Παρασκευής Κύρου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 182/98, 28 Ιανουαρίου 1999 Παρασκευής Κύρου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 182/98, 28 Ιανουαρίου 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 182/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

Παρασκευής Κύρου, από τη Λευκωσία,

Αιτήτριας

και

Πανεπιστημίου Κύπρου,

Καθ’ου η αίτηση

-------------------------

28 Ιανουαρίου 1999

Για την Αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τον Καθ’ου η αίτηση: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ων η αίτηση με την οποία ανακάλεσαν προηγούμενη απόφαση τους αναφορικά με το θέμα των προσαυξήσεων και την τοποθέτηση της αιτήτριας στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 των Διοικητικών Λειτουργών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

(α) Τα γεγονότα

Επειδή το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι νομικό και βασίζεται πάνω στα γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης της 17/12/97, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω περιληπτικά τα γεγονότα που είναι σχετικά με την παρούσα διαδικασία.

Ενώ η αιτήτρια υπηρετούσε για 17 χρόνια στο Τμήμα Δημοσίων Εργων στην κλίμακα Α7 και ανέμενε την επόμενη προσαύξηση της, το Πανεπιστήμιο Κύπρου της πρόσφερε τη θέση της Διοικητικού Λειτουργού. Με σχετική επιστολή της ημερομηνίας 23/10/97 η αιτήτρια απάντησε ότι αποδεχόταν την προσφορά των καθ’ων η αίτηση και ότι θα μπορούσε να αναλάβει καθήκοντα από την 1/1/98, νοουμένου ότι η ανάληψη των νέων καθηκόντων της δεν θα συνεπαγόταν μείωση των απολαβών που έπαιρνε από τα Δημόσια Εργα, αφού βρισκόταν στην 8η βαθμίδα της κλίμακας Α7 και ανέμενε από την 1/12/97 την επόμενη προσαύξηση της.

Οι καθ’ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 13/11/97 δέχθηκαν το αίτημα της αιτήτριας και την πληροφόρησαν ότι θα ετοποθετείτο στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8, προσθέτοντας ότι η διευθέτηση αυτή γινόταν χωρίς να της δοθεί αρχαιότητα, προβάδισμα ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα έναντι άλλων υπηρετούντων Λειτουργών και ως εκ τούτου η επόμενη προσαύξηση θα της δινόταν όταν θα συμπλήρωνε την 8η βαθμίδα της κλίμακας Α8 η Διοικητική Λειτουργός του Πανεπιστημίου Κύπρου που βρισκόταν στην 3η βαθμίδα της κλίμακας Α8. Η αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 28/11/97 αποδέχθηκε την τοποθέτηση της στην κλίμακα Α8 αλλά επεφύλαξε το δικαίωμα να επαναφέρει το θέμα της μισθολογικής ανέλιξης της όπως αυτό αναφερόταν στη δεύτερη παράγραφο της επιστολής των καθ’ων η αίτηση της 13/11/97.

Οι καθ’ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 1/12/97 πληροφόρησαν την αιτήτρια ότι η αποδοχή της επιστολής τους της 13/11/97 έπρεπε να ήταν ανεπιφύλακτη και ζητούσαν από την αιτήτρια να απαντήσει μέχρι τις 5/12/97.

Η αιτήτρια με σχετική επιστολή της ημερομηνίας 5/12/97 αποδέχθηκε την προσφορά των καθ’ων η αίτηση. Θεωρώ ορθό σε αυτό το στάδιο να παραθέσω αυτούσια την πιο πάνω επιστολή:

“Αναφέρομαι στην επιστολή σας με αρ. φακ. Π.Κ. 3.3.6.1. και ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου 1997 και με βάση την όλη αλληλογραφία μας σας πληροφορώ ότι αποδέχομαι τον διορισμό στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 και σας ευχαριστώ.”

Ομως ταυτόχρονα την ίδια μέρα, δηλαδή στις 5/12/97 η αιτήτρια καταχώρησε την υπ’ αριθμό 997/97 προσφυγή με την οποία προσέβαλλε το μέρος εκείνο της επιστολής των καθ’ων η αίτηση της 13/11/97 που αναφερόταν στο θέμα των προσαυξήσεων. Ειδικότερα με την πιο πάνω αίτηση η αιτήτρια ζητούσε,

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το μέρος της απόφασης του καθ’ου που κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 13.11.97 στην αιτήτρια, και με την οποία αποφάσισε φραγμό ή παγοποίηση του δικαιώματος για ετήσια μισθοδοτική ανέλιξη με το να καθορίσει ότι η επόμενη προσαύξηση θα δοθεί στην αιτήτρια, αντί ετήσια όπως προβλέπουν οι Κανονισμοί και η ανάλογη μεταχείριση των άλλων υπαλλήλων, όταν συμπληρώσει την 8η βαθμίδα της κλίμακας Α8 άλλος υπάλληλος, η διοικητική λειτουργός που βρίσκεται τώρα στην 3η βαθμίδα της κλίμακας Α8, είναι άκυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος.”

 

Στις 16/12/97 το Συμβούλιο των καθ’ων η αίτηση επανεξέτασε το όλο θέμα και αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφαση του για την προσφορά διορισμού στην αιτήτρια, αφού έλαβε υπόψη ότι η καταχώριση της προσφυγής 997/97 καταδείκνυε ότι η αιτήτρια δεν αποδεχόταν ανεπιφύλακτα την προσφορά των καθ’ων η αίτηση αφού αμφισβητούσε τους όρους της προσφοράς.

Ακολούθησε μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του δικηγόρου της αιτήτριας και των καθ’ων η αίτηση που είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η απόφαση των καθ’ων η αίτηση της 17/12/97, είναι άκυρη για διάφορους λόγους που έχουν ως κεντρικό άξονα το ότι η αιτήτρια είχε δεχθεί ανεπιφύλακτα την προσφορά των καθ’ων η αίτηση. Αντίθετα οι καθ’ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η αιτήτρια με την καταχώριση της προσφυγής 997/97 έδειξε ότι δεν αποδεχόταν ανεπιφύλακτα την προσφορά των καθ’ων η αίτηση, που είχαν έτσι δικαίωμα να ανακαλέσουν την προσφορά τους.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι νομικό και βασίζεται πάνω στα νομικά επακόλουθα που μπορούσαν να έχουν η επιστολή της αιτήτριας της 5/12/97 (με την οποία αποδεχόταν το α΄ σκέλος της προσφοράς των καθ’ων η αίτηση) και η προσφυγή 997/97 (η οποία αμφισβητούσε το β΄ σκέλος της προσφοράς των καθ’ων η αίτηση αναφορικά με τις προτεινόμενες προσαυξήσεις).

Εχω εξετάσει προσεκτικά όλα τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί ενώπιον μου και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ανκαι η αιτήτρια με την επιστολή της της 5/12/97 αποδέχθηκε την προσφορά των καθ’ων η αίτηση για το διορισμό της, εντούτοις με την καταχώριση της προσφυγής 997/97 έδειξε ότι δεν αποδεχόταν το μέρος εκείνο της προσφοράς των καθ’ων η αίτηση που αναφερόταν στις προσαυξήσεις. Η αιτήτρια δεν μπορούσε να δηλώνει εγγράφως ότι αποδέχεται την προσφορά των καθ’ων η αίτηση και ταυτόχρονα να προσβάλλει δικαστικά την εγκυρότητα του όρου για τις προσαυξήσεις, που αποτελούσε ουσιώδη όρο της προσφοράς.

Η εισήγηση της αιτήτριας ότι η προσφορά ανακλήθηκε παράνομα και χωρίς αιτιολογία δεν ευσταθεί. Εφόσον δεν υπήρξε αποδοχή εκ μέρους της αιτήτριας η προσφορά δεν μετουσιώθηκε σε εκτελεστή διοικητική πράξη, η ανάκτηση της οποίας θα έπρεπε να ληφθεί μέσα σε νόμιμα πλαίσια και να συνοδεύεται από την απαραίτητη αιτιολογία.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο