Ελένης Σιημητρά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 491/98., 12 Ιανουαρίου, 1999 Ελένης Σιημητρά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 491/98., 12 Ιανουαρίου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 491/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ελένης Σιημητρά,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_____________________

12 Ιανουαρίου, 1999.

Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γεν. Εισ.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της καθ΄ ης η αίτηση ημερ. 23.4.98 και με την οποία μετάθεσε την αιτήτρια από τη Λευκωσία στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου με ισχύ από 11.5.98 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.

Η αιτήτρια είναι Προϊστάμενη Νοσηλευτική Λειτουργός. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας με επιστολή του ημερ. 18.9.97 υπέβαλε πρόταση για μετάθεση της αιτήτριας από τη Λευκωσία στο Παραλίμνι. Η πρόταση εξετάσθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) μαζί με την πρόταση για μετάθεση και της Προϊσταμένης Νοσηλευτικής Λειτουργού Χρυσούλας Κατσού από τη Λευκωσία στην Κυπερούντα.

Στις πιο πάνω προτάσεις αναφερόταν ότι οι προτεινόμενες μεταθέσεις εντάσσονται μέσα στα πλαίσια ικανοποίησης υπηρεσιακών αναγκών. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόταν ότι ύστερα από την προαγωγή τους σε Προϊστάμενες Νοσηλευτικούς Λειτουργούς αυτές θα τοποθετηθούν επικεφαλής του Νοσηλευτικού Προσωπικού στα Νοσοκομεία Κυπερούντας και Παραλιμνίου, αντίστοιχα.

Περαιτέρω αναφερόταν ότι οι επηρεαζόμενες υπάλληλοι ενημερώθηκαν για τις προτεινόμενες μεταθέσεις τους. Αυτές, όμως, με επιστολές του δικηγόρου τους, υπέδειξαν ότι δεν τις αποδέχονται και υπέβαλαν παραστάσεις.

Οι παραστάσεις της αιτήτριας έχουν ως ακολούθως:

(α) Η Διοίκηση δεν έχει εφαρμόσει για όλες τις Προϊστάμενες Νοσηλευτικούς Λειτουργούς οι οποίες προάχθηκαν την ίδια ημερομηνία με την αιτήτρια ενιαίο μέτρο κρίσης σ΄ ό,τι αφορά προτεινόμενη μετάθεση.

(β) Δεν της δόθηκε η δυνατότητα να επιλέξει μια από τις επτά θέσεις που υπάρχουν στα Νοσοκομεία της Κύπρου αλλά μόνο τρεις επιλογές.

(γ) Προσωπικοί και οικογενειακοί λόγοι καθώς και λόγοι υγείας δεν της επιτρέπουν να ταξιδεύει καθημερινά στο Παραλίμνι.

(δ) Η εγκατάστασή της στο Παραλίμνι είναι αδύνατη, γιατί ο σύζυγός της δεν μπορεί να την ακολουθήσει για λόγους υγείας, καθώς και λόγω της εργασίας του.

(ε) Ο πατέρας της βρίσκεται στον Κοινοτικό Οίκο Ευγηρίας Αγία Μαρίνα Στροβόλου με πρόβλημα υγείας και αναμένει τα πάντα από αυτήν, η οποία είναι και εκτοπισθείσα, και

(στ) Είναι η μόνη από όλες τις Προϊστάμενες Νοσηλευτικούς Λειτουργούς, που έχει εργαστεί σε Επαρχία για τέσσερα χρόνια και έχει αλλάξει τέσσερα Νοσοκομεία.

Η Ε.Δ.Υ. πληροφόρησε το Γενικό Διευθυντή ότι για να μπορέσει η Ε.Δ.Υ. να εξετάσει τις πιο πάνω προτάσεις ο Γενικός Διευθυντής θα πρέπει να αναφέρει:

(α) Αν χρειάζεται η αντικατάσταση των υπαλλήλων που θα μετατεθούν, και

(β) να εξεταστούν και σχολιαστούν κατάλληλα οι λόγοι που εγείρουν οι υπάλληλοι εναντίον της προτεινόμενης μετάθεσης τους.

Η Ε.Δ.Υ. ζήτησε επίσης από το Γενικό Διευθυντή να υποβάλει σχετικό έντυπο με στοιχεία “όσον αφορά όλους τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην πιο πάνω θέση” (Βλ. επιστολή της Ε.Δ.Υ. ημερ. 18.11.97).

Ο Γενικός Διευθυντής με επιστολή του ημερ. 30.12.97 πληροφόρησε την Ε.Δ.Υ. ότι δε χρειάζεται αντικατάσταση των πιο πάνω υπαλλήλων που θα μετατεθούν. Ταυτόχρονα σχολίασε ως πιο κάτω τις παραστάσεις που υπέβαλε η αιτήτρια:

“(1) Στην αιτήτρια τέθηκαν τρεις μόνο επιλογές και όχι επτά, γιατί τοποθέτησή της στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας δε θα θεωρείτο μετάθεση από το Μακάρειο (Λευκωσία) αλλά μετακίνηση. Στα άλλα δύο Νοσοκομεία, Λεμεσού και Λάρνακας, δεν προβλέπονταν αλλαγές.

(2) Οι προσωπικοί και οικογενειακοί λόγοι που προβάλλονται δεν είναι τόσο σοβαροί που να τίθενται υπεράνω του δημοσίου συμφέροντος. Η αιτήτρια θα μπορούσε να διαμένει, όποτε χρειαζόταν, στο ιδιόκτητο σπίτι που διαθέτει στο Παραλίμνι, λόγω του ότι δεν έχει μικρά παιδιά που να την αναγκάζουν να βρίσκεται καθημερινά στη Λευκωσία. Ο σύζυγός της είναι συνταξιούχος και πιστεύεται ότι δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα στη μετάθεση της αιτήτριας στο Παραλίμνι. Ο πατέρας της αιτήτριας διαμένει σε στέγη υπερηλίκων και προφανώς δε χρειάζεται καθημερινή περιποίηση από την αιτήτρια. Το Παραλίμνι παραμένει για χρόνια χωρίς Προϊστάμενο Νοσηλευτικό Λειτουργό.

(3) Είναι γεγονός ότι η υπό αναφορά Λειτουργός εργάστηκε εκτός Λευκωσίας για τέσσερα χρόνια, αυτό όμως έγινε από τη θέση κατώτερης Αδελφής Νοσοκόμου και Αδελφής Νοσοκόμου και από το 1968 υπηρετεί επί συνεχούς βάσεως στη Λευκωσία.”

Επιπρόσθετα ο Γενικός Διευθυντής διαβίβασε στην Ε.Δ.Υ. Πίνακα με τα προσωπικά και υπηρεσιακά στοιχεία και των οκτώ υπηρετούντων Προϊσταμένων Νοσηλευτικών Λειτουργών.

Σημειώνεται ότι η πιο πάνω επιστολή της 30.12.97 δεν είχε υπογραφεί από το Γενικό Διευθυντή αλλά από άλλο Λειτουργό του Υπουργείου Υγείας - τον κ. Κρέκο - “για Γενικό Διευθυντή”. Η επιστολή εκείνη άρχιζε με την πρόταση “΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ....”.

Η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερ. 30.1.98, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε να ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις από την αρμόδια αρχή. ΄Ετσι ζήτησε από το Γενικό Διευθυντή να την πληροφορήσει κατά πόσο εξετάστηκε το θέμα να μετατεθεί η αιτήτρια στο Νοσοκομείο Λάρνακας και η Ιουλία Παπαδοπούλου από τη Λάρνακα στο Παραλίμνι (Βλ. επιστολή της Ε.Δ.Υ. ημερ. 12.3.98).

Ο Γενικός Διευθυντής απάντησε με επιστολή - ημερ. 3.4.98 - που και πάλιν δεν έφερε την υπογραφή του Γενικού Διευθυντή αλλά του πιο πάνω Λειτουργού ο οποίος υπέγραψε “για Γενικό Διευθυντή”. Και αυτή η επιστολή άρχιζε με την πρόταση “΄Εχω οδηγίες ν΄ αναφερθώ ...”. Με την πιο πάνω επιστολή της 3.4.98 η Ε.Δ.Υ. πληροφορήθηκε ότι είχε εξεταστεί η ενδεχόμενη μετάθεση της Παπαδοπούλου αλλά κρίθηκε σκόπιμο όπως παραμείνει στο Νοσοκομείο όπου υπηρετούσε και πριν την προαγωγή της για να μη διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία των Νοσοκομείων Λάρνακας και Παραλιμνίου.

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 23.4.98. Την παραθέτω:

“Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, καθώς και τις παραστάσεις των πιο πάνω υπαλλήλων και τις σχετικές απόψεις της αρμόδιας αρχής, αποφάσισε όπως, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και των αναγκών της υπηρεσίας, μετατεθούν, σύμφωνα και με τις προτάσεις της αρμόδιας αρχής οι ΚΑΤΣΟΥ Χρυσούλλα και ΣΙΗΜΗΤΡΑ Ελένη, Προϊστάμενες Νοσηλευτικών Λειτουργών, Ιατριακές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στο Νοσοκομείο Κυπερούντας και Παραλιμνίου, αντίστοιχα, από τις 11.5.98.

Λαμβάνοντας την πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σημείωσε ότι:

(α) Πρώτιστος παράγων στην εξέταση τέτοιων υποθέσεων είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και των αναγκών της υπηρεσίας, τα οποία στην παρούσα περίπτωση εξηπηρετούνται με την επάνδρωση και την

κατάλληλη στελέχωση των Νοσοκομείων Κυπερούντας και Παραλιμνίου. Τα προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα που έχουν επικαλεσθεί οι υπάλληλοι λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, αλλά κρίνονται ότι αυτά δεν μπορούν να υπερισχύσουν του δημοσίου συμφέροντος και των αναγκών της υπηρεσίας.

(β) Οι Κατσού Χρυσούλλα και Σιημητρά Ελένη προάχθηκαν πρόσφατα στη θέση Προϊσταμένης Νοσηλευτικών Λειτουργών, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, και η μετάθεση τους κρίνεται επιτακτική καθότι θα επιτρέψει την εκτέλεση των καθηκόντων της νέας τους θέσης σε Νοσοκομεία όπου δεν υπηρετούν τώρα Προϊστάμενες Νοσηλευτικών Λειτουργών.”

 

Με αφορμή την υπογραφή των επιστολών της 30.12.97 και 3.4.98 από το Λειτουργό κ. Κρέκο αντί από τον Γενικό Διευθυντή η αιτήτρια υποστήριξε ότι οι πιο πάνω επιστολές προέρχονται από αναρμόδιο όργανο. ΄Ερεισμα για την πιο πάνω εισήγηση αποτέλεσαν οι πρόνοιες των άρθρων 2 (ορισμός του όρου “Αρμόδια Αρχή”) και 48 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90). Το άρθρο 48 του Νόμου - συνεχίζει η εισήγηση - “μιλά για αιτιολογημένη πρόταση της Αρμόδιας Αρχής”. Ωστόσο “ο υπογράψας” τις πιο πάνω επιστολές - ημερ. 30.12.97 και 3.4.98 - “δεν φαίνεται να ενεργεί σε γνώση ή και εντολή της αρμόδιας αρχής”. Δεν φαίνεται “ο Υπουργός ή έστω αντ΄ αυτού ο Γενικός Διευθυντής που υπέβαλε την πρόταση για μετάθεση να είχαν δώσει εντολή στο Λειτουργό κ. Κρέκο να διαβιβάσει τις απαντήσεις που περιέχονται στις πιο πάνω επιστολές” - ημερ. 30.12.97 και 3.4.98. Ούτε φαίνεται να διαβιβάζεται με τις επιστολές εκείνες απόφαση του Υπουργού ή του Γενικού Διευθυντή. Ενώ ο Λειτουργός κ. Κρέκος αρχίζει τις επιστολές με την φράση “΄Εχω οδηγίες ...” οι οδηγίες εκείνες δεν είναι καταγραμμένες ούτε και φαίνεται πουθενά ποιός του τις είχε δώσει.

Σύμφωνα με το άρθρο 48(2) του Νόμου 1/90 “οι μεταθέσεις των υπαλλήλων διενεργούνται από την Ε.Δ.Υ. ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής δεόντως αιτιολογημένη”. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ιδίου Νόμου Αρμόδια Αρχή σημαίνει “τον Υπουργό που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε Τμήματος που υπάγεται σ΄ αυτό”.

Λαμβάνω υπόψη τις πρόνοιες των άρθρων 2 (ορισμός του όρου “Αρμόδια Αρχή”) και 48(2) του Νόμου. Έχω την άποψη ότι για τη διενέργεια μετάθεσης πρέπει να προηγηθεί δεόντως αιτιολογημένη πρόταση από την Αρμόδια Αρχή. Στην κρινόμενη περίπτωση η Αρμόδια Αρχή είναι ο Υπουργός Υγείας ο οποίος ενεργεί μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου.

Περαιτέρω λαμβάνων υπόψη το περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών - ημερ. 30.12.97 και 3.4.98. Οι επιστολές εκείνες περιέχουν διευκρινίσεις οι οποίες δόθηκαν μετά από σχετική παράκληση της Ε.Δ.Υ.. Θεωρώ ότι το περιεχόμενο των επιστολών εκείνων αποτελεί μέρος της αιτιολογίας της πρότασης για μετάθεση της αιτήτριας.

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο οι σχετικές διευκρινίσεις - μέρος της αιτιολογίας της πρότασης για μετάθεση της αιτήτριας - μπορούσαν νόμιμα να δοθούν από το Λειτουργό κ. Κρέκο.

Αν όντως ο Λειτουργός κ. Κρέκος έχει ενεργήσει μετά από οδηγίες των ιεραρχικώς προϊσταμένων του αυτές οι οδηγίες έπρεπε να ήταν καταγραμμένες για να ήταν γνωστό το περιεχόμενο τους.

Στην απουσία τέτοιας καταγραφής ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ανέφικτος. Περαιτέρω έπρεπε να ήταν καταγραμμένο και το όνομα του ιεραρχικώς Προϊσταμένου που έδωσε τις οδηγίες για να φαίνεται κατά πόσο δόθηκαν από την Αρμόδια Αρχή όπως επιτάσσεται από τα πιο πάνω άρθρα του Νόμου 1/90. Εφόσο είναι άγνωστο κατά πόσο ο Λειτουργός κ. Κρέκος έχει ενεργήσει μετά από οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής θεωρώ ότι έχει ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα.

Ακόμη και αν η κρινόμενη περίπτωση εξεταζόταν με βάση την υπόθεση ότι οι οδηγίες στο Λειτουργό κ. Κρέκο για να διαβιβάσει τις σχετικές διευκρινίσεις στην Ε.Δ.Υ., είχαν δοθεί από την Αρμόδια Αρχή και πάλιν θα κατέληγα στο συμπέρασμα ότι ο πιο πάνω Λειτουργός έχει ενεργήσει αναρμοδίως. Οι λόγοι είναι οι πιο κάτω:

Σύμφωνα με τον Π.Δ. Δαγτόγλου, “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, τρίτη έκδοση, παραγ. 940:

“΄Οταν το αρμόδιο όργανο απλώς εντέλλεται και εξουσιοδοτεί ένα άλλο όργανο να ασκήσει μια ή περισσότερες περιπτώσεις ή αφηρημένα μια ορισμένη αρμοδιότητα κατ΄ εντολήν και επ΄ ονόματι του εξουσιοδοτούντος οργάνου, δεν έχουμε μεταβίβαση (Delegatiοn) αλλά εντολή (Mandat). Η εντολή δεν θίγει την κατανομή των αρμοδιοτήτων. Εν τούτοις παρεκκλίνει από τους σκοπούς που επιδιώκει η κατανομή αρμοδιοτήτων και δεν πρέπει να θεωρείται επιτρεπτή χωρίς ρητή εξουσιοδότηση νόμου”.

Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει εξουσιοδότηση του Νόμου για την εντολή ή οδηγίες που φέρεται να είχε πάρει ο Λειτουργός κ. Κρέκος από την Αρμόδια Αρχή. Ακολουθεί πως η εντολή δεν ήταν επιτρεπτή. Ο ρηθείς λειτουργός έχει, επομένως, ενεργήσει χωρίς εξουσία ή αρμοδιότητα. ΄Επεται πως οι διευκρινίσεις - μέρος της αιτιολογημένης πρότασης για μετάθεση - δόθηκαν από αναρμόδιο όργανο.

Η αναρμοδιότητα της Αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί λόγο ακύρωσης (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 105, Θ. Δ. Τσάτσου “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, Τρίτη έκδοση, σελ. 191, Δαγτόγλου (πιο πάνω), παραγ. 941 (γ), Ioannou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 183, Christodoulou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 50). Στην κρινόμενη περίπτωση πρόκειται για αναρμοδιότητα του οργάνου του οποίου η κατά το Νόμο απαιτούμενη γνωμοδότηση προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξης. Σύμφωνα με τον Π. Δ. Δαγτόγλου, “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, 2α έκδοση, 1994, παραγ. 581 “η ακύρωση της πράξεως μπορεί να βασισθεί στην αναρμοδιότητα όχι μόνο του οργάνου που την εξέδωσε, αλλά και των οργάνων των οποίων η κατά τον Νόμο απαιτούμενη γνωμοδότηση προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξεως”. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω αναρμοδιότητας ως ανωτέρω.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £300.

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/EAΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο