Νικόλαου Λαζαρίδη ν. Συμβουλίου Οπτικών Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 17/98., 20 Μαΐου, 1999 Νικόλαου Λαζαρίδη ν. Συμβουλίου Οπτικών Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 17/98., 20 Μαΐου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 17/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Νικόλαου Λαζαρίδη,

Αιτητή

και

Συμβουλίου Οπτικών Κύπρου,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

20 Μαΐου, 1999.

Για τον αιτητή: Ι. Νικολάου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Αθανασιάδου (κα.).

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 27.9.93 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση στο Συμβούλιο Οπτικών Κύπρου για εγγραφή του στο Μητρώο Οπτικών. Στην παράγραφο Β - “Πρακτική εξάσκηση” - της αίτησης ο αιτητής ανέφερε ότι έκαμε πρακτική εξάσκηση στους πιο κάτω τρεις οίκους:

“Dollond & Aitchison κατά τα έτη 1989-90.

Eyewear Contacts κατά τα έτη 1990-91.

Schiftan Opticians κατά τα έτη 1991-93.”

 

 

 

Με απόφαση του , ημερ. 21.2.95, το Συμβούλιο Οπτικών απέρριψε την αίτηση. Ο αιτητής αμφισβήτησε την νομιμότητα της απόφασης ημερ. 21.2.95 με την Προσφυγή 590/95. Η απόφαση, αντικείμενο της Προσφυγής 590/95, ανακλήθηκε και το Συμβούλιο Οπτικών ανέλαβε να επανεξετάσει την αίτηση του αιτητή για εγγραφή. Μετά την ανάκληση ο αιτητής απέσυρε την Προσφυγή 590/95.

Η επανεξέταση έλαβε χώραν στις 24.11.97. Το Συμβούλιο Οπτικών διαπίστωσε ότι το “δίπλωμα του αιτητή (City & Islington College) σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 200/96 αναγνωρίζεται μόνο για σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών” και ως εκ τούτου απέρριψε την αίτηση του. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ημερ. 24.11.97.

΄Ενα από τα επίδικα θέματα της προσφυγής ήταν κατά πόσο ο αιτητής είχε επισυνάψει στην αίτηση του για εγγραφή πιστοποιητικά του πιο πάνω Οπτικού Οίκου της Αγγλίας, Schiftan Opticians, ημερ. 27.8.93. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό εκείνο ο αιτητής εργάσθηκε στον πιο πάνω οίκο ως “Dispensing Optician” από το Σεπτέμβριο του 1991 μέχρι τον Αύγουστο του 1993. Με το δικόγραφο της προσφυγής του ο αιτητής πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι έχει εργασθεί στον πιο πάνω Οίκο κατά την πιο πάνω περίοδο. Δεν πρόβαλε όμως ισχυρισμό για προσκόμιση και του σχετικού πιστοποιητικού. Με την ένσταση τους οι καθ΄ ων η αίτηση αναφέρθηκαν στην προσκόμιση μόνο ενός πιστοποιητικού - από τους Dollond & Aitchison, ημερ. 26.10.94, σύμφωνα με το οποίο ο αιτητής εργάσθηκε ως “dispensing optician” από τον Σεπτέμβριο 1989 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1990.

Με την γραπτή του αγόρευση ο αιτητής ισχυρίσθηκε ότι με την “αίτηση του της 27.9.93 προσκόμισε πιστοποιητικό εγγεγραμμένου Οπτικού Οίκου ημερ. 27.8.93 που βεβαίωνε την άσκηση από μέρους του, του επαγγέλματος του οπτικού από τον Σεπτέμβριο 1991 έως τον Αύγουστο 1993”.

Οι καθ΄ ων η αίτηση, από την άλλη, ισχυρίσθηκαν ότι ο αιτητής δεν είχε επισυνάψει οποιοδήποτε πιστοποιητικό. Αργότερα και μετά από υπόδειξη των καθ΄ ων η αίτηση ο αιτητής έστειλε πιστοποιητικό ημερ. 26.10.94 από τους Dollond & Aitchison σχετικά με την περίοδο “Σεπτέμβριος 1989 - Σεπτέμβριος 1990”.

Λόγω της πιο πάνω θέσης των καθ΄ ων η αίτηση ο αιτητής καταχώρισε ένορκη δήλωση, μετά από σχετική άδεια του δικαστηρίου, στην οποία πρόβαλε τους πιο κάτω ισχυρισμούς:

(1) ΄Οτι με την υποβολή της αίτησης του για εγγραφή ημερ. 27.9.93 υπέβαλε

στους καθ΄ ων η αίτηση όλα τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στην πιο πάνω παραγ. Β της αίτησης, περιλαμβανομένου και του πιστοποιητικού

από τον Οίκο Schiftan Opticians.

(2) ΄Οτι οι καθ΄ ων η αίτηση πρώτη φορά ισχυρίζονται ότι το πιστοποιητικό από τον οίκο Schiftan Opticians δεν ήταν ενώπιον τους.

Ο νυν και ο τέως Πρόεδρος του Συμβουλίου Οπτικών με σχετικές ένορκες δηλώσεις τους ισχυρίσθηκαν ότι το μόνο πιστοποιητικό το οποίο ο αιτητής “απέστειλε σε ημερομηνία μεταγενέστερη της αίτησης του” ήταν το πιο πάνω πιστοποιητικό από τους Dollond & Aitchison. Μάλιστα ο τέως Πρόεδρος του Συμβουλίου ισχυρίσθηκε ότι “ο αιτητής απέστειλε το συγκεκριμένο πιστοποιητικό κατόπιν δικής του υποδείξεως ότι θα έπρεπε να εφοδιάσει τους καθ΄ ων η αίτηση με αντίγραφα που να δεικνύουν ότι εργάστηκε στους Οπτικούς Οίκους που ισχυρίσθηκε στην αίτηση του”.

Οι δύο Προέδροι υποβλήθηκαν, μετά από άδεια του δικαστηρίου, σε αντεξέταση επί του περιεχομένου της αντίστοιχης ένορκης δήλωσης τους. Ο τέως Πρόεδρος ανέφερε ότι ζήτησε ο ίδιος περισσότερα στοιχεία από τον αιτητή

 

 

 

και ο τελευταίος με την επιστολή του ημερ. 29.11.94 του έστειλε το πιο πάνω πιστοποιητικό από τους Dollond & Aitchison. Δεν ζήτησε από τον αιτητή να παρουσιάσει οτιδήποτε άλλο και “όταν του ζήτησε μια φορά ένα πιστοποιητικό και το έφερε εκείνο σημαίνει ότι δεν είχε άλλο να στείλει”. Δεν ερεύνησαν οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία αναφέροντο στην αίτηση του αιτητή γιατί - όπως το έθεσε: “Αν ο ίδιος ο αιτητής δεν τα προσκόμισε θα ψάχναμε εμείς να τα βρούμε;”.

Ο νυν Πρόεδρος του Συμβουλίου ανέφερε - ενόρκως - ότι ο αιτητής δεν παρουσίασε το επίδικο πιστοποιητικό. Δεν ζήτησε, όμως, από τον αιτητή να το παρουσιάσει γιατί όπως εξήγησε: Τέτοια πιστοποιητικά “δεν έχουν απολύτως καμιά αλλαγή στην απόφαση του Συμβουλίου. Δεν έχουν καμιά αξία αυτά διότι οπουδήποτε πάω τα παίρνω. Αυτά τα δύο καταστήματα δεν δικαιούνται να εκδίδουν οτιδήποτε. Δηλαδή με το να πάει να εργαστεί κάποιος σε ένα κατάστημα δεν αυξάνονται οι γνώσεις του. Η εργοδότηση σε κατάστημα αποτελεί προσόν. Υπήρχε όμως το πρώτο του δίπλωμα των Dollond & Aitchison. Αν πάει σε 15 τέτοια καταστήματα και δουλέψει δεν έχει σημασία”.

Οι λόγοι ακύρωσης σχετίζονται και με την απουσία δέουσας έρευνας αναφορικά με την πρακτική εξάσκηση του αιτητή και ιδιαίτερα με την πρακτική εξάσκηση που καλύπτεται από το πιο πάνω πιστοποιητικό του πιο πάνω Οίκου “Schiftan Opticians”. Θα πρέπει πριν από την εξέταση των λόγων ακύρωσης να αξιολογήσω το ενώπιον μου υλικό και να προβώ στις διαπιστώσεις μου.

΄Εχω παραθέσει πιο πάνω (βλ. σελ. 3) τους δυο βασικούς ισχυρισμούς του αιτητή. Σύμφωνα με το δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή “οι καθ΄ ων η αίτηση πρώτη φορά ισχυρίζονται ότι το πιστοποιητικό από τον Οίκο Schiftan Opticians δεν ήταν ενώπιον τους”.

Πράγματι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έχουν με τρόπο άμεσο κάμει ένα τέτοιο ισχυρισμό. Ωστόσο, μετά την πρώτη απόρριψη της αίτησης του, με την επιστολή τους ημερ. 13.4.95 - η οποία αποτέλεσε και το αντικείμενο της προσφυγής 590/95 - οι καθ΄ ων η αίτηση πληροφόρησαν τον αιτητή ως εξής:

“Παρόλο ότι είχατε το δίπλωμα σας σαν Τεχνικός Οπτικός το 1991, δεν θα μπορούσατε να εξεταστείτε με βάση την επιφύλαξη της νομοθεσίας για τους εξής λόγους:

(Ι) Δεν βρισκόσασταν στην Κύπρο κατά την εφαρμογή του Νόμου και (ΙΙ) το πιστοποιητικό που προσκομίσατε δεν αποδεικνύει ότι εκτελούσατε το επάγγελμα του οπτικού καλή τη πίστει και κατά κύριο επάγγελμα αφού αναφέρει ότι εργαστήκατε μόνο για την περίοδο του Σεπτέμβρη 1989 - Σεπτέμβρη 1990 και τούτο σαν Τεχνικός Οπτικός και όχι σαν Οπτικός.

Να παρατηρηθεί ακόμη ότι σύμφωνα με τα στοιχεία σας κατά το έτος 1989-1990 πρέπει να ήσασταν full time φοιτητής στο City College.”

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ομιλούν μόνο για ένα πιστοποιητικό - εκείνο των Dollond & Aitchison. Αν ο αιτητής είχε προσκομίσει και άλλα πιστοποιητικά ένας εύλογα θα ανέμενε και την ανάλογη αντίδραση του, η οποία ελλείπει παντελώς.

Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το μόνο πιστοποιητικό που τους παρουσίασε ο αιτητής ήταν εκείνο των Dollond & Aitchison - και αυτό μετά από υπόδειξη τους. Ισχυρίζονται επίσης ότι αυτή η εκδοχή τους επιβεβαιώνεται από την επιστολή του αιτητή ημερ. 29.11.94 (παρατίθεται στη σελ. 4).

Αφού έλαβα υπόψη μου ότι η εκδοχή των καθ΄ ων η αίτηση, όπως παρουσιάζεται μέσα από τη μαρτυρία των δύο Προέδρων του Συμβουλίου, επιβεβαιώνεται έμμεσα πλήν σαφώς και από αναντίλεκτη έγγραφη μαρτυρία - τις επιστολές ημερ. 29.11.94 και 13.4.95 - την δέχομαι ως ορθή και αληθινή. Διαπιστώνω, επομένως, ότι το μόνο πιστοποιητικό το οποίο παρουσίασε ο αιτητής ήταν εκείνο των Dollond & Aitchison. Οι λόγοι ακύρωσης θα εξεταστούν με βάση αυτή τη διαπίστωση.

Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίσθηκε ότι το Συμβούλιο Οπτικών δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο γιατί από τη σύνθεση του απουσίαζε Τεχνικός Οπτικός. Αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν έχει περιληφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, είναι ένας από τους λόγους ακύρωσης που μπορούν να εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.

Πράγματι η αναρμοδιότης του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη πράξη οργάνου και η κακή συγκρότηση του αποφασίσαντος οργάνου συνιστούν τους πλέον κοινούς λόγους εξ επαγγέλματος εξεταζόμενους (Βλ. Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 1146/61, 1180/61, 1818/61, 81/68, 2900/68, 2065/61, 2066/61, 1915/62, 2502/68, 1631/61 και Ι. Δ. Σαρμά “Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας”, σελ. 449).

Στην Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 202/98/23.3.99, έχει προβληθεί παρόμοιος λόγος ακύρωσης. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση μου στην υπόθεση εκείνη:

“Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύσταση/συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών το οποίο έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει γιατί στη συγκρότηση του δεν μετείχε Τεχνικός Οπτικός. Νομικό βάθρο του σχετικού λόγου ακύρωσης αποτελούν οι πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως της ΄Ασκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου του 1992 (Ν 16(Ι)/92) (‘ο Νόμος’).

Το πραγματικό βάθρο έχει ως εξής:

Τα μέλη του Συμβουλίου Οπτικών διορίσθηκαν με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.5.97. ΄Ενα από τα μέλη του ήταν ο κ. Γεώργιος Κωσταράς ο οποίος στην σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου περιγράφεται ως ‘Τεχνικός Οπτικός’. Προφανώς ο διορισμός του έγινε για να ικανοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) (δ) του Νόμου. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο κ. Κωσταράς βρίσκεται ‘στον κατάλογο Μητρώου Οπτικών με τον αριθμό 79 και όχι στον κατάλογο Τεχνικών Οπτικών’. Τα προσόντα για εγγραφή στα δύο μητρώα είναι διαφορετικά (Βλ. αρ. 7 του Νόμου και Κ.Δ.Π. 200/96 και 201/96).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε πως ο κ. Κωσταράς κατείχε τα προσόντα για να εγγραφεί ως Τεχνικός Οπτικός και ‘ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα παράνομης συγκρότησης του Συμβουλίου’. Αυτό που, σύμφωνα με την εισήγηση του, απαιτεί ο Νόμος είναι ο διορισμός Τεχνικού Οπτικού ο οποίος να κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών και όχι να είναι ήδη γραμμένος στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών.

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο η πρόνοια του εδαφίου 2(δ) του άρθρου 3 ικανοποιείται και με το διορισμό προσώπου το οποίο είναι ‘οπτικός’ και κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί τόσο στο Μητρώο Οπτικών όσο και στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών ή κατά πόσο ικανοποιείται με το διορισμό προσώπου το οποίο είναι Τεχνικός Οπτικός και κατέχει μόνο τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών.

Η απάντηση στα πιο πάνω ερώτημα εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο εδάφιο 2(δ) του άρθρου 3 του Νόμου.

 

Η ερμηνεία ενός νόμου στοχεύει στην ανακάλυψη της πρόθεσης του Νομοθέτη. Αυτή η πρόθεση πρέπει να συνάγεται από το λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί. ΄Οταν το λεκτικό είναι απλό και επιδεκτικό μόνο μιας ερμηνείας δύσκολα μπορεί να εγερθεί θέμα ερμηνείας γιατί αυτό τούτο το λεκτικό εκφράζει την πρόθεση του νομοθέτη (Βλ. Income Tax Commissioners v. Pemsel (1891) A.C. 531, 543, Copper v. Baldwin (1965) 2 Q.B. 53, 61, Siman (No. 2) v. Municipality of Famagusta (1972) 3 C.L.R. 329, Cyprus Cement Co. Ltd v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514).

Αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα πως ο Νόμος για σκοπούς ερμηνείας πρέπει να διαβάζεται στο σύνολο του. Η ερμηνεία πρέπει να είναι εύλογη και τέτοια που να κάνει το νόμο λειτουργικό. Το δικαστήριο δεν ερμηνεύει το νόμο με τρόπο που να οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα. Λέξεις ή φράσεις στον ίδιο νόμο θεωρούνται ότι έχουν, εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, την ίδια έννοια (Βλ. Δήμος Λεμεσού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 311, 317, Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396, Kyriakides v. Improvement Board of Eylenja (1977) 3 C.L.R. 198, (1979) 3 C.L.R. 86, Myrianthis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 254, Murray v. Commissioners of Inland Revenue (1918) A.C. 541, 553, Whitney v. Commissioners of Inland Revenue (1926) A.C. 37, 52, Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 199 και Odgers Construction of Statutes, 5η έκδοση, σελ. 263).

Ο σκοπός για τον οποίο έχει θεσπισθεί ο σχετικός Νόμος αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα για σκοπούς σωστής εφαρμογής του Νόμου (Vita Ora v. Republic (1973) 3 C. L.R. 273 και Maxwell on Interpretation of Statutes, 12th ed., σελ. 86-96. 113).

.................................. .................................................. ...........

΄Εχω την άποψη πως με τη θέσπιση του άρθρου 3 του Νόμου στόχος του Νομοθέτη ήταν η καθίδρυση Συμβουλίου Οπτικών στο οποίο να συμμετέχουν και οι δύο τάξεις οπτικών οι οποίες προβλέπονται από το Νόμο. Η μια τάξη είναι εκείνη των ‘Οπτικών’ και η άλλη τάξη είναι εκείνη των ‘Τεχνικών Οπτικών’. Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 3 (2) (β) και (2) (δ) του Νόμου στο Συμβούλιο Οπτικών πρέπει να μετέχουν:

(α) Δύο οπτικοί που κατέχουν τα προσόντα για να

εγγραφούν στο Μητρώο Οπτικών.

(β) ΄Ενας τεχνικός οπτικός που κατέχει τα

προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών και που δεν κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί και στο Μητρώο Οπτικών.

Η πρόθεση του Νομοθέτη είναι σαφής: Πρόσωπο το οποίο είναι ‘Οπτικός’ δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις και των δύο εδαφίων - του εδαφίου 2(β) και 2(δ). Αν ο Νομοθέτης στόχευε στην ικανοποίηση των δυο αυτών εδαφίων με το διορισμό Οπτικού δεν θα θέσπιζε το εδάφιο 2(δ). Με την θέσπιση των εδαφίων 2(β) και 2(δ) ο Νομοθέτης μερίμνησε για την αντιπροσώπευση και των δύο τάξεων Οπτικών στο Συμβούλιο. Υιοθέτηση διαφορετικής ερμηνείας αντιστρατεύεται την ορθή ερμηνεία του επίμαχου άρθρου και την πρόθεση του Νομοθέτη όπως αυτή συνάγεται μέσα από τη θεώρηση του Νόμου στο σύνολό του. Περαιτέρω, τέτοια ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογα και άτοπα αποτελέσματα. Ερμηνείες οι οποίες οδηγούν σε τέτοια αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγονται (Kyriakides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 86). Το παράλογο και άτοπο αποτέλεσμα θα προκύψει από ερμηνεία η οποία θα αποκλείσει την συμμετοχή της τάξης των προσώπων, οι οποίοι έχουν τα προσόντα για να εγγραφούν μόνο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών, από το Συμβούλιο.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρώ ότι για τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών είναι απαραίτητη και η συμμετοχή ενός Τεχνικού Οπτικού, ο οποίος έχει τα προσόντα να εγγραφεί μόνο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι δεν έχει διορισθεί ένας τέτοιος Τεχνικός Οπτικός στο Συμβούλιο Οπτικών. Ο κ. Κωσταράς ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Οπτικών.

Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες από τη μη συμμετοχή ‘Τεχνικού Οπτικού’ στο Συμβούλιο Οπτικών.

Στην Gavriel v. Republic (1967) 3 C. L.R. 638, 646, 647 έχει υιοθετηθεί το πιο κάτω απόσπασμα από το ‘Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο’ του Κυριακόπουλου, Τόμος Β, σελ. 20:

‘Απαραίτητος προϋπόθεσις της εννόμου λειτουργίας του συλλογικού οργάνου είναι η νόμιμος αυτού συγκρότησις. Του νόμου ορίζοντος εκ πόσων και τίνων ατόμων απαρτίζεται το συλλογικόν όργανον προϋπόθεσιν της νομίμου υποστάσεως και λειτουργίας, αλλά και του εγκύρου των αποφάσεων, αποτελεί η συγκρότησις αυτού εκ πάντων των προσώπων, τα οποία νόμω καθωρίσθησαν, διά ν΄ αποκτήση τούτο γένεσιν και μορφήν συλλογικού οργάνου. Προς την έννοιαν δε της νομίμου συγκροτήσεως του συλλογικού οργάνου αντίκειται η εις αυτό συμμετοχή προσώπου μη περιλαμβανομένου μεταξύ των κατά νόμον μελών αυτού ή στερηθέντος της ιδιότητος ταύτης λ.χ. δυνάμει δικαστικής αποφάσεως.’

Στην ίδια απόφαση έγινε αναφορά στις αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας 1269-1273/53 στις οποίες έχει νομολογηθεί ότι η κακή σύνθεση ‘άγει εις αναρμοδιότητα του οργάνου’.

Στο ‘Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου’ του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, 7η έκδοση, σελ. 130, υποδεικνύεται:

‘... δεν είναι νόμιμη η συγκρότηση, εάν ως μέλη του συλλογικού οργάνου διορίσθηκαν πρόσωπα διαφορετικά από εκείνα που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις (ΣΕ 250/1980) ............ Επίσης είναι κακή η συγκρότηση, εάν το μέλος που διορίσθηκε δεν έχει την ιδιότητα που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις (ΣΕ 487/1986).’

Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση του Γ. Μ. Παπαχατζή στο ‘Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου’ 6η έκδοση, σελ. 221:

‘Νομοθέτης καθορίζει τη σύνθεση του καθενός συλλογικού οργάνου, ρυθμίζει δηλαδή από πόσους και από ποιούς το όργανο απαρτίζεται. Προϋπόθεση της έννομης οργάνωσης του διοικητικού οργάνου αποτελεί προ πάντων η νόμιμη συγκρότηση του. Πριν συγκροτηθεί νομίμως, με όλα του δηλαδή τα μέλη, το συλλογικό όργανο δεν είναι δυνατόν να αρχίσει να παίρνει αποφάσεις έστω και αν τα μέλη που συμπράττουν - τα παρόντα στη συνεδρίαση - αποτελούν την κατά νόμο απαρτία: Στ.Ε. 624 του 1931: ‘Προϋπόθεσιν της απαρτίας αποτελεί η κατά νόμον συγκρότησις’.’

(Βλ. και Π. Δ. Δαγτόγλου ‘Γενικό Διοικητικό Δίκαιο’, 3η έκδοση, παραγ. 955).”

Υιοθετώ την πιο πάνω προσέγγιση. Κρίνω ότι η συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών δεν ήταν νόμιμη και επομένως έχει ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω έλλειψης αρμοδιότητας.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου θα προχωρήσω και στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που έχουν προβληθεί στο δικόγραφο της προσφυγής για να είναι καταγραμμένα τα σχετικά συμπεράσματα μου.

Ο αιτητής ισχυρίσθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει λόγω πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα, έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης έχουν σαν έρεισμα τη θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ ων η αίτηση περιόρισαν την έρευνα και την απόφαση τους στο ακαδημαϊκό προσόν του και αγνόησαν την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του Νόμου που ρητώς περιλαμβάνει και δεύτερη κατεύθυνση ανεξαρτήτως ακαδημαϊκών προσόντων.

Ο αιτητής ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι υπέβαλε προς τους καθ΄ων η αίτηση όλα επακριβώς τα στοιχεία “προς πλήρωση μιας προς μιαν των προϋποθέσεων του Νόμου για την εγγραφή του ως Οπτικού με βάση την πιο πάνω επιφύλαξη του άρθρου 7(1)”.

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε πως οι τελευταίοι δεν είχαν ενώπιον τους οποιαδήποτε στοιχεία για να εξετάσουν κατά πόσο ο αιτητής εργαζόταν καλή τη πίστει και κατά κύριο επάγγελμα ως Οπτικός κατά τα έτη 1990-1993. Τα μόνο στοιχεία που είχαν ενώπιον τους ήταν το πιστοποιητικό από τους Dollond & Aitchison . Η ευπαίδευτη συνήγορος υπέβαλε ότι:

“Οι καθ΄ ων η αίτηση ερεύνησαν, με βάση τα στοιχεία τα οποία είχαν ενώπιον τους, και κατά πόσον ο αιτητής θα μπορούσε να εγγραφεί ως Οπτικός με βάση την επιφύλαξη της νομοθεσίας και συγκεκριμένα με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του περί Ρυθμίσεως της ΄Ασκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου, σε συνδιασμό με το εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου. Από τα στοιχεία όμως που είχαν ενώπιον τους οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ικανοποιήθηκαν ότι ο αιτητής ασκούσε κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 16(Ι)/92, το επάγγελμα του Οπτικού όπως προβλέπεται στον προαναφερθέντα Νόμο για τους εξής λόγους:-

(1) Γιατί ο αιτητής δεν βρισκόταν στην Κύπρο κατά την εφαρμογή του Νόμου, και

(2) Το πιστοποιητικό που προσκόμισε δεν αποδείκνυε ότι

εκτελούσε το επάγγελμα του οπτικού καλή τη πίστει

και κατά κύριο επάγγελμα αφού αναφέρει ότι εργάστηκε μόνο για την περίοδο του Σεπτεμβρίου

1989 - Σεπτέμβριο του 1990 και τούτο σαν Τεχνικός

Οπτικός και όχι σαν Οπτικός, αλλά και γιατί κατά το

έτος 1989-90 ο αιτητής ήταν full time φοιτητής στο

City College (βλέπε ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ‘Α3’).”

Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την ανάκληση της πρώτης απόφασης ο συνήγορος του αιτητή με επιστολή του προς τους καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 8.3.96, ζήτησε όπως κατά την επανεξέταση ληφθεί υπόψη ότι ο αιτητής κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου ασκούσε καλή τι πίστει το επάγγελμα του Οπτικού. Στην ίδια επιστολή έγινε αναφορά και στο εδάφιο (3) του άρθρου 7 του Νόμου και υποδείχθηκε ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ο αιτητής απασχολείτο με “οπτικομετρήσεις ή με την επεξεργασία, κατασκευή, εφαρμογή και διάθεση οπτικών ειδών”. Ζητήθηκε όπως όλα τα πιο πάνω ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση της αίτησης του αιτητή.

Οι πιο πάνω θέσεις που έχει προβάλει η ευπαίδευτη συνήγορος του Συμβουλίου απετέλεσαν την αιτιολογία της πρώτης απόφασης η οποία έχει ανακληθεί. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελο της διοίκησης με το οποίο να αποκαλύπτονται οι λόγοι της ανάκλησης. Στην απουσία των λόγων που είχαν οδηγήσει τη διοίκηση στην ανάκληση της πρώτης απόφασης πρέπει να υποτεθεί ότι η διοίκηση είχε θεωρήσει την πρώτη απόφαση παράνομη. Προχώρησε στην ανάκληση της και ανέλαβε να επανεξετάσει το θέμα. Κατά την επανεξέταση η διοίκηση δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά στην αιτιολογία της πρώτης απόφασης. Ακολουθεί πως η αιτιολογία εκείνη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη γιατί η Διοίκηση δεν την είχε υιοθετήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Λόγω της ανάκλησης η πρώτη απόφαση, η οποία πρέπει να θεωρείται ως παράνομη, εξαφανίσθηκε αναδρομικώς (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 205). Η εξαφάνιση της πράξης έχει οδηγήσει και στην εξαφάνιση της αιτιολογίας της και δεν μπορεί νόμιμα να γίνεται επίκληση της κατά τη διαδικασία εξέτασης της νομιμότητας της απόφασης που έχει εκδοθεί κατά την επανεξέταση. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν η διοίκηση υιοθετούσε με οποιοδήποτε τρόπο την αιτιολογία εκείνη. Τα όσα ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Ισχυρισμοί των δικηγόρων δεν θεραπεύουν το κενό στην αιτιολογία (Βλ. Metaloc v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351).

Με βάση το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω ότι η αίτηση του αιτητή δεν έχει εξεταστεί και από την σκοπιά της πιο πάνω επιφύλαξης του άρθρου 3(1) του Νόμου. Η εξέταση της αίτησης με βάση την επιφύλαξη αποτελούσε αίτημα του αιτητή (βλ. την πιο πάνω επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 8.3.96). Δεν έγινε τέτοια εξέταση. Αντίθετα από το πρακτικό της απόφασης φαίνεται ότι η εξέταση της αίτησης έλαβε χώραν μόνο με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) (δ) του Νόμου (παρατίθεται στη σελ. 6).

Κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδιαίτερα λόγω της ανάκλησης και της υποβολής συγκεκριμένου αιτήματος από τον αιτητή - για εξέταση της αίτησης του με βάση την επιφύλαξη και με βάση το εδάφιο (3) του άρθρου 7 - η διοίκηση έπρεπε να είχε διερευνήσει κατά πόσο ο αιτητής ικανοποιεί τις προδιαγραφές της επιφύλαξης ή του εδαφίου (3) του άρθρου 7 και να προβεί σε αιτιολογημένες διαπιστώσεις. ΄Επρεπε η διοίκηση να είχε αιτιολογήσει γιατί η περίπτωση του αιτητή δεν μπορεί να ενταχθεί στις πρόνοιες της επιφύλαξης ή του εδαφίου (3) του άρθρου 7. Περαιτέρω, εφόσο στην αίτηση του για εγγραφή ο αιτητής είχε δηλώσει ότι είχε υποστεί πρακτική εξάσκηση σε τρεις Οπτικούς Οίκους η διοίκηση έπρεπε να είχε εξηγήσει γιατί εκείνη η πρακτική εξάσκηση δεν ικανοποιεί τις πρόνοιες των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων ή να υποδείξει στον αιτητή ότι η δήλωση για πρακτική εξάσκηση, όπως είναι η περίπτωση με τον Οίκο “Schiftan Opticians”, δεν υποστηρίζεται από τα αναγκαία πιστοποιητικά. Η θέση που έχει προβάλει ο νυν πρόεδρος του Συμβουλίου στη μαρτυρία του - ότι το πιστοποιητικό του Οίκου “Schiftan Opticians” δεν έχει καμιά αξία - έπρεπε να είχε διατυπωθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση. Θα αποτελούσε μέρος της αιτιολογίας της και θα καθίστατο εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Τα όσα είπε ο νυν πρόεδρος δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας. Αιτιολογία προσβαλλόμενη μεταγενέστερα της πράξης και μάλιστα μη προερχόμενη από το αποφασίζον όργανο, αλλά από ένα μέλος του, δεν θεραπεύει το αναιτιολόγητο της πράξης (Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 189). Από το ενώπιον μου υλικό δεν αποκαλύπτεται η διεξαγωγή της πιο πάνω έρευνας ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολογημένη διαπίστωση. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £300.

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο