ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΡ. 704/96, 705/96, 706/96, 707/96 ΚΑΙ
938/96.
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
ΠΡΟΣΦΥΓΗ 704/96
Γεώργιος Καλαπαλίκκης
Aιτητής
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
1. Υπουργου Οικονομικών
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ΄ων η αίτηση
---------------------
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 705/96
Μιχαήλ Σπύρου
Αιτητή
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ΄ων η αίτηση
----------------
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 706/96
Προκόπη Ελευθερίου
Αιτητή
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ΄ων η αίτηση
--------------
ΠΡΟΣΦΥ ΓΗ 707/96
Αχιλλέας Αχιλλέως
Αιτητή ς
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ΄ων η αίτηση
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 938/96
Γεώργιου Καλαπαλίκκη
Αιτητής
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ΄ων η αίτηση
------------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1999.
Για τους αιτητές: Α. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μετά από ανώνυμη καταγγελία, Λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λευκωσίας πραγματοποίησε έλεγχο στα υποστατικά της εταιρείας “Ο Σκαπανέας Λτδ”. Στα έντυπα που συμπληρώθηκαν (Κ.Δ.Ε. 461 και Κ.Ε. 405), καταγράφονται οι διαπιστώσεις. Οι 22 μέτοχοι της εταιρείας ήταν ιδιοκτήτες αυτοκινήτων με τα οποία πραγματοποιούσαν μεταφορές τις οποίες αναλάμβανε η εταιρεία, ως υπεργολάβοι της. Η πλειονότητά τους είχε εγγραφεί στο μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) ως υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα. Οι αιτητές δεν είχαν εγγραφεί και επειδή η αξία των υπηρεσιών που πρόσφεραν ως την ορισθείσα για τον καθένα ημερομηνία υπερέβαινε τις £3,000, ο ΄Εφορος, ενόψει του άρθρου 13(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90), θεώρησε πως όφειλαν να είχαν εγγραφεί.
Τους ενέγραψε αναδρομικά στο Μητρώο και, επειδή δεν είχαν συμμορφωθεί με το άρθρο 14(1) του Νόμου αφού δεν τον είχαν ειδοποιήσει για την υποχρέωσή τους να εγγραφούν μέσα στην προθεσμία που τάσσεται, αξίωσε χρηματική επιβάρυνση κατ΄επίκληση του άρθρου 21Α του Νόμου. Το ύψος της οποίας κυμαινόταν ανάλογα με τη διάρκεια της καθυστέρησης του καθενός. Επιπλέον, κατ΄επίκληση του άρθρου 25(14) και 38(1) του Νόμου, αξίωσε χρηματική επιβάρυνση για μή έγκαιρη υποβολή φορολογικών δηλώσεων και πρόσθετη, μαζί με τόκους, για μή έγκαιρη καταβολή των οφειλόμενων ποσών. Στο τέλος, απέστειλε στον καθένα “Περιοδική Κατάσταση Λογαριασμού” στην οποία φαίνονταν τα ποσά που οφείλονταν.
Οι αιτητές άσκησαν ξεχωριστές προσφυγές. Με αναφορά στα ίδια γεγονότα, εγείρουν όμοια νομικά σημεία και οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν.
Η τελευταία από τις προσφυγές, η 938/96 αφορά στην Περιοδική Κατάσταση Λογαριασμού που στάληκε στον Γ. Καλαπαλίκκη μετά την καταχώριση της πρώτης του προσφυγής, της 704/96. ΄Ομοιο αίτημα, για ακύρωση της απόφασης που εμφανίζεται να περιέχει η Κατάσταση, περιλαμβάνεται και στις άλλες προσφυγές. Κατά τα άλλα, αμφισβητείται το κύρος της απόφασης του Εφόρου για εγγραφή τους στο Μητρώο και, συνακολούθως, η υποχρέωση για πληρωμή των επιβαρύνσεων και των τόκων.
Κατά τους καθ΄ων η αίτηση, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις εκτελεστή είναι μόνο εκείνη για την εγγραφή των αιτητών στο Μητρώο. Οι άλλες, κατά την εισήγηση, αποτελούν διοικητικά μέτρα προς εφαρμογή της και είναι πράξεις εκτέλεσης. Οι δε Περιοδικές Καταστάσεις απλώς περιέχουν τα οφειλόμενα κατά τα προηγηθέντα και είναι καθαρά πληροφοριακής φύσης. Οι αιτητές απαντούν μόνο σε σχέση με τις Περιοδικές Καταστάσεις χωρίς όμως και να υποδεικνύουν ποιού περιεχόμενου εκτελεστή απόφαση εμπεριέχουν. Διαφορετική ή επιπρόσθετη από τις άλλες που προσβάλλουν. Λέγουν πώς είναι εκτελεστές επειδή τους ζημιώνουν οικονομικά αφού τους εμφανίζουν να υπέχουν άμεση υποχρέωση πληρωμής χρημάτων. Και, κατά την απαντητική τους αγόρευση, “οι οικονομικές αυτές επιβαρύνσεις δημιουργήθηκαν με την έκδοση των προσβαλλομένων Περιοδικών Καταστάσεων Λογαριασμών”.
Εφόσον οι καταστάσεις εμφανίζονται να συνοψίζουν απλώς όσα προκύπτουν ως οφειλόμενα, δεν είναι εκτελεστές πράξεις αλλά έγγραφα πληροφοριακής φύσης. Ας σημειωθεί πως δεν εγείρεται ως λόγος ακυρότητας τους οτιδήποτε το ξεχωριστό, που δεν ανατρέχει δηλαδή στην εγγραφή. Η προσφυγή 938/96 και τα αιτήματα Γ στις άλλες είναι απαράδεκτα αφού δεν αφορούν σε εκτελεστή πράξη.
Στην υπόθεση Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Κυπριακής Δημο- κρατίας, Προσφυγή 425/97 ημερομηνίας 12.5.98, έκρινα πως η αξίωση τόκου που επέβαλλε απευθείας το άρθρο 39(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78 όπως τροποποιήθηκε), δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Θα έλεγα πως ισχύει το ίδιο και σε σχέση με τις επιβαρύνσεις και τους τόκους που και εδώ προβλέπονται κατ΄ευθείαν από το Νόμο, χωρίς την ανάγκη παρεμβολής πράξης του Εφόρου που θα παρήγαγε η ίδια έννομο αποτέλεσμα. Ούτως ή άλλως, όμως, το ζήτημα εδώ είναι ακαδημαϊκής σημασίας. Δεν έχουν προβληθεί ισχυρισμοί για ιδιαίτερους λόγους ακυρότητας σε σχέση με τις επιβαρύνσεις και τους τόκους, προσβάλλεται η ίδια η εγγραφή των αιτητών για λόγους όμοιους, οι προσφυγές αυτές είναι παραδεκτές και αν ευσταθούν οι ισχυρισμοί των αιτητών θα εξαφανιστεί το υπόβαθρο για κάθε οφειλή.
Οι αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων είναι αρκετά εκτεταμένες αλλά δύο είναι, από ό,τι συνάγω, τα θέματα που εγείρονται:
(α) Αν οι αιτητές ασκούσαν “επιχείρηση” με την έννοια του Νόμου. Κατά τον ισχυρισμό τους δεν ασκούσαν επιχείρηση, δεν ήταν συνεπώς “υποκείμενα στο Φόρο πρόσωπα” και δεν υποχρεούνταν να εγγραφούν. ΄Οπως εισηγούνται, ήταν εργοδοτούμενοι ή “οιωνεί εργοδοτούμενοι” της εταιρείας με την έννοια ότι υπήρχε μεταξύ τους “νομικός δεσμός ο οποίος δημιουργεί σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου”. Οπότε, καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 2(2)(β) του Νόμου. Επισύναψαν στην αγόρευσή τους διάφορα έγγραφα τα οποία, όπως αντιλαμβάνονται, υποστηρίζουν τη θέση τους και καταλογίζουν στον ΄Εφορο πλάνη ή πλημμελή έρευνα. Τονίζουν συναφώς πως ενεργούσαν καλόπιστα, με την πεποίθηση πως δεν υποχρεούνταν σε εγγραφή, για να βρεθούν στο τέλος εντελώς ανυποψίαστοι, μπροστά σε σημαντικές οικονομικές υποχρεώσεις.
(β) Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ήταν προϋπόθεση για την εγγραφή τους αλλά και για τις επιβαρύνσεις και τους τόκους που ακολούθησαν, η επιβολή φόρου από τον ΄Εφορο. Δεν τους επεβλήθη φόρος και αυτό σήμαινε είτε πως δεν είχαν υποχρεώσεις σύμφωνα με το Νόμο ή πως συμμορφώθηκαν. Είναι αδιανόητο, όπως εισηγούνται, να ενεργοποιούνται οι διατάξεις του Νόμου σε σχέση με υποτιθέμενες φορολογητέες παροχές υπηρεσιών, όταν δεν επιβάλλεται φόρος γι΄αυτές.
Τα έγγραφα που επισύναψαν στην αγόρευσή τους οι αιτητές δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Εφόρου αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει αυτό το θέμα. Τα σταθερά δεδομένα του φακέλλου στα οποία παραπέμπει ο ΄Εφορος αποκαλύπτουν δραστηριότητα που ευλόγως ταξινομήθηκε ως “επιχείρηση”, με την έννοια του Νόμου. Η ουσία τους δεν αλλοιώνεται από όσα τώρα προτείνονται. Η έννοια του όρου παρέχεται στο άρθρο 2(2) του Νόμου και είδαμε ποιό είναι ακριβώς το σημείο που εγείρεται. Αφορά στην εξαίρεση του άρθρου 2(2)(β) για μισθωτούς ή εργοδοτούμενους.
Είναι κοινοτοπία πως η εταιρεία αποτελεί ξεχωριστή οντότητα, ανεξάρτητη από τους μετόχους της. Η δε ιδιότητα των αιτητών ως μετόχων της εταιρείας δεν υποδηλώνει σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου. Η εταιρεία αναλάμβανε η ίδια την εκτέλεση μεταφορών. Δεν είχε δικά της αυτοκίνητα και, στο πλαίσιο συστήματος συνεργασίας που συμφωνήθηκε, χρησιμοποιούσε τα αυτοκίνητα τρίτων, στους οποίους κατένειμε την εργασία. Αυτοί μπορούσε να ήταν οι μέτοχοί της ή άλλοι. Η εταιρεία ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο ΦΠΑ αλλά εδώ το ζήτημα αφορά στις υπηρεσίες που παρείχαν στην ίδια οι ιδιοκτήτες των φορτηγών. Οι πλείστοι από τους μετόχους της εταιρείας, επίσης ιδιοκτήτες φορτηγών που λειτουργούσαν όπως και οι αιτητές, είχαν εγγραφεί στο Μητρώο ΦΠΑ. Η εταιρεία εξέδιδε δικά της τιμολόγια για τις υπηρεσίες προς τους πελάτες της και οι ιδιοκτήτες φορτηγών άλλων για τις υπηρεσίες τους προς την εταιρεία. Η εταιρεία κατέβαλλε προς όλους τους ιδιοκτήτες των φορτηγών τη συμφωνημένη αξία των υπηρεσιών τους, αφού απέκοπτε επίσης συμφωνημένο ποσοστό. Δεν μπορώ να δω κανένα νομικό δεσμό που να δημιουργεί σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου, όπως απαιτεί ο Νόμος. ΄Ηταν επιλογή των μετόχων να ιδρύσουν εταιρεία, είναι σαφές πως τις υπηρεσίες προς τους πελάτες τις παρείχε η εταιρεία και όχι οι ίδιοι, και, κάτω από άλλη αντίκρυση, θα παρέμεναν χωρίς νόμιμη κάλυψη οι υπηρεσίες που αναμφιβόλως παρείχαν προς την εταιρεία. Το κατά πόσο υποψιάζονταν ή όχι την ύπαρξη υποχρέωσης εγγραφής ή το κατά πόσο ενεργούσαν καλόπιστα, δεν μπορεί να επιδράσει στην εφαρμογή του Νόμου. Σημειώνω όμως πως είναι παράξενοι αυτοί οι ισχυρισμοί όταν γνωρίζουμε ότι οι άλλοι μέτοχοι ήταν εξ αρχής εγγεγραμμένοι ως ασκούντες δική τους επιχείρηση. Πολύ περισσότερο στην περίπτωση του αιτητή Γ. Καλαπαλίκκη που ήταν και ο πρόεδρος της εταιρείας.
Ανεξάρτητα από αυτά, όλοι οι αιτητές, με την εξαίρεση του Μ. Σπύρου, μετά τον έλεγχο που διενεργήθηκε, υπέγραψαν το “΄Εντυπο για Εγγραφή στο Μητρώο ΦΠΑ” με το οποίο γνωστοποιούν την υποχρέωσή τους να εγγραφούν αναδρομικά, από τις ημερομηνίες που τελικά καθορίστηκαν. ΄Κατέθεσαν ενόρκως οι αιτητές και ο Λειτουργός ΦΠΑ που συμπλήρωσε τα έντυπα και τέθηκε ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσο συμφώνησαν στην αναδρομική εγγραφή τους. Προκύπτει πως πράγματι οι αιτητές είχαν έντονη ένσταση στην αναδρομικότητα και δεν θα ήμουν έτοιμος να αποκλείσω το ενδεχόμενο κάποιας σύγχυσης ως προς το τί πράγματι είχαν αντιληφθεί. ΄Ομως ήταν και η δική τους θέση πως δέκτηκαν ανεπιφύλακτα την εγγραφή τους απο την ημερομηνία της υπογραφής του Εντύπου. Οι δραστηριότητές τους τότε δεν ήταν διαφορετικές από ότι προηγουμένως. Η διαφορά δεν αφορούσε στο είδος ή στο ύψος της αξίας των παροχών και οι αιτητές εμφανίζονται τώρα, με τη δική τους ανεπιφύλακτη αποδοχή, να αναγνωρίζουν πως ασκούσαν επιχείρηση από την ημέρα που υπέγραψαν το ΄Εντυπο οπότε χρεώνουν έκτοτε ΦΠΑ για τις υπηρεσίες τους προς την εταιρεία, ενώ, ταυτόχρονα, την ίδια οικονομική δραστηριότητα, για το παρελθόν, τη θέλουν να εντάσσεται σε διαφορετικό πλαίσιο, εκείνο του εργοδότη και του εργοδοτουμένου. Θα έλεγα πως οι αιτητές που υπέγραψαν το έντυπο, στην πραγματικότητα, δεν νομιμοποιούνται να αμφισβητούν τη νομιμότητα της εγγραφής με αναφορά στη σχέση τους προς την εταιρεία.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η επιβολή φόρου αποτελούσε προϋπόθεση για την εγγραφή. Η υποχρέωση για εγγραφή εξαρτάται από το ύψος της αξίας, κατά τις περιόδους που αναφέρονται στο άρθρο 13, των φορολογητέων παραδόσεων ή παροχών. Τέτοιες παραδόσεις ή παροχές είναι οι αφορώσες σε αγαθά ή υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο του ΦΠΑ, δηλαδή οι πραγματοποιούμενες στη Δημοκρατία από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης την οποία ασκεί. Επίσης η εισαγωγή αγαθών στη Δημοκρατία. Υποκείμενο δε στο φόρο πρόσωπο είναι κάθε πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση εφόσο έχει εγγραφεί ή οφείλει να εγγραφεί. (Βλ. άρθρα 4 και 5 του Νόμου).
Εδώ οι αιτητές, κατά τις ουσιώδεις περιόδους, παρείχαν υπηρεσίες με την έννοια του άρθρου 6 του Νόμου και είδαμε πως δεν ήταν με αναφορά στη φύση ή στο ύψος τους που εκδηλώθηκαν οι αμφισβητήσεις. Από τη στιγμή που η αξία τους υπερέβη την καθοριζόμενη στο άρθρο 13(1)(α), ανεξάρτητα από το ποιοί θα μπορούσε να ήταν οι μελλοντικοί χειρισμοί του Εφόρου, προέκυψε υποχρέωση εγγραφής και ειδοποίησης γι΄αυτήν, όπως προβλέπει το άρθρο 14(1). Ο δε ΄Εφορος είχε καθήκον εγγραφής τους είτε είχε ειδοποιηθεί είτε μή. Αυτή η εγγραφή κατ΄ανάγκην ανατρέχει στο χρόνο της γέννησης της υποχρέωσης και παρεμβάλλω πως ούτε και ως προς αυτή την πτυχή υπήρξε αντιγνωμία. Δεν υποστηρίχθηκε δηλαδή πως, νοουμένου ότι εθεωρείτο ότι οι παροχές υπηρεσιών ευλόγως κρίθηκαν ως φορολογητέες, υπήρχε σφάλμα στον προσδιορισμό της ορισμένης ημερομηνίας εγγραφής. Από εκεί και πέρα, το άρθρο 21Α επιβάλλει χρηματική επιβάρυνση καθορισμένου ύψους σε κάθε πρόσωπο “που αρνείται ή παραλείπει ή καθυστερεί να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ του Νόμου, που περιλαμβάνει τα πιο πάνω άρθρα. Ομοίως, πρέπει να παρατηρήσω, και σε σχέση με τις γραπτές φορολογικές δηλώσεις. Υπέχει υποχρέωση υποβολής τους, σύμφωνα με το άρθρο 25(1), “το κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο” που περιλαμβάνει και μή εγγραφέντες αλλά που οφείλουν να εγγραφούν. Η υποχρέωση υποβολής φορολογικών δηλώσεων πρέπει να εκπληρώνεται μέσα σε χρόνο που καθορίζει ο Νόμος και δεν εξαρτάται η γέννησή της από μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις του Εφόρου ενόψει της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 34 ή άλλως. Ακολουθεί στο Νόμο η διάταξη του άρθρου 25(14) με την οποία επιβάλλεται καθορισμένη επιβάρυνση σε κάθε πρόσωπο που παραλείπει, αρνείται ή καθυστερεί να υποβάλει φορολογική δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 25(1). Και στη συνέχεια, το άρθρο 38(1) επιβάλλει πρόσθετη επιβάρυνση όχι μόνο για μή καταβολή φόρου αλλά και οποιουδήποτε άλλου ποσού το οποίο ο ΄Εφορος απαιτεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Τόκο δε, από εκεί και πέρα, επί παντός οφειλομένου ποσού, περιλαμβανομένης και της πρόσθετης επιβάρυνσης. Δεν συνδέονται δηλαδή με την επιβολή φόρου.
Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν δεν ευσταθούν και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης. Οι προσφυγές απορρίπτονται, η 938/96 ως απαράδεκτη, με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις επικυρώνονται.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/Μσι.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο