Ηλία Μ. Πετρίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣΑΡ. 321/98 ΚΑΙ 392/98., 17 Μαρτίου, 1999 Ηλία Μ. Πετρίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣΑΡ. 321/98 ΚΑΙ 392/98., 17 Μαρτίου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΑΡ. 321/98 ΚΑΙ 392/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 321/98.

Μεταξύ:

Ηλία Μ. Πετρίδη,

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ΄ ης η αίτηση.

___________________

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 392/98.

Μεταξύ:

Στέλιου Τορναρίτη,

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ΄ ης η αίτηση.

___________________

17 Μαρτίου, 1999.

Για τον αιτητή στην 321/98: Α. Κωνσταντίνου.

Για τον αιτητή στην 392/98: Δ. Παπαδόπουλος.

Για την καθ΄ ης η αίτηση: Κ. Στιβαρού (κα.) για Γ. Κακογιάννη.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται και οι δύο κατά της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (“η Α.Η.Κ.”) με την οποία ο Σπύρος Πετούση (“το Ε.Μ.”) έχει προαχθεί στη μόνιμη θέση Ανώτερου Επαρχιακού Μηχανικού Πάφου (Μελέτες Συστήματος και Προγραμματισμού) Επαρχιακό Γραφείο Πάφου (“η επίδικη θέση”) από την 1.8.97.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις προσφυγές:

Με απόφαση της ημερ. 15.7.97 η Α.Η.Κ. αποφάσισε την προαγωγή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση. Εναντίον της προαγωγής εκείνης ασκήθηκε η προσφυγή 610/97 από τον αιτητή στην προσφυγή 321/98. Η απόφαση ημερ. 15.7.97 ακυρώθηκε λόγω της κακής συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ..

Στις 27.1.98 το Διοικητικό Συμβούλιο (“το Δ.Σ.”) της Α.Η.Κ. αποφάσισε να παραπέμψει ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού (“η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή”) για επανεξέταση το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου λήψης της αρχικής απόφασης που ακυρώθηκε.

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή εξέτασε το θέμα κατά τη συνεδρίαση της ημερ. 3.2.98 και αποφάσισε να συστήσει την προαγωγή του Ε.Μ.. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, κατά τη διαμόρφωση της σύστασης της έλαβε υπόψη, ανάμεσα σ΄ άλλα, τις συστάσεις και απόψεις των Διευθυντών-Προϊσταμένων των υποψηφίων, οι οποίες έγιναν ενώπιον της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής. Οι συστάσεις και απόψεις εκείνες έχουν ως πιο κάτω:

Πετρίδης Ηλίας - Αιτητής στην Προσφυγή 321/98:

“Ο κ. Π. Κεφάλας, Διευθυντής Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου, ανέφερε ότι ο 8712 Η. Πετρίδης έχει ευρεία πείρα στους Τομείς Εναερίων και Υπογείων Κατασκευών, πείρα στον Τομέα Συντήρησης του Εκτελεστικού Τμήματος της Περιφέρειας και ευρυτάτη πείρα στο Τμήμα Μελετών της Περιφέρειας. ΄Εχει πολύ καλές οργανωτικές και καλές διοικητικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι πολύ ικανοποιητική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή”.

Τορναρίτης Στέλιος - Αιτητής στην Προσφυγή 392/98:

“Ο κ. Π. Κεφάλας, Διευθυντής Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου, ανέφερε ότι ο 8667 Στ. Τορναρίτης έχει ευρεία πείρα στο Εκτελεστικό Τμήμα (Εναέριες και Υπόγειες Κατασκευές), πείρα στο Τμήμα Μελετών και ευρεία πείρα στις Εμπορικές Υπηρεσίες (Τμήμα Εκμετάλλευσης) της Περιφέρειας. ΄Εχει πάρα πολύ καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι πολύ ικανοποιητική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή”.

Πετούσης Σπύρος - Ε.Μ.:

“Ο κ. Π. Σταματίου, Επαρχιακός Διευθυντής Πάφου, ανέφερε ότι ο 8162 Σπ. Πετούσης έχει πείρα στο Τμήμα Κατασκευών (εναέριες και υπόγειες κατασκευές), στο Τμήμα Προγραμματισμού και στις Εμπορικές Υπηρεσίες της Περιφέρειας. ΄Εχει επίσης ευρυτάτη πείρα στο Τμήμα Μελετών της Περιφέρειας. ΄Εχει πολύ καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι εξαιρετική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή”.

Οι πιο πάνω συστάσεις και απόψεις ήταν ένας από τους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη από το Γενικό Διευθυντή της Α.Η.Κ. κατά τη διαμόρφωση της σύστασης του υπέρ του Ε.Μ.. Λήφθηκαν επίσης υπόψη από το Δ.Σ. της Α.Η.Κ. κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η προκήρυξη της θέσης έγινε στις 17.2.97 από το Διευθυντή Προσωπικού της Α.Η.Κ.. Η αρμοδιότητα για την προκήρυξη των θέσεων ανήκει στο Δ.Σ. της Α.Η.Κ.. Ωστόσο με βάση απόφαση της τελευταίας

ημερ. 18.4.95 η εξουσία για τις προκηρύξεις των θέσεων μεταβιβάστηκε στο Διευθυντή Προσωπικού. Νομικό έρεισμα της απόφασης ήταν το άρθρο του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171 (όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 250/90).

Οι λόγοι ακύρωσης.

Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές πρόβαλαν τη θέση ότι η προκήρυξη της θέσης έγινε παράνομα, γιατί, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου 8Α, δεν μπορούσε να γίνει από μόνο το Διευθυντή Προσωπικού. Για να υποστηρίξουν αυτή τη θέση τους πρόβαλαν την πιο κάτω επιχειρηματολογία:

΄Οπως είναι καθαρά διατυπωμένος ο Νόμος, εξουσιοδότηση ή μεταβίβαση εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της Αρχής μπορεί να γίνει μόνο:-

(α) Σε οποιοδήποτε από τα μέλη της (Αρχής)

(β) Στο Γενικό Διευθυντή

(γ) Στον Αναπληρωτή του (Γενικού Διευθυντή)

(δ) Σε Επιτροπή από μέλος ή μέλη και το Γενικό

Διευθυντή

(ε) Σε Επιτροπή από μέλος ή μέλη και άλλους αξιωματούχους της Αρχής

(στ) Σε Επιτροπή από μέλος ή μέλη και άλλους υπαλλήλους της Αρχής

Εγείρεται θέμα ερμηνείας του πιο πάνω άρθρου 8Α του Κεφ. 171. Η ερμηνεία ενός νόμου στοχεύει στην ανακάλυψη της πρόθεσης του Νομοθέτη. Αυτή η πρόθεση πρέπει να συνάγεται από το λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί. ΄Οταν το λεκτικό είναι απλό και επιδεκτικό μόνο μιας ερμηνείας δύσκολα μπορεί να εγερθεί θέμα ερμηνείας γιατί αυτό τούτο το λεκτικό εκφράζει την πρόθεση του νομοθέτη (Βλ. Income Tax Commissioners v. Pemsel (1891) A.C. 531, 543, Copper v. Baldwin (1965) 2 Q.B. 53, 61, Siman (No. 2) v. Municipality of

Famagusta (1972) 3 C.L.R. 329, Cyprus Cement Co. Ltd v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514).

Λαμβάνω υπόψη το λεκτικό του επίμαχου άρθρου. Κρίνω ότι η επιχειρηματολογία που έχει παρατεθεί εκ μέρους των αιτητών είναι έγκυρη. Προσθέτω ότι το κείμενο του σχετικού άρθρου είναι απλό και καθαρό. Είναι επιδεκτικό μόνο μιας ερμηνείας. Εκείνης που εισηγούνται οι αιτητές. Η χρήση του συνδέσμου “και” μετά την πρόταση “σε επιτροπή από μέλος ή μέλη της” φανερώνει με τρόπο έκδηλο την πρόθεση του Νομοθέτη.

Με βάση την ορθή ερμηνεία του άρθρου 8Α κρίνω ότι οι μόνοι από το Διευθυντικό Προσωπικό της Α.Η.Κ., στους οποίους μπορεί νόμιμα να ανατεθεί η σχετική εξουσία είναι: Ο Γενικός Διευθυντής και ο Αναπληρωτής. Αυτοί μπορούν ν΄ αναλάβουν τη σχετική εξουσία από μόνοι τους. Τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού δεν μπορούν να ασκήσουν τη σχετική εξουσία από μόνοι τους. Μπορούν να την ασκήσουν με “Επιτροπή από μέλος ή μέλη”. Η υπόθεση Avraam v. Ports Authority of Cyprus (1984) 3 C.L.R. 1042, στην οποία έχει αναφερθεί η ευπαίδευτη συνήγορος της Α.Η.Κ. διακρίνεται από την παρούσα ενόψει του διαφορετικού λεκτικού του σχετικού Νόμου - του άρθρου 8 του Περί Οργανισμού Λιμένων Κύπρου, 1973 (Ν 38/73). Αντίθετα, υποστηρίζει τις θέσεις των αιτητών, γιατί υποδεικνύει ότι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά οι νόμοι που προβλέπουν για μεταβίβαση αρμοδιοτήτων. Υποδεικνύει, επίσης, ότι δεν μπορεί να γίνει μεταβίβαση αρμοδιοτήτων εκτός όπου αυτό δικαιολογείται σαφώς από το Νόμο. Ακολουθεί πως η μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας στο Διευθυντή Προσωπικού έχει συντελεσθεί με τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 8Α του Κεφ. 171. Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες της προκήρυξης της επίδικης θέσης από Λειτουργό ο οποίος δεν ήταν νόμιμα εξουσιοδοτημένος να προβεί στην προκήρυξη; ΄Ηταν η θέση των αιτητών ότι η “παράνομη προκήρυξη της θέσης από μόνο το Διευθυντή Προσωπικού και όχι από Επιτροπή στην οποία μπορούσε να συμμετάσχει και ο Διευθυντής Προσωπικού” οδηγεί σε ακύρωση την προσβαλλόμενη πράξη. ΄Ερεισμα της πιο πάνω θέσης ήταν τα αποφασισθέντα στις υποθέσεις Σπύρου ν. Κ.Ο.Α., Υποθ. 621/91/25.5.93 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), Μεταξά κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Υποθ. 928/91 και 970/91/24.7.92 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), Μάρκου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 188/97/22.12.97 (απόφαση Νικολάου, Δ.). Στις υποθέσεις εκείνες κρίθηκε, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι η ακύρωση απόφασης λόγω της κακής συγκρότησης του διοικητικού οργάνου που τη λαμβάνει - όπως ήταν και εδώ η περίπτωση - συμπαρασύρει και όλες τις προκαταρκτικές αποφάσεις που λήφθηκαν από το ίδιο όργανο, συμπεριλαμβανομένης και της απόφασης για την προκήρυξη των θέσεων που συνιστά προκαταρκτική πράξη. Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Ναύτη κ.α. ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. 1750/19.2.99 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.).

Τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης συνοψίζονται ως εξής:

(1) Δεν υπάρχει απόφαση του παράνομα συγκροτημένου Δ.Σ. της Α.Η.Κ. για

προκήρυξη της επίδικης θέσης.

(2) Η προκήρυξη της θέσης έγινε από το Διευθυντή Προσωπικού στον οποίο μεταβιβάστηκε η σχετική εξουσία με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου

της Α.Η.Κ. ημερ. 18.4.95.

(3) Η παράνομη συγκρότηση του Δ.Σ. της Α.Η.Κ. εμφιλοχώρησε στο διάστημα

μεταξύ 8.11.1996 και 16.7.1997 και η προκήρυξη της επίδικης θέσης από το

Διευθυντή Προσωπικού έγινε στις 17.2.97.

Διαπιστώνω λοιπόν ότι το παράνομα συγκροτημένο Δ.Σ. της Α.Η.Κ. δεν είχε εμπλακεί με οποιοδήποτε τρόπο στη διαδικασία της προκήρυξης. Αυτή είχε συντελεσθεί με πράξη του Διευθυντή Προσωπικού, στον οποίο, καθώς κρίθηκε πιο πάνω, η σχετική αρμοδιότητα είχε μεταβιβασθεί κατά τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 8Α του Κεφ. 171.

Η μη εμπλοκή του παράνομα συγκροτημένου Δ.Σ. της Α.Η.Κ. στη διαδικασία προκήρυξης της θέσης αποτελεί παράγοντα ο οποίος διακρίνει την παρούσα υπόθεση από τις πιο πάνω υποθέσεις στις οποίες έχουν αναφερθεί οι αιτητές περιλαμβανομένης και της Ναύτη (πιο πάνω).

Αυτό που πρέπει να αποφασιστεί είναι οι επιπτώσεις της προκήρυξης της θέσης από μη εξουσιοδοτημένο όργανο. Η εξέταση αυτή πρέπει να γίνει σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Τα δεσπόζοντα στοιχεία είναι:

(α) ΄Οτι πρόκειται για θέση προαγωγής η οποία προκηρύχθηκε σαν τέτοια.

(β) ΄Οτι αιτητές θεωρήθηκαν υποψήφιοι για την επίδικη θέση και οι υποψηφιότητες τους εξετάστηκαν.

Στην κρινόμενη περίπτωση αρμόδιο όργανο δια την προκήρυξη της θέσης είναι το Δ.Σ. της Α.Η.Κ.. Η προκήρυξη της θέσης αποτελεί τύπο της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης. Επομένως το όλο θέμα αποτελεί θέμα παράβασης τύπου. Η παράβαση τύπου “διατεταγμένου περί την έκδοσιν της πράξεως επιφέρει την ακυρότητα ταύτης, υπό την προϋπόθεσιν ότι ο παραληφθείς τύπος κρίνεται ως ουσιώδης” (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβούλιου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 266, 294).

Στην Παπαλουκά κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Α.Ε. 1908/16.9.98 είχε σημειωθεί μη προκήρυξη των θέσεων κατά παράβαση των κανονισμών. Κρίθηκε ότι μη προκήρυξη των θέσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου αφού “παρά τη μη προκήρυξη λήφθηκαν υπόψη και εξετάσθηκαν όλες οι υποψηφιότητες τόσο των αιτητών όσο και των Ε.Μ.”. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., είναι πολύ διαφωτιστικό:

“Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ΄ όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.

΄Οπως παρατηρεί ο Σ. Δεληκωστόπουλος στη μονογραφία του “Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως διοικητικών πράξεων” (1970), στη σελ. 82:

‘Εφ΄ όσον ούτως ή άλλως η πράξις της διοικήσεως και αν ετηρούντο οι τύποι θα είχε το αυτό περιεχόμενον, διότι η παράλειψις ουδεμίαν επ΄ αυτού επίδρασιν έσχε, δεν παρίσταται ως ουσιώδης ο μη τηρηθείς τύπος.’

Πάνω στην ίδια βάση, ο Θ. Τσάτσος στο σύγγραμμα του “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, 3η έκδοση (1971), στη σελ. 228, αναφέρει τα ακόλουθα:

‘Η παράβασις του τύπου τούτου καθιστά την πράξιν, την ούτω εκδοθείσαν, δηλαδή άνευ προηγουμένης κλήσεως, ή μετά τοσούτον ελλιπή δημοσίευσιν ή κοινοποίησιν αυτής ώστε να εξισούται προς εντελή έλλειψιν, ακυρωτέαν, εκτός εάν παρά την έλλειψιν κλήσεως ή το ουσιωδώς ελλιπές αυτής, υδυνήθη να πράξη ο ενδιαφερόμενος ό,τι θα έπραττε και αν η κλήσις εγίνετο κατά τρόπον απολύτως άμεμπτον ή εγίνετο άνευ ουσιωδών ελλείψεων.’

.................................. .................................................. ............

Στην προκείμενη περίπτωση, η μη προκήρυξη των θέσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου αφού, παρά τη μη προκήρυξη, λήφθηκαν υπόψη και εξετάσθηκαν, όπως αναφέραμε, όλες οι υποψηφιότητες, τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων μερών.”

(Βλ. και Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 525/16.6.89, Πρέζας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 929/88/14.7.90 και Π. Δ. Δαγτόγλου “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, Β΄ ΄Εκδοση (1994), παραγ. 585, 586).

Στην κρινόμενη περίπτωση όπως και στην υπόθεση Παπαλουκάς (πιο πάνω) λήφθηκαν υπόψη και εξετάστηκαν τόσο η υποψηφιότητα των αιτητών όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν πρόκειται, επομένως, για παράβαση ουσιώδους τύπου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η ουσία της προσφυγής.

Οι δύο αιτητές έχουν προβάλει ταυτόσημο λόγο ακύρωσης. Υποστήριξαν ότι οι κρίσεις των Προϊσταμένων που δόθηκαν στη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή είναι τρωτές γιατί δεν συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων.

Η επιχειρηματολογία των δυο αιτητών επικεντρώθηκε στο μέρος της δήλωσης του Προϊσταμένου Διευθυντή με την οποία αναφέρει ότι:

(1) Το Ε.Μ. “έχει πολύ καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες και

η απόδοση του είναι εξαιρετική”.

(2) Ο αιτητής στην Προσφυγή 321/98 “έχει πολύ καλές οργανωτικές και

καλές διοικητικές ικανότητες και η απόδοση του είναι πολύ ικανοποιητική”.

(3) Ο αιτητής στην Προσφυγή 392/98 “έχει πολύ καλές οργανωτικές και

διοικητικές ικανότητες και η απόδοση του είναι πολύ ικανοποιητική”.

Για να υποστηρίξουν την πιο πάνω θέση τους - για ασυμφωνία των φακέλων - οι αιτητές έκαμαν αναφορά στο περιεχόμενο των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων.

Στις εκθέσεις αυτές οι υπάλληλοι αξιολογούνται με τις πιο κάτω διαβαθμίσεις:

“Εξαιρετικός: Α

Πολύ ικανοποιητικός: Β+

Ικανοποιητικός: Β

Μάλλον ικανοποιητικός: Β-

Ανεπαρκής: Γ.”

Τα κριτήρια για τα οποία βαθμολογούνται είναι τα εξής:

(1) Διευθυντικές ικανότητες.

(2) Ποιότητα εργασίας.

(3) Συνεργασία.

(4) Ποσότητα εργασίας.

(5) Υπηρεσιακή κατάρτιση.

(6) Πρωτοβουλία.

(7) Αξιοπιστία.

(8) Ζήλος για εργασία.

Σε ότι αφορά το πρώτο στοιχείο της δήλωσης του Προϊσταμένου, το οποίο αναφέρεται στις οργανωτικές και στις διοικητικές ικανότητες, το σχετικό κριτήριο αξιολόγησης στις υπηρεσιακές εκθέσεις είναι εκείνο των Διευθυντικών Ικανοτήτων. Η ετήσια αξιολόγηση του Ε.Μ. σε σχέση με αυτό το στοιχείο ήταν πάντοτε (Β+) , δηλαδή “πολύ ικανοποιητικός. Ο αιτητής στην Προσφυγή 321/98 έχει αξιολογηθεί με την ίδια βαθμολογία - (Β+) - για τα έτη 1992, 1993, 1994, 1995 και 1996 και με τη βαθμολογία Β για τα έτη 1990 και 1991. Την ίδια αξιολόγηση - (Β+) - έχει και ο αιτητής στην Προσφυγή 392/98 σε σχέση με τα έτη 1993, 1994, 1995 και 1996. Σε σχέση με τα έτη 1990, 1991 και 1992 έχει αξιολογηθεί με το βαθμό Β.

΄Ερχομαι τώρα στο περιεχόμενο της δήλωσης που σχετίζεται με την απόδοση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην Προσφυγή 321/98 υπέβαλε πως το στοιχείο της “απόδοσης” πρέπει να αποτιμάται με βάση τα πιο πάνω κριτήρια της “ποιότητας εργασίας” και “ποσότητας εργασίας”, τα οποία αξιολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Υποστήριξε ότι αυτή η θέση του βρίσκει έρεισμα στη Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 750/95/ .

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο για την αποτίμηση του στοιχείου της απόδοσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα κριτήρια “ποιότητα εργασίας” και “ποσότητα εργασίας”, τα οποία αξιολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις.

Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από δύο παράγοντες:

(α) την γραμματική έννοια του όρου “απόδοση”,

(β) την επεξήγηση των κριτηρίων αξιολόγησης όπως αυτά επεξηγούνται στο

σχετικό έντυπο αξιολόγησης.

Αναφορικά με τον πρώτο παράγοντα θεωρώ ότι ο όρος “απόδοση” περιλαμβάνει το σύνολο των πράξεων ή διαδικασιών οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία ανατίθενται σε κάποιο. Κατά τη διαδικασία εκτέλεσης αυτών των καθηκόντων εμπλέκονται κριτήρια όπως είναι π.χ. η “ποσότητα εργασίας”, “ποιότητα εργασίας”, “εκτέλεση εργασίας”, “ζήλος για εργασία”, “αξιοπιστία” και “πρωτοβουλία”. ΄Ολοι αυτά τα κριτήρια επεξηγούνται στο σχετικό έντυπο αξιολόγησης. Η παράθεση της επεξήγησης είναι βοηθητική για να απαντηθεί το πιο πάνω ερώτημα:

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η αρτιότητα της εργασίας που εκτελείται, η τάξη και η ακρίβεια με τις οποίες εκτελείται αφού ληφθούν υπόψη οι σχετικές οδηγίες και κανονισμοί που υπάρχουν.

ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ποσότητα της εργασίας που εκτελείται και που εκτιμάται αφού ληφθεί υπόψη τί θεωρείται ‘αποδεκτή’ στην κάθε περίπτωση. Μειωμένη απόδοση που οφείλεται σε λόγους υγείας θα αξιολογηθεί όπως έχει και θα δοθούν οι λόγοι στο χώρο των παρατηρήσεων.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ

Η επιτυχημένη και από δική του βούληση αντιμετώπιση των διαφόρων υπηρεσιακών ζητημάτων που αναφύονται και η λήψη αποφάσεων μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του χωρίς δισταγμούς, ή ευθυνοφοβία. Επίσης η ερευνητική πρωτοβουλία και η υποβολή εισηγήσεων για βελτίωση της λειτουργίας της υπηρεσίας ή της ποιότητας της εργασίας που εκτελείται.

ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ (Dependability, Reliability)

Η εκτέλεση της εργασίας μέσα στα συμφωνημένα χρονικά, ποσοτικά και ποιοτικά πλαίσια. Το μέτρο στο οποίο ο προϊστάμενος μπορεί να βασίζεται στον υφιστάμενο για να εκτελέσει την εργασία του έγκαιρα και σωστά.

ΖΗΛΟΣ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ

Το ενδιαφέρον για την εργασία του, η προθυμία με την οποία παρέχει τις υπηρεσίες του και η προσπάθεια που καταβάλλεται για επαγγελματική ανάπτυξη του.”

Με βάση, λοιπόν, την πιο πάνω επεξήγηση θεωρώ ότι τα κριτήρια “ποιότητα εργασίας” και “ποσότητα εργασίας” δεν μπορούν να είναι τα μόνα κριτήρια αποτίμησης της “απόδοσης”. Θεωρώ ότι για την αποτίμηση της είναι σχετικά και τα τρία άλλα κριτήρια. Παίρνοντας πρώτα το κριτήριο της “αξιοπιστίας” βλέπουμε ότι ομιλεί για εκτέλεση εργασίας μεσα σε συμφωνημένα χρονικά, ποσοτικά και ποιοτικά πλαίσια. ΄Επειτα το κριτήριο της “πρωτοβουλίας” αναφέρεται σε εισηγήσεις “για βελτίωση της λειτουργίας της υπηρεσίας ή της ποιότητας της εργασίας που εκτελείται”. Τέλος το κριτήριο “ζήλος για εργασία” αναφέρεται στο ενδιαφέρον για την εργασία και στην προθυμία με την οποία παρέχονται οι υπηρεσίες. Κρίνω, επομένως, ότι για την πιο ορθή και δίκαιη αποτίμηση του στοιχείου της “απόδοσης” πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα πιο πάνω πέντε κριτήρια. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα εξεταστεί υπό το φως αυτής της κατάληξης. Τα όσα αποφασίστηκαν στην Σοφοκλέους (πιο πάνω) δεν αποτελούν μέρος του λόγου της απόφασης (ratio).

Από την εξέταση των υπηρεσιακών εκθέσεων των τριών υποψηφίων αναφορικά με τα πιο πάνω πέντε κριτήρια - “ποιότητα εργασίας”, “ποσότητα εργασίας”, “πρωτοβουλία”, “αξιοπιστία”, “ζήλος για εργασία” - διαπιστώνω,

(α) Υπεροχή του Ε.Μ. έναντι του αιτητή στην προσφυγή 321/98 σε σχέση με

τα κριτήρια “ποιότητα εργασίας”, “ποσότητα εργασίας”, “πρωτοβουλία”, “αξιοπιστία” και “ζήλος για εργασία”. Μάλιστα η υπεροχή του Ε.Μ. σε σχέση με τα 4 τελευταία κριτήρια είναι συντριπτική.

(β) Ο αιτητής στην προσφυγή 392/98 ισοβαθμεί με το Ε.Μ. στα στοιχεία

“ποιότητα εργασίας και ποσότητα εργασίας”. Μειονεκτεί σε σημαντικό βαθμό στα στοιχεία “πρωτοβουλία”, “αξιοπιστία” και “ζήλος για εργασία”.

Λαμβανομένης λοιπόν υπόψη της εικόνας που αναδύεται από τα 5 κριτήρια τα οποία συνθέτουν το στοιχείο της “απόδοσης” διαπιστώνω υπεροχή του Ε.Μ. έναντι των αιτητών. Μάλιστα σε σχέση με τα τρία τελευταία κριτήρια έχει αξιολογηθεί με το βαθμό Α - εξαιρετικός - στις 16 από τις 21 περιπτώσεις και με το βαθμό Β+ - πολύ ικανοποιητικός - στις υπόλοιπες 5.

Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου “διευθυντικές ικανότητες” το οποίο αποτελεί τη βάση για αποτίμηση της δήλωσης του Προϊσταμένου, η οποία σχετίζεται με τις “οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες” διαπιστώνω και πάλι υπεροχή του Ε.Μ. έναντι και των δύο αιτητών. Και προβάλλει το ερώτημα: Είναι τρωτή η δήλωση του Προϊσταμένου, ως ασύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου, σε ότι αφορά:

(α) το στοιχείο της απόδοσης όταν περιγράφει την απόδοση του Ε.Μ.

“εξαιρετική” και εκείνη των αιτητών “πολύ ικανοποιητική”.

(β) το στοιχείο των “οργανωτικών και διοικητικών ικανοτήτων” όταν

αναφέρει ότι το Ε.Μ. και ο αιτητής στην προσφυγή 392/98 έχουν

“πολύ καλές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες” και ο αιτητής

στην προσφυγή 321/98 “πολύ καλές οργανωτικές και καλές

διοικητικές ικανότητες”.

Λαμβάνω υπόψη τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου σε σχέση με την υπεροχή του Ε.Μ. έναντι των αιτητών. ΄Εχοντας υπόψη την αξιολόγηση του Ε.Μ. και ιδιαίτερα την αξιολόγηση του στα τρία από τα πέντε κριτήρια, τα οποία συνθέτουν το στοιχείο της “απόδοσης” θεωρώ ότι η αναφορά του Προϊστάμενου στην “εξαιρετική απόδοση” του Ε.Μ. δεν είναι ασύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την δήλωση του Προϊσταμένου η οποία αναφέρεται στις οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες των υποψηφίων. Δεν συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου. Ακολουθεί πως η δήλωση του Προϊσταμένου δεν είναι τρωτή λόγω ασυμφωνίας με τα στοιχεία του φακέλου. Η κατάληξη αυτή οδηγεί στην απόρριψη των δύο προσφυγών γιατί δεν έχει προβληθεί άλλος λόγος ακύρωσης.

Οι προσφυγές απορρίπτονται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Ο κάθε αιτητής να πληρώσει έξοδα £200 στους καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο