Μητροδώρας Θεοδώρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 319/98, 30 Ιουλίου 1999 Μητροδώρας Θεοδώρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 319/98, 30 Ιουλίου 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 319/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μητροδώρας Θεοδώρου, από Λευκωσία,

Αιτητρίας

- και -

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ΄ ης η αίτηση

---------------------------

30 Ιουλίου 1999

Για την αιτήτρια: Α. Κωνσταντίνου.

Για την καθ΄ ης η αίτηση: Γ. Κακογιάννης.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Α.Σ. Αγγελίδης.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια προσβάλλει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου Γεώργιου Μεταξά στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης, Οικονομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία, από 1η Μαρτίου 1998, αντί της ιδίας. Η απόφαση για την προαγωγή λήφθηκε σε έκτακτη συνεδρία του Συμβουλίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Α.Η.Κ. στα επόμενα) ημερ. 23 Φεβρουαρίου 1998 και κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 18 Μαρτίου 1998 με εγκύκλιο ημερ. 16 Μαρτίου 1998.

Βασικός άξονας της θέσης της αιτητρίας είναι ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ., την οποία το Συμβούλιο έλαβε υπόψη στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως ορίζεται στον Καν. 23 (4)(α) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86, και τροποποιήσεις), ήταν μεμπτή διότι τα όσα εξέθεσε για να δικαιολογήσει την προτίμηση του για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συνέθεταν αφενός εικόνα ανακριβή στο μέρος που αφορούσε καταλήξεις συναρτημένες προς βαθμολογημένα κριτήρια αξίας αλλά και αφετέρου ασαφή, χωρίς προσδιορισμό στο μέρος που αφορούσε την επίκληση ικανοτήτων και ιδιοτήτων σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης. Παραθέτω το πρακτικό στο οποίο περιέχεται η σύσταση και στο οποίο ο Γενικός Διευθυντής αναφέρεται ως ο Διευθυντής:

“Ο Διευθυντής δηλώνει ότι αφού προέβη σε σύγκριση όλων των υποψηφίων μετά από προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων, των εμπιστευτικών εκθέσεων και φύλλων αξιολόγησης των υποψηφίων, και με βάση την προσωπική του γνώση και/ή τις πληροφορίες που πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια προαγωγής στο σύνολο τους, πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα σε συσχετισμό με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και την επίδοση των υποψηφίων στην υπηρεσία, όπως αναφέρονται στον Κανονισμό 23(2) των περί ΑΗΚ (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, καθώς επίσης τη φύση της εργασίας, είναι της γνώμης ότι ο 8131 Μεταξάς Γεώργιος, ο οποίος επελέγη από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής διά Προαγωγάς του Επιστημονικού Προσωπικού ως ένας από τους τρεις επικρατέστερους υποψηφίους και με την οποία γνώμη συμφωνεί, είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψηφίους και τον συστήνει για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογραφήσεως, Κλίμακα Α11+2, στις Οικονομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία.

Καταλήγοντας στη σύσταση του ο Διευθυντής αναφέρει ότι ο 8131 Μεταξάς Γεώργιος, υπερέχει έναντι όλων των υποψηφίων σε αξία, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία.

Ο Διευθυντής δηλώνει ότι, εκτιμά τις ανάγκες της Αρχής και πιστεύει ότι από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης του Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογραφήσεως, Κλίμακα Α11+2, στις Οικονομικές Υπηρεσίες, ο 8131 Μεταξάς Γεώργιος είναι από όλους τους υποψηφίους ο καταλληλότερος για προαγωγή στη θέση αυτή.”

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η σύσταση δεν χρειάζεται αιτιολογία όταν δεν επιβάλλεται νομοθετικά. Όμως, ακόμα και εκεί, αν δοθεί ελέγχεται: βλ. τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713 και Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234. Ο Καν. 23(4)(α) δεν απαιτεί αιτιολογία. Όμως αιτιολογία εν προκειμένω δόθηκε.

Στην αντίκρυση της εδώ σύστασης πρέπει να έχει κανείς υπόψη και “τα παραδεδεγμένα κριτήρια” για προαγωγές, στα οποία αναφέρθηκε ο Διευθυντής και τα οποία εκτίθενται στον Καν. 23(2) τον οποίο παραθέτω:

“23(2) Προαγωγαί αποφασίζονται βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητος, της αρχαιότητος παρά τη Αρχή, των προσόντων εν συσχετισμώ προς το εκάστοτε ισχύον διά την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας, και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου. Νοείται ότι η σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα (τα οποία εν τοις παρούσι κανονισμοίς αναφέρονται ως “τα παραδεδεγμένα κριτήρια”) αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου.”

 

Για τη σημασία της σύστασης είχα την ευκαιρία στη Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου κ.α., Α.Ε. 2207 και 2208 ημερ. 15 Μαΐου 1998, να συνοψίσω τα όσα κυρίως υποδεικνύονται σε πρόσφατη νομολογία η οποία καλύπτει ό,τι και εδώ ενδιαφέρει. Παρότι εκεί επρόκειτο, ως προς το αποτέλεσμα, για απόφαση μειοψηφίας, δεν υπήρξε διαφορά ως προς τη νομολογία. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

“Η αιτιολογημένη σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση, προορίζεται, ενόψει του νόμου, ως ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης. Το οποίο συχνά περιγράφεται και ως ουσιώδες: βλ. π.χ. την πρόσφατη απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979 ημερ. 17 Οκτωβρίου 1997. Δυνητικά είναι βέβαια. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο όπου η σύσταση εισάγει δικά της δεδομένα τα οποία ως αποτέλεσμα της γνώμης του Προϊσταμένου προσθέτουν στην αξία του συστηνομένου. Όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στη Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 (στη σελ. 399):

“Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασής του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης.”

 

Τα όσα προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως απαιτούμενα προσόντα σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της θέσης, αποτελούν βέβαια την αμετάβλητη βάση. Ο Προϊστάμενος δύναται όμως, υπό το φως της πείρας, να προβεί σε εξειδικεύσεις. Προσθέτοντας έτσι στα ήδη γνωστά. Με αυτή την έννοια είναι που ο Προϊστάμενος αναφέρεται σε ιδιότητες και ικανότητες που προσιδιάζουν στη θέση. Τις οποίες εν συνεχεία μπορεί να συνδέσει με ό,τι συγκεντρώνει κάποιος υποψήφιος. Κι αυτό με δύο τρόπους. Είτε επισημαίνοντας με αναφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις την υπέρτερη βαθμολογία του συστηνομένου στον επί μέρους σχετικό τομέα παρότι στη γενική εικόνα αξίας εμφανίζεται ισοδύναμος με τους υπολοίπους ή ακόμα και να υστερεί. Είτε, αν πρόκειται για μη βαθμολογηθείσες ιδιότητες και ικανότητες οι οποίες έχουν καταστεί γνωστές ως εκ της υπηρεσιακής σχέσης, με την πρωτογενή αναφορά σε αυτές. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί και το εξής. Στο βαθμό που τέτοιου είδους αναφορά βρίσκεται σε αντίθεση με τη βαθμολογημένη αξία, δεν προσμετρά. Στην Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) λέχθηκαν σχετικά τα εξής (στη σελ. 721):

“Είναι βέβαια θεμελιωμένο πως όταν οι συστάσεις συγκρούονται με την καθόλου εικόνα που εμφανίζουν οι υπηρεσιακές εκθέσεις θα πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους δίνεται περιορισμένη σημασία ανάλογα με την έκταση της σύγκρουσης. (Βλ. Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950).”

 

Όπου η σύσταση δεν περιέχει οποιαδήποτε νέα πληροφόρηση μπορεί και πάλι να είναι αιτιολογημένη εφόσον γίνεται αναφορά στην ουσία των στοιχείων που βρίσκονται στους φακέλους, συνάμα και στάθμιση των στοιχείων ώστε να εξηγείται η κατάληξη. Όμως σε τέτοια περίπτωση η αξία της σύστασης δεν μπορεί να είναι παρά μηδενική. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι και πάλι από τη Στυλιανού κ. α. ν. Δημοκρατίας κ. α. (ανωτέρω) στις σελ. 398-9:

“Από την άλλη η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν αποτελεί παράλληλη προς εκείνη της ΕΔΥ κρίση ως προς το ποιος υπερέχει κατά αξία με βάση το περιεχόμενο των φακέλλων και με αυτή την έννοια δεν αποσκοπεί στην αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας.”

 

Στην υπό αναφορά σύσταση, το πρώτο αξιοσημείωτο είναι ότι η κατάληξη του Διευθυντή, στη δεύτερη παράγραφο, περί υπεροχής του ενδιαφερόμενου προσώπου “σε αξία, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία” συναρτάται με τις διάφορες πηγές που εκτίθενται στην πρώτη παράγραφο. Δεν καθίσταται όμως γνωστό το κατά πόσο ήχθη στην κατάληξη του αυτή από τα βαθμολογημένα κριτήρια ή από την προσωπική του γνώση και τις πληροφορίες που πήρε από άμεσα προϊσταμένους και άλλους ή και από τα δύο, οπότε θα χρειαζόταν διευκρίνηση αναφορικά με το πώς και σε ποιό βαθμό. Γιατί αλλιώς δεν είναι δυνατό να ασκηθεί έλεγχος. Επισημαίνω σχετικά πως ό,τι καλύπτει η βαθμολογημένη αξία αποτελεί σταθερό δείκτη που δεν μπορεί να αναιρεθεί ή να διαφοροποιηθεί προς τα άνω ή προς τα κάτω από τον οποιονδήποτε. Όπως διαπίστωσα από μελέτη των φακέλων, υπήρχε στην προκείμενη περίπτωση μεταξύ αιτητρίας και ενδιαφερόμενου προσώπου ουσιαστική ισοδυναμία στη βαθμολογημένη αξία. Το ίδιο και στα προσόντα. Ούτε στην αρχαιότητα δεν υπήρχε μεταξύ τους διαφορά αφού και οι δύο διορίστηκαν στην ίδια θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης την 1η Οκτωβρίου 1988. Σε ποιά “αξία” ήταν λοιπόν που ο Διευθυντής αναφερόταν καταληκτικά;

Έπειτα ο Διευθυντής εξειδίκευσε την απόδοση και την επίδοση. Οι οποίες, κατά την άποψη μου, καλύπτονται από τα βαθμολογημένα κριτήρια. Η απόδοση αναφέρεται βασικά στην ποσότητα εργασίας αλλά χωρίς παραγνώριση και της ποιότητας. Σημειώνω πως εν προκειμένω τόσο στην ποσότητα όσο στην ποιότητα εργασίας η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχαν για όλα τα έτη (1990-1997) ακριβώς την ίδια βαθμολογία. Ως προς την έννοια της επίδοσης περιλαμβάνεται σε αυτήν η ένθερμη ενασχόληση σε κάποιο τομέα αλλά και η επιτυχής απόληξη. Η οποία βέβαια δεν ακολουθεί κατ΄ ανάγκη την πρώτη. Ο Διευθυντής δεν εξειδίκευσε. Πάντως, η πρώτη πτυχή της έννοιας εκφράζεται στη βαθμολογημένη αξία κατ΄ ουσία με το κριτήριο του “ζήλου για εργασία”. Στο οποίο αιτήτρια και ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχαν για όλα τα χρόνια ακριβώς την ίδια βαθμολογία. Αν εξ άλλου ο Διευθυντής εννοούσε την επιτυχή διεκπεραίωση έργου όφειλε να το είχε εξειδικεύσει. Η κατάληξη λοιπόν του Διευθυντή περί υπεροχής του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία, απόδοση και επίδοση δεν τεκμηριώνεται.

Το δεύτερο αξιοσημείωτο στη σύσταση του Διευθυντή είναι η γενική αναφορά του σε ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης και που, κατά την άποψη του, συγκεντρώνει σε μεγαλύτερο βαθμό το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Παραμένει εντελώς άγνωστο ποιές είναι αυτές οι ικανότητες και ιδιότητες, όπως άγνωστο παραμένει το κατά πόσο επρόκειτο για ικανότητες και ιδιότητες που συγκαταλέγονταν στα όσα κάλυπταν τα βαθμολογημένα κριτήρια ή για άλλες. Ελλείπει σε σχέση και με αυτή την πτυχή η τεκμηρίωση.

Για τους λόγους που ανέφερα, η σύσταση του Διευθυντή είναι, κατά τη γνώμη μου, μεμπτή. Ως εκ τούτου εκθεμελιώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη λήψη της οποίας λήφθηκε υπόψη η σύσταση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Έξοδα υπέρ της αιτητρίας και εναντίον της Α.Η.Κ.

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο