ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 541/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Αντώνη Πίλλου
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
30 Μαρτίου 1999
Για τον Αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για την Καθ΄ης η Αίτηση: κ. Α. Μαππουρίδης, δικηγόρος της Δημοκρατίας.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το έναυσμα για την προσφυγή αυτή ήταν η επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 2ας Ιανουαρίου 1997, αναφερόμενη σε επιστολή της ΕΔΥ ημερ. 4ης Δεκεμβρίου 1996 και διαβιβάζουσα κατάλογο των λειτουργών του Τμήματος οι οποίοι επονομάσθησαν σε Τελωνειακούς Λειτουργούς με βάση το Νόμο 57(ΙΙ)/1996. Προϋπόθεση του εν λόγω νόμου για μετονομασία λειτουργού σε Τελωνειακό Λειτουργό ήταν να είναι Βοηθός Τελώνης ή Τελωνειακός Λειτουργός 1ης τάξης και να κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα. Στην εν λόγω επιστολή ο Διευθυντής εξέφραζε την αβεβαιότητα του κατά πόσο τα προσόντα ορισμένων λειτουργών στον κατάλογο ήσαν πανεπιστημιακά και ζητούσε προσεκτική εξέταση των περιπτώσεων αυτών. Η ΕΔΥ, με επιστολή της
ημερ. 5ης Φεβρουαρίου 1997, πληροφόρησε το Διευθυντή ότι ο Αιτητής στην προσφυγή κ. Πίλλος, και τέσσερις άλλοι στον κατάλογο, δεν μπορούσαν να μετονομασθούν σε Τελωνειακούς Λειτουργούς διότι δεν κατείχαν πανεπιστημιακό δίπλωμα. Με προηγούμενη επιστολή της ημερ. 28ης Ιανουαρίου 1997 η ΕΔΥ είχε απευθυνθεί στο Υπουργείο Παιδείας ζητώντας να διερευνηθεί το θέμα και να πληροφορηθεί κατά πόσον ο κ. Πίλλος και οι άλλοι τέσσερις συνάδελφοι του κατείχαν ή όχι πανεπιστημιακό δίπλωμα όπως προνοείται στον εν λόγω νόμο, παραθέτοντας τα ακαδημαϊκά προσόντα εκάστου, το δε Υπουργείο Παιδείας με επιστολή του ημερ. 30ης Ιανουαρίου 1997 απάντησε ότι οι τίτλοι σπουδών "Diploma" και "Associate Degree" που παρετίθεντο για τον κάθε ένα από τους πέντε "δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θεωρηθούν ως Πρώτοι Καταληκτικοί Πανεπιστημιακοί Τίτλοι (First Final Degrees)". Είναι με βάση αυτή την απάντηση που η ΕΔΥ απέστειλε την επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 1997.Ο Διευθυντής με τη σειρά του, με επιστολή ημερ. 18ης Φεβρουαρίου 1997, πληροφόρησε τον κ. Πίλλο ότι η ΕΔΥ τον είχε πληροφορήσει ότι ο κ. Πίλλος δεν μπορούσε να μετονομασθεί σε Τελωνειακό Λειτουργό σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω νόμου διότι δεν κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα. Ο κ. Πίλλος απέστειλε τότε επιστολή μέσω του δικηγόρου του προς την ΕΔΥ ημερ. 31ης Μαρτίου 1997 αμφισβητώντας την ορθότητα της απόψεως της ΕΔΥ και επισυνάπτοντας επιστολές εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ιδρυμάτων όπως και του Υπουργείου Παιδείας της Αγγλίας, όπου του είχαν χορηγηθεί οι τίτλοι σπουδών του, σε
στήριξη της θέσης του και ζητώντας επανεξέταση βάσει αυτών. Η ΕΔΥ με επιστολή της ημερ. 22ας Απριλίου 1997, απάντησε λέγοντας ότι, σύμφωνα με την άποψη του Υπουργείου Παιδείας, οι τίτλοι σπουδών στο επίπεδο του "Diploma" και "Associate Degree" δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θεωρηθούν ως πανεπιστημιακά διπλώματα, δηλαδή ως Πρώτοι Καταληκτικοί Πανεπιστημιακοί Τίτλοι (First Final Degrees). Όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία ο κ. Πίλλος είχε υποβάλει σε σχέση με τους τίτλους σπουδών του, η ΕΔΥ ανέφερε στην εν λόγω επιστολή της ότι "αυτά αναφέρονται είτε στο επίπεδο είτε στην αναγνώριση που τυγχάνουν τα εν λόγω προσόντα για περαιτέρω σπουδές αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό σας ότι αυτά υποκαθιστούν Πανεπιστημιακά Διπλώματα (κάτι που ούτως ή άλλως προκύπτει και από την έρευνα που έγινε με το Υπουργείο Παιδείας)".Είναι εναντίον αυτής της επιστολής που στρέφεται η προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της πράξεως ή αποφάσεως της ΕΔΥ, για διάφορους νομικούς λόγους, εξειδικεύοντας στα γεγονότα ότι η ΕΔΥ ενήργησε κατά πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς τη δέουσα έρευνα.
Στην Ένσταση προβάλλεται, ουσιαστικά ως προδικαστική ένσταση, η θέση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική της προγενέστερης επιστολής της ΕΔΥ ημερ. 5ης Φεβρουαρίου 1997 η οποία κοινοποιήθηκε στον κ. Πίλλο και με βάση την οποία ο κ. Πίλλος ζήτησε επανεξέταση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η επιστολή ημερ. 22ας Απριλίου 1997. Περαιτέρω, η θέση είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι νόμιμη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Πίλλο εγείρει τα ακόλουθα σημεία στην αγόρευση του:
- Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή αλλά βεβαιωτική της προηγούμενης, ο κ. Αγγελίδης απαντά ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή και δεν είναι απλώς βεβαιωτική αφού η απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1997 λήφθηκε με παράνομη πρωτοβουλία της ΕΔΥ και χωρίς να ακουσθεί ο κ. Πίλλος και ότι η ΕΔΥ δεν είχε υπόψη της πριν τις 5 Φεβρουαρίου 1997 τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Πίλλος με την επιστολή του της 31ης Μαρτίου 1997 με την οποία ζητούσε επανεξέταση και τα οποία η ΕΔΥ εξέτασε και έλαβε νέα απόφαση.
- Η ΕΔΥ δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα ή εξουσία δυνάμει του Νόμου 57(ΙΙ)/1996 ή του Νόμου 1/1990 ή οιουδήποτε άλλου Νόμου να επιληφθεί του θέματος και ουσιαστικά να ανακαλέσει τη δυνάμει του Νόμου 57(ΙΙ)/1996 μετονομασία του κ. Πίλλου σε Τελωνειακό Λειτουργό.
- Τόσο για την επιστολή της ΕΔΥ ημερ. 18ης Φεβρουαρίου 1997 όσο και για την επιστολή της ημερ. 22ας Απριλίου 1997 δεν παρουσιάσθησαν οποιαδήποτε πρακτικά συνεδρίας της που να δείχνουν ότι η ΕΔΥ ενήργησε ως συλλογικό όργανο δυνάμει του Νόμου 1/1990.
- Η ΕΔΥ ενήργησε με βάση όχι δική της έρευνα αλλά τη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας την οποία και θεώρησε καθοριστική, ενώ το Υπουργείο Παιδείας στην πραγματικότητα ήταν αναρμόδιο. Η ΕΔΥ παρέλειψε έτσι να διερευνήσει δεόντως τα προσόντα του κ. Πίλλου για να διαπιστώσει την ισοτιμία τους με πανεπιστημιακό δίπλωμα, και απλώς, χωρίς να εξετάσει τα πρόσθετα στοιχεία που υπέβαλε ο κ. Πίλλος, επανέλαβε την αρχική της άποψη
- Ο κ. Πίλλος είχε ήδη μετονομασθεί σε Τελωνειακό Λειτουργό και περιλήφθη στον εν λόγω κατάλογο από τις 16.11.1996 που ετέθη σε ισχύ ο Νόμος 57(ΙΙ)/1996. Η μεταγενέστερη θέση της ΕΔΥ ήταν αντιφατική προς αυτή την κατάσταση πραγμάτων και αντίθετη με την έννοια της καλής πίστης στα πλαίσια του κράτους δικαίου.
Στη δική του αγόρευση ο κ. Μαππουρίδης επαναλαμβάνει την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη, με την αιτιολόγηση ότι τα υποβληθέντα στις 31 Μαρτίου 1997 στοιχεία ήδη βρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ και δεν αφορούσαν τα προσόντα του κ. Πίλλου. Περαιτέρω, ο κ. Μαππουρίδης υποβάλλει τη θέση ότι η απόφαση της ΕΔΥ δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά απλώς πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα αφού δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί σχέδιο υπηρεσίας, όπως απαιτεί ο Νόμος περί Δημόσιας Υπηρεσίας, για τη νέα θέση του Τελωνειακού Λειτουργού που δημιουργήθηκε από το Νόμο 57(ΙΙ)/1996. Τέλος, ο κ. Μαππουρίδης εισηγείται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην απόφαση της ΕΔΥ εφ΄όσον δεν υπήρξε αυθαιρεσία και η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις.
Για την προδικαστική ένσταση λίγα χρειάζεται να λεχθούν, αφού δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο κ. Πίλλος υπέβαλε νέα στοιχεία στην ΕΔΥ και ότι η ΕΔΥ προέβη σε νέα εξέταση του θέματος. Τα μόνα στοιχεία τα οποία η ΕΔΥ είχε υπ΄όψη της πριν από την επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου ήσαν οι τίτλοι σπουδών του κ. Πίλλου, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση είτε του περιεχομένου τους είτε, ιδιαίτερα, του καθεστώτος τους σε σχέση με την αναγνώριση τους ως πανεπιστημιακά διπλώματα, που αποτελούσε και το ζητούμενο. Είναι με την επιστολή του κ. Αγγελίδη της 31ης Μαρτίου 1997 και τα έγγραφα που τη συνόδευαν, προερχόμενα από τα ανάλογα και αρμόδια εκπαιδευτικά και επαγγελματικά ιδρύματα και το Υπουργείο Παιδείας της Αγγλίας, που για πρώτη φορά ετέθησαν ενώπιον της ΕΔΥ τα στοιχεία που ήσαν σχετικά με το διερευνόμενο θέμα της ισοτιμίας των διπλωμάτων του κ. Πίλλου με πανεπιστημιακά διπλώματα ως πρώτοι καταληκτικοί πανεπιστημιακοί τίτλοι (first final degrees). Ούτε μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού ο κ. Πίλλος δεν είχε καν ερωτηθεί και ακουσθεί προηγουμένως αναφορικά με το θέμα, ούτε και μπορούσε να είχε παρουσιάσει τα εν λόγω στοιχεία. Εξ ου και με την επιστολή της 31ης Μαρτίου 1997 υπεβλήθησαν τα στοιχεία αυτά και εζητήθη επανεξέταση. Η ίδια δε η ΕΔΥ, στην επιστολή της ημερ. 22ας Απριλίου 1997, όχι μόνο απαντά στα εγειρόμενα στην επιστολή της 31ης Μαρτίου 1997 θέματα αλλά και ιδιαίτερα σχολιάζει τα στοιχεία που υπεβλήθησαν λέγοντας ότι "αυτά αναφέρονται είτε στο επίπεδο είτε στην αναγνώριση που τυγχάνουν τα εν λόγω προσόντα για περαιτέρω σπουδές αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό σας ότι αυτά υποκαθιστούν Πανεπιστημιακά Διπλώματα", εξετάζουσα και αποφαινόμενη έτσι επ΄αυτών. Όλα αυτά δείχνουν όχι μόνο ότι υπεβλήθησαν νέα στοιχεία ενώπιον της ΕΔΥ αλλά και ότι η ΕΔΥ εξέτασε και απεφάνθη επ΄αυτών, ώστε η απόφαση της η περιεχομένη στην επιστολή ημερ. 22ας Απριλίου 1997
να μην ήταν απλώς βεβαιωτική εκείνης της 5ης Φεβρουαρίου 1997 αλλά να ήταν αποτέλεσμα νέας έρευνας.Όσο για την άλλη εισήγηση του κ. Μαππουρίδη στην αγόρευση του (η εισήγηση δεν περιέχεται στην Ένσταση) ότι η απόφαση της ΕΔΥ δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, καμμιά τεκμηρίωση δεν παρέχεται και κανένα στοιχείο δεν ετέθη ενώπιον μου το οποίο να δείχνει ότι κάτι τέτοιο ευσταθεί. Απεναντίας, αν το αποτέλεσμα της απόφασης της ΕΔΥ θα ήταν η μη αναγνώριση του κ. Πίλλου ως Τελωνειακού Λειτουργού, η συνέπεια θα ήταν ο επηρεασμός των δικαιωμάτων τα οποία θα είχε, αν ενέπτιπτε στις πρόνοιες του Νόμου 57(ΙΙ)/1996, ώστε η απόφαση της ΕΔΥ να ήταν σαφώς εκτελεστή.
Προχωρώντας στα εγειρόμενα από τον κ. Αγγελίδη, το πράγμα είναι καθαρό. Η ΕΔΥ έχει ασχοληθεί με το θέμα εντελώς αναρμόδια, στερούμενη οποιασδήποτε εξουσίας. Είναι θεμελιακό ότι διοικητικό όργανο λειτουργεί νόμιμα μόνο δυνάμει εξουσίας παρεχομένης από το νόμο, ελλείψει της οποίας η ενέργεια του στερείται νομιμότητας και εγκυρότητας (ίδε
Georgiades v. The Republic (1966) 3 CLR 252, όπου τονίζεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το θέμα ακόμα και ex proprio motu). Στην προκειμένη περίπτωση όμως κανένα νομικό έρεισμα δεν έχει καταδειχθεί για την άσκηση εξουσίας στην οποία προέβη η ΕΔΥ, είτε βάσει του Νόμου 1/1990 (και ιδιαίτερα του άρθρου 5) ο οποίος διέπει ειδικά την ΕΔΥ είτε βάσει του Νόμου 57(ΙΙ)/1996 είτε βάσει οποιουδήποτε άλλου νόμου. Τόσο δε στην Ένσταση όσο και στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία δεν απαντάται το θέμα αυτό ή οποιοδήποτε άλλο από τα εγειρόμενα, αφού αυτές περιορίζονται στην προδικαστική ένσταση και στη γενική θέση ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι νόμιμη. Το αναπάντητο ερώτημα παραμένει, βάσει ποίας εξουσίας διδομένης από ποίο νόμο επελήφθη η ΕΔΥ του θέματος κατά πόσο ο κ. Πίλλος ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ώστε να δικαιούτο να μετονομασθεί σε τελωνειακό λειτουργό. Τοσούτω μάλλον αφού ο κ. Πίλλος είχε ήδη περιληφθεί στον κατάλογο που είχε ετοιμάσει το Τμήμα Τελωνείων των λειτουργών οι οποίοι μετονομάσθησαν σε Τελωνειακούς Λειτουργούς δυνάμει του ιδίου του Νόμου 57(ΙΙ)/1996 και όχι δυνάμει αποφάσεως της ΕΔΥ. Η έλλειψη τέτοιας εξουσίας και αρμοδιότητας της ΕΔΥ στερεί ολόκληρο το αναγκαίο βάθρο της απόφασης, καθιστώντας την παράνομη και άκυρη.Υπάρχει όμως και άλλος εμφανής λόγος για τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί. Είναι βασική αρχή ότι κάθε συλλογικό διοικητικό όργανο όχι μόνο ασκεί την εξουσία του και αποφασίζει διοικητικά αλλά και πράττει τούτο τηρώντας πρακτικά των συνεδριών του ώστε, και τότε μόνο, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Αυτή εξ άλλου είναι και υποχρέωση της ΕΔΥ δυνάμει του Νόμου 1/1990 (και ιδιαίτερα του άρθρου 11(3)(5)). Παράλειψη τούτων οδηγά σε ακύρωση της απόφασης. Όπως ελέχθη από τον Τριανταφυλλίδη, Δ. (ως ήτο τότε)
, στην υπόθεση Medcon Construction and Others v. The Republic (1968) 3 CLR 535, στη σελ. 543, στην οποία αναφέρεται ο κ. Αγγελίδης:"It is essential for the propriety of proceedings of public collective organs that they should keep such written records of such proceedings as are required for purposes of good and proper administration. This was stressed in relation to the Tender Board in Petri v. The Police (1968) 2 CLR 40 at p. 80); and in Georghiades and The Republic (1966) 3 CLR 252 at p. 283 it was held that the total absence of any written record regarding a step in the handling of a matter by the Public Service Commission was "so inconsistent with the minimum of essential requirements of proper proceedings before a public collective organ" that its relevant decision was vitiated by a basic defect and had to be annulled."
Και από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), στην υπόθεση Dome Investments Limited ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας, Προσφυγή Αρ. 551/87, ημερ. 7.4.1989:
"Η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση της απόφασης και του φακέλου της υπόθεσης. Χωρίς τα στοιχεία αυτά η άσκηση δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη. Η κατάθεσή τους από τη Διοίκηση αποτελεί απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για υποταγή στο δικαστικό έλεγχο που καθιερώνει το Σύνταγμα. Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει το φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την απόφαση, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης. Όχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το
Kαι πιο πρόσφατα στην υπόθεση Προκοπίου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 92/92, ημερ. 17.2.1995, ο Πογιατζής, Δ., αναφερόμενος στη νομολογία και ιδιαίτερα στο απόσπασμα από την υπόθεση
Dome Investments Limited, ανωτέρω, παρατήρησε στις σελίδες 4-6 τα εξής:"Όπως έχει ήδη λεχθεί ο βασικός λόγος ακύρωσης που προβάλλεται είναι η παντελής έλλειψη οποιουδήποτε πρακτικού. Διοικητικός φάκελος δεν υπάρχει
Οι επιπτώσεις της παράλειψης αυτής του Συμβουλίου είναι αναπόφευκτα μοιραίες για τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Το θέμα καλύπτεται πλήρως από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης απαιτούν από τα συλλογικά όργανα την τήρηση πρακτικών των συνεδριάσεων τους. Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας τόσο της σύνθεσης του οργάνου όσο και της ίδιας της απόφασής του μπορεί να γίνει μόνο με αναφορά στα πρακτικά των συνεδριάσεων του. Η μη τήρηση πρακτικών καθιστά εντελώς ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. .................................................. .................................................< /P>
Επαναλαμβάνω ότι στην παρούσα υπόθεση λόγω της μη τήρησης οποιουδήποτε πρακτικού δε γνωρίζουμε αν η σύνθεση του Συμβουλίου ήταν νόμιμη, αν υπήρχε απαρτία κατά τις κρίσιμες συνεδριάσεις του, υπό ποιες προϋποθέσεις λήφθηκε η επίδικη απόφαση, τι λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο, τι επηρέασε την κρίση των μελών του, ούτε ποιοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή."
Στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο δεν ετηρήθησαν και δεν παρουσιάσθησαν καθόλου πρακτικά συνεδρίας της ΕΔΥ αναφορικά με το θέμα που να οδήγησαν στην απόφαση της, αλλά και η ΕΔΥ δεν φαίνεται να ενήργησε καν σαν συλλογικό όργανο. Στην πραγματικότητα, το μόνο που έγινε ήταν η ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων και του Υπουργείου Παιδείας με το Γραφείο της ΕΔΥ (επιστολές ημερ. 2ας Ιανουαρίου 1997, 28ης Ιανουαρίου 1997, 30ης Ιανουαρίου 1997 και 5ης Φεβρουαρίου 1997) και η επακόλουθη πληροφόρηση από το Γραφείο της ΕΔΥ πρώτα του κ. Πίλλου (επιστολή ημερ. 18ης Φεβρουαρίου 1997) και μετά του κ. Αγγελίδη (επιστολή ημερ. 22ας Απριλίου 1997). Πρόκειται για καθαρή περίπτωση ακύρωσης της απόφασης.
Αλλά και επί της λήψεως της απόφασης της ΕΔΥ προκύπτει σοβαρό θέμα. Όπως εισηγείται ο κ. Αγγελίδης, η αρμοδιότητα απόφασης επί της αναγνώρισης προσόντων ανατίθεται από το Νόμο 68(Ι)/1996 σε ειδικό όργανο, το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών. Καμμιά αρμοδιότητα για το θέμα αυτό δεν έχει το Υπουργείο Παιδείας στο οποίο απευθύνθηκε η ΕΔΥ στην έρευνα της επί του καθεστώτος των ακαδημαϊκών προσόντων του κ. Πίλλου και στην άποψη του οποίου εβάσισε αποκλειστικά την απόφαση της, πέραν του ότι και το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας εξέφρασε μια σαρωτική και μη αιτιολογημένη άποψη γενικά για κάθε πτυχίο αναφερόμενο ως Diploma ή Associate Degree χωρίς αναφορά στα συγκεκριμένα πτυχία του κ. Πίλλου, τη φύση και το περιεχόμενο των οποίων, όπως και το καθεστώς τους στην Αγγλία, προφανώς δεν ερεύνησε. Στην πραγματικότητα καμμιά έρευνα δεν έγινε των στοιχείων που υπέβαλε ο κ. Πίλλος, οι δε αναφερόμενοι στην επιστολή ημερ. 22ας Απριλίου 1997 λόγοι απόρριψης τους δεν συνιστούν αιτιολογία. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΔΥ δεν προέβη στη δέουσα έρευνα ούτε αιτιολόγησε την απόφαση της, με αποτέλεσμα η απόφαση της να υπόκειται σε ακύρωση και για το λόγο αυτό. Η σχετική νομολογία, την οποία παραθέτει και ο κ. Αγγελίδης, καθορίζει σαφώς τις παραμέτρους της έννοιας της δέουσας έρευνας στο θέμα αυτό (ίδε: Μπατίστα ν. ΚΟΤ, Προσφυγή Αρ. 61/95, ημερ. 29.11.1995, Φιλή ν. ΕΕΥ, Προσφυγή Αρ. 534/91, ημερ. 4.12.1992, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 371/92, ημερ. 12.4.1994). Τοσούτω μάλλον μετά τη θέσπιση του Νόμου 68(Ι)/1996.
Δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ με το άλλο εγειρόμενο θέμα της καλής πίστης της διοίκησης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ ότι ο κ. Πίλλος δεν δικαιούτο να μετονομασθεί σε Τελωνειακό Λειτουργό δυνάμει του Νόμου 57(ΙΙ)/1996, η οποία του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 22ας Απριλίου 1996, ακυρώνεται.
Τα έξοδα του Αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, θα καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο