Χριστάκη Τρύφωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 413/97 και 479/97, 21 Aπριλίου, 1999 Χριστάκη Τρύφωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 413/97 και 479/97, 21 Aπριλίου, 1999

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 413/97 και 479/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

ΜΕΤΑΞΥ:

Αρ. Υπόθεσης: 413/97

Χριστάκη Τρύφωνος από Λεμεσό

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Αρ. Υπόθεσης: 479/97

ΜΕΤΑΞΥ:

Ανδρέα Μαρδαπήττα, Ποταμίου 2

Αστρομερίτης

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η αίτηση

__________

21 Aπριλίου, 1999

Για τον αιτητή στην 413/97 : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τον αιτητή στην 479/97 : κα A. Νικολετοπούλου για κ. Ε. Ευσταθίου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της

(και στις δύο υποθέσεις) Δημοκρατίας, εκ μέρους του

Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κα Ελ. Βραχίμη.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Oι αιτητές προσβάλλουν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη (Τακτικός Προϋπολογισμός) θέση Ανώτερου Τεχνικού (Ηλεκτρολογίας), Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, ημερ. 20.2.1997. Στη συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής “η Επιτροπή”) είχε κληθεί να παραστεί και ο Διευθυντής του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών ο οποίος σύστησε για προαγωγή τον αιτητή στην προσφυγή αρ. 479/97, Ανδρέα Μαρδαπήττα. Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή η Επιτροπή, αφού εξέτασε τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε όπως μη υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή και αντί του Μαρδαπήττα επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος, που σύμφωνα με την Επιτροπή, με βάση το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων υπερείχε των άλλων υποψηφίων.

Οι βασικοί ισχυρισμοί του αιτητή στην προσφυγή 413/97 Χριστάκη Τρύφωνος, είναι ότι η πιθανότητα να έχει αγνοηθεί λόγω πλάνης ως ένας των προσοντούχων είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο που θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο Διευθυντής δεν προέβη σε καμιά σύγκριση μεταξύ όλων των υποψήφιων, αλλά προχώρησε σε σύσταση μόνο εκείνου που ο ίδιος θεώρησε προσοντούχο, δηλαδή τον Μαρδαπήττα. Ισχυρίζεται τέλος ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή, ύστερα από τη σύγκριση του ενδιαφερόμενου μέρους και του συστηθέντος από το Διευθυντή, δεν αποτελεί αιτιολογία έναντι του ιδίου.

Από την άλλη ο Μαρδαπήττας, αιτητής στην προσφυγή 479/97, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή αποφασίζοντας να μην υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή και να προβιβάσει τον ίδιο, δεν προέβη στην ειδική αιτιολόγηση που απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις. Αντίθετα προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, κατέστησε δε τον όρο “πείρα” κριτήριο με τεράστια σημασία.

Ο πρώτος ισχυρισμός του αιτητή στην προσφυγή 413/97 ότι δηλαδή αγνοήθηκε ως ένας των προσοντούχων δεν φαίνεται να υποστηρίζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τα πρακτικά. Κατ΄ αρχήν, ακόμα και στη σύσταση του Διευθυντή ο αιτητής αναφέρεται προσωπικά, υποδεικνύεται δε ότι υπηρετεί με απόσπαση σε άλλο κλάδο του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Παρατηρούμε εξ άλλου ότι στο πρακτικό γίνεται επανειλημμένα αναφορά είτε στους υποψήφιους ονομαστικά, είτε στους υποψήφιους στο σύνολό τους. ΄Οσον αφορά δε τον ισχυρισμό ότι ο Διευθυντής δεν προέβη σε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ εκείνων που ο ίδιος θεώρησε ως προσοντούχους και προχώρησε σε σύσταση ενός και μόνο υποψήφιου, είναι καθιερωμένο ότι δεν είναι ανάγκη να εκφραστούν απόψεις για κάθε ένα από τους υποψήφιους για προαγωγή (βλέπε Tapakis and Another v. Republic (1987) 3 C.L.R. 450).

Ειδική αναφορά στο πρακτικό για κάθε ένα από τους υποψήφιους χωριστά δεν είναι αναγκαία, αφού ελλείψει οιασδήποτε ένδειξης ότι οιοσδήποτε υποψήφιος παραγνωρίστηκε, τεκμαίρεται ότι όλοι οι υποψήφιοι λήφθηκαν δεόντως υπ΄ όψιν (Adamou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1720). ΄Ετσι ανατρέπεται και ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή δεν προέβη στην αναγκαία σύγκριση μεταξύ όλων των υποψηφίων και ειδικότερα μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.

Ο τελευταίος ισχυρισμός που προβάλλει ο αιτητής στην προσφυγή 413/97 είναι ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή ύστερα από τη σύγκριση του ενδιαφερόμενου μέρους και του Μαρδαπήττα που συστήθηκε από το Διευθυντή, δεν αποτελεί αιτιολογία έναντί του.

Κατ΄ αρχή δεν είναι ορθή η θέση ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή περιορίζεται μόνο στη σύγκριση του ενδιαφερόμενου μέρους με τον Μαρδαπήττα. Η Επιτροπή προχώρησε και αιτιολόγησε την απόφασή της έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. Απλώς επειδή όφειλε να αιτιολογήσει ειδικά την προτίμησή της για το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι του συστηθέντος από το Διευθυντή, έδωσε κάποια ιδιαίτερη σημασία στο σημείο αυτό.

Ο Μαρδαπήττας επικέντρωσε τα επιχειρήματά του στην παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, ότι κατέστησε τον όρο “πείρα” κριτήριο και ότι έδωσε σ΄ αυτόν τεράστια σημασία. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί.

Είναι γνωστή η αρχή της νομολογίας ότι απαιτείται ειδική αιτιολογία στις περιπτώσεις απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου. Οι λόγοι της απόκλισης πρέπει να καταγράφονται καθαρά, ενώ μη συμμόρφωση με τον κανόνα αυτό οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης προαγωγής (βλέπε μεταξύ άλλων Theodossiou v. Republic 2 R.S.C.C. 44, Ευαγγελή και ΄Αλλος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 790, ημερ. 27.2.1990).

Στο πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 20.2.1997 φαίνεται σαφώς η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή για τη υιοθέτηση της σύστασης του Διευθυντή. Η Επιτροπή επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε υπ΄ όψιν, σύμφωνα πάντα με το τηρηθέν πρακτικό, την ουσιαστική υπεροχή του στην αρχαιότητα και στην πείρα, ενώ σημείωσε ότι η υπεροχή του αιτητή σε αξία είναι οριακή και κατά την κρίση της δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί την επιλογή του αιτητή υπό το φως της έκτασης σε πείρα και αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους. Αναφορά γίνεται επίσης και στα προσόντα των δύο υποψηφίων.

Το τελευταίο επιχείρημα του αιτητή ότι η Επιτροπή προσέδωσε στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους υπέρμετρη βαρύτητα, ενώ κατέστησε τον όρο “πείρα” κριτήριο είναι αβάσιμο. Η Επιτροπή ενήργησε μέσα στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας και παρέσχε ικανοποιητική δικαιολογία για την προτίμησή της.

΄Οπως αναφέρεται και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 267 και επ. όταν πράξη της διοίκησης φέρει επάλληλες αιτιολογίες, αρκεί η νομιμότητα μιας από αυτές για να στηρίξει την απόφαση (ΣτΕ 2066/56. Βλέπε όμως και 1901/58). Ενίοτε μάλιστα, το Συμβούλιο της Επικρατείας στην έρευνα της υπόθεσης μπορεί να θεωρήσει νόμιμη μια πράξη ως επιστηριζομένη σε άλλη αιτιολογία, παρά την έλλειψη νομιμότητας της αιτιολογίας που διαλαμβάνεται στην πράξη (ΣτΕ 2122/56). (Για την επικουρική δευτερεύουσα αιτιολογία και τη σημασία της βλέπε επίσης Μιχ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, τέταρτη έκδοση, σελ. 228 και επ.).

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι ο αιτητής στην 479/97 απέτυχε να αποδείξει την υπεροχή του και συνεπώς και η δική του προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

Και οι δύο προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των αιτητών τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400 για τον καθένα.

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο