Γεώργιου Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επάρχου Λευκωσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 41/91, 18 Ιανουαρίου 1999 Γεώργιου Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επάρχου Λευκωσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 41/91, 18 Ιανουαρίου 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 41/91

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

Γεώργιου Νεοφύτου, από την Εγκωμη,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επάρχου Λευκωσίας,

Καθ’ων η αίτηση

----------------------

18 Ιανουαρίου 1999

Για τον Αιτητή: κ. Μιχ. Ιακώβου.

Για τους Καθ’ων η αίτηση: κα Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

--------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(α) Τα γεγονότα

Ο αιτητής είναι χοιροτρόφος και διατηρούσε χοιροτροφικά υποστατικά κοντά στο παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας, σε περιοχή του Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιομετόχου. Λόγω διάφορων προβλημάτων που προέκυψαν από την πληθυσμιακή και οικιστική επέκταση της περιοχής, ο αιτητής άρχισε να προβαίνει σε διάφορες ενέργειες για τη μετακίνηση της επιχείρησης του σε άλλη περιοχή. Ετσι αφού πληροφορήθηκε ότι υπήρχε χοιροτροφική ζώνη στην περιοχή Αγιος Ιωάννης Μαλούντας, συμφώνησε να αγοράσει ένα τεμάχιο ακίνητης περιουσίας με σκοπό την ανέγερση ιδιόκτητου χοιροτροφείου. Προτού προβεί σε άλλες ενέργειες ζήτησε με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 16/5/90 προς τον Επαρχο Λευκωσίας να πληροφορηθεί κατά πόσο μέσα στην πιο πάνω ακίνητη περιουσία μπορούσε να ανεγείρει χοιροστάσιο. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τη σχετική απάντηση του Επάρχου της 6/6/90:

 

 

“Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 16.5.1990 και σας πληροφορώ

ότι το τεμάχιο αρ. 243, Φ/Σχ. ΧΧΙΧ.31.Ε.2 στον Αγ. Ιωάννη (Μ) βρίσκεται σε ζώνη στην οποία επιτρέπεται η ανέγερση χοιροστασίων.”

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απάντησης ο αιτητής προχώρησε στη συμπλήρωση της αγοράς της ακίνητης περιουσίας και αφού αγόρασε επιπρόσθετα άλλα δύο παραπλήσια τεμάχια υπέβαλε αίτηση και σχέδια για την έκδοση άδειας για ανέγερση χοιροστασίου. Ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κατόπιν εξέτασης της αίτησης υπέβαλε σχετικό σημείωμα ημερομηνίας 25/10/90 προς τον Επαρχο στο οποίο, μεταξύ άλλων, τονίζονταν ότι,

(1) Η Χωρητική Αρχή του χωριού φέρει σφοδρή ένσταση στην ανέγερση του χοιροστασίου και για κανένα λόγο δεν θα την επιτρέψει,

(2) Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως ετοιμάζει μελέτη για την τροποποίηση των κτηνοτροφικών ζωνών του χωριού, έτσι που να μην επιτρέπεται η ανέγερση χοιροστασίου στην περιοχή,

(3) Σε μικρή απόσταση από τα τεμάχια του αιτητή υπάρχουν πολυβολεία της Εθνικής Φρουράς που θα επηρεαστούν από το χοιροστάσιο και έχοντας υπόψη και την ύπαρξη στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ στην περιοχή, θα έπρεπε να ληφθούν οι απόψεις του Υπουργείου Αμυνας και

(4) Σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από τα τεμάχια του αιτητή επιτάχθηκε μεγάλη έκταση γης που θα χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της Αστυνομίας.

Με βάση τα πιο πάνω ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως εισηγείτο ότι η λήψη της σχετικής απόφασης έπρεπε να ληφθεί από τον Επαρχο και την Τοπική Αρχή.

Την 1/12/90 δημοσιεύτηκε η Κ.Δ.Π. 318/90, σύμφωνα με την οποία στα τεμάχια που είχε αγοράσει ο αιτητής, απαγορευόταν η ανέγερση χοιροστασίου. Ετσι στις 5/12/90 ο Επαρχος Λευκωσίας πληροφόρησε τον αιτητή τα ακόλουθα:

“Επιθυμώ να αναφερθώ στην χωρίς ημερομηνία αίτηση σας που λήφθηκε στο Γραφείο μου στις 4.9.90, για άδεια οικοδομής για ανέγερση χοιροστασίου στα τεμάχια 243 και 8, Φ/Σχ. 29/31 Ε.2, στον Αγιο Ιωάννη Μαλούντας και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί γιατί στο μεταξύ έχει δημοσιευθεί, την 1.12.1990 η ΚΔΠ 318/90 σύμφωνα με την οποία τα τεμάχια σας βρίσκονται τώρα σε ζώνη στην οποία απαγορεύεται η ανέγερση χοιροστασίων.

2. Τα υποβληθέντα έγγραφα σας επιστρέφονται.”

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι η αρνητική απάντηση των καθ’ων η αίτηση, έχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, αποτελεί κακόπιστη συμπεριφορά της Διοίκησης και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Η έννοια της καλής πίστης συνδέεται με την αρχή του Κωλύματος που αποκλείει την ασυνέπεια και αντιφατική συμπεριφορά της Διοίκησης.

Οι καθ’ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αρχές της καλής πίστης δεν μπορούν να περιορίζουν την ευχέρεια της Διοίκησης να μεταβάλλει το καθεστώς χρήσης ακίνητης περιουσίας και ότι η επιστολή της 6/11/90 των καθ’ων η αίτηση δεν αποτελεί μια δεσμευτική υποχρέωση αλλά ήταν απλά πληροφοριακού χαρακτήρα.

(β) Παραβίαση αρχών χρηστής διοίκησης

Εχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η απόφαση των καθ’ων η αίτηση αποτελεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

Η Διοίκηση δεν μπορεί να ενεργεί με κακόπιστο τρόπο σε βαθμό που να ταλαιπωρεί και να εξαπατά τον ιδιώτη. (Ιδε Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο” 1977, Τόμος Α΄, σ. 105-107). Η αρχής της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης στοχεύει στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από την καθημερινή λειτουργία της Διοίκησης (ίδε Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60) που δεν μπορεί με τη συμπεριφορά της να εκμεταλλεύεται ή να δημιουργεί καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Ομως η επιδίωξη της υλοποίησης των σκοπών του δημόσιου συμφέροντος στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας επιτρέπει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της Διοίκησης να μεταβάλλει την πορεία της όποτε κρίνει αναγκαίο. (Ιδε Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 73/96 της 13/11/97). Ομως θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να εγγίζουν τα όρια της ασυνέπειας και αυθαιρεσίας. (Ιδε Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο” 1977, Τόμος Α΄, σ. 107).

Η αρχή της καλής πίστης έχει ιδιάζουσα σημασία γιατί καθιερώνει την ορθή άσκηση των εξουσιών που παρέχονται στη Διοίκηση. Οπως αναφέρεται από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Μακρίδης ν. Δήμου Πόλης Χρυσοχούς και Κυπριακής Δημοκρατίας, αρ. 530/87 της 8/3/89,

“Η αρχή αυτή ομοιάζει αλλά δεν είναι ταυτόσημη στην έκταση και εφαρμογή της με τις αρχές της επιείκειας που διέπουν στο αγγλικό δίκαιο την περιστολή επονείδιστης συμπεριφοράς γνωστής ως το δόγμα Equitable Estoppel. Στο διοικητικό δίκαιο η αρχή της καλής πίστης μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

Η διοίκηση δεσμεύεται να εφαρμόζει κατά τρόπο ομοιόμορφο και ισομερή την πρακτική την οποία έχει υιοθετήσει για την άσκηση διοικητικών λειτουργιών υπό τον όρο ότι η υιοθέτηση της πρακτικής αυτής είναι επιτρεπτή από το νομικό καθεστώς που διέπει την άσκηση των εξουσιών της.”

 

Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (Α.Ε. 1740 της 30/5/97) όπου τονίστηκε ότι,

“Οπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας ([1992] 3 Α.Α.Δ. 60), η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Οπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη ν. Δημοκρατίας (υπόθεση αρ. 164/95 της 15/12/1995), η αρχή της καλής πίστης, δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση εξουσίας η οποία παρέχεται. (Βλ. επίσης Vasiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, Droussiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 573/94 - 8/3/1996.)”

 

Στην παρούσα περίπτωση μετά από μια προσεκτική εξέταση όλων των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης εκ μέρους της Διοίκησης. Η επιστολή της 6/11/90 δεν αποτελούσε δέσμευση εκ μέρους της Διοίκησης αλλά ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα, έχοντας υπόψη τις νομικές συνθήκες που εφαρμόζονταν εκείνη τη χρονική περίοδο. Οι αρχές του Διοικητικού Δικαίου καθορίζουν ότι οι αποφάσεις της Διοίκησης διέπονται από το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά τη χρονική περίοδο λήψης της σχετικής απόφασης, νοουμένου ότι δεν παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης. Η σχετική αίτηση για την ανέγερση του χοιροστασίου υποβλήθηκε τρεις μήνες μετά την πληροφόρηση από τους καθ’ων η αίτηση ότι στην περιοχή επιτρεπόταν η ανέγερση χοιροστασίων και ειδικότερα στις 4/9/90. Η κήρυξη των ζωνών έγινε τρεις μήνες αργότερα, την 1/12/90 και ενώ η αίτηση βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της εξέτασης. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης. Από τη σημείωση του Επαρχιακού Λειτουργού Πολεοδομίας προς τον Επαρχο της 25/10/90 επισημαίνεται ότι ετοιμαζόταν μελέτη για την απαγόρευση ανέγερσης χοιροστασίων στην περιοχή και ότι η έκδοση της σχετικής άδειας επηρεαζόταν από μια σειρά διάφορων παραγόντων που δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν. Κάτω από τις περιστάσεις έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ασυνέπεια που προέρχεται από το περιεχόμενο των δύο επιστολών των καθ’ων η αίτηση, σε βαθμό που να ισοδυναμεί με παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.

Η αίτηση απορρίπτεται. Εχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης δεν εκδίδεται οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο