Γεώργιου Χριστοφόρου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λεμεσού, Υπόθεση αρ. 618/97, 29 Ιανουαρίου, 1999 Γεώργιου Χριστοφόρου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λεμεσού, Υπόθεση αρ. 618/97, 29 Ιανουαρίου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 618/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Γεώργιου Χριστοφόρου, από τη Λεμεσό

Αιτητή

- και -

Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λεμεσού

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

29 Ιανουαρίου, 1999

Για τον αιτητή : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Μ. Καλλίγερου για Χρύση Δημητριάδη,

Α. Μουσιούττα και Σια.

_____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Eπιστάτη των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 18.6.1997. Η θέση προκηρύχθηκε στις 23.9.1996 με γνωστοποίηση προς το προσωπικό που υπηρετούσε στην αμέσως κατώτερη θέση.

Το Συμβούλιο κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη τους υποψήφιους που φαίνονταν ότι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. ΄Ολοι οι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, προσήλθαν και απάντησαν σε διάφορες ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν από τον Πρόεδρο, τα μέλη και το Διευθυντή των καθ΄ ων η αίτηση επί θεμάτων που αφορούσαν τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και σχετικά τεχνικά θέματα. Η εντύπωση του Συμβουλίου από τη συνέντευξη καταγράφηκε στο πρακτικό.

Στη συνέχεια το Συμβούλιο μελέτησε την αξιολόγηση των υποψηφίων για τα έτη 1995-1996 και έλαβε τις συστάσεις του Διευθυντή. Ο Διευθυντής ανέφερε ότι καταφανώς υπέρτερο για προαγωγή έκρινε τον εκ των υποψηφίων Βίκτωρα Θωμά.

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή το Συμβούλιο έχοντας ενώπιόν του, εκτός από τις αξιολογήσεις και τις συστάσεις του Διευθυντή, τους προσωπικούς φακέλους και την εντύπωση που αποκόμισε από τις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, εξέτασε το όλο θέμα.

Το μέλος του Συμβουλίου Κ. Χατζηττοφής δήλωσε ότι έχει μακρινή συγγένεια με το ενδιαφερόμενο μέρος και θα τηρήσει αποχή από την υπόλοιπη διαδικασία.

Τελικά, τέσσερα μέλη υποστήριξαν το ενδιαφερόμενο μέρος, αναφέροντας ότι παρά τη σύσταση του Διευθυντή, στήριξαν την απόφασή τους στην απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους κατά την προφορική συνέντευξη και κατά δεύτερο λόγο στην αρκετά ψηλή αξιολόγησή του, καθώς και στην αρχαιότητά του έναντι του αιτητή.

Τρία μέλη υποστήριξαν τον Βίκτωρα Θωμά, ενώ ένα μέλος υποστήριξε άλλο υποψήφιο. ΄Ετσι αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιστάτη από 1.7.1997.

Ο αιτητής εγείρει αριθμό λόγων. Ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση υιοθετεί κατ΄ αρχήν τους λόγους που ο Βίκτωρας Θωμά εγείρει στην προσφυγή αρ. 604/97 που ήγειρε, αμφισβητώντας και αυτός την εγκυρότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση. Στη συνέχεια προβάλλει και σειρά άλλων λόγων.

Στην προσφυγή 604/97 προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Κ. Χατζηττοφής που αποφάσισε, λόγω της συγγένειάς του με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, στην τελική φάση να απόσχει της ψηφοφορίας, θα έπρεπε να μη έπαιρνε μέρος εξ υπαρχής στη διαδικασία επιλογής. H συμμετοχή του στις συνεντεύξεις και ο ρόλος του στη διαμόρφωση της γνώμης για τους υποψήφιους οδηγεί την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση.

Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι το συγκεκριμένο μέλος του Συμβουλίου αποχώρησε πριν από τη συζήτηση και τη ψηφοφορία, αποκαλύπτοντας τη μακρινή του συγγένεια με τον υποψήφιο ο οποίος τελικά επελέγη. Δεν ετίθετο, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση, θέμα εξαίρεσης του συγκεκριμένου μέλους, όχι μόνο γιατί η συγγένειά του με τον υποψήφιο ήταν μακρινή, αλλά και γιατί δεν φαίνεται να είχε οποιανδήποτε ιδιάζουσα σχέση μαζί του. Η αποχώρησή του έγινε από υπερβάλλοντα ζήλο, επίδειξη αμεροληψίας και εκ του περισσού. Είναι η θέση των καθ΄ ων αίτηση ότι ακόμα και εξαιρετέο μέλος το οποίο δεν αποχωρεί από τη συνεδρία δεν καθιστά την απόφαση παράνομη, αρκεί να μην έλαβε μέρος στη συζήτηση και στη ψηφοφορία.

Το εχέγγυο της μεροληψίας είναι συστατικό στοιχείο της συγκρότησης της λειτουργίας συλλογικού οργάνου (Τάκης Ρωμανός κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας, Υποθ. Αρ. 410/88 κ.α., ημερ. 29.9.1990).

Ο γενικός κανόνας είναι ότι όργανα που μετέχουν σε συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία θα πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα, πράγμα που δεν μπορεί να λεχθεί όταν υπάρχει κάποιος ειδικός δεσμός ή σχέση ή συγγένεια, μεταξύ των προσώπων που αφορά και των προσώπων που είναι αναμεμειγμένα στη διαδικασία ή στο αποτέλεσμά της (βλέπε Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437 και Yiannoulla Louka and another v. The Public Service Commission and others, A.E. 777 και 780, ημερ. 16.6.1989). Ο δεσμός ή η ιδιάζουσα σχέση δημιουργούν τεκμήριο επηρεασμού του οργάνου που κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητο της κρίσης του (Δημοκρατία ν. Σολωμού, Α.Ε. 1965, ημερ. 22.10.1998).

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει σημασία ο βαθμός συγγένειας του συγκεκριμένου μέλους του Συμβουλίου με ένα των υποψηφίων. Σημασία έχει το γεγονός ότι μέλος που έκρινε ότι λόγω έστω και μακρινής συγγένειάς του με υποψήφιο έπρεπε να τηρήσει αποχή από τη διαδικασία, έλαβε μέρος σ΄ αυτή μέχρι κάποιου σημείου. Αν επιθυμoύσε να απόσχει, η αποχώρησή του θα έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή της διαδικασίας και όχι μετά τη διαμόρφωση εντυπώσεων για τους υποψήφιους.

Ο Κ. Χατζηττοφής τήρησε αποχή, χωρίς σημειωτέον να αποχωρήσει από τη συνεδρία, όχι μόνο μετά τις συνεντεύξεις των υποψηφίων, αλλά και την καταγραφή των εντυπώσεων που το Συμβούλιο σχημάτισε γι΄ αυτούς και μετά ακόμα και από τη σύσταση του Διευθυντή. Πριν τη δήλωση της πρόθεσής του για αποχή σημειώνεται ακόμα στα πρακτικά ότι το Συμβούλιο, μαζί βέβαια και ο κ. Χατζηττοφής, προχώρησε στην εξέταση του θέματος.

Αν το συγκεκριμένο μέλος αισθάνθηκε την ανάγκη να μη λάβει μέρος στη διαδικασία, η αποχή του δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ του περισσού. Η αποχή, που κατά τη γνώμη μου ορθότερο θα είναι να συνοδεύεται με αποχώρηση από τη συνεδρία, δεν γίνεται για να τηρηθούν απλώς τα προσχήματα. Και όταν γίνεται, θα πρέπει να γίνεται σωστά.

Η συμμετοχή σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας μέλους που μόνο του έκρινε ότι είχε λόγους, έστω και απομακρυσμένους, να απόσχει, κλονίζει ακριβώς την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητο της απόφασης. Γι΄ αυτό το λόγο και η ληφθείσα απόφαση πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί.

Εν όψει των πιο πάνω καταλήγω ότι η επίδικη απόφαση είναι τρωτή και θα πρέπει να ακυρωθεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο