Ευθύβουλου Οικονόμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 125/98και 249/98, 9 Ιουνίου, 1999 Ευθύβουλου Οικονόμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 125/98και 249/98, 9 Ιουνίου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 125/98

και 249/98

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Προσφυγή Αρ. 125/98

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 και 28 του Συντάγματος

Μεταξύ:-

Ευθύβουλου Οικονόμου, από Λευκωσία

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ ης η Αίτηση

_ _ _ _ _ _ _ _

Προσφυγή Αρ. 249/98

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:-

Αδάμου Αδαμίδη, Τ.Κ. 8157,

Λευκωσία 2091

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ ης η Αίτηση

9 Ιουνίου, 1999

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 125/98: Κος. Αντ. Κωνσταντίνου.

Για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 249/98: Κα. Α. Ευσταθίου-

Νικολετοπούλου.

Για την Καθ΄ ης η Αίτηση και στις δύο Υποθέσεις: Κα. Μ. Σπηλιωτοπούλου,

Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

_ _ _ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις πιο πάνω προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου, οι αιτητές ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 6/2/1998, και με την οποία διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος Τασούλα Κυπριανίδου-Λεοντίδου στη μόνιμη θέση Βιομηχανικού Υγιεινολόγου, 2ης Τάξης, Τμήμα Εργασίας, από 2/2/1998, είναι άκυρη.

Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού. Αφού δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υποβλήθηκαν 46 υποψηφιότητες. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος. ΄Υστερα από αξιολόγηση που έγινε από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή οι αιτητές δεν συμπεριλήφθηκαν στον προκαταρκτικό κατάλογο των τεσσάρων υποψηφίων που συστήθηκαν προς την καθ΄ ης η αίτηση Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Αντίθετα συμπεριλήφθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος. Η καθ΄ ης η αίτηση, αφού υιοθέτησε τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και κατάρτισε τον τελικό κατάλογο με τους ίδιους ακριβώς υποψήφιους, τελικά, αφού τους υπέβαλε και σε προφορική εξέταση, επέλεξε και διόρισε στη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος.

Ο κύριος λόγος ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές είναι ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, και στη συνέχεια η καθ΄ ης η αίτηση, που υιοθέτησε το σχετικό πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν πίστωσε τους δύο αιτητές με το “πλεονέκτημα” που προβλεπόταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και που ήταν το ακόλουθο:-

“(4) Πείρα σχετική με τα καθηκόντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.”

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, και στη συνέχεια η καθ΄ ης η αίτηση, υιοθετώντας όπως ανέφερα το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν πίστωσε τους αιτητές με το πιο πάνω “πλεονέκτημα” με το ακόλουθο αιτιολογικό.

“... Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε επίσης ότι η πείρα των υποψηφίων Αδαμίδη Αδάμου και Οικονόμου Ευθυβούλου που αποκτήθηκε λόγω απασχόλησης τους στη θέση του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, από τις 15.3.93 και εντεύθεν δεν αποτελεί πλεονέκτημα γιατί το περιεχόμενο των καθηκόντων της θέσης του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, όπως προκύπτει από τα Σχέδια Υπηρεσίας, είναι διαφορετικό από εκείνο της θέσης Βιομηχανικού Υγιεινολόγου 2ης τάξης.”

Τα καθήκοντα της θέσης Επιθεωρητή Ασφάλειας, 3ης Τάξης, θέση που κατείχαν οι αιτητές κατά τα τελευταία τρία χρόνια, είναι σύμφωνα με το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας τα ακόλουθα:-

“(α) Επιθεωρεί εργοστάσια και άλλους τόπους εργασίας όπου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Εργοστασίων Νόμου και εκτελεί καθήκοντα σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου και οποιωνδήποτε σχετικών Κανονισμών, καθώς και της Νομοθεσίας που αναφέρεται στις συνθήκες και τους όρους εργασίας.

(β) Διερευνά εργατικά ατυχήματα και υποβάλλει σχετικές εκθέσεις.

(γ) Συμβουλεύει τους ιδιοκτήτες εργοστασίων και εργαζομένους σ΄ αυτά αναφορικά με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την υφιστάμενη σχετική νομοθεσία.

(δ) Βοηθεί στη διαφώτιση των εργαζομένων σε θέματα επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας.

(ε) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ”

Τα καθήκοντα της επίδικης θέσης είναι, σύμφωνα με το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας τα ακόλουθα:-

“(α) Επιθεωρεί εργοστάσια, εγκαταστάσεις και άλλους χώρους εργασίας, προβαίνει σε διερευνήσεις των συνθηκών και του περιβάλλοντος εργασίας, διεξάγει ειδικές μετρήσεις και εξετάσεις για επισήμανση, υπολογισμό και έλεγχο των κυνδύνων για την υγεία των εργαζομένων, και συμβουλεύει για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για αποφυγή των κυνδύνων αυτών.

(β) Συνεργάζεται με αρμόδιους ιατρούς εργασίας, σε θέματα προστασίας της υγείας των εργαζομένων.

(γ) Βοηθεί στη σύνταξη προσχεδίων νομοθεσίας.

(δ) Εκπαιδεύει το προσωπικό του Τομέα Επιθεωρήσεως σε θέματα της αρμοδιότητάς του.

(ε) Διερευνά επικίνδυνα συμβάντα σχετικά με τις αρμοδιότητές του και υποβάλλει σχετικές εκθέσεις.

(στ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(ζ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ”

 

Από τη σύγκριση των δύο Σχεδίων Υπηρεσίας εκείνο που προκύπτει, κατά την άποψή μου, είναι ότι τα καθήκοντα της θέσης του Επιθεωρητή Ασφάλειας, 3ης Τάξης, αν και δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ταυτόσημα, εντούτοις είναι εν πολλοίς παρόμοια και, εν πάση περιπτώσει, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης του Βιομηχανικού Υγιεινολόγου, 2ης Τάξης. Συγκεκριμένα:-

(α) Στα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης Επιθεωρητή Ασφάλειας, 3ης Τάξης, προβλέπεται ότι ο κάτοχος της θέσης “επιθεωρεί εργοστάσια και άλλους τόπους εργασίας”. Στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης αναφέρεται ότι ο κάτοχος της “επιθεωρεί εργοστάσια, εγκαταστάσεις και άλλους χώρους εργασίας”.

(β) Στα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης Επιθεωρητή Ασφάλειας, 3ης Τάξης, προβλέπεται ότι ο κάτοχος της “διερευνά εργατικά ατυχήματα και υποβάλλει σχετικές εκθέσεις”. Στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης ο κάτοχος της “διερευνά επικίνδυνα συμβάντα σχετικά με τις αρμοδιότητές του και υποβάλλει σχετικές εκθέσεις”. Με άλλα λόγια, οι κάτοχοι των δύο θέσεων διερευνούν επικίνδυνα συμβάντα ή εργατικά ατυχήματα σε εργοστάσια, εγκαταστάσεις και άλλους χώρους εργασίας.

(γ) Ο κάτοχος της θέσης Επιθεωρητή Ασφάλειας, 3ης Τάξης, “συμβουλεύει τους ιδιοκτήτες εργοστασίων και εργαζομένους σ΄ αυτά αναφορικά με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την υφιστάμενη σχετική νομοθεσία”. Ο κάτοχος της επίδικης θέσης “συμβουλεύει για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για αποφυγή των κινδύνων αυτών”, δηλαδή της υγείας των εργαζομένων.

(δ) Ο κάτοχος της θέσης Επιθεωρητή Ασφάλειας, 3ης Τάξης, “επιθεωρεί εργοστάσια και άλλους τόπους εργασίας . . . που αναφέρεται στις συνθήκες και τους όρους εργασίας.” Ο κάτοχος της επίδικης θέσης “προβαίνει σε διερευνήσεις των συνθηκών και του περιβάλλοντος εργασίας”.

(ε) Ο κάτοχος της θέσης Επιθεωρητή Ασφάλειας, 3ης Τάξης, “βοηθεί στη διαφώτιση των εργαζομένων σε θέματα επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας”. Ο κάτοχος της επίδικης θέσης “συνεργάζεται . . . σε θέματα προστασίας της υγείας των εργαζομένων”.

Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα πιο πάνω, τα καθήκοντα της θέσης που κατείχαν οι αιτητές είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης ακολουθεί ότι, λόγω της τριετούς εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης που κατείχαν, οι αιτητές απέκτησαν πείρα “σχετική” με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. ΄Οπως παρατήρησε ο Δικαστής Νικήτας στην υπόθεση Λάζαρου Σαββίδη και άλλου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 137/92, απόφαση ημερομηνίας 12/9/1994, “η ομοιότητα των εμπειριών μπορεί να διακριβωθεί από τη σύγκριση μεταξύ των καθηκόντων των δύο θέσεων όπως εκτίθενται στα οικεία σχέδια υπηρεσίας”. Επομένως, τόσον η Συμβουλευτική Επιτροπή όσον και η καθ΄ ης η αίτηση, έπρεπε να πιστώσουν τους αιτητές με το “πλεονέκτημα” που προβλέπεται από την παράγραφο 4 (πιο πάνω) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Με το να μην τους πιστώσουν με το “πλεονέκτημα” ενήργησαν κάτω από το κράτος πλάνης περί τα πράγματα, η οποία και ήταν ουσιώδης, εφόσον εάν οι αιτητές πιστώνονταν με το “πλεονέκτημα” θα περιλαμβάνονταν, κατά πάσα πιθανότητα, στους τέσσερις υποψήφιους που συστήθηκαν για διορισμό ή, έστω και αν δεν περιλαμβάνονταν, θα εκαλούντο, και πάλιν κατά πάσαν πιθανότητα, ενώπιον της καθ΄ ης η αίτηση για προφορική εξέταση αφού, μάλιστα, μεταξύ των τεσσάρων που συστήθηκαν αρχικά, μόνον ένας υποψήφιος, ο Θεμιστοκλής Κυριάκου, κατείχε το “πλεονέκτημα” ενώ στους τέσσερις που συστήθηκαν τελικά (λόγω διορισμού του Κυριάκου που μεσολάβησε) κανείς δεν διέθετε το πλεονέκτημα. Αν δε ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ο κάτοχος του πλεονεκτήματος αποκτά προβάδισμα έναντι του υποψηφίου που δεν το κατέχει, ο καθένας από τους δύο αιτητές είχε πολύ καλές πιθανότητες να προτιμηθεί και διορισθεί αντί του ενδιαφερομένου μέρους που δεν κατείχε το “πλεονέκτημα”. (Βλ., μεταξύ άλλων, Ιάκωβος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Προφυγή Αρ. 326/93, απόφαση 9/6/1995).

Ενόψει του ευρήματός μου αυτού δεν θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω στην εξέταση των άλλων λόγων ακύρωσης που προβάλλονται.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

/ΜΝ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο