Ξυδάς Aνδρέας Γ. & Yιοί Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 984

(1998) 4 ΑΑΔ 984

[*984]11 Nοεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΞΥΔΑΣ ΚΑΙ ΥΙOI ΛΤΔ.,

Aιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Kαθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 928/96)

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση ― Βεβαίωση του φόρου με χρήση της κρίσης του Εφόρου κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ― Άρθρο 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 246/90 ― Προϋποθέσεις ενεργοποίησης της διάταξης και περιστάσεις εφαρμογής της στην κριθείσα περίπτωση ― Η απόφαση του Εφόρου να χρησιμοποιήσει τη δική του κρίση για τη βεβαίωση του φόρου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της χρηστής διοίκησης ― Λειτούργησε ελλειματικά στην κριθείσα περίπτωση βεβαιώσης φόρου προστιθέμενης αξίας κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 34(1) του Ν. 246/90 ― Περιστάσεις.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της βεβαίωσης φορολογίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας που αφορούσε το σύνολο των σχετικών φορολογικών της υποχρεώσεων για τις τριμηνιαίες περιόδους από 1/7/92 – 31/12/95. Οι δηλώσεις της αιτήτριας είχαν κριθεί ελλιπείς και η βεβαίωση χώρησε κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 34(1) του Ν.246/90 με χρήση κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο της κρίσεως του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Oι εξουσίες του Εφόρου να βεβαιώνει το ποσό του οφειλόμενου φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση [*985]του όπου αμφισβητείται η αλήθεια των δηλώσεων, παρέχονται από το Άρθρο 34, εδάφιο 1, του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90).

    Στην υπό κρίση υπόθεση η αιτήτρια υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις. Το λογιστικό της σύστημα, όπως διαπιστώθηκε από τους λειτουργούς, ήταν ικανοποιητικό και τηρούνταν βιβλία. Δεν εγείρεται θέμα μη συνεργασίας των ιδιοκτητών της επιχείρησης με το αρμόδιο τμήμα με σκοπό την επαλήθευση των φορολογικών της δηλώσεων. Εκείνο που κατά την εισήγηση του Εφόρου ισχύει στην προκείμενη περίπτωση είναι πως, οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν ήταν ελλιπείς ή περιείχαν σφάλματα.

2. Το βασικότερο στοιχείο που λειτούργησε στην κρίση του Εφόρου για να προβεί στην επιτόπια έρευνα ήταν η υπόνοια πως, λόγω της φύσεως της επιχείρησης ήταν πιθανό να μην καταβάλλεται από την αιτήτρια ο οφειλόμενος ΦΠΑ. Το πραγματικό δε στοιχείο που έδρασε στην απόφασή του, να υπολογίσει ο ίδιος το ΦΠΑ, για το σύλολο των φορολογικών περιόδων, ήταν η μη ύπαρξη στοιχείων για το έτος 1993 μόνο και που αφορούσαν κυρίως την αύξηση του αποθέματος ποτών. Ζητήθηκαν από την αιτήτρια τα πιο πάνω στοιχεία αλλά η ίδια πρόβαλε τον ισχυρισμό πως μια τέτοια έρευνα θα ήταν χρονοβόρα, δεν αρνήθηκε όμως να την κάνει και να εφοδιάσει τον Έφορο με όσα στοιχεία μπορούσα να βρεθούν.

3. Όταν ο Έφορος αναφέρεται σε έλλειψη στοιχείων για τη διακίνηση των αποθεμάτων, εννοεί προφανώς βιβλίο αποθεμάτων. Βεβαίως η τήρηση τέτοιου βιβλίου επιβάλλεται ως η καλύτερη μέθοδος επιβεβαίωσης της κίνητης των αποθεμάτων ενός προϊόντος. Τούτο όμως δεν σημαίνει πως, όπου υπάρχουν άλλα ικανοποιητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τα αποθέματα, αυτά απορρίπτονται γιατί δεν περιέχονται σε βιβλίο αποθεμάτων.

4. Από το σύνολο των γεγονότων, προκύπτει πως η επιβαλλόμενη χρηστή διοίκηση λειτούργησε ελλειματικά στην υπόθεση. Δεν επρόκετιο για φορολογούμενο, ο οποίος έκδηλα προσπαθεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις του, είτε με ψευδείς δηλώσεις ή πλημμελή τήρηση βιβλίων και στοιχείων. Η αιτήτρια είχε άρτιο σύστημα λογιστικών βιβλίων και ήταν απόλυτα συνεργάσιμη με τους λειτουργούς του ΦΠΑ. Η εργασία της γινόταν σχεδόν εξολοκλήρου με την έκδοση επιταγών και λήψη αποδείξεων. Ο έλεγχος έγινε στη βάση της υπόνοιας πως η αξία των εκροών θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη απ’ αυτή που εμφανίζονταν στις δηλώσεις της. Ακόμη και για την έλλειψη οποιωνδήποτε στοιχείων για το έτος 1983, καθώς και τη μη τήρηση βιβλίου αποθεμάτων, η αιτή[*986]τρια, έστω και μετά την βεβαίωση, εκδήλωσε την προθυμία της να δώσει όλα τα στοιχεία που θα εύρισκε, μερικά από τα οποία είχε ήδη επισυνάψει στην επιστολή της, ημερ. 20.9.96.

5. Υπό τις περιστάσεις, η απόφαση του Εφόρου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ακυρώνεται για να δοθεί η ευκαιρία επανεξέτασης των φορολογικών υποχρεώσεων της αιτήτριας, υπό το φως των στοιχείων που παραθέτει, έστω μετά την βεβαίωση του Εφόρου, και τα οποία ο Έφορος δηλώνει πως είναι έτοιμος να εξετάσει.

Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η βεβαίωση του Eφόρου Φόρου Προστιθέμενης Aξίας που αφορά στο σύνολο των φορολογικών υποχρεώσεων της αιτήτριας για τις περιόδους (Tριμηνιαίες) από 1.7.92 μέχρι 31.12.95 συνολικού ύψους £8.815,62.

Σπ. Ευαγγέλου, για την Aιτήτρια.

Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τον Kαθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

APTEMIΔHΣ, Δ.: Η προσφεύγουσα εταιρεία προσβάλλει τη βεβαίωση του Εφόρου, Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, στην οποία προέβη στις 5.9.96, που αφορά στο σύνολο των φορολογικών της υποχρεώσεων για τις περιόδους (τριμηνιαίες) από 1.7.92 μέχρι 31.12.95. Με την επίδικη απόφαση επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα ΦΠΑ συνολικού ύψους £8.815,62.

Η προσφεύγουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, έχει επιχείρηση εστιατορίου με την επωνυμία “Ξυδάς” στη Λεμεσό. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως το εστιατόριο είναι για χοντρά βαλάντια γιατί, και αυτό σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των λειτουργών του ΦΠΑ, το μίνιμουμ χρέωσης κατ’ άτομο στο εστιατόριο φθάνει τις £20. Το υποστατικό είναι πολυτελείας και προσφέρει άψογη περιποίηση με αποκλειστικά πρώτης τάξεως υλικά. Στις γενικές παρατηρήσεις των λειτουργών του ΦΠΑ αναφέρεται πως η επιχείρηση παρουσιάζει στα βιβλία της λογικό κέρδος, αλλά σημειώνεται πως, λόγω της φύσης της ήταν πιθανό οι πραγματικές εκροές να ήταν υψηλότερες απ’ αυτές που παρουσιάζει, και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο το δημόσιο θα υφίστατο σοβαρή απώλεια φόρου. (Δες έντυπο 23, αριθμημένο 83 στο διοικητικό φάκελο). Στο έντυπο που ακολου[*987]θεί, στις παρατηρήσεις αναφορικά με το λογιστικό σύστημα της επιχείρησης, αναφέρεται πως τούτο είναι μηχανογραφημένο, καλά οργανωμένο και διατηρημένο. Κάτω από τον τίτλο του ίδιου εντύπου: “Φορολογία-Συμμόρφωση”, διαβάζουμε το εξής σχόλιο: “αδιαφορία ή απάθεια σχετικά με την εφαρμογή του νόμου μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική απώλεια φόρου”.

Το Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ της Λεμεσού, ασκώντας τις εξουσίες που έχει σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, Ν.246/90, διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στα υποστατικά της επιχείρησης, ο οποίος άρχισε στις 7.3.96.  Κατά την επίσκεψη εξετάστηκαν τα βιβλία και αρχεία, προφανώς για να διαπιστωθεί αν η αιτήτρια κατέβαλε τον οφειλόμενο ΦΠΑ.  Η έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, που καταλαμβάνει 5 σελίδες, είναι καταχωρημένη στο διοικητικό φάκελο και αριθμημένη με κόκκινο 91-86. Οι κρίσιμες παράγραφοι, 3, 4 της έκθεσης αυτής έχουν ως εξής:

“Από την εξέταση των βιβλίων και αρχείων της επιχείρησης, διαπιστώθηκε ότι αυτά περιείχαν σφάλματα και/ή παραλείψεις με αποτέλεσμα οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί από τον αιτητή για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.92 μέχρι 31.12.95, να ήσαν ελλιπείς και/ή να περιείχαν σφάλματα. Ως εκ τούτου, ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34(1) του Ν.246/90, προέβηκε σε βεβαίωση του ποσού του φόρου και ειδοποίησε τον αιτητή με σχετική επιστολή ημερομηνίας 5 Σεπτεμβρίου 1996. Σύμφωνα με τη βεβαίωση ο Αιτητής όφειλε να καταβάλει στον Έφορο ποσό £8.815,62. (Αντίγραφο της βεβαίωσης φόρου επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α).

4. Κατά τον πιο πάνω έλεγχο οι αρμόδιοι λειτουργοί της υπηρεσίας ΦΠΑ διαπίστωσαν ότι ο Αιτητής δεν απέδωσε στον Έφορο ΦΠΑ ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών ο οποίος αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις και/ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησε κατά τις πιο πάνω περιόδους. Στη διαπίστωση αυτή κατέληξαν αφού προέβησαν στις ακόλουθες ενέργειες:

α. Προέβησαν σε δειγματολογικό έλεγχο της φορολογικής περιόδου 1.7.95-20.9.95.

β. Προέβησαν σε έλεγχο των βιβλίων και αρχείων για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.92-31.12.95 κατά τον οποίον διαπι[*988]στώθηκε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για ολόκληρο το 1993».

Αφού, κατά την κρίση του Εφόρου οι φορολογικές δηλώσεις της αιτήτριας ήσαν ελλιπείς, ή περιείχαν σφάλματα, έγινε υπολογισμός της είσπραξης του εστιατορίου στη βάση των ποτών που καταναλώθηκαν, κατ’ αναλογία του συνόλου των εισπράξεων από τυχαίο δείγμα τιμολογίων για ορισμένες φορολογικές περιόδους.  Ακολούθησε μαθηματικός υπολογισμός, φόρμουλα, που φαίνεται στη σελίδα 2 του πιο πάνω εγγράφου, και που δεν χρειάζεται να παραθέσω εδώ, ο οποίος οδήγησε στο συμπέρασμα πως οι εκροές πρέπει να ανέρχονταν στο ποσό των £445.336 και ο πληρωτέος ΦΠΑ £7.643. Δεν έγινε επίσης αποδεκτή και πίστωση φόρου εισροών αξίας £1.1971, γιατί δεν υπήρχαν τα αναγκαία έγγραφα, υποστηρικτικά της απαίτησης αυτής, όπως προνοείται από τους σχετικούς κανονισμούς, Κ.Δ.Π. 208/91. Σημαντικό στοιχείο για την αμφισβήτηση του Εφόρου των φορολογικών δηλώσεων της αιτήτριας είναι ότι για ολόκληρο το 1993 δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία.

Στην προσβαλλόμενη βεβαίωση επισυνάπτονται και δυο παραρτήματα στα οποία περιέχεται η αιτιολογία της απόφασης του Εφόρου. Αν η σκέψη μου είναι ορθή, βασικό στοιχείο που ελήφθη υπόψη για να αμφισβητηθούν οι φορολογικές δηλώσεις της αιτήτριας και να προχωρήσει ο έλεγχος, στον οποίο έκαμα ήδη αναφορά, ήταν η έλλειψη στοιχείων για τη διακίνηση των αποθεμάτων ποτών για την περίοδο 1.7.923 μέχρι 31.12.95, και οι ανεπαρκείς εξηγήσεις που δόθηκαν για να δικαιολογήσουν την αύξηση στο απόθεμα τους.

Οι εξουσίες του Εφόρου να βεβαιώνει το ποσό του οφειλόμενου φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του όπου αμφισβητείται η αλήθεια των δηλώσεων, παρέχονται από το άρθρο 34, εδάφιο 1 του Νόμου που έχει ως εξής:

34(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.”

[*989]Στην υπό κρίση υπόθεση η αιτήτρια υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις. Έχω ήδη υποδείξει ότι το λογιστικό της σύστημα, όπως διαπιστώθηκε από τους λειτουργούς, ήταν ικανοποιητικό και τηρούνταν βιβλία. Δεν εγείρεται θέμα μη συνεργασίας των ιδιοκτητών της επιχείρησης με το αρμόδιο τμήμα με σκοπό την επαλήθευση των φορολογικών της δηλώσεων. Εκείνο, που κατά την εισήγηση του Εφόρου, ισχύει στην προκειμένη περίπτωση είναι πως οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν ήταν ελλιπείς ή περιείχαν σφάλματα.

Έχω ήδη αναφέρει πως το βασικότερο στοιχείο που λειτούργησε στην κρίση του Εφόρου για να προβεί στην επιτόπια έρευνα ήταν η υπόνοια πως, λόγω της φύσεως της επιχείρησης ήταν πιθανό να μην καταβάλλεται από την αιτήτρια ο οφειλόμενος ΦΠΑ.  Το πραγματικό δε στοιχείο που έδρασε στην απόφαση του, να υπολογίσει ο ίδιος το ΦΠΑ, για το σύνολο των φορολογικών περιόδων, ήταν η μη ύπαρξη στοιχείων για το έτος 1993 μόνο, και που αφορούσαν κυρίως την αύξηση του αποθέματος ποτών. Ζητήθηκαν από την αιτήτρια τα πιο πάνω στοιχεία αλλά η ίδια πρόβαλε τον ισχυρισμό πως μια τέτοια έρευνα θα ήταν χρονοβόρα, δεν αρνήθηκε όμως να την κάνει και να εφοδιάσει τον Έφορο με όσα στοιχεία μπορούσαν να βρεθούν. Πράγματι, στις 20.9.96, λίγες μέρες δηλαδή μετά τη Βεβαίωση της Φορολογίας, με επιστολή της στον Έφορο διαφώνησε αφενός με αυτή και αφετέρου επεσύναψε αποδείξεις αγορών που είχε ζητήσει ο λειτουγός του ΦΠΑ, και που αφορούσαν στα αποθέματα ποτών. Πληροφορούσε επίσης τον Έφορο πως είχαν βρεθεί όλα τα έγγραφα που σχετίζονταν με τις φορολογικές περιόδους του 1993, τα οποία ήσαν στη διάθεση του Εφόρου για έλεγχο. Ο Έφορος απάντησε εγγράφως σ’ αυτή την επιστολή, στις 25.9.96. Απέρριψε την αμφισβήτηση της αιτήτριας. Παραθέτω εδώ αυτούσια τη σχετική περικοπή: “λόγω του γεγονότος ότι δεν έχετε παρουσιάσει κανένα στοιχείο το οποίο να ικανοποιεί τον Έφορο ΦΠΑ ότι υπήρξε αύξηση στα αποθέματα σας για το λόγο ότι δεν τηρούσατε στοιχεία για τη διακίνηση των αποθεμάτων για την υπό εξέταση περίοδο.”

Στη δεύτερη παράγραφο της ίδιας επιστολής διαβάζουμε:

“Αναφορικά με τους ισχυρισμούς σας ότι τα έγγραφα της περιόδου από 1.1.93 μέχρι 31.12.93 έχουν ανευρεθεί παρακαλώ όπως τα προσκομίσετε για να διεξαχθεί ο σχετικός έλεγχος.”

Είναι, καθώς το αντιλαμβάνομαι, ορθό να υποτεθεί πως όταν ο Έφορος αναφέρεται σε έλλειψη στοιχείων για τη διακίνηση των αποθεμάτων, να εννοεί προφανώς βιβλίο αποθεμάτων, όπως εισηγείται και ο δικηγόρος της Δημοκρατίας στη γραπτή του αγόρευση. Βεβαί[*990]ως η τήρηση τέτοιου βιβλίου επιβάλλεται ως η καλύτερη μέθοδος επιβεβαίωσης της κίνησης των αποθεμάτων ενός προϊόντος. Τούτο όμως, κατά τη γνώμη μου, δε σημαίνει πως, όπου υπάρχουν άλλα ικανοποιητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τα αποθέματα, αυτά απορρίπτονται γιατί δεν περιέχονται σε βιβλίο αποθεμάτων. Και δε φαίνεται από τη σχετική επιστολή του Εφόρου γιατί τα αποδεικτικά στοιχεία που απέστειλε η αιτήτρια στις 20.9.96, δεν κρίθηκαν ικανοποιητικά. Αναφορικά με τη 2η παράγραφο της επιστολής του Εφόρου, παρατηρώ πως η αιτήτρια καλείται να προσκομίσει τα στοιχεία που αφορούν στην περίοδο 1.1.93-31.12.93 για έλεγχο. Η βεβαίωση του Εφόρου όμως έγινε με την επίδικη απόφαση ημερ. 5.9.96. Ερωτάται λοιπόν αν λόγω αυτού μπορεί να εκληφθεί πως ο Έφορος είναι διατεθειμένος να επανεξετάσει τη βεβαίωση μετά από το σχετικό έλεγχο. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας κάνει ειδική αναφορά στο σημείο τούτο, για να υποδείξει πως τα πιο πάνω στοιχεία δόθηκαν μετά την προσβαλλόμενη απόφαση. Παρατήρησε όμως πως ο Έφορος μπορεί να την τροποποιήσει, ανάλογα με το αποτέλεσμα του ελέγχου που θα διεξαχθεί.

Από το σύνολο των γεγονότων, που συνοπτικά παραθέτω πιο πάνω, έχω την πεποίθηση πως η επιβαλλόμενη χρηστή διοίκηση λειτούργησε ελλειματικά στην υπόθεση.  Δε βρισκόμαστε ενώπιον ενός φορολογούμενου ο οποίος έκδηλα προσπαθεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις του, είτε με ψευδείς δηλώσεις ή πλημμελή τήρηση βιβλίων και στοιχείων. Εδώ, όπως είπα πιο πριν, η αιτήτρια έχει άρτιο σύστημα λογιστικών βιβλίων και ήταν απόλυτα συνεργάσιμη με τους λειτουργούς του ΦΠΑ. Η εργασία της γινόταν σχεδόν εξολοκλήρου με την έκδοση επιταγών και λήψη αποδείξεων. Ο έλεγχος έγινε στη βάση της υπόνοιας πως η αξία των εκροών θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη απ’ αυτή που εμφανίζονταν στις δηλώσεις της. Ακόμη και για την έλλειψη οποιονδήποτε στοιχείων για το έτος 1993, καθώς και τη μη τήρηση βιβλίου αποθεμάτων, η αιτήτρια, έστω και μετά την βεβαίωση, εκδήλωσε την προθυμία της να δώσει όλα τα στοιχεία που θα εύρισκε, μερικά από τα οποία είχε ήδη επισυνάψει στην επιστολή της ημερ. 20.9.96.

Υπό τις περιστάσεις κρίνω πως η απόφαση του Εφόρου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Την ακυρώνω για να δοθεί η ευκαιρία επανεξέτασης των φορολογικών υποχρεώσεων της αιτήτριας, υπό το φως των στοιχείων που παραθέτει, έστω μετά την βεβαίωση του Εφόρου, και τα οποία ο Έφορος δηλώνει πως είναι έτοιμος να εξετάσει.

Ενόψει της κατάληξής μου δεν θα συζητήσω δυο άλλα ενδιαφέροντα νομικά σημεία που εγείρονται στην υπόθεση. Το πρώτο αφορά στις διατάξεις του άρθρου 34(5) του Νόμου, οι οποίες καθορίζουν [*991]τις προθεσμίες μέσα στις οποίες μπορεί ο Έφορος να προβεί στη βεβαίωση του φόρου αναφορικά με οποιαδήποτε φορολογική περίοδο, και ιδιαίτερα την ορθή λειτουργία και σημασία τους, με αναφορά στη φράση: “στοιχεία αποδεικτικά των γεγονότων”.

Το δεύτερο σημείο σχετίζεται με εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών περί αυτοτέλειας της απόφασης του Εφόρου για κάθε φορολογική περίοδο ξεχωριστά, ζήτημα με το οποίο απασχολήθηκαν συνάδελφοι δικαστές στη πρωτόδικη δικαιοδοσία τους.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, αλλά δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.

H�προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο