Στέλιου Στυλιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.467/97, 4 Μαϊου 1999 Στέλιου Στυλιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.467/97, 4 Μαϊου 1999

ΑΝΩΤΑΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.467/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Στέλιου Στυλιανού από Λευκωσία

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας

μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ’ ης η αίτηση

---------------------------

Ημερομηνία: 4 Μαϊου 1999.

Για τον αιτητή: Α.Σ.Αγγελίδης

Για τους καθ’ων η αίτηση: Α.Παπασάββας, Εισ.της Δημοκρατίας

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Α. Παναγιώτου

--------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης μιας θέσης Λογιστικού Λειτουργού 1ης τάξης στο Γενικό Λογιστήριο, μετά την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση Στέλιος Στυλιανού v. Kυπριακής Δημοκρατίας, προσφυγή 37/94, ημερομηνίας 28.6.96. Ο αρχικός διορισμός είχε ακυρωθεί για δύο λόγους.

1. ΄Επασχε η αιτιολογία της σύστασης του Γενικού Λογιστή. Χαρακτηριζόταν από γενικότητα, αοριστία και ασάφεια χωρίς να αποκαλύπτει τα πραγματικά δεδομένα στα οποία στηριζόταν. Επιπλέον, ένα σημείο, που είχε εξειδικευτεί ως ενδεικτικό του ενδιαφέροντος του ενδιαφερομένου προσώπου για επαγγελματική ανέλιξη και καλύτερη προσφορά στην υπηρεσία, δημιούργησε πεπλανημένες εντυπώσεις. Αυτό ήταν η επιτυχία του στην ανώτερη εξέταση στη Λογιστική, προσόν που είχε αποκτήσει και ο αιτητής, μάλιστα 9 χρόνια πριν από αυτόν.

2. Η Ε.Δ.Υ παρέλειψε “οποιαδήποτε αναφορά ή έρευνα σχετική με το θέμα της αναπηρίας του αιτητή”. Σημείωσε συναφώς το Δικαστήριο το άρθρο 44 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90) όπως τροποποιήθηκε και αναφέρθηκε στις υποθέσεις Ε.Βασιλείου κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, προσφυγές 558/91 και 642/91 /27.10.93 και Ελπινίκη Γεωργίου v. Ε.Δ.Υ. προσφυγή 880/89 / 17.12.91.

 

Κατά την επανεξέταση ο Γενικός Λογιστής σύστησε εκ νέου τον ίδιο και η ΕΔΥ τον επαναπροήγαγε. Προσβάλλεται το κύρος της προσφυγής με αναφορά, και πάλιν, στη σύσταση και στην αναπηρία του αιτητή.

 

 

 

Η σύσταση:

Ο Γενικός Λογιστής είδε ότι ο αιτητής και άλλοι ήταν αρχαιότεροι από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, έστω κατά 4 μήνες στη θέση που κατείχαν. Επίσης, πως τα προσόντα του αιτητή, του ενδιαφερομένου προσώπου και άλλων ήταν ουσιαστικά τα ίδια. Παράλληλα, δεν διαπίστωσε υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία. ‘Οπως το έθεσε, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, δεν υστερούσε. Ξεχώρισε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο για τους ακόλουθους λόγους:

α. Την μακρύτερη πείρα του στα λογιστικά. Όπως εξήγησε, την“απέκτησε τόσο στα κεντρικά γραφεία του Γενικού Λογιστηρίου, όσο και στις άλλες υπηρεσίες που τοποθετούνται οι Λογιστικοί Λειτουργοί”. Θεώρησε ότι “οι εμπειρίες τις οποίες έχει αποκτήσει τον καθιστούν υπέρτερο και θα τον βοηθήσουν στην εκτέλεση των καθηκόντων του Λογιστικού Λειτουργού 1ης τάξης”.

β. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο “διακρίνεται για την εργατικότητα του, την αφοσίωση του στο καθήκον και την υπευθυνότητα με την οποία εκτελεί τα καθήκοντά του”. Συμπλήρωσε πως “επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μεταδίδει τις γνώσεις του σε άλλους λειτουργούς και είναι πάντα πρόθυμος να βοηθήσει άλλους λειτουργούς στην άσκηση των καθηκόντων τους και γενικά να εξυπηρετήσει”.

Ο αιτητής υποστήριξε πως η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία του φακέλου, ιδιαίτερα δε ως προς την πείρα, επισημαίνει ότι θυματοποιείται αφού, αντίθετα προς την νομολογία, προσδόθηκε σημασία στη φύση των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον καθένα. Επιπλέον εξίσωσε την πείρα, ως στοιχείο της αξίας, με τη διάρκεια της υπηρεσίας, ενώ τα δύο δεν συνταυτίζονται. Επικαλέστηκε συναφώς τις υποθέσεις Στέλιος Κωνσταντινίδης v. Α.Η.Κ. προσφυγή 765/95 / 10.7.97 και Ξενής Λάρκος v. Δημοκρατίας, προσφυγή 955/95 / 18.6.97.

Οι καθ’ων η αίτηση δεν απαντούν ειδικά στα πιο πάνω επιχειρήματα. Παραπέμπουν στα παραρτήματα 1-4 με την εισήγηση ότι μιλούν από μόνα τους. Πρόκειται για το πρακτικό της ΕΔΥ ημερ. 11.7.96 για ενημέρωση του ενδιαφερόμενου προσώπου πως η προαγωγή του είχε ακυρωθεί και πως το θέμα θα επανεξεταζόταν, για το πρακτικό της 20.2.97 που περιέχει την προσβαλλόμενη απόφαση , τον πίνακα με τα στοιχεία του αιτητή και του ενδιαφερόμενου προσώπου και το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης . Εισηγούνται οι καθ’ων η αίτηση πως αυτά τα παραρτήματα “στηρίζουν καίρια και καθοριστικά το ορθό, δίκαιο και αιτιολογημένο της προσβαλλόμενης απόφασης”. Όσα προβλήθηκαν δε, απορρίφθηκαν ως αιτιάσεις που δεν ανατρέπουν το τεκμήριο της νομιμότητας.

Το υπόλοιπο μέρος της αγόρευσης για τους καθ’ων η αίτηση περιέχει εκτεταμένη αναφορά στην νομολογία ως προς την έννοια της έκδηλης υπεροχής, τη δυνατότητα παρέμβασης σε σχέση με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, την έρευνα που απαιτείται κατά περίπτωση και την αρμοδιότητα της ΕΔΥ να διαπιστώνει την κατοχή των προσόντων της θέσης. Δεν είχαν προβληθεί όμως ισχυρισμοί για λόγους ακυρότητας με αναφορά σε τέτοια ζητήματα.

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υιοθέτησε την αγόρευση των καθ’ών η αίτηση και υποστήριξε την νομιμότητα της προαγωγής του. Αναγνωρίζει πως δεν υπερέχει στην αξία και στα προσόντα και πως πράγματι υστερούσε του αιτητή σε αρχαιότητα κατά 4 μήνες. Υποστηρίζει όμως πως αυτά συνυπολογίστηκαν από το Γενικό Λογιστή και πως αφού οι επισημάνσεις του ως προς την πείρα και τις άλλες ιδιότητες του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν δικαιολογημένες, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Εξηγεί εν προκειμένω το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προς όταν ο Γενικός Λογιστής αναφερόταν σε μακρύτερη πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου στα λογιστικά, δεν είχε υπόψη του τη διάρκεια της υπηρεσίας του που πράγματι ήταν μεγαλύτερη. Επίσης δεν μπορούσε να τίθεται θέμα διάκρισης μεταξύ τους με αναφορά στο είδος των καθηκόντων που ασκούσε οποιοσδήποτε αφού, όπου και αν ήταν τοποθετημένοι, ήταν λογιστικά τα καθήκοντα τους. Κατά την εισήγησή του, τα δύο σκέλη της αιτιολογίας της σύστασης συνδέονται. Η μακρύτερη πείρα του προέκυψε από την εργατικότητα, υπευθυνότητα και τα άλλα που εξειδικεύτηκαν ως χαρακτηριστικά του.

Από την μελέτη των δεδομένων κατέληξα πως η σύσταση πάσχει και ως προς τα δύο σκέλη της αιτιολογίας της.

Η πείρα:

Η διασύνδεση της αναφοράς στην πείρα και στα άλλα, όπως την προτείνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δεν προκύπτει από το κείμενο της σύστασης. Η αναφορά στην πείρα από την μια και στην εργατικότητα και τα υπόλοιπα από την άλλη, διατυπώνονται ως επισημάνσεις ανεξάρτητες μεταξύ τους. Δεν είναι δυνατή η αναμόρφωση της αιτιολογίας. Αν ο Γενικός Λογιστής είχε τέτοια διασύνδεση υπόψη του θα το έλεγε, οπότε και θα ελεγχόταν η σύσταση από τέτοια άποψη.

Στην έκταση που η αναφορά σε “μακρύτερη πείρα” απλώς παραπέμπει σε προηγούμενη κατώτερη θέση πάσχει, ιδιαίτερα ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην Στέλλα Κάννα Μιχαηλίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 1861 /16.2.98. ‘Εχω σημειώσει ότι ο αιτητής ήταν αρχαιότερος από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση που κατείχαν. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όμως , είχε προσληφθεί ενωρίτερα από τον αιτητή στην υπηρεσία.

Είναι θεμελιωμένο ότι δεν θυματοποιείται υπάλληλος εξαιτίας της φύσης των καθηκόντων που του ανατίθενται. Ρητά ο Γενικός Λογιστής πρόσδωσε σημασία σε πείρα που κτήθηκε “τόσο στα κεντρικά γραφεία του Γενικού Λογιστηρίου όσο και στις άλλες υπηρεσίες που τοποθετούνται οι Λογιστικοί Λειτουργοί”. Στην έκταση που αυτή η εκτίμηση δεν ήταν απλώς συναρτημένη προς τη διάρκεια της αναφερθείσας υπηρεσίας, απολήγει να αιτιολογείται με αναφορά στη φύση των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Δεν προκύπτει ότι η ανάθεση αυτή συσχετίζεται με τις ικανότητες ή τις αδυναμίες των εμπλεκομένων και, κατά τα ανωτέρω, διαπιστώνεται σφάλμα.

Η εργατικότητα και οι άλλες ιδιότητες

Δικαίως ο Γενικός Λογιστής απέδωσε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο όσες ιδιότητες προσδιόρισε. Αυτές αντιστοιχούν προς βαθμολογημένα στοιχεία στις εμπιστευτικές/υπηρεσιακές εκθέσεις και η βαθμολογία του ενδιαφερόμενου προσώπου ως προς αυτά, αλλά και γενικότερα, ήταν ψηλή. Ψηλή όμως και πάντως όχι κατώτερη ήταν και η βαθμολογία του αιτητή και είδαμε πως ο Γενικός Λογιστής δεν θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε ως προς την αξία με αναφορά στη βαθμολογία. ‘Οπως το έθεσε, ο Ψιντρός δεν υστερούσε, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, σε αξία των αρχαιότερων του υποψηφίων. Ο αιτητής στα στοιχεία που μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν στις ιδιότητες (απόδοση, αφοσίωση στο καθήκον, υπευθυνότητα, συνεργασία) αξιολογείτο τα τελευταία χρόνια σταθερά ως εξαίρετος (το 1991 πολύ ικανοποιητικά, όπως και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στα πλαίσια του τότε ισχύσαντος συστήματος), οι δε παρατηρήσεις που συνόδευαν τη βαθμολογία του ήταν ιδιαίτερα επαινετικές.

Συνεπώς, εφόσον η σύσταση εμφάνιζε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να διακρίνεται, εν προκειμένω σε σχέση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με σημείο αναφοράς τις αναφερθείσες ιδιότητες, δεν συνάδει προς τα στοιχεία των φακέλων. Ασχολήθηκα με όμοια ζητήματα στις υποθέσεις Γεώργιος Φώκος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 1013/97 ημερομηνίας 27.1.99, Μαρία Πογιατζή v. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 337/97 ημερομηνίας 26.2.99 και Γεώργιου Μαυρομμάτη v. Κυπριακή Δημοκρατία προσφυγή 8/98 ημερομηνίας 31.3.99 στις οποίες αναφέρομαι και σε σχετική νομολογία και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ.

Η σύσταση του Γενικού Λογιστή απετέλεσε κρίσιμο σημείο κρίσης και η προβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη.

Η αναπηρία του αιτητή:

Η ΕΔΥ έστρεψε την προσοχή της στην αναφορά στην ακυρωτική απόφαση στην αναπηρία του αιτητή. Είχε χάσει λόγω δυστυχήματος 4 δάκτυλα στο αριστερό χέρι και δέκτηκε πως είχε κάποια αναπηρία. Θεώρησε όμως πως δεν ετίθετο θέμα προτίμησης του γι’αυτό το λόγο επειδή το άρθρο 44(1) του Νόμου 1/90 εφαρμόζεται σε διορισμούς και όχι σε προαγωγές. Δεν αντιμάχεται αυτή την κρίση ο αιτητής και δεν διεκδικεί προτίμηση δυνάμει του άρθρου 44(1). Εισηγείται πως, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης, η ΕΔΥ δεσμευόταν να συνυπολογίσει πως, παρά την αναπηρία του, “έχει επιτύχει υπηρεσιακή προσφορά και αξιολόγηση εξαίρετη”. Είναι ορθή η εισήγηση του ενδιαφερόμενου προσώπου πως δεν ευσταθεί αυτός ο ισχυρισμός. Δεν είχε αυτή την έννοια η αναφορά του Δικαστηρίου στην αναπηρία του αιτητή και δεν προκύπτει κανένα δεδικασμένο τέτοιου περιεχομένου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. H προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

Γ.Κωνσταντινίδης,

Δ.

/ΣΗ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο