Χριστοφή Κούνουνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, Υπόθεση αρ. 363/97, 18 Ιανουαρίου, 1999 Χριστοφή Κούνουνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, Υπόθεση αρ. 363/97, 18 Ιανουαρίου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 363/97

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 25, 28, 30 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Χριστοφή Κούνουνα από την Πόλη Χρυσοχούς

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπουργικού Συμβουλίου

Καθού η αίτηση

--------------------

Ημερομηνία: 18 Ιανουαρίου, 1999

Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης

Για το καθού η αίτηση Συμβούλιο: Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου

---------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η έκθεση, σε κάποια έκταση, των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση έχει προτεραιότητα. Θα καταστήσει κατανοητό το αίτημα της προσφυγής. Παράλληλα προδιαγράφει το πρόβλημα που παρουσιάζεται για επίλυση. Στις 15/9/93 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για πολεοδομική άδεια για λατόμηση οικοδομικών υλικών από έκταση γης, τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας, στο χωριό Χρυσοχού της Επαρχίας Πάφου. Η Πολεοδομική Αρχή (ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου) την απέρριψε για τους λόγους που κοινοποίησε στον αιτητή στις 12/5/94. Ο αιτητής επέμεινε. Άσκησε ιεραρχική προσφυγή κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης ζητώντας πολεοδομική άδεια, κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, για τους λόγους που ανέπτυξε στην επιστολή του ημερ. 2/6/94.

Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού συγκέντρωσε τις απόψεις των εμπλεκόμενων κυβερνητικών υπηρεσιών, απέστειλε σημείωμα στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, ημερ. 21/8/95 (παράρτημα Θ), εισηγούμενο τη χορήγηση άδειας υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις και για περιορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι 31/10/96. Ας σημειωθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε στην Υπουργική Επιτροπή τη σχετική εξουσία που του παρέχουν τα άρθρ. 26(3) και 31(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (αρ. 90/72, όπως τροποποιήθηκε). Υπενθυμίζω ότι τέτοια εκχώρηση είναι δυνατή με βάση τις διατάξεις του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών έκ τινος Νόμου, Νόμου του 1962 (αρ. 23/62).

Η εν λόγω Επιτροπή, υιοθετώντας στο προκείμενο σχετική εισήγηση του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, απέρριψε, στις 5/9/95, το αίτημα. Με την αιτιολογία ότι τα υλικά της συγκεκριμένης περιοχής δεν είναι κατάλληλα για τους σκοπούς που προορίζονταν. Ο αιτητής δεν ικανοποιήθηκε. Έδωσε συνέχεια με την προσφυγή αρ. 1004/95 με την οποία πρόσβαλε την απορριπτική απόφαση. Ενόσω εκκρεμούσε η εκδίκαση της, η Υπουργική Επιτροπή συνήλθε στις 18/2/97 και ανακάλεσε την προηγούμενη πράξη της λόγω συμμετοχής στη σύνθεση της, κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης της απόφασης, υπηρεσιακών παραγόντων. Ας σημειωθεί, εν παρόδω, ότι προηγήθηκε σχετική γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία του κράτους.

Η νέα απόφαση, που λήφθηκε αυθημερόν, ήταν πάλιν απορριπτική. Μετά την κοινοποίηση της στις 11/3/97, ο αιτητής κατέθεσε την παρούσα προσφυγή αξιώνοντας:

“Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή διαρκούσης της εκκρεμοδικίας στην προσφυγή του 1004/95, με επιστολή του καθ’ ου ημερ. 11/3/97 ως επανεξέταση με αναδρομική ισχύ για απόρριψη εκ νέου της ίδιας αίτησης του αιτητή - μετά από ανάκληση της από 5/9/95 με το ίδιο περιεχόμενο απόφασης - περί την σχετική πολεοδομική άδεια είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”

Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε τον ισχυρισμό - στην πρώτη του γραπτή αγόρευση - ότι υπήρξε παρανομία κατά τη συνεδρίαση της Υπουργικής Επιτροπής στις 18/2/97, που αφορούσε πάλιν τη σύνθεση της. Μετείχαν σε αυτήν 3 μόνο από τα 6 μέλη της, που την απαρτίζουν, στα οποία μεταβιβάστηκε η σχετική αρμοδιότητα. Όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε ο ισχυρισμός για κακή σύνθεση για τον παραπάνω λόγο, αλλά η διοίκηση ανακάλεσε για δεύτερη φορά την πράξη της, η οποία προσβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή, γιαυτόν ακριβώς το λόγο.

Το μοναδικό ερώτημα, όπως διαμορφώθηκε η κατάσταση, είναι κατά πόσον ο αιτητής διατηρεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης ή η δίκη καταργείται γιατί εξέλιπε το αντικείμενο της μετά την πλήρη ανάκληση της πράξης.

Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε - με συνεχείς παραπομπές στη νομολογία - ότι δεν καταργεί τη δίκη η ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης. Το δικαστήριο οφείλει να προχωρήσει στην ακύρωση της αφού εκδόθηκε παράνομα και αφού, για όσο καιρό ίσχυσε, επηρέασε δυσμενώς τα έννομα συμφέροντα του αιτητή. Προσδιορίζει τα συμφέροντα ο ίδιος ο συνήγορος στη γραπτή του αγόρευση στην οποία αναφέρει ότι η ανάκληση “επέφερε στον αιτητή συνέπειες, όπως βλάβη, καθυστέρηση, ζημία από την αύξηση των υλικών κ.λ.π.” Ο συνήγορος επικαλέστηκε ακόμη και ηθικό συμφέρον του αιτητή για συνέχιση της διαδικασίας.

Εκφράζοντας την αντίθεση της στη θέση του αιτητή, η δικηγόρος της Δημοκρατίας ουσιαστικά υπέβαλε ότι η δίκη πρέπει να θεωρηθεί κατηργημένη δεδομένου ότι ο αιτητής, που έχει το σχετικό καθήκον, δεν απέδειξε ότι πριν από την ανάκληση υπέστη εκ πρώτης όψεως βλάβη ή ζημία, την οποία δεν εξουδετέρωσε εντελώς η ανακλητική πράξη. Για ενίσχυση του επιχειρήματος με παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας στην προσφ. αρ. 125/86 Χρίστου Παπαδοπούλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 25/4/89.

Ο κ. Αγγελίδης αντιπαρατήρησε πως η παραπάνω υπόθεση δεν απεικονίζει τη “μονοδιάστατη” γραμμή της νομολογίας. Εξάλλου διακρίνεται από την κρινόμενη διότι ήταν υπόθεση προαγωγής, όπου η ανάκληση είχε ως επακόλουθο την εξαφάνιση ολόκληρης της διαδικασίας χωρίς κατάλοιπα αρνητικών συνεπειών. Πρέπει να λεχθεί - και το έχει επισημάνει ο συνήγορος - ότι η υπόθεση Παπαδόπουλλου, ανωτέρω, δεν εφαρμόστηκε στην πρωτόδικη υπόθεση αρ. 395/93 G.A.P. Estates Ltd. v. Δημοκρατίας ημερ. 12/8/94, που στηρίχθηκε στην άλλη απόφαση της Ολομέλειας Payiatas ν. Repuplic (1984) 3 C.L.R. 1239. Στην τελευταία κρίθηκε ουσιαστικά ότι το θέμα κατά πόσον παρέμειναν ζημιογόνα αποτελέσματα εκφεύγει του δικαιοδοτικού πλαισίου του άρθρ. 146 του Συντάγματος.

Στην Παπαδόπουλλου αποφασίστηκε ότι ο αιτητής διατηρεί το έννομο συμφέρον προς συνέχιση της δίκης αν, παρά την ανακλητική πράξη, διαγράφονται βλαπτικές συνέπειες στα συμφέροντα του. Το θέμα τέθηκε με καθαρότητα ως εξής:

“..... καταλήξαμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημία ή βλάβη, η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση, για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται.”

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση ότι η αρχή, που επαναβεβαίωσε η Παπαδόπουλλου και ακολούθησε η Ολομέλεια σε άλλες αποφάσεις της, όπως την Α.Ε. 832 Δημοκρατία ν. Ματθαίου ημερ. 12/7/90 και την Α.Ε. 1931 Παπακυριακού κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/2/96, είναι περιορισμένη στο στεγανό πεδίο των διορισμών ή προαγωγών δημοσίων υπαλλήλων. Δεν υπάρχει τίποτε στην απόφαση που να αυτοπεριορίζει την εμβέλεια της αρχής που διακηρύσσει.

Είναι γεγονός ότι εκδηλώθηκε διχογνωμία στην πορεία της νομολογίας. Και υπήρχε απόσταση ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις. Το θέμα όμως απασχόλησε ειδικά την Ολομέλεια στην Α.Ε. 2067 Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 24/6/98. Έγινε ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας και ρητά επικροτήθηκε η ορθότητα της προσέγγισης της Παπαδόπουλλου και απορρίφθηκε η αντιμετώπιση στην Payiatas: βλέπε την απόφαση του Γαβριηλίδη Δ, που έδωσε την απόφαση της πλειοψηφίας.

Είναι φανερό εδώ ότι οι αρνητικές συνέπειες για τα συμφέροντα του αιτητή εξανεμίστηκαν ολότελα από την ανακλητική πράξη. Δεδομένου ότι ο αιτητής μόνο ελπίδες διατηρούσε για να λάβει την άδεια για την οποία υπέβαλε αίτηση. Δεν είχε υποχρέωση η διοίκηση να τον ικανοποιήσει. Δεν έχω ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο ή υλικό που να θεμελιώνει τον ισχυρισμό ότι η πράξη υπήρξε ζημιογόνα για τον αιτητή. Κατά τη γνώμη μου εξέλιπε το αντικείμενο της δίκης, η οποία και καταργείται. Δεν εκδίδω διάταγμα για έξοδα.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

/Κασ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο