Αρίστης Κορακίδου-Μακρίδου ν. Δήμου Πάφου ως Πολεοδομικής Αρχής κ.α., Υπόθεση αρ. 996/96, 30 Μαρτιου, 1999 Αρίστης Κορακίδου-Μακρίδου ν. Δήμου Πάφου ως Πολεοδομικής Αρχής κ.α., Υπόθεση αρ. 996/96, 30 Μαρτιου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 996/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Αρίστης Κορακίδου-Μακρίδου

Αιτητρίας

- και -

1. Δήμου Πάφου ως Πολεοδομικής Αρχής 2. Κυπριακής Δημοκρατίας διά του

Υπουργού Εσωτερικών

Καθών η αίτηση

---------------------

Ημερομηνία: 30 Μαρτιου, 1999

Για την αιτήτρια: Α.Σ. Αγγελίδης

Για τον καθού η αίτηση 1: Κ. Χρυσοστομίδης

Για τον καθού η αίτηση 2: Χρ. Ιωσηφίδης, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια διώροφης κατοικίας στην Πάφο, η οποία κτίστηκε με άδεια οικοδομής ημερ. 20/1/94. Συνορεύει με οικόπεδο (αρ. 1335) ιδιοκτησίας του ενδιαφερόμενου μέρους, στο οποίο υπάρχει διατηρητέα οικοδομή. Η βόρεια πλευρά του εφάπτεται του πίσω μέρους και της μιας πλευράς του οικοπέδου της αιτήτριας.

Στις 10/5/95 το ενδιαφερόμενο μέρος (εκκλησία Αγ. Θεοδώρου Πάφου) αποτάθηκε για πολεοδομική άδεια που θα επέτρεπε την αποκατάσταση και συνάμα την επέκταση του διατηρητέου για να χρησιμοποιηθεί ως πνευματικό κέντρο. Ο Δήμος Πάφου (καθού η αίτηση 1), που είναι στην προκείμενη περίπτωση η αρμόδια πολεοδομική αρχή, διαβίβασε την αίτηση στον Υπουργό Εσωτερικών. Η συναίνεση του τελευταίου είναι απαραίτητη για τη διεξαγωγή οποιωνδήποτε οικοδομικών εργασιών ή μετατροπών σε διατηρητέα οικοδομή: βλέπε άρθρ. 38(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αρ. 90/72, που προβλέπει πως δεν είναι νοητή η ανάπτυξη “ειμή τη συγκαταθέσει του Υπουργού και υπό τοιούτους όρους οίοι ήθελον ορισθή εν αυτή.”

Στις 20/6/95 ο Δήμος διεμήνυσε στον Υπουργό ότι συστήνει υπό όρους (για τους οποίους παραπέμπω στο παράρτημα 3 της ένστασης) έγκριση της αίτησης. Τελικά (στις 27/3/96) το θέμα παραπέμφθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (ο Διευθυντής). Στάληκαν και τα αρχιτεκτονικά σχέδια που υπέβαλε το ενδιαφερόμενο μέρος. Ας σημειωθεί ότι στο μεταξύ την 1/3/96 θεσπίστηκε η Κ.Δ.Π. 53/96 με την οποία εκχωρήθηκε η παραπάνω εξουσία του Υπουργού [(Καν. 8(1)(δ)] στο Διευθυντή, ο οποίος ενεργεί στο προκείμενο με τη σύμφωνη γνώμη δύο άλλων λειτουργών του Τμήματος του.

Ο Διευθυντής συγκατατέθηκε και ειδοποίησε σχετικά το ενδιαφερόμενο μέρος με επιστολή του ημερ. 11/11/96. Προκύπτει από το έγγραφο αυτό ότι η συναίνεση αφορούσε νέα αρχιτεκτονικά σχέδια που ζήτησε ο Διευθυντής να του υποβάλουν. Η συναίνεση συνοδεύθηκε από ορισμένους όρους για τις προτεινόμενες οικοδομικές εργασίες. Στη συνέχεια ο Δήμος αποφάσισε (19/11/96) να χορηγήσει την πολεοδομική άδεια στο ενδιαφερόμενο μέρος. Η άδεια αυτή, που εκδόθηκε στις 21/11/96, καθώς και η συγκατάθεση του Διευθυντή, αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής. Το αίτημα θεραπείας είναι:

“1. Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ού η αίτηση 1 ημερ. 21/11/96 με την οποία παραχωρήθηκε η πολεοδομική άδεια αρ. 01954 αναφορικά με το ακίνητο υπό τεμάχιο 1335 του φ/σχ. 51/2.6.ΧVΙ 3.4ΧΙΙΙ στην πόλη της Πάφου στην ενορία Αγίου Θεοδώρου ιδιοκτησία της Εκκλησίας του Αγίου Θεοδώρου Πάφου για αποκατάσταση και επέκταση διατηρητέας οικοδομής υπό όρους επαχθείς διά την αιτήτρια και ή απόφαση και ή συναίνεση του Υπουργού Εσωτερικών αρ. 064/96 ημερ. 11/11/96 για την εκτέλεση των ανωτέρω αναφερομένων έργων είναι άκυρες, παράνομες και αντισυνταγματικές στερούμενες οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”

Θα συμπλήρωνα στο σημείο αυτό το ιστορικό, αναφέροντας ότι στις 4/12/96 ο Δήμος εξέδωσε και οικοδομική άδεια για την ίδια ανάπτυξη. Η πράξη προσβλήθηκε με την προσφ. αρ. 997/96, που εκκρεμεί ενώπιον άλλου δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ορμώμενος από το γεγονός αυτό, ο δικηγόρος του Δήμου υπέβαλε, προδικαστικά, ότι η κρινόμενη προσφυγή συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Πρόβαλε και δεύτερη ένσταση αυτής της φύσεως, ότι η αιτήτρια προσφεύγει χωρίς να έχει έννομο συμφέρον.

Υπάρχουν όμως και τρεις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, ότι: (1) η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του Δήμου με αποτέλεσμα να μην υφίσταται έρεισμα για τη συνένωση της Δημοκρατίας ως διαδίκου. (2) η παροχή συγκατάθεσης από το Διευθυντή, που συμπροσβάλλεται με την προσφυγή αυτή, στερείται εκτελεστότητας όντας προπαρασκευαστική πράξη. και (3) ότι στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει πως η πράξη του καθού η αίτηση 2 έχει δική της αυτοτέλεια, δεν μπορεί να προωθηθεί γιατί προσκρούει στο δικονομικό κανόνα ότι δεν προσβάλλονται δύο διοικητικές πράξεις με το ίδιο δικόγραφο. Μόνο η προτασσόμενη μπορεί να κριθεί.

Θεωρώ βολικό να αρχίσω με τις τελευταίες αυτές ενστάσεις. Με βάση τα άρθρ. 20 και 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (ν. αρ. 90/72), όπως τροποποιήθηκε, η “ανάπτυξη” ακινήτου, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται από το άρθρ. 20, δεν είναι δυνατή παρά μόνο στην περίπτωση που εκδίδεται πολεοδομική άδεια από την αρμόδια αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση η πολεοδομική αρχή είναι ο καθού 1.

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρ. 38(4) του νόμου (όπως τροποποιήθηκε) για την εκτέλεση εργασιών σε διατηρητέες οικοδομές προαπαιτείται η συναίνεση του Υπουργού Εσωτερικών (τώρα του Διευθυντή). Έπεται ότι για την ανάπτυξη του συγκεκριμένου αυτού ακινήτου ήταν απαραίτητη τόσο η λήψη της συγκατάθεσης όσο και η λήψη πολεοδομικής άδειας. Οι δύο πράξεις είναι χωριστές αφού εκδίδονται από διαφορετικά διοικητικά όργανα με βάση διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις. Και οι δυο όμως συνδέονται άμεσα και αποτελούν μέρος της ίδιας διοικητικής ενέργειας, της πολεοδομικής άδειας. Συνεπώς δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν συναφείς και η προσβολή τους με το ίδιο δικόγραφο παραδεκτή. Σχετικά με τη συνάφεια παραπέμπω στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959 στη σελ. 274:

“Συγχωρείται η διά του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις άπασαι αι προσβαλλόμεναι πράξεις είναι συναφείς διότι λ.χ. η μία πράξις αποτελεί προϋπόθεσιν της άλλης ή οσάκις διά του αυτού δικογράφου προσβάλλονται πλείονες πράξεις αίτινες αφορώσιν άπασαι τον αιτούντα, ερείδονται εις τας αυτάς διατάξεις του νόμου, φέρουσι ταυτόσημον αιτιολογίαν και εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ιδίαν διοικητικήν διαδικασίαν.”

Ακόμη και αν θεωρηθεί λανθασμένη η γνώμη που εξέφρασα και ότι η συναίνεση είναι πράγματι πράξη προπαρασκευαστικού χαρακτήρα το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Θα μπορούσαν να συμπροσβληθούν και να συνελεγχθεί η νομιμότητα τους (Πορίσματα Νομολογίας σελ. 244, Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο” 3η έκδοση (1992) σελ. 253, Papanicolaou (no.1) ν. Republic (1968) 3 C.L.R. 225 και προσφ. αρ.766/97 Κυριάκος Κοζάκις ν. Κ.Ο.Α. και άλλου ημερ. 29/1/99.

Η προσφυγή ωστόσο στρέφεται κατά του Υπουργού Εσωτερικών (καθού η αίτηση 2), ο οποίος δεν είχε καμιά ανάμειξη. Κατά τη γνώμη μου το γεγονός δεν έχει συνέπειες για το κύρος του δικογράφου. Η αρχή που έχει εφαρμόσει η προσφυγή αρ. 889/96 ΕΛΕΠΕΜ ΛΤΔ ν. Επάρχου Πάφου κ.α. ημερ. 21/11/97 ισχύει και στην παρούσα. Μπορεί αυτεπάγγελτα το δικαστήριο να διατάξει τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής δεδομένου ότι διαπιστώνει, όπως ήταν και η περίπτωση της ΕΛΕΠΕΜ, ότι δεν παραβλάπτονται τα συμφέροντα οποιουδήποτε και ιδιαίτερα της αιτήτριας. Ο τίτλος τροποποιείται για να διαβάζεται ως εξής:

“Μεταξύ

Αρίστης Κορακίδου Μακρίδου

Αιτητρίας

- και -

1. Δήμου Πάφου, ως Πολεοδομικής Αρχής

2. Κυπριακής Δημοκρατίας διά του

Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και

Οικήσεως

Καθών η αίτηση”

Το δικαστήριο διαθέτει σύμφυτη εξουσία να παρεμποδίζει και να θέτει τέρμα στην κατάχρηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης. Είναι ένας δραστικός τρόπος αντιμετώπισης της πολλαπλότητας των διαδικασιών για τα ίδια, ουσιαστικά, ζητήματα, που θα οδηγούσαν την απονομή της δικαιοσύνης σε αποτελμάτωση: Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217. Εδώ η δεύτερη προσφυγή στρέφεται κατά της άδειας οικοδομής που εκδόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος. Οι δύο πράξεις είναι αυτοτελείς και εκτελεστές και μπορούν να προσβληθούν χωριστά. Η έκδοση κάθε είδους άδειας (οικοδομικής και πολεοδομικής) ερείδεται στις διατάξεις νόμου, που εξυπηρετούν διαφορετικούς στόχους: βλ. απόφαση Νικολαϊδη Δ στην προσφ. αρ. 209/95 Ανδριάνθη Κ. Στυλιανού ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Πελενδρίου ημερ. 24/11/97.

Έρχομαι στην ένσταση νομιμοποίησης. Στηρίζεται στον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι το νέο κτίριο απέχει 1 και όχι 3 μέτρα από την κατοικία της, όπως αντέτεινε ο καθού 1. Με αποτέλεσμα να επηρεάζεται ο αερισμός, φωτισμός και η θέα του σπιτιού προς τη θαλασσα, που απολάμβανε πρωτύτερα. Αναφορικά με τη θέα, ο δικηγόρος του καθού ανέφερε πως υπάρχει μερική παρεμπόδιση, αλλά πρόσθεσε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να μην δοθεί άδεια στο ενδιαφερόμενο μέρος.

Το έννομο συμφέρον περιοίκου να στραφεί με αίτηση ακύρωσης εναντίον άδειας για ανέγερση οικοδομής έχει νομολογιακά αναγνωρισθεί στις περιπτώσεις που προκαλείται επέμβαση στο φως της κατοικίας του αιτητή ή παρεμποδίζεται ο αερισμός της: βλ. Α.Ε. 1425 Σοφούλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/2/96. Επίσης την υπόθεση αρ. 168/93 Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 13/10/95. Η ιδιότητα του γείτονα δεν είναι όμως αρκετή. Πρέπει να έχουν παραβλαφθεί και τα στενότερα συμφέροντα του.

Υπό το πλέγμα των στοιχείων που εξέθεσα καταλήγω ότι συντρέχει έννομο συμφέρον της αιτήτριας να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης. Άλλωστε ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς, που θα αναλυθεί αργότερα, αλλά σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη έννομου συμφέροντος, είναι ότι το νέο κτίριο έχει ανεγερθεί κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων. Επισημαίνω τέλος ότι δεν απαιτείται αυστηρά απόδειξη, αλλά αρκεί η πιθανολόγηση ύπαρξης της προϋπόθεσης αυτής που θέτει το άρθρ. 146.2 του Συντάγματος (βλ. Σοφούλα Χαραλάμπους, ανωτέρω). Επίσης ότι η παρέμβαση στο φως “με έμφραξη ή άλλως πως” συνιστά αστικό αδίκημα κατά το άρθρ. 50 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Η υπόθεση της αιτητρίας είναι ότι η πολεοδομική άδεια έχει εκδοθεί κατά παράβαση κειμένων νομοθετικών διατάξεων. Δεν πρόκειται, όπως ισχυρίστηκε, για μετατροπές/επεκτάσεις της υφιστάμενης οικοδομής, αλλά για ένα νέο κτίριο η ανέγερση του οποίου αντέκειτο στις διατάξεις του τοπικού σχεδίου και των κανονισμών. Δόθηκε στην οικοδομή μεγαλύτερο ύψος από αυτό που επιτρέπουν οι διατάξεις αυτές. Και κτίστηκαν 4 όροφοι αντί 2. Το υπόστεγο και το υπόγειο του κτιρίου δεν έχουν στην πραγματικότητα αυτό το χαρακτήρα. Το καθένα συνιστά όροφο γιατί ξεπερνούν το επιτρεπόμενο ύψος. Είναι τελικά και οι διαφορετικές εκτιμήσεις της απόστασης της οικοδομής του ενδιαφερόμενου μέρους από την οικοδομή της αιτήτριας.

Ο δικηγόρος του Δήμου υποστήριξε ότι η άδεια συνάδει με τους κανονισμούς και τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου. Είναι γεγονός, όπως ανέφερε, ότι το κτίριο δίνει την εντύπωση ότι είναι τριόροφο, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι το οικόπεδο του ενδιαφερόμενου μέρους εμφανίζει κλίση. Στο βόρειο μέρος, όπου τούτο εφάπτεται του τεμαχίου της αιτήτριας, το ύψος είναι χαμηλότερο του επιτρεπόμενου από το τοπικό σχέδιο (6.50 μ. αντί 8.30 μ). Εν πάση περιπτώσει παρέχεται διακριτική ευχέρεια αυξομείωσης του ύψους και των ορόφων μιας οικοδομής όταν τέτοια απόφαση είναι απαραίτητη ή επιθυμητή για λόγους καλαισθησίας ή άλλους σκοπούς (παράγραφος 5.1 έως 5.10 των Παραρτημάτων Τοπικών Σχεδίων (Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής)].

Είναι περαιτέρω η θέση του καθού 1, που σημειώθηκε και πιο πάνω, ότι το νέο κτίριο απέχει 3 μέτρα από την κατοικία της αιτήτριας με αποτέλεσμα να μην επηρεάζονται οι ανέσεις για τις οποίες παραπονείται. Ενώ με βάση τους κανονισμούς μπορεί ακόμη και να εφάπτεται του κοινού συνόρου γιατί πρόκειται για πυκνοκατοικημένη περιοχή. Το νέο κτίριο δεν είναι αυτοτελές, αλλά συνιστά επέκταση του προϋπάρχοντος. Τελικά υποστηρίχθηκε ότι το υπόγειο και το υπόστεγο είχαν ανεγερθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου.

Πρέπει να λεχθεί ότι η θέση του Διευθυντή συμπίπτει στο καίριο θέμα με εκείνες της αιτήτριας. Με δυο λόγια ισχυρίστηκε ότι η ανάπτυξη και συγκεκριμένα η ανέγερση του νέου κτιρίου είναι αντίθετη με την κείμενη νομοθεσία, το Τοπικό Σχέδιο και τη Δήλωση Πολιτικής. Είναι αποκαλυπτική των θέσεων αυτών η έκθεση των γεγονότων στην ένσταση που υπέβαλε. Είναι προτιμότερο να την παραθέσω ως έχει:

“(α) Τα σχέδια της επίδικης οικοδομής όπως έχουν εγκριθεί από την Πολεοδομική Αρχή, δεν είναι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, όσον αφορά τον αριθμό ορόφων που επιτρέπει η ζώνη Πα9α (2 όροφοι). Συγκεκριμένα το “υπόστεγο” της οικοδομής, το οποίο δεν έχει συνυπολογισθεί στον αριθμό ορόφων, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να μην υπολογίζεται στον αριθμό ορόφων, όπως αυτός καθορίζεται στο Παράρτημα 3, Ερμηνεία Όρων που χρησιμοποιούνται στο Τοπικό Σχέδιο Πάφου, εφόσον ο χώρος δεν είναι ούτε βοηθητικός και το ύψος του υπερβαίνει το 2.40 μ. (Παράρτημα 3). Συνεπώς το “υπόστεγο” αποτελεί όροφο, και η οικοδομή όπως έχει εγκριθεί και ανεγείρεται είναι τριόροφη, και όχι διόροφη όπως προνοεί η ζώνη Πα9α στην οποία εμπίπτει το τεμάχιο.

(β) Μετά από επιτόπια επίσκεψη αρμόδιου λειτουργού του καθ’ ού η αίτηση 2 στις 9/1/1997 παρατηρήθηκε ότι η οικοδομή ανεγείρεται διαφορετικά από τα εγκριθέντα σχέδια (Παράρτημα 4) και ότι παρουσιάζει ουσιαστικές μετατροπές/διαφοροποιήσεις χωρίς ο καθ’ ού η αίτηση 1 να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της επίδικης οικοδομής με βάση τα εγκριμένα σχέδια.”

Στο Παράρτημα Α του Τοπικού Σχεδίου ορίζεται ότι “υπόστεγος χώρος” σε σχέση με οικοδομή σημαίνει:

“στεγασμένο χώρο ο οποίος κατά τουλάχιστον το ήμισυ περίπου της περιμέτρου του είναι ανοικτός προς υπαίθριο χώρο”.

Ο όρος “αριθμός ορόφων” στο ίδιο Παράρτημα του Τοπικού Σχεδίου επεξηγείται ως εξής:

“Δεν συνυπολογίζονται στον αριθμό ορόφων το υπόγειο, το μεσοπάτωμα, ο υπόστεγος χώρος στάθμευσης και άλλος υπόστεγος βοηθητικός χώρος με ύψος μέχρι 2.40μ. ........”

Είναι εκπληκτικό ότι ο Διευθυντής, που συγκατατέθηκε σε νέα αρχιτεκτονικά σχέδια, που ο ίδιος ζήτησε να υποβληθούν, όπως φαίνεται να έχει δικαίωμα από τις διατάξεις του άρθρ. 38(1), τηρεί τώρα διαφορετική στάση. Εκτός αν τα σχέδια με βάση τα οποία παραχωρήθηκε τελικά η πολεοδομική άδεια από το Δήμο δεν ήταν εκείνα που είχε εγκρίνει. Τα σχέδια είναι στο φάκελο, αλλά κανένας διάδικος δεν προσκόμισε μαρτυρία να τα εξηγήσει υπό το φάσμα των δικανικών εισηγήσεων. Όλοι οι σχετικοί ισχυρισμοί έγιναν από τους δικηγόρους στις γραπτές αγορεύσεις τους χωρίς την προσκομιδή υλικού. Δεν νομίζω όμως ότι είναι δυνατό το δικαστήριο από μόνο του να ρίχνει φως σε τέτοια θέματα, καθαρά τεχνικής φύσεως, χωρίς το απαραίτητο υπόστρωμα μαρτυρίας. Είναι παρακινδυνευμένη εμπλοκή και ως θέμα αρχής ανεπίτρεπτη.

Το μόνο που θα μπορούσε να λεχθεί είναι ότι στα σχέδια που είχε εγκρίνει ο Διευθυντής το ύψος του υποστέγου φαίνεται να είναι 2.90 μ. (Κυανούν 36 στο φάκελο της Πολεοδομίας) δηλαδή ήταν πέρα από το επιτρεπόμενο όριο των 2.40 μ. Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, οτι το υπόστεγο ειναι άλλος όροφος. Αυτό φαίνεται να παραδέχεται το Τμήμα Πολεοδομίας στην επιστολή του ημερ. 27/3/97 προς το Γενικό Εισαγγελέα. Το ίδιο συμπέρασμα επαναβεβαιώνει σημείωμα/επιστολή λειτουργού του Τμήματος, που βρίσκεται στο φάκελο του Δήμου με τα στοιχεία (παράρτημα Γ).

Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία καταλήγω ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα πλάνης αναφορικά με τον αριθμό ορόφων της οικοδομής τουλάχιστον σε σχέση με το υπόστεγο αλλά και το υπόγειο του νέου κτιρίου. Το τελευταίο αυτό συναρτάται και με τη μορφολογία του εδάφους (ότι είναι επικλινές). Τέτοιο συμπέρασμα ενισχύεται και από το ότι τα σχέδια της Πολεοδομικής Αρχής φαίνεται ότι είναι διαφορετικά από εκείνα για τα οποία παραχωρήθηκε η συναίνεση. Αυτό αναφέρεται με κάθε επιφύλαξη, αλλά είναι στοιχείο που δείχνει τη σύγχιση που επικράτησε. Θα μπορούσα σαν κατακλείδα να αναφερθώ στο ζήτημα που έθιξε ο Δήμος σχετικά με τη διακριτική του ευχέρεια για αύξηση ή μείωση του αριθμού των ορόφων (παράγραφος 54 παράρτημα 12 του Τοπικού Σχεδίου). Η χρηστή διοίκηση όμως θα απαιτούσε σε μια τέτοια περίπτωση (έστω και αν η απόφαση ήταν ευνοϊκή για τον αποδέκτη της) την παροχή αιτιολογίας για μια τόσο σοβαρή παρέκκλιση.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Με έξοδα εναντίον των καθών.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/Κασ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ασλλδλκκκδκκαειναι


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο