Eυθυμίου Eυθύμιος A. και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1156

(1998) 4 ΑΑΔ 1156

[*1156]14 Δεκεμβρίου, 1998

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Aρ. 165/97)

ΕΥΘΥΜΙΟΣ Α. ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Aιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Aρ. 195/97)

IΩANNHΣ ΛOΪZIΔHΣ,

Aιτητής

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Yπόθεση Aρ. 219/97)

ANΔPEAΣ KAPYOΛAIMOΣ,

Aιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

[*1157](Yπόθεση Aρ. 221/97)

KΛEANΘHΣ ZABPOΣ,

Aιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Yποθέσεις Aρ. 165/97, 195/97, 219/97, 221/97)

 

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Αξιωματικοί ― Προαγωγές ― Πτυχές της προαγωγικής διαδικασίας οι οποίες έτυχαν εξέτασης ως προς τη νομιμότητά τους στην απόφαση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325 ― Πορίσματα και εφαρμογή τους τα γεγονότα της κριθείσας υπόθεσης.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Αξιωματικοί ― Προαγωγές ― Ο περί Αστυνομίας Νόμος (Κεφ. 285 ως τροποποιήθηκε) και οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) ― Εξέταση ισχυρισμών περί υπέρβασης της εξουσιοδότησης του Νόμου (ultra vires) κατά τη θέσπιση των Κανονισμών ― Δεν διαπιστώθηκε υπέρβαση.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Αξιωματικοί ― Προαγωγές ― Απόδοση επιπρόσθετων μονάδων από το Συμβούλιο Κρίσεως δυνατότητα αναπλήρωσης της ελλείπουσας αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Αξιωματικοί ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Πτυχίο νομικής ― Πρόσθετο προσόν για την παραγνώριση του οποίου απαιτείται ειδική αιτιολογία.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Αξιωματικοί ― Προαγωγές ― Η τελική απόφαση  του Αρχηγού της Αστυνομίας μετά τη συμπλήρωση της υπηρεσιακής διαδικασίας ― Ασάφεια, γενικότητες και αντινομία στην απόφαση του Αρχηγού στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ―  Καθώς η αποφασιστική αρμοδιότητα για τις προαγωγές ανήκει στον Αρχηγό οι επιλογές του πρέπει να αιτιολογούνται εγκύρως.

Οι προσφυγές στρέφονται κατά του κύρους της προαγωγής των εν[*1158]διαφερομένων προσώπων στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Η συνεκδίκαση των υποθέσεων επιτεύχθηκε μετά την επιφύλαξη της απόφασης του Δικαστηρίου στη μία εξ αυτών, γεγονός που επισημάνθηκε από το Δικαστήριο με αναφορά στην επιτακτική αναγκαιότητα συνεκδίκασης την προσφυγών που αφορούν την ίδια διοικητική πράξη και συστήματος για την συγκέντρωσή τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το ειδικό έντυπο που εκδόθηκε αποτελεί διοικητική εφαρμογή των Κανονισμών προς τους οποίους και θεωρήθηκε εναρμονισμένο. Επικροτήθηκε ο τρόπος και ο καταμερισμός της βαθμολογίας και απορρίφθηκε ο ισχυρισμός πως οτιδήποτε από τα στοιχεία που κάλυψε η συνέντευξη (που ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά τις παρούσας υπόθεσης) ήταν «εξωγενές ή έξω από το πλαίσιο των Κανονισμών». Όπως και τον ισχυρισμός πως δεν είχαν καταγραφεί οι εντυπώσεις από τη συνέντευξη. Όπως έκρινε η Ολομέλεια, η καταγραφή στο έντυπο ικανοποιούσε την απαίτηση της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8. Δεν δέκτηκε πως προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις, αφού αυτή ήταν ταυτόχρονα και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα.

    Ακολουθήθηκε και στην προκείμενη περίπτωση ακριβώς όμοια διαδικασία και χρησιμοποιήθηκε το ίδιο έντυπο. Οι ισχυρισμοί των αιτητών ως προς αυτά τα ζητήματα πρέπει να απορριφθούν. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός πως παραβιάστηκε ο Κανονισμός 8(2) επειδή δεν αιτιολογήθηκε η βαθμολόγηση της απόδοσης κατά τις συνεντεύξεις. Το επιχείρημα στηρίχθηκε στην αντίληψη πως ο Κανονισμός 8(2) απαιτεί αιτιολόγηση της υποκειμενικής κρίσης του Συμβουλίου Κρίσης, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Περαιτέρω δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός πως δεν καταγράφησαν οι απόψεις των υπευθύνων αξιωματικών των υποψηφίων. Στα έντυπα καταγράφεται ρητά πως ζητήθηκαν οι απόψεις τους και στο «Καθοδηγητικό Σημείωμα» που περιέχει επεξηγείται πως με «ν» καταγράφεται η αξιολόγηση των άμεσα προϊσταμένων. Σε όλες τις αξιολογήσεις υπάρχει επιπρόσθετα προς εκείνη της Επιτροπής Αξιολόγησης (με γράμμα Χ) η αξιολόγηση των άμεσα προϊσταμένων με γράμμα «ν».

2. Κατά το Άρθρο 13 Α (7) του Νόμου, Κεφ. 285, η σύσταση, αρμοδιότητες, διαδικασία και μέθοδοι ενέργειας του Συμβουλίου Κρίσης και της Επιτροπής Αξιολόγησης, καθορίζεται με Κανονισμούς. Είναι ευρεία η εξουσιοδότηση και σαφώς καλύπτει όσα περιλήφθηκαν στους [*1159]Κανονισμούς ως ρυθμίσεις αναφορικά με την Επιτροπή και το Συμβούλιο. Ο Κανονισμός 6 καθορίζει τη μέθοδο και τα κριτήρια αξιολόγησης από την Επιτροπή Αξιολόησης. Και ο Κανονισμός 8 τα αντίστοιχα σε σχέση με το Συμβούλιο Κρίσης. Δεν διακρίνεται υπέρβαση της εξουσιοδότησης. Ούτε το ίδιο το ειδικό έντυπο είναι ultra vires ως προς το Νόμο. Δεν παρέχεται περιθώριο για τέτοιο συσχετισμό. Θα ισοδυναμούσε με παράκαμψη της απόφασης της Ολομέλειας.

3. Το Συμβούλιο Κρίσης απέδωσε τις επιπρόσθετες μονάδες με αναφορά, σύμφωνα με το έντυπο, στα «στοιχεία του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου». Ποιά ήταν αυτά τα στοιχεία δεν προσδιορίστηκε. Αυτή η κρίσιμης σημασίας αξιολόγηση παρέμεινε εντελώς αναιτιολόγητη. Είναι σταθερά νομολογημένο πως οι φάκελοι προσφέρονται ως αιτιολογικό έρεισμα μόνο αν προκύπτει από το περιεχόμενό τους, κατά τρόπο σαφή και αναντίλεκτο, τι ακριβώς οδήγησε στην ορισμένη κρίσης.

    Δεν παρέχεται τέτοια δυνατότητα εδώ. Η κάθε πλευρά επικαλείται τα δικά της και η όποια κρίση τώρα θα ήταν πρωτογενής, έξω από το δικαιοδοτικό πλαίσιο. Πάντως, ούτε καν ειδική αναφορά γίνεται στο γεγονός ότι ο αιτητής Λοϊζίδης έχει πτυχίο νομικής. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(3) τέτοιο πτυχίο θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν και, κατά την πάγια νομολογία, για την παραγνώρισή του απαιτείται ειδική αιτιολογία.

    Στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας σε σχέση με την κρίση του Συμβουλίου Κρίσης και επηρεάζεται η νομιμότητα της σύστασής του. Οι προαγωγές, αφού πραγματοποιήθηκαν κατ’ αποκλεισμό των αιτητών που δεν συστήθηκαν, είναι άκυρες.

4. Στην τελική απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας διαπιστώνεται ασάφεια, γενικότητες αλλά και αντινομία που καλύπτουν ολόκληρο το σκεπτικό που οδήγησε στις επιλογές. Προκύπτει πως ο Αρχηγός θεώρησε ότι η σειρά επιτυχίας όπως την αποτύπωναν τα έντυπα, ως προς ορισμένους έδειχναν υπεροχή και ως προς άλλους όχι.

    Η αποφασιστική αρμοδιότητα δεν ανήκει στην Επιτροπή Αξιολόγησης και στο Συμβούλιο Κρίσης. Ο Αρχηγός δεν είναι δέσμιος της κρίσης τους. Αλλά οι επιλογές του πρέπει να αιτιολογούνται εγκύρως. Η γενικότητα και η αοριστία δεν αποτελεί έγκυρη αιτιολογία.

5. Επισημαίνεται η αντίληψη του Αρχηγού πως η σειρά επιτυχίας που θεωρείται ως αξιολογικό στοιχείο όχι ασύνδετο και προς τα προσόντα αφού και αυτά αποτελούν στοιχείο των φακέλων, πρέπει να υποχωρή[*1160]σει, χωρίς αναφορά σε άλλα στο σημείο εκείνο, μπροστά στην αρχαιότητα. Στην περίπτωση του αιτητή Καρυόλαιμου όμως αριθμός ενδιαφερομένων προσώπων ήταν αρχαιότεροί του μόνο με αναφορά στην ημερομηνία πρόσληψής τους. Ενώ δεν προήχθηκε, με ακριβώς το ίδιο σκεπτικό, ο υποψήφιος Κ. Σακκάς που ήταν πέμπτος κατά σειρά επιτυχίας και αρχαιότερος των πλείστων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ο Κ. Σακκάς δεν είναι μέρος στη διαδικασία αλλά το στοιχείο αυτό είναι σχετικό ως προς τη φύση των εξηγήσεων που δόθηκαν.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Papaioannou and Others v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 38,

Mιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,

Διακόπουλος ν. ΡΙΚ (1990) 3 Α.Α.Δ. 1366,

Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325,

Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220,

Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134,

Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 644.

Προσφυγές.

Συνεκδικαζόμενες προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Aνώτερους Yπαστυνόμους αντί των αιτητών.

Ε. Ελευθερίου για Τ. Παπαδόπουλο, για τον Aιτητή, στην Υπόθεση Αρ. 165/97.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 195/97.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Aιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 219/97 και 221/97.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Ν. Παπαμιλτιάδους, για το Eνδιαφερόμενο πρόσωπο Σ. Kόκκινο.

[*1161]

Cur. adv. vult.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Με απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας που εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (βλ. Εβδομαδιαίες Διαταγές αρ. 53 ημερομηνίας 30.12.96) οι πιο κάτω αξιωματικοί προάχθηκαν σε Ανώτερους Υπαστυνόμους:

(1) Α. Ιερόθεος, (2) Δ. Αγαπίου, (3) Σ. Γυψιώτης, (4) Χ. Τσαδιώτης, (5) Χ. Θεοδώρου, (6) Ι. Ιερείδης, (7) Α. Λέστας, (8) Κ. Παπαγεωργίου, (9) Ι. Λουκαΐδης, (10) Ζ. Ξενοφώντος, (11)Λ. Σιημητράς, (12) Α. Χαραλάμπους, (13) Σ. Κόκκινος.

Οι προαγωγές προσβάλλονται ως εξής:  Με τις προσφυγές 165/97 και 221/97, όλες. Με την προσφυγή 195/97 των ενδιαφερομένων προσώπων 7 μέχρι 12. Με την προσφυγή 219/97 των ενδιαφερομένων προσώπων 1 μέχρι 4, 6, 7, 9, 11 και 13.

Μια παρατήρηση πριν προχωρήσω. Την προσφυγή 165/97 χειρίστηκαν εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ο κ. Μ. Ευαγγέλου και ο κ. Α. Μαππουρίδης. Τις άλλες ο κ. Μ. Φλωρέντζος. Προχώρησε ανεξάρτητα η μια από τις άλλες, επιφυλάχθηκε η απόφαση στην 165/97 και εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ο συσχετισμός της με τις υπόλοιπες. Και αυτό, από το ίδιο το Δικαστήριο επειδή συνέπεσε να βρίσκονται και εκείνες ενώπιόν μου. Ακολούθησε η διαδικασία για τη συνεκδίκαση όλων των προσφυγών. Προσφυγές που αφορούν στην ίδια διοικητική πράξη επιβάλλεται να συνεκδικάζονται.   Και πρέπει να τονιστεί και με αυτή την ευκαιρία πως χρειάζεται σύστημα για τη συγκέντρωσή τους. (Βλ. Νiovi PapaIoannou and Others v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 38, Κλέαρχος Μιλτιάδους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318, Ανδρέας Διακόπουλος ν. Ρ.Ι.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1366).

Συστήθηκαν Επιτροπή Αξιολόγησης και στη συνέχεια Συμβούλιο Κρίσης με βάση τους Κανονισμούς 5 και 7 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) με μέγιστο βαθμών τους 100. Αποφασίστηκε να αναλογούν 45 στην κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης και 45 στην προσωπική συνέντευξη που θα διεξήγαγε το Συμβούλιο Κρίσης. Από εκεί και πέρα, το Συμβούλιο θα μπορούσε να απονείμει μέχρι 10 βαθμούς, τους υπόλοιπους δηλαδή, “με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου” των υποψηφίων.

Η Επιτροπή Αξιολόγησης βαθμολόγησε τους υποψήφιους με ανα[*1162]φορά στα διοικητικά προσόντα, τη νοημοσύνη, κρίση και ευθυκρισία, την πειθαρχία, την απόδοση, την ενεργητικότητα, το προσωπικό κύρος και προσωπικότητα, την κατάρτιση στα αστυνομικά καθήκοντα, την ικανότητα αποτελεσματικής διεκπεραίωσης καθηκόντων και ευθυνών και την ικανότητα του υποψηφίου να εξασφαλίζει από τους άντρες του το βέλτιστο και να επιφέρει αποτέλεσματα.  Αφού, όπως σημειώνει, διεξήλθε τον προσωπικό τους φάκελο και το ατομικό τους δελτίο και αφού συμβουλεύθηκε τον υπεύθυνο αξιωματικό τους [βλ. Κανονισμό 6(2)]. Στη βάση δε της κρίσης της, δόθηκαν στους αιτητές και στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ίσοι βαθμοί, 42, σε όλους. Η πρώτη διαφοροποίηση επήλθε από το Συμβούλιο Κρίσης με γνώμονα τις προσωπικές συνεντεύξεις και τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων.

Υπήρχαν 129 προσοντούχοι υποψήφιοι και ήταν καθήκον του Συμβουλίου Κρίσης να συστήσει για προαγωγή αριθμό που δεν θα υπερέβαινε το διπλάσιο των κενών θέσεων. [βλ. Καν. 8(5)]. Οι αιτητές Λοϊζίδης και Ευθυμίου συγκέντρωσαν χαμηλότερη συνολική βαθμολογία και δεν συστήθηκαν. Ο τελευταίος από τους συστηθέντες είχε 83.33 βαθμούς ενώ εκείνοι 82.5. και 83 αντίστοιχα. Κατά το άρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου (Κεφ. 285 όπως τροποποιήθηκε) η προαγωγή στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου γίνεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης με επιλογή από εκείνους που συστήνονται από το Συμβούλιο Κρίσης. Ο Αρχηγός επέλεξε μεταξύ των συστηθέντων, όχι όμως κατά τη σειρά τους με βάση τη βαθμολογία τους. Ο Υπουργός ενέκρινε την απόφασή του.

Οι αιτητές εντοπίζουν λόγους ακυρότητας σε σχέση με κάθε μια από τις πτυχές της διοικητικής ενέργειας. Οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν ισχυρισμούς ως προς το τί θα ήταν επιτρεπτό να προβάλει ο κάθε αιτητής ανάλογα με το αν συστήθηκε ή όχι και με αναφορά στα νομικά σημεία που προσδιορίζονται στις προσφυγές. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ σ’ αυτά. Στη μια ή στην άλλη προσφυγή εγείρονται νομοτύπως και με έννομο συμφέρον θέματα που άπτονται των κρίσιμων πτυχών της διοικητικής ενέργειας, ως εξής:

1.  Ως προς το σύστημα της βαθμολογίας που υιοθετήθηκε. Τον καθορισμό των 100 βαθμών αλλά κυρίως τον επιμερισμό τους, όπως το συνόψισα. Κατά την εισήγηση των αιτητών έγιναν αυθαίρετα χωρίς νομοθετική ή κανονιστική εξουσιοδότηση. Αλλά και να τα κάλυπταν οι Κανονισμοί, όπως και το ειδικό έντυπο αξιολόγησης που χρησιμοποιήθηκε, αυτοί είναι ultra vires. Mε αποτέλεσμα την πρόσδοση ιδιαίτερα μεγάλης βαρύτητας στην [*1163]προσωπική συνέντευξη. Αλλά και την παροχή στο Συμβούλιο Κρίσης δυνατότητας προσθήκης δέκα μονάδων για όσα ήδη αξιολογούνταν από την Επιτροπή Αξιολόγησης.

2.  Ως προς την καταγραφή των απόψεων των υπεύθυνων αξιωματικών των  υποψηφίων.

3.  Ως προς τη βαθμολόγηση για τις συνεντεύξεις από το Συμβούλιο Κρίσης. Η βαθμολογία δεν συνιστούσε καταγραφή των εντυπώσεων όπως απαιτεί ο Κανονισμός 8(2) και, πάντως, ελλείπει η αιτιολογία, κατά παράβασή του. Επίσης, η συνέντευξη επεκτάθηκε στην ικανότητα έκφρασης, στην αυτοπεποίθηση / αυτοέλεγχο και στην εμφάνιση που δεν προβλέπονται ως θέματα της από τον πιο πάνω Κανονισμό.

4.  Ως προς τη βαθμολόγηση από το Συμβούλιο Κρίσης με βάση τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία. Ήταν αναιτιολόγητη και συγκρούεται προς την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης. Η οποία, με βάση τα ίδια δεδομένα, δεν ξεχώρισε μεταξύ των υποψηφίων.

5.  Ως προς την προαγωγή 13 υποψηφίων ενώ υπήρχαν μόνο 11 κενές θέσεις.

6.  Ως προς την προαγωγή των Ιερείδη και Λουκαΐδη που βρίσκονταν τότε σε προαφυπηρετική άδεια.

7.  Ως προς την αιτιολόγηση της απόφασης του Αρχηγού, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι οι αιτητές Καρυόλαιμος και Ζαβρός είχαν συγκεντρώσει ψηλότερη βαθμολογία από αριθμό ενδιαφερομένων προσώπων. Συναφώς, ως προς την αιτιολόγηση της απόφασης του Υπουργού να εγκρίνει τις προαγωγές.

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκρινε πως το ειδικό έντυπο που εκδόθηκε αποτελεί διοικητική εφαρμογή των Κανονισμών προς τους οποίους και θεωρήθηκε εναρμονισμένο. Επικροτήθηκε ο τρόπος και ο καταμερισμός της βαθμολογίας και απορρίφθηκε ο ισχυρισμός πως οτιδήποτε από τα στοιχεία που κάλυψε η συνέντευξη (που ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά τις παρούσας υπόθεσης) ήταν “εξωγενές ή έξω από το πλαίσιο των Κανονισμών”. Όπως και τον ισχυρισμό πως δεν είχαν καταγραφεί οι εντυπώσεις απο τη συνέντευξη. Όπως έκρινε η Ολομέλεια, η καταγραφή στο έντυπο ικανοποιούσε την απαίτηση της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8.  Δεν [*1164]δέκτηκε πως προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις αφού αυτή ήταν ταυτόχρονα και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα. Και καταλήγει ως εξής η απόφαση που εξέδωσε ο Στυλιανίδης Δ., όπως ήταν τότε:

“Το έντυπο ήταν για όλους τους σκοπούς έγκυρο. Το Συμβούλιο συμμορφώθηκε με τους σχετικούς Κανονισμούς και η αξιολόγηση και η βαθμολόγηση κάθε υποψήφιου απο το Συμβούλιο δεν είναι αντίθετη με το πλαίσιο που θέτουν οι Κανονισμοί.”.

Ακολουθήθηκε και στην προκείμενη περίπτωση ακριβώς όμοια διαδικασία και χρησιμοποιήθηκε το ίδιο έντυπο. Είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως οι ισχυρισμοί των αιτητών ως προς αυτά τα ζητήματα πρέπει να απορριφθούν. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός πως παραβιάστηκε ο Κανονισμός 8(2) επειδή δεν αιτιολογήθηκε η βαθμολόγηση της απόδοσης κατά τις συνεντεύξεις. Το επιχείρημα στηρίχθηκε τη αντίληψη πως ο Κανονισμός 8(2) απαιτεί αιτιολόγηση της υποκειμενικής κρίσης του Συμβουλίου Κρίσης, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Περαιτέρω δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός πως δεν καταγράφησαν οι απόψεις των υπευθύνων αξιωματικών των υποψηφίων. Στα έντυπα καταγράφεται ρητά πως ζητήθηκαν οι απόψεις τους και στο “Καθοδηγητικό Σημείωμα” που περιέχει επεξηγείται πως με “ν” καταγράφεται η αξιολόγηση των άμεσα προϊσταμένων. Σε όλες τις αξιολογήσεις υπάρχει επιπρόσθετα προς εκείνη της Επιτροπής Αξιολόγησης (με γράμμα Χ) η αξιολόγηση των άμεσα προϊσταμένων με γράμμα “ν”.

Απομένει ένα θέμα σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Αφορά στον ισχυρισμό πως οι ίδιοι οι Κανονισμοί προς τους οποίους κρίθηκε εναρμονισμένη η διαδικασία που ακολουθήθηκε, είναι ultra vires ως προς το Νόμο. Ζήτημα που δεν εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω).  Κατά το άρθρο 13Α(7) του Νόμου η σύσταση, αρμοδιότητες, διαδικασία και μέθοδοι ενέργειας του Συμβουλίου Κρίσης και της Επιτροπής Αξιολόγησης, καθορίζεται με Κανονισμούς. Είναι ευρεία η εξουσιοδότηση και σαφώς καλύπτει όσα περιλήφθηκαν στους Κανονισμούς ως ρυθμίσεις αναφορικά με την Επιτροπή και το Συμβούλιο. Ο Κανονισμός 6 καθορίζει τη μέθοδο και τα κριτήρια αξιολόγησης από την Επιτροπή Αξιολόγησης.  Και ο Κανονισμός 8 τα αντίστοιχα σε σχέση με το Συμβούλιο Κρίσης. Δεν διακρίνω υπέρβαση της εξουσιοδότησης και ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί. Όπως και ο παράλληλος ισχυρισμός πως το ίδιο το ειδικό έντυπο είναι ultra vires ως προς το Νόμο.  Δεν παρέχεται περιθώριο για τέτοιο συσχετισμό. Θα ισοδυναμούσε με παράκαμψη της απόφασης της Ολομέλειας.  Κρί[*1165]θηκε πως το ειδικό έντυπο ήταν έγκυρο και εναρμονισμένο προς τους Κανονισμούς. Απομένουν τα σοβαρά θέματα σε σχέση με την άσκηση της εξουσίας του Συμβουλίου Κρίσης για απόδοση μέχρι δέκα βαθμών και από εκεί και πέρα σε σχέση με τις επιλογές του Αρχηγού της Αστυνομίας.

Η σύσταση του Συμβουλίου Κρίσης στηρίκτηκε στη συνολική βαθμολογία των υποψηφίων και οι 10 βαθμοί που είχε εξουσία να προσθέσει αναδεικνύονται ως αποφαστιστικής σημασίας. Η διαφορά στη βαθμολογία με βάση την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης που δεν προσβάλλεται και της συνέντευξης, ήταν δυνητικά ανατρέψιμη. Επίσης ήταν σχετικά μικρή και η διαφορά στην τελική βαθμολογία που καθόρισε και τους υποψήφιους που συστήθηκαν.  Οι αιτητές που δεν συστήθηκαν είχαν συγκεντρώσει 82.5 και 83 βαθμούς αντίστοιχα και οι συστηθέντες από 83.33 μέχρι 87.34.

Το Συμβούλιο Κρίσης απέδωσε αυτές τις επιπρόσθετες μονάδες με αναφορά, σύμφωνα με το έντυπο, στα “στοιχεία του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου”. Ποιά ήταν αυτά τα στοιχεία δεν προσδιορίστηκε. Αυτή η κρίσιμης σημασία αξιολόγηση παρέμεινε εντελώς αναιτιολόγητη. Οι καθ’ ων η αίτηση λέγουν πως η αιτιολογία προκύπτει ακριβώς από τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία. Αυτό ισοδυναμεί με πρόσκληση να ενδιατρίψουμε τώρα σ’ αυτά για να κρίνουμε εμείς τί απ’ όλα δικαιολογεί τη μια ή την άλλη βαθμολογία. Είναι σταθερά νομολογημένο πως οι φάκελοι προσφέρονται ως αιτιολογικό έρεισμα μόνο αν προκύπτει από το περιεχόμενό τους, κατά τρόπο σαφή και αναντίλεκτο, τί ακριβώς οδήγησε στην ορισμένη κρίση. (βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220 και Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134).

Δεν παρέχεται τέτοια δυνατότητα εδώ. Η κάθε πλευρά επικαλείται τα δικά της και η όποια κρίση τώρα θα ήταν πρωτογενής, έξω από το δικαιοδοτικό πλαίσιο. Δεν θα επεκταθώ, λοιπόν, στις λεπτομέρειες των ισχυρισμών. Σημειώνω όμως πως ούτε καν ειδική αναφορά γίνεται στο γεγονός ότι ο αιτητής Λοϊζίδης έχει πτυχίο νομικής. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(3) τέτοιο πτυχίο θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν και, κατά την πάγια νομολογία, για την παραγνώρισή του απαιτείται ειδική αιτιολογία. Προσθέτω πως πτυχίο νομικής είχε και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Σ. Κόκκινος και, σε αυτή την περίπτωση οι καθ’ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το επικαλούνται, δικαιολογημένα βέβαια.  Αναφορά στο επιπρόσθετο προσόν κάμνει και αργότερα ο αρχηγός, αλλά στο μεταξύ ο αιτητής Λοϊζίδης είχε αποκλειστεί. Το θέμα όμως τώρα είναι η αιτιολόγηση της κρίσης. Όπως υπέδειξα απουσιάζει εντελώς και δεν πα[*1166]ρέχεται καμιά απολύτως δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου.  Επιπρόσθετο, ενδεικτικό της σημασίας του κενού που εντοπίζεται είναι και το γεγονός ότι, όπως υποδεικνύει ο αιτητής Ευθυμίου, κατά τις κρίσεις των ετών που προηγήθηκαν, το Συμβούλιο Κρίσης του απένειμε διαφορετικό αριθμό μονάδων.

Στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας σε σχέση με την κρίση του Συμβουλίου Κρίσης και επηρεάζεται η νομιμότητα της σύστασής του. Οι προαγωγές, αφού πραγματοποιήθησαν κατ’ αποκλεισμό των αιτητών που δεν συστήθηκαν, είναι άκυρες.

Θεωρώ όμως ενδεδειγμένο να αναφερθώ και στις επιλογές του Αρχηγού της Αστυνομίας. Ειδικά στην αιτιολόγηση τους όπως την βρίσκουμε στο “πρακτικό - σκεπτικό” που συνέταξε. Το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας που περιέχεται στο “πρακτικό - σκεπτικό” είναι γενικό. Αναφέρεται σε συνεκτίμηση των στοιχείων των εντύπων των προσωπικών φακέλων, και της “καρτέλας” κάθε υποψηφίου και καταλήγει:

“... αξιολόγησα και συνεκτίμησα όλα αυτά στο συνολό τους με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα πάντοτε μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Καν. 3. Ακολούθησα βασικά τη σειρά επιτυχίας, εκτός στις περιπτώσεις που έκρινα ότι η διαφορά μερικών βαθμών δεν μπορούσε να αποτελεί υπεροχή που κατά τη γνώμη μου να ανέτρεπε την αρχαιότητα και το επιπρόσθετο προσόν”.

Ακολουθεί ειδική αναφορά σε 9 από τους συστηθέντες. Πρόκειται  για εκείνους που είχαν συγκεντρώσει ψηλότερη βαθμολογία από τους προαχθέντες. Σημειώνω πως οι αιτητές Ζαβρός και Καρυόλαιμος με 85.5. βαθμούς ισοβάθμησαν στην όγδοη θέση. Αυτή η ειδικότερη αιτιολογία είναι πανομοιότυπη σε όλες τις περιπτώσεις.  Διαφέρουν μόνο τα ατομικά στοιχεία, δηλαδή η βαθμολογία, η σειρά επιτυχίας τους και, βέβαια, τα ονόματα.  Παραθέτω αυτή την αιτιολογία, παραλείποντας τα ατομικά στοιχεία:

“Κατά σειρά επιτυχίας είναι ..... με βαθμολογία ..... Αφού έλαβα υπόψη την αρχαιότητα, δίδοντας μεγαλύτερη σημασία στην αξία και τα προσόντα, έκρινα ότι η μικρή διαφορά στη βαθμολογία μεταξύ του και των άλλων υποψηφίων που προάγονται, δεν αποτελούν κατά τη γνώμη μου υπεροχή. Ο ...... συγκρινόμενος με άλλους περίπου ίσους στη βαθμολογία υποψήφιους που προάγονται, κρίνω από το σύνολο των στοιχείων των φακέλλων και το σύνολο της υπηρεσίας τους ότι οι προαχθέντες υπε[*1167]ρέχουν”.

Διαπιστώνεται ασάφεια, γενικότητες αλλά και αντινομία που καλύπτουν ολόκληρο το σκεπτικό που οδήγησε στις επιλογές. Προκύπτει πως ο αρχηγός θεώρησε ότι η σειρά επιτυχίας όπως την αποτύπωναν τα έντυπα, ως προς ορισμένους έδειχναν υπεροχή και ως προς άλλους όχι. Την ακολούθησε, λοιπόν, μόνο για ορισμένους. Στην ειδική αιτιολογία για τους 9 το λέει απερίφραστα. Η μικρή διαφορά στη βαθμολογία δεν αποτελεί υπεροχή. Όμως μικρότερες διαφορές, ακόμα και εκατοστών της μονάδας, ήταν το αποκλειστικό κριτήριο καταρτισμού του πίνακα των συστηθέντων. Και είδαμε τα παράπονα ως προς αυτό των αιτητών Ευθυμίου και Λοϊζίδη που δεν είχαν συστηθεί. Στα οποία αντιτάχθηκε, βέβαια, πως οι συστάσεις έγιναν νομότυπα και αξιοκρατικά. Παραγνώρισε συνεπώς ο Αρχηγός την κρίσιμη σημασία της βαθμολογίας στο πλαίσιο αξιολόγησης που καθιερώθηκε με την εισαγωγή του εντύπου, της νομιμότητας του οποίου οι καθ’ ων η αίτηση, κατά τα άλλα, υπεραμύνονται.

Σημειώνει ο Αρχηγός πως, στην πραγματικότητα, οι επιλεγέντες που, σε συνέχεια του προηγούμενου σφάλματος, περιγράφει ως “περίπου ίσους στη βαθμολογία”, υπερέχουν. Και αυτό, “από το σύνολο των στοιχείων των φακέλων και το σύνολο της υπηρεσίας τους”. Χωρίς να προσδιορίζεται οτιδήποτε το συγκεκριμένο, με αποτέλεσμα να είναι και εδώ αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος. Η αποφασιστική αρμοδιότητα δεν ανήκει στην Επιτροπή Αξιολόγησης και στο Συμβούλιο Κρίσης. Ο Αρχηγός δεν είναι δέσμιος της κρίσης τους. Αλλά οι επιλογές του πρέπει να αιτιολογούνται εγκύρως. Η γενικότητα και η αοριστία των πιο πάνω, που όπως είδαμε συνόδευσε όλες τις περιπτώσεις, δεν αποτελεί έγκυρη αιτιολογία.

Υπάρχει ένα ακόμα θέμα. Στο ειδικό μέρος της αιτιολογίας ο αρχηγός σημείωσε πως έλαβε υπόψη την αρχαιότητα, δίδοντας όμως μεγαλύτερη σημασία στην αξία και στα προσόντα. Αυτή η περικοπή είναι εναρμονισμένη προς τον Κανονισμό 2(3).  Εν τούτοις, στο γενικό μέρος της αιτιολογίας εξήγησε πως δεν ακολούθησε τη σειρά επιτυχίας στις περιπτώσεις που έκρινε ότι η διαφορά μερικών βαθμών δεν μπορούσε να αποτελεί υπεροχή που θα έπρεπε να ανατρέψει την αρχαιότητα και το επιπρόσθετο προσόν. Σαφώς το επιπρόσθετο προσόν του μόνου συστηθέντος που το κατείχε ήταν σχετικό και ήδη αναφέρθηκα στη μή αναφορά σε όμοιο στην περίπτωση του αιτητή Λοϊζίδη, που δεν συστήθηκε. Εκείνο που τώρα επισημαίνω είναι την αντίληψη πως η σειρά επιτυχίας που θεωρείται ως αξιολογικό στοιχείο όχι ασύνδετο και προς τα προσόντα αφού [*1168]και αυτά αποτελούν στοιχείο των φακέλλων, πρέπει να υποχωρήσει, χωρίς αναφορά σε άλλα στο σημείο εκείνο, μπροστά στην αρχαιότητα.  Και πρέπει να έχουμε εδώ υπόψη πως στην περίπτωση του αιτητή Καρυόλαιμου αριθμός ενδιαφερομένων προσώπων ήταν αρχαιότεροι του μόνο με αναφορά στην ημερομηνία πρόσληψής τους. Ενώ δεν προάχθηκε, με ακριβώς το ίδιο σκεπτικό, ο υποψήφιος Κ. Σακκάς που ήταν πέμπτος κατά σειρά επιτυχίας και αρχαιότερος των πλείστων από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ο Κ. Σακκάς δεν είναι μέρος στη διαδικασία αλλά το σημειώνω αυτό ως στοιχείο σχετικό προς τη φύση των εξηγήσεων που δόθηκαν.

Δεν χρειάζεται να εξεταστούν τα άλλα θέματα που έχουν εγερθεί. Παρατηρώ όμως τα πιο κάτω σε σχέση με την προαγωγή 13 υποψηφίων. Το Συμβούλιο Κρίσης, προφανώς επειδή θεωρούσε ότι υπήρχαν 11 κενές θέσεις, σύστησε 22 υποψήφιους. Ο Αρχηγός αναφέρθηκε στην ύπαρξη 11 κενών θέσεων αλλά αποφάσισε την προαγωγή 13 υποψηφίων και εγείρεται ζήτημα ως προς την καθόλου νομιμότητα των προαγωγών και εξ αυτού του λόγου. Συζητήθηκαν ζητήματα σχετικά με τη νομιμοποίηση των αιτητών που αναφέρονταν στο θέμα να προβάλουν τέτοιους ισχυρισμούς, για διάφορους λόγους, αλλά, ενόψει της κατάληξης στην οποία έχω αχθεί, που θα ισχύει erga omnes, δεν θα επεκταθώ. Ως προς την ουσία του θέματος οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν πως ενώ πράγματι οι κενές θέσεις ήταν 11 ο Αρχηγός θεώρησε πως μπορούσαν να προαχθούν 13, αφού δυο από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (οι Λουκαΐδης και Ιερείδης) βρίσκονταν ήδη σε προαφυπηρετική άδεια και, συνεπώς, δεν θα καταλάμβαναν οποιανδήποτε από τις κενές οργανικές θέσεις. Δεν υπάρχει τέτοια ή οποιαδήποτε εξήγηση στην απόφαση του Αρχηγού για να ήταν δυνατός ο έλεγχος πάνω σε τέτοια βάση και θα εναπόκειται στη διοίκηση να δει το θέμα κατά την επανεξέταση. Ο αιτητής Ευθυμίου που υπολειπόταν εκατοστά της μονάδας από τον τελευταίο συστηθέντα βλέπει το θέμα από άλλη σκοπιά και εγείρει ζήτημα ακριβώς επειδή τα δυο πιο πάνω ενδιαφερόμενα πρόσωπα βρίσκονταν σε προαφυπηρετική άδεια. Είναι σχετική η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μιλτιάδη Μιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 644, αλλά και αυτό το θέμα συνάπτεται προς το προηγούμενο.

Μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ο αιτητής Ζαβρός απηύθυνε επιστολή προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας, την ονομάζει ένσταση και υποβάλλει αίτημα για δεύτερη θεραπεία με στόχο “να κηρύσσεται άκυρη η παράλειψη απάντησης σ’ αυτήν”. Με την επιστολή του ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση που λήφθηκε και έθεσε θέμα ανδραγαθίας του που θα μπορούσε να αποτελέσει ξε[*1169]χωριστό έρεισμα για προαγωγή του. Είναι σ’αυτό το τελευταίο που του οφειλόταν, όπως εισηγείται, απάντηση αλλα είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως και αν υπήρχε τέτοιο καθήκον στην περίπτωση, το θέμα είναι εντελώς άσχετο προς την απόφαση για τις προαγωγές που έγιναν. Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει συνάφεια μεταξύ των δυο θεραπειών και η συζητούμενη, ως η δεύτερη, είναι απαράδεκτη.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της.

Oι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο