Ρένας Κοσμά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.327/96, 403/96, 405/96 και 993/96, 9 Ιουνίου 1999 Ρένας Κοσμά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.327/96, 403/96, 405/96 και 993/96, 9 Ιουνίου 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.

327/96, 403/96, 405/96 και 993/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ. 327/96

Μεταξύ:

Ρένας Κοσμά

Αιτήτριας

και

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

Υπόθεση Αρ. 403/96

Μεταξύ:

Γεωργίας Ζαπίτη

Αιτήτριας

και

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

Υπόθεση Αρ. 405/96

Μεταξύ:

Ανδρούλλας Κλεάνθους

Αιτήτριας

και

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

Υπόθεση Αρ. 993/96

Μεταξύ:

Γεώργιου Χρυσάνθου

Αιτητή

και

Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

 

 

9 Ιουνίου 1999

Για τους Αιτητές στις Προσφ. 327/96 και 993/96: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για την Αιτήτρια στην Προσφ. 403/96: κ. Θ. Ιωαννίδης.

Για την Αιτήτρια στην Προσφ. 405/96: κα. Ε. Βραχίμη.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Κ. Χατζηιωάννου.

--------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι συνενωμένες αυτές προσφυγές προσβάλλουν την προαγωγή από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄ Διοικητικού Προσωπικού των πέντε Ενδιαφερομένων Μερών, όπως κοινοποιήθηκε με εγκύκλιο ημερομηνίας 28.2.1996. Η Προσφυγή 327/96 αφορά την προαγωγή των κυριών Παπακωνσταντίνου, Σοφοκλέους, Στυλιανίδου και Χριστοφή, η Προσφυγή 403/96 αφορά την προαγωγή των κυριών Σοφοκλέους, Στυλιανίδου και Χριστοφή, η Προσφυγή 405/96 αφορά την προαγωγή των κυριών Παπακωνσταντίνου, Σοφοκλέους Στυλιανίδου, Χριστοφή και Θεοδώρου, και η προσφυγή 903/96 αφορά την προαγωγή των κυριών Παπακωνσταντίνου, Σοφοκλέους, Στυλιανίδου και Χριστοφή καθώς και του κυρίου Ανδρέου. Ας σημειωθεί ότι η κυρία Θεοδώρου δεν περιλαμβάνετο μεταξύ των προαχθέντων με την εν λόγω απόφαση, αφού προήχθη με άλλη απόφαση την οποία δεν αφορά η συνένωση των προσφυγών και έτσι κακώς αναφέρεται στην προσφυγή 405/96 ως Ενδιαφερόμενο Μέρος. Τελικά δε, ως εκ τούτου, το δικόγραφο διεχωρίσθη όσον αφορά την κυρία Θεοδώρου με την αντίληψη ότι θα καταχωρηθεί άλλη προσφυγή η οποία και θα θεωρείται εμπρόθεσμη.

Οι προαγωγές έγιναν στη συνεδρία της ΑΤΗΚ ημερομηνίας 27.2.1996. Είχε προηγηθεί συνεδρία της ΑΤΗΚ στις 16.1.1996 κατά την οποία απεφασίσθη να εξετασθεί η πλήρωση πέντε θέσεων Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄ Διοικητικού Προσωπικού, που περιλαμβάνεται στους βαθμούς του Ανώτερου Προσωπικού, κατόπιν υποβολής της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού. Στη συνεδρία της 13.2.1996 η ΑΤΗΚ έλαβε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού η οποία κάλυψε όλους τους υπαλλήλους που κατείχαν την αμέσως κατώτερη θέση του Επιθεωρητή για τρία χρόνια σύμφωνα με τους Κανονισμούς, μεταξύ των οποίων όλοι οι Αιτητές και όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Στη συνέχεια το Συμβούλιο εξέτασε κατά πόσο οι υποψήφιοι κατείχαν είτε το προνοούμενο από τον Κανονισμό 8(1)(Β)(γ) - που παραπέμπει και στους Κανονισμούς 8(1)(Α)(γ) και 8(1)(Α)(β) - προσόν, δηλαδή πανεπιστημιακό τίτλο στα Οικονομικά ή ισοδύναμο τίτλο αναγνωριζόμενο από την ΑΤΗΚ ή τον τίτλο Chartered Accountant ή Certified Accountant ή Costs and Works Accountant, ή πτυχίο Νομικής Σχολής ή πτυχίο Διοικήσεως ή Διοικήσεως Επιχειρήσεων ή πτυχίο της Ανώτερης Τηλεπικοινωνιακής Σχολής ΟΤΕ ή ισότιμης σχολής ανεγνωρισμένης από την ΑΤΗΚ, είτε τα προνοούμενα στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα δυνάμει του Κανονισμού 56(7)(β) προκειμένου περί προσωπικού προσληφθέντος προ της 1.1.1972. Η ΑΤΗΚ είχε ήδη αποφασίσει ότι το εφαρμοζόμενο σχέδιο υπηρεσίας ήταν εκείνο του Βοηθού Διοικητικού Λειτουργού. Το Συμβούλιο έκρινε ότι κανένας υποψήφιος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 8(1)(Β)(γ), αλλά ότι 62 υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων οι Αιτητές και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι το Συμβούλιο προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπ΄όψη στο σύνολο τους τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση και την ουσιαστική καταλληλότητα, περιλαμβανομένης της αξίας, των προσόντων, της πείρας και της γενικής υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου, σε αναφορά με τα στοιχεία των υποψηφίων μέσα από τους φακέλλους. Συνέστησε δε προς την ΑΤΗΚ για προαγωγή τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη ως τους καταλληλότερους.

Ενώπιον της ΑΤΗΚ ευρίσκετο και η εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή της, ημερομηνίας 23.2.1996, την οποία έκανε αφού μελέτησε τα πρακτικά της συνεδρίας της 13.2.1996. Ο Διευθυντής, αναφέρεται, ύστερα από διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων, διαπίστωσε ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ήταν σωστή και δικαιολογημένη και, ως εκ τούτου, εισηγείτο και ο ίδιος την προαγωγή των πέντε Ενδιαφερομένων μερών. Εκφράζει δε την άποψη ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν των υπολοίπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες, διαθέτουν τις δυνατότητες να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στα καθήκοντα των νέων θέσεων και είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή.

 

Στη συνεδρία της 27.2.1996, η ΑΤΗΚ μελέτησε και συζήτησε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και τους φακέλλους, διαπιστώνοντας κατ΄αρχή και η ίδια ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 8(1)(Β)(γ) αλλά ότι οι προαναφερθέντες 62 υποψήφιοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Διατυπώνοντας γενικές παρατηρήσεις για τους Αιτητές και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, κατάληξε ότι, μετά από αξιολόγηση των ενώπιον της στοιχείων με βάση τα προσόντα, την πείρα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερείχαν των υπολοίπων υποψηφίων και ήσαν οι καταλληλότεροι για προαγωγή.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τους Αιτητές στις αγορεύσεις τους συζητούν βασικά δύο θέματα, τα οποία εγείρονται και στις Αιτήσεις:

1. Ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις, στις οποίες βασίσθησαν το Συμβούλιο Προσωπικού, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής και η ΑΤΗΚ, πάσχουν ως νομικά ανίσχυρες.

2. Ότι τόσο η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και η εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, όσο και η απόφαση της ΑΤΗΚ είναι αναιτιολόγητες.

Στην υπόθεση 993/96 ο κ. Αγγελίδης εγείρει και θέμα τρωτού της απόφασης όσον αφορά τις προαγωγές της κυρίας Παπακωνσταντίνου και του κυρίου Ανδρέου καθ΄όσον αυτές ήσαν αναδρομικές από 1.11.1995.

Όσον αφορά το θέμα των υπηρεσιακών εκθέσεων, η θέση του κ. Αγγελίδη, όπως και του κ. Ιωαννίδη, είναι ότι εκείνες για τα έτη 1992-1994 δεν συνετάχθησαν νόμιμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 155/90, αφού δεν έγιναν δυνάμει κανονισμών όπως προνοεί το άρθρο 3, σε συσχετισμό με το άρθρο 2, ως προς τον τρόπο και χρόνο σύνταξης τους. Επ΄αυτού, ο κ. Χατζηϊωάννου απαντά ότι δεν ήταν αναγκαίο οι εκθέσεις να συντάσσοντο σύμφωνα με κανονισμούς δυνάμει του άρθρου 3, παραπέμποντας στην υπόθεση Τυλλιρίδης ν. ΑΤΗΚ, Προσφυγές 849/94 και 853/94, ημερομηνίας 29.11.1996, και καλώντας το δικαστήριο να μην ακολουθήσει την αντίθετη άποψη στην υπόθεση Περικλέους ν. ΑΤΗΚ, Προσφυγή 320/96, ημερομηνίας 6.5.1997, η οποία ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Βοσκού ν. ΑΗΚ, Προσφυγή 152/96, ημερομηνίας 22.5.1997. Ο κ. Χατζηϊωάννου εγείρει και ένα άλλο και γενικότερο θέμα, ότι ο Νόμος 155/90 δεν τυγχάνει εν πάση περιπτώσει εφαρμογής όσον αφορά την ΑΤΗΚ αφού η ΑΤΗΚ δεν εμπίπτει στα πλαίσια του ορισμού που παρέχεται στο άρθρο 2. Το θέμα αυτό ουσιαστικά αποφασίζει και την τύχη αυτού του σκέλους της προσφυγής, αφού ηγέρθη και απεφασίσθη εν τω μεταξύ από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριανού ν. ΑΤΗΚ, Προσφυγή 672/96, ημερομηνίας 29.5.1998. Εκρίθη εκεί ότι, ως θέμα ερμηνείας, ο Νόμος 155/90 δεν έχει εφαρμογή στην ΑΤΗΚ. Αυτό εκθεμελιώνει το επιχείρημα των Αιτητών καθ΄ο μέτρο στηρίζεται στην ισχυριζόμενη παρανομία των υπηρεσιακών εκθέσεων.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τους Αιτητές εγείρουν και θέμα έλλειψης αιτιολογίας σε όλα τα στάδια της επίδικης απόφασης. Επισημαίνω κατ΄αρχή τα αναφερόμενα στα πρακτικά ως αιτιολογία:

- Όσον αφορά το Συμβούλιο Προσωπικού, αναφέρεται απλώς ότι το Συμβούλιο Προσωπικού προέβη σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα άλλα στοιχεία των φακέλλων, και ότι:

"Το Συμβούλιο Προσωπικού, κατά τη σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων μεταξύ τους, στάθμισε τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση καθώς και εκείνο της ουσιαστικής καταλληλότητας, στο οποίο περιλαμβάνονται, η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου και έκρινε από όλα τα ενώπιόν του στοιχεία ότι ουσιαστικά καταλληλότεροι για προαγωγή είναι οι πιο πάνω πέντε υποψήφιοι/υποψήφιες."

 

- Όσον αφορά τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή, αναφέρεται στα πρακτικά ότι μελέτησε όλα τα δεδομένα, διαπίστωσε ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ήταν σωστή και δικαιολογημένη και, ως εκ τούτου, εισηγείται και ο ίδιος την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών, καταλήγοντας ότι:

"Κατά την άποψή μου οι πιο πάνω υπάλληλοι υπερέχουν των υπόλοιπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες, διαθέτουν τις δυνατότητες να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στα καθήκοντα των νέων θέσεων και είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή στο βαθμό του Προϊστάμενου Υπηρεσίας "Β" Οικονομικού και του Προϊστάμενου Υπηρεσίας "Β" Διοικητικού Προσωπικού."

 

- Όσον αφορά την ίδια την ΑΤΗΚ, αναφέρεται στα πρακτικά ότι μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, περιλαμβανομένων των φακέλλων, της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και της εισήγησης του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, και διαπίστωσε τα ακόλουθα για κάθε υποψήφιο:

"Η υποψήφια Ρένα Α. Κοσμά (1059) κρίνεται ως καλή και συνεργάσιμη υπάλληλος.

.................................. .................................................. ............

Η υποψήφια Χαριτίνη Παπακωνσταντίνου (2001) κρίνεται ως εξαιρετική υπάλληλος, εργατική και συνεργάσιμη.

.................................. .................................................. ...........

Η υποψήφια Ανδρούλλα Α. Κλεάνθους (1057) κρίνεται ως πολύ καλή και ευσυνείδητη υπάλληλος.

.................................. .................................................. ............

Η υποψήφια Ελένη Κ. Σοφοκλέους (2377) κρίνεται ως εξαιρετική υπάλληλος, εργατική και ευσυνείδητη.

.................................. .................................................. ............

Ο υποψήφιος Γεώργιος Χρυσάνθου (2826) κρίνεται ως πολύ καλός και συνεργάσιμος υπάλληλος.

.................................. .................................................. ............

Η υποψήφια Γεωργία Α. Ζαπίτη (1387) κρίνεται ως πολύ καλή και εργατική υπάλληλος.

Η υποψήφια Αστέρω Χρ. Στυλιανίδου (1078) κρίνεται ως εξαιρετική υπάλληλος, εργατική και συνεργάσιμη.

Η υποψήφια Σωτηρούλλα Α. Χριστοφή (2816) κρίνεται ως εξαιρετική υπάλληλος, εργατική και συνεργάσιμη.

.................................. .................................................. ............

Ο υποψήφιος Πρόδρομος Φ. Ανδρέου (44) κρίνεται ως πολύ καλός και ευσυνείδητος υπάλληλος."

 

Καταλήγοντας ότι:

"Το Συμβούλιο, αφού προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων μεταξύ τους με βάση τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις, έκρινε ότι οι υποψήφιοι Χαριτίνη Παπακωνσταντίνου (2001), Ελένη Κ. Σοφοκλέους (2277), Αστέρω Χρ. Στυλιανίδου (1078), Σωτηρούλα Α. Χριστοφή (2816) και Πρόδρομος Φ. Ανδρέου (44) υπερέχουν των υπόλοιπων υποψηφίων και είναι οι καταλληλότεροι για τις θέσεις του Προϊστάμενου Υπηρεσίας "Β" Διοικητικού Προσωπικού, γι΄αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας "Β" Διοικητικού Προσωπικού προς πλήρωση των πέντε κενών θέσεων.

Κατά την κρίση του το Συμβούλιο στάθμισε και αξιολόγησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, δηλαδή την απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, τα προσόντα, την πείρα, τη γενική υπηρεσιακή εικόνα και την ουσιαστική καταλληλότητα για τις προς πλήρωση θέσεις."

 

Δεν θα μπορούσα να πεισθώ ότι τα πιο πάνω συνιστούν αιτιολογία σε οποιοδήποτε στάδιο της προσβαλλόμενης απόφασης, τοσούτο μάλλον στη λήψη της που εμπεριέχει και τα προηγούμενα στάδια αφού η ΑΤΗΚ βασίσθηκε τόσο στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και στην εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Η παρεχόμενη από την ΑΤΗΚ αιτιολογία για την απόφαση της, όπως και αντίστοιχα από το Συμβούλιο Προσωπικού για τη συμβουλή του και από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή για την εισήγησή του, δεν συνιστά αιτιολογία όπως αυτή γίνεται αντιληπτή ως θεμελιώδης αρχή του διοικητικού δικαίου. Τα του Συμβουλίου Προσωπικού είναι απλώς κοινοτυπίες και παράθεση γενικά κριτηρίων επιλογής. Τα του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή υπόκεινται στην ίδια παρατήρηση. Τα δε της ΑΤΗΚ είναι αφ΄ενός μεν άνευ προσδιοριστικής σημασίας γενικώτατοι φραστικοί χαρακτηρισμοί για κάθε υποψήφιο και αφ΄ετέρου και πάλι απλή παράθεση γενικών κριτηρίων. Σε καμμιά περίπτωση δεν γίνεται η παραμικρή προσπάθεια πραγματικής αξιολόγησης και σύγκρισης που να αποκάλυπτε το συλλογισμό της ΑΤΗΚ και να παρείχε την αναγκαία αιτιολογία για την επιλογή της, όπως και για τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, του δικαστικού ελέγχου μη καθισταμένου έτσι δυνατού. Ούτε μπορεί ασφαλώς μια τέτοια αντικειμενική αδυναμία να συμπληρωθεί. Η νομολογία είναι καθαρή επί του όλου θέματος. Όπως το έθεσε ο Τριανταφυλλίδης, Δ. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Petrondas v. Republic (1969) 3 CLR 214, στη σελ. 223:

"Moreover, the aforesaid statements are, to a large extent, vague generalities based on the contents of the relevant statutory provisions in Law 10/63, and, therefore, according to well established principles of Administrative Law, such statements cannot be regarded as amounting to due reasoning for the individual decision affecting the Applicant (see Conclusions from the Jurisprudence of the Greek Council of State 1929-1959, p. 186)."

 

Και ο Νικολαΐδης, Δ., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΑΑΔ 574, στη σελ. 581:

"Απλή αναφορά που καταλήγει σε κοινοτυπία δεν αποτελεί αιτιολογία ενώ η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπ΄όψιν δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια την απόφαση ακυρώσιμη."

 

Παραπέμπω επίσης στην απόφαση της Ολομέλειας, την οποία έδωσε ο Νικολαΐδης, Δ., στην υπόθεση Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 398, σελίδες 303-304, όπως και στην πρόσφατη απόφαση του Καλλή, Δ., στην υπόθεση Δαμιανού ν. ΑΤΗΚ, Προσφυγή 211/97, ημερομηνίας 29.7.1998, στην οποία ελέχθησαν τα ακόλουθα στις σελίδες 6-7:

"Είναι νομολογημένο ότι η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων πρέπει να είναι καθαρή ("clear") (Βλ. Mavromatis v. Educational Service Committee (1974) 3 C.L.R. 226) και δεν πρέπει να είναι δυσνόητη ή ασαφής. Δεν πρέπει να αφήνει οποιεσδήποτε πραγματικές και ουσιαστικές αμφιβολίες σε ένα ενημερωμένο αναγνώστη (Βλ. Constantinides v. Republic (1987) 3 C.L.R. 7 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98). Η πιο πάνω διαπίστωση μου ότι η αιτιολογία πάσχει από έλλειψη καθαρότητας την καθιστά πλημμελή με αποτέλεσμα να οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.................

Περαιτέρω αν η κρίση για ουσιαστική καταλληλότητα του ενδιαφερόμενου μέρους έχει σαν βάθρο το περιεχόμενο των φακέλων τότε πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας γιατί δεν κάμνει αναφορά στα στοιχεία τα οποία οδήγησαν στη σχετική διαπίστωση. Πρόκειται για αιτιολογία η οποία δεν παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της και είναι τόσο ασαφής και αόριστη ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο. Τέτοια αιτιολογία δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου (πιο πάνω), Δαγτόγλου, "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 3η έκδοση, 1992, παραγ. 636, 646 και 647 - Βλ και Ι. Σαρμά, "Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", σελ. 130: "Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό").

Η ελλείπουσα αιτιολογία της κρίσης περί "ουσιαστικής καταλληλότητας" δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω, σελ. 185-186: "Η εκ του φακέλλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήση μόνον, εφ΄όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλλου, διότι άλλως, το Σ.Τ.Ε. θα έπρεπε ν΄αναζητήση και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, όποτε θα υποκαθίστατο εις την αρμόδιαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ΄ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267/45, 1144/64").

 

Έχει επανειλημμένα τονισθεί η ανάγκη για δέουσα αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων ως απαραίτητη για τη σύννομη εκπλήρωση του διοικητικού έργου αφ΄ενός και την άσκηση αποτελεσματικού αναθεωρητικού ελέγχου αφ΄ετέρου. Στην προκειμένη περίπτωση είναι εντελώς αδύνατο για το δικαστήριο να διακριβώσει τον οποιοδήποτε συλλογισμό, μέσα από την αξιολόγηση και σύγκριση των ενώπιον της στοιχείων, που οδήγησε την ΑΤΗΚ, όπως και τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή και το Συμβούλιο Προσωπικού, στην επιλογή της και που να προσδίδει νόημα και στήριξη στους εύηχους χαρακτηρισμούς και στη γενικολογία της απλής παράθεσης κριτηρίων και καταληκτικών γνωμών. Ούτε είναι δυνατό για το δικαστήριο να προβεί σε έρευνα και εντοπισμό οποιωνδήποτε στοιχείων που δυνατό να αιτιολογούσαν την επιλογή της ΑΤΗΚ, αν είχαν αξιολογηθεί, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με υποκατάσταση του στο διοικητικό έργο και με δημιουργία παρά συμπλήρωση αιτιολογίας, ουσιαστικά πλάθοντας αιτιολογία εκεί που δεν παρεσχέθη.

Εν όψει της κατάληξης μου επί του θέματος της αιτιολογίας, δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με το άλλο επί μέρους θέμα που εγείρει ο κ. Αγγελίδης, της αναδρομικότητας όσον αφορά δύο Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η ΑΤΗΚ θα καταβάλει τα έξοδα των Αιτητών.

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο