικής Τράπεζας στην οικονομία, όπως τον διαγράφουν οι πρόνοιες του νόμου-πλαισίου για το Ίδρυμα αυτό. Συγχρόνως ανίχνευσε την προέλευση των βασικών ιδεών στους κανόνες ανταγωνισμού που ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία μας. Η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαιρεί από την απαγορευτική ρήτρα των άρθρων 85 και 86 αυτής, τις επιχειρήσεις ή κρατικές επιχειρήσεις ή οντότητες, που είτε αποτελούν έκφραση κρατικής εξουσίας είτε απολαμβάνουν ειδικού καθεστώτος: βλέπε άρθρ. 90(1) και (2) της Συνθήκης και το σχετικό σχόλιο του Λ. Κοτσίρη “Δίκαιο Ανταγωνισμού” στη σελ. 295.

Για τη δήλωση του Διοικητή ο κ. Παπαευσταθίου υποστήριξε πως αυτή δεν αποτέλεσε το στήριγμα της απόφασης. Όλο το απαραίτητο υλικό υπήρχε στην προγενέστερη εγκύκλιο του ιδίου. Ο Διοικητής θα μπορούσε να αντεξετασθεί μόνο αν η δήλωση γινόταν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, όπως αποφάσισε η υπόθεση Παμπίνος Χαραλάμπους κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 677. Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής δεν έχει αυτό το χαρακτήρα.

Παρατηρώ ότι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας είναι αυτοτελές κρατικό όργανο για το οποίο γίνεται πρόβλεψη απευθείας από το Σύνταγμα: άρθρ. 118-121. Είναι οργανική θέση, που στηρίζεται άμεσα στο Σύνταγμα. Το άρθρ. 121 παρέχει εξουσιοδότηση για τη μετατροπή της Εκδοτικής Τράπεζας σε Κεντρική Τράπεζα.  Με το νόμο περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου του 1963 κρίθηκε σκόπιμη η αλλαγή. Το άρθρ. 4 του νόμου προσδιορίζει τον κύριο σκοπό της. Απονέμεται κυριαρχικός ρόλος για να είναι εφικτή η δημιουργία συνθηκών για ομαλή οικονομική ανάπτυξη. Το άρθρ. 6, που αφορά στις λειτουργίες της Τράπεζας, ρητά ορίζει πώς μπορεί να ρυθμίζει την προσφορά χρήματος και πίστεως.  Και να υλοποιεί το στόχο αυτό, μεταξύ άλλων μέτρων και με τον καθορισμό ανώτατου ορίου επιτοκίου για διάφορες κατηγορίες καταθέσεων και συναλλαγών (άρθρ. 36).

Υπάρχει μια όψη του ζητήματος που δε συζητήθηκε καθόλου.  Άπτεται, όμως, πιστεύω, της δικαιοδοσίας της Επιτροπής, που οι διάδικοι περιόρισαν μόνο στα επιχειρήματα, τα οποία έχω ήδη συνοψίσει. Το κυρίαρχο γεγονός στην όλη υπόθεση είναι ότι η Κεντρική Τράπεζα είχε προσδιορίσει, σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρ. 36 του νόμου αρ. 48/63, το ανώτατο επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας σε 7%. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στη γνωστοποίηση που έγινε για το σκοπό αυτό στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

[*835]Έπεται ότι οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν, όπως εξιστορούνται πιο πάνω, αφορούν απλά και μόνο τη συμμόρφωση των Εμπορικών Τραπεζών και των Σ.Π.Ι. με το νόμο. Δεν αποτελούσαν συμφωνία ή σύμπραξη σε θέμα που υπαγόταν στις απαγορευτικές διατάξεις των άρθρ. 4 και 6 του Ν. 207/89. Θα υπομνήσω εδώ πως θεσπίζονται απαγορεύσεις από το άρθρ. 4, μόνο για συμφωνίες “που έχουν σαν αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού .......”. Ας λεχθεί εν παρόδω ότι το λεκτικό αυτού του άρθρου ουσιαστικά ταυτίζεται με το άρθρ. 85 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Καταλήγω πως η Επιτροπή δεν μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία σε ένα τέτοιο ζήτημα, που, στην καλύτερη περίπτωση για τον αιτητή, δεν ήταν παρά μια συμφωνία να τηρείται ο νόμος. Αυτό όμως δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη του αντιμονοπωλιακού δικαίου.

Καταλήγω, παράλληλα, αν η παραπάνω γνώμη μου δεν ευσταθεί,  ότι η εγκύκλιος του Διοικητή, ημερ. 28/4/94, περιείχε τα στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν το συμπέρασμα στο οποίο είχε αχθεί η Επιτροπή, χωρίς προσφυγή στην επίμαχη δήλωση του Διοικητή. Αλλά εν πάση περιπτώσει η δήλωση, που ανέλυσα σε άλλο σημείο της απόφασης μου, δεν περιείχε οτιδήποτε, ουσιαστικής υφής, που έχρηζε διευκρίνισης με αντεξέταση.

Το δεσπόζον στοιχείο ήταν ο προσανατολισμός της χρηματοπιστωτικής νομισματικής πολιτικής προς ορισμένη κατεύθυνση από την Κεντρική Τράπεζα, που ενεργούσε υπό την ιδιότητα της ως οργάνου του κράτους μέσα στις καθορισμένες αρμοδιότητες που της αναθέτει απευθείας το Σύνταγμα και ο νόμος. Τα Σ.Π.Ι. είχαν ενεργήσει ύστερα από υπόδειξη του αρμόδιου για το Συνεργατισμό Υπουργού για την προώθηση του ίδιου σκοπού.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν επιδικάζω έξοδα.

H�προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο