ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ.
382/96, 445/96, 535/96 και 545/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Προσφυγή Αρ. 382/96
Μεταξύ:
Φίλιππου Μιχαηλίδη, από τη Λευκωσία
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ης η Αίτηση
----------------
Προσφυγή Αρ. 445/96
Μεταξύ:
Γιόλας Δημητρίου, από Λευκωσία
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ης η Αίτηση
----------------
Προσφυγή Αρ. 535/96
Μεταξύ:
Βραχίμη Χατζηχάννα, από τη Λευκωσία
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ης η Αίτηση
----------------
Προσφυγή Αρ. 545/96
Μεταξύ:
Ειρήνης Αττεσλή, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ης η Αίτηση
----------------
7 Σεπτεμβρίου 1999
Για τον Αιτητή στην 382/96: κ. Κ. Χρυσοστομίδης.
Για την Αιτήτρια στην 445/96: κ. Α. Κωνσταντίνου.
Ο Αιτητής στην 535/96 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Για την Αιτήτρια στην 545/96: κα. Α. Ευσταθίου.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Για το Ενδιαφ. Μέρος Ελπινίκη Κουτουρούσιη στην 535/96: κ. Ντ. Μιχαηλίδης για κ. Κ. Ερωτοκρίτου.
Για τα Ενδιαφ. Μέρη Ιάκωβο Παπαδόπουλο στις προσφ. 382/96, 445/96,
535/96 και 545/96 και Ανδρέα Παναγιώτου στις προσφ. 445/96 και
545/96: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για το Ενδιαφ. Μέρος Ελένη Σαμουήλ στην 445/96: κα. Σπανού.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι τέσσερις Αιτητές στις αντίστοιχες συνενωμένες αυτές προσφυγές προσβάλλουν την προαγωγή από την ΕΔΥ των έξη Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού (που είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), η οποία δημοσιεύθηκε στις 11.4.1996. Η προσφυγή 445/96 προσβάλλει την προαγωγή και των έξη Ενδιαφερομένων Μερών. Ομοίως η προσφυγή 545/96, η οποία όμως στη συνέχεια περιορίσθηκε στα
Ενδιαφερόμενα Μέρη 2, 3, 5 και 6 (όπως αναφέρονται στην προσφυγή 445/96). Η προσφυγή 382/96 προσβάλλει την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 2, στη συνέχεια όμως περιορίσθηκε στο Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 (όπως αναφέρεται στην προσφυγή 445/96). Η προσφυγή 535/96 προσβάλλει την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών 1, 2, 5 και 6 (όπως αναφέρονται στην προσφυγή 345/96).Αρχικά ζητήθηκε η πλήρωση των τριών θέσεων οι οποίες και δημοσιεύθησαν. Υπεβλήθησαν 38 αιτήσεις οι οποίες διεβιβάσθησαν με όλα τα σχετικά έγγραφα στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή για την ετοιμασία της έκθεσης της. Εν τω μεταξύ ζητήθηκε διαδοχικά η πλήρωση της κάθε μιας από τις άλλες τρεις θέσεις, τις οποίες η ΕΔΥ απεφάσισε να πληρώσει στα πλαίσια της εν εξελίξει διαδικασίας. Η Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν πενταμελής. Ένα μέλος της όμως, ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αυτοεξαιρέθηκε εξ αρχής διαπιστώνοντας ότι μεταξύ των υποψηφίων περιλαμβανόταν συγγενικό του πρόσωπο. Ακολούθως ένα άλλο μέρος της έπαυσε να συμμετέχει λόγω διορισμού του ως Υπουργού στο στάδιο στο οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε διεξάγει την προφορική εξέταση 3 από τους 37 υποψηφίους που εκρίθησαν προσοντούχοι. Κατόπιν τούτου, η Συμβουλευτική Επιτροπή απευθύνθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα για να γνωμοδοτήσει κατά πόσο θα ήταν νομικά ασφαλέστερο να επαναληφθεί η εξέταση των τριών υποψηφίων από την τριμελή πλέον σύνθεση που διεξήγαγε την προφορική εξέταση για τους 30 από τους υπόλοιπους 34 υποψηφίους (4 υποψήφιοι δεν προσήλθαν στην προφορική εξέταση). Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε αρνητικά. Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεση της κατάταξε τους 33 υποψηφίους σε τέσσερις ομάδες αναφορικά με τη γενική εντύπωση της για την απόδοση τους κατά την προφορική εξέταση, ως ακολούθως: εξαιρετική εντύπωση, πάρα πολύ καλή εντύπωση, πολύ καλή εντύπωση, σχεδόν πολύ καλή εντύπωση, παράθεσε δε τη σχετική εξήγηση της σε σχέση με κάθε ομάδα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατάρτισε επίσης κατάλογο 22 υποψηφίων που θεώρησε ότι κατείχαν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Σύστησε δε
για προαγωγή 24 υποψηφίους, παραθέτοντας τα σχόλια της για τον κάθε ένα. Σχολίασε δε τον κάθε ένα από τους υποψηφίους που δεν συστήνοντο για προαγωγή.Η ΕΔΥ θεώρησε ότι η έκθεση δεν ήταν σύμφωνη με τις αρχές της νομολογίας όσον αφορά την αιτιολογία της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων και ζήτησε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να επανεξετάσει το θέμα και να υποβάλει συμπληρωματική έκθεση. Του θέματος
επιλήφθηκε νέα πενταμελής Συμβουλευτική Επιτροπή, από την οποία εξαιρέθηκε και πάλι για τον ίδιο λόγο ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Κρίνοντας ότι 36 υποψήφιοι ήσαν προσοντούχοι, η Συμβουλευτική Επιτροπή διεξήγαγε προφορική εξέταση των 31 εξ αυτών (οι υπόλοιποι κληθέντες δεν προσήλθαν). Διατύπωσε δε τα σχόλια της για τον κάθε ένα, καταλήγοντας με τη διατύπωση της γενικής της εντύπωσης ως "εξαίρετος", "πάρα πολύ καλός", "πολύ καλός", "καλός" ή "σχεδόν καλός". Κατάρτισε επίσης κατάλογο 19 υποψηφίων που έκρινε ότι είχαν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε 24 υποψηφίους για προαγωγή, παραθέτοντας τα σχόλια της για τον κάθε ένα από αυτούς.Η ΕΔΥ ανασκόπησε την όλη διαδικασία και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Συμφώνησε με τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσον αφορά την κατοχή από τους υποψηφίους των προσόντων και του πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας. Κάλεσε δε σε προφορική εξέταση όλους τους υποψηφίους, κρίνοντας ότι μπορούσε να επεκταθεί και στους μη συστηνόμενους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, από τους οποίους προσήλθαν 29. Ο παρευρισκόμενος Αναπληρωτής Διευθυντής Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού αξιολόγησε τον κάθε ένα από τους υποψηφίους στην προφορική εξέταση με το χαρακτηρισμό "εξαίρετος"
, "πολύ καλός", "καλός" ή "σχεδόν πολύ καλός", και σύστησε για προαγωγή τους Αττεσλή, Γεωργίου, Κουτουρούσιη, Ματθαίου, Παναγιώτου και Σαμουήλ. Ακολούθως και η ΕΔΥ προέβη στη δική της αξιολόγηση του κάθε ενός από τους υποψηφίους στην προφορική εξέταση ως "εξαίρετος", "πάρα πολύ καλός", "πολύ καλός", "σχεδόν πολύ καλός" ή "καλός", με συνοδευτικά σχόλια. Προβαίνοντας, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, επέλεξε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως υπερέχοντες γενικά των άλλων υποψηφίων και ως πιο κατάλληλους, ακολουθώντας τη σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 3, 4, 5 και 6 αλλά όχι αναφορικά με την Αιτήτρια στην προσφυγή 545/96 αντί της οποίας επέλεξε το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 κ. Παπαδόπουλο.Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή κ. Μιχαηλίδη στην προσφυγή 382/96 στη γραπτή του αγόρευση συζητά τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:
1. Έκδηλη υπεροχή του κ. Μιχαηλίδη έναντι του κ. Παπαδόπουλου.
2. Κακή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
3. Κακή συγκρότηση της ΕΔΥ.
4. Αναιτιολόγητη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
5. Υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια κα. Δημητρίου στην προσφυγή 445/96 στη γραπτή του αγόρευση συζητά τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:
1. Ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν νομιμοποιείτο να προβεί στη σύσταση του. Ο λόγος αυτός απεσύρθη τελικά.
2. Η σύσταση του Διευθυντή βρίσκεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλλων.
3.
Πεπλανημένη αντίκρυση από την ΕΔΥ των υπηρεσιακών εκθέσεων.4. Πεπλανημένη αντίκρυση από την ΕΔΥ των ακαδημαϊκών προσόντων του Ενδιαφερόμενου Μέρους 3 κ. Παναγιώτου.
5. Πεπλανημένη αντίκρυση από την ΕΔΥ πείρας του Ενδιαφερόμενου Μέρους κ. Παναγιώτου η οποία αποκτήθηκε από την ανάθεση σε αυτόν συγκεκριμένων καθηκόντων.
6. Αναιτιολόγητη αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση.
Ο Αιτητής κ. Χατζηχάννας στην προσφυγή 535/96 στη γραπτή του αγόρευση συζητά τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:
1. Έκδηλη υπεροχή του Αιτητή έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών σε προσόντα και στο πλεονέκτημα.
2. Πεπλανημένη αντίκρυση από την ΕΔΥ των προσόντων του Αιτητή.
3. Πεπλανημένη αντίκρυση από την ΕΔΥ των υπηρεσιακών εκθέσεων του Αιτητή.
4. Η ΕΔΥ απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση.
5. Η ΕΔΥ, σε σχέση με το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 κ. Παπαδόπουλο, παραγνώρισε το πλεονέκτημα του Αιτητή χωρίς τη δέουσα αιτιολογία.
6. Η σύσταση του Διευθυντή είναι σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλλων και αναιτιολόγητη.
7. Η ΕΔΥ ήταν προκατειλημμένη έναντι του Αιτητή.
8. Η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια στην προσφυγή 545/96 στη γραπτή του αγόρευση συζητά τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:
1. Έκδηλη υπεροχή της Αιτήτριας έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους 2 κ. Παπαδόπουλου.
2. Πεπλανημένη και αναιτιολόγητη αντίκρυση της ΕΔΥ των προσόντων, της αρχαιότητας και της πείρας της Αιτήτριας και εκείνων του Ενδιαφερόμενου Μέρους 3 κ. Παναγιώτου.
3. Παραγνώριση από την ΕΔΥ της αρχαιότητας της Αιτήτριας έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών 5 κ. Ματθαίου και 6 κ. Γεωργίου χωρίς αιτιολογία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία στις γραπτές του αγορεύσεις απαντά σε όλα τα πιο πάνω.
Αναφορικά με την προσφυγή 382/96, δεν βλέπω έρεισμα στην εισήγηση του κ. Ταλιαδώρου ότι υπήρξε κακή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθ΄όσον δεν αντικαταστάθηκε ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ο οποίος εξαιρέθηκε λόγω κωλύματος. Η συμμετοχή του εν λόγω Διευθυντή προνοείται ρητά και ειδικά από το άρθρο 32(1)(δ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 δυνάμει του οποίου συστάθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Αν και εφαρμόζετο η επιφύλαξη του άρθρου 32(1)(δ) ώστε ο εν λόγω Διευθυντής να μην συμμετείχε ως Πρόεδρος αλλά ως Μέλος, εν τούτοις δεν υπάρχει στο Νόμο πρόνοια για αντικατάσταση του λόγω κωλύματος. Το άρθρο 32(3) το οποίο επικαλείται ο κ. Ταλιαδώρος δεν έχει εφαρμογή καθ΄όσον αφορά, σε περίπτωση έλλειψης ή κωλύματος, την επιλογή υπαλλήλων από άλλο Υπουργείο, Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η υπό πλήρωση θέση και δεν αφορά την περίπτωση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού για τη συμμετοχή του οποίου γίνεται
ειδική πρόνοια.Ούτε και στην εισήγηση του κ. Ταλιαδώρου για κακή συγκρότηση της ΕΔΥ διαπιστώνω έρεισμα. Η απουσία του κ. Καραγιώργη κατά τη συνεδρία της 2.11.1995 κατά την οποία κατατέθηκε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είχε οποιαδήποτε σημασία αφού ο κ. Καραγιώργης ήταν παρών σε όλες τις άλλες συνεδρίες στις οποίες ελήφθη υπ΄όψη η έκθεση και ελήφθησαν οι αποφάσεις οι οποίες εσχετίζοντο με αυτή. Έτσι, ουσιαστικά το θέμα της έκθεσης εξετάσθηκε ab initio και η όλη διαδικασία ήταν σύμφωνη με τις αρχές που διαπιστώθησαν στην υπόθεση
Mytides v. Republic (1983) 3 CLR 2737. Όσο για τον κ. Κυριάκου, ο οποίος ήταν μεν παρών στη συνεδρία της 2.11.1995 αλλά όχι σε οποιαδήποτε επόμενη συνεδρία, δεν δημιουργείται οποιοδήποτε θέμα. Η απουσία του κ. Κυριάκου δεν επηρέαζε την απαρτία της ΕΔΥ όπως ορίζεται στο άρθρο 32(4). Η περίπτωση αυτή διαφοροποιείται από την υπόθεση Mytides v. Republic, ανωτέρω, όπου η μη συμμετοχή δύο μελών στη λήψη της απόφασης οφείλετο στη λανθασμένη εντύπωση ότι δεν εδικαιούντο να παρακαθίσουν, και ο Σαββίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση στην υπόθεση εκείνη, διάκρινε ακριβώς την ενώπιον τους υπόθεση από την υπόθεση Vivardi v. Vine Products Council (1969) 3 CLR 486 και τις εκεί παρατηρήσεις του Τριανταφυλλίδη, Δ. (ως ήτο τότε), στη σ. 490.Άνευ αντικρύσματος είναι και η εισήγηση του κ. Ταλιαδώρου ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν αναιτιολόγητη. Και αν ακόμα η σύσταση εθεωρείτο όχι επαρκώς αιτιολογημένη, το οποίο δεν θα έλεγα με βεβαιότητα, καμία συνέπεια δεν προκύπτει από αυτό. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε και τους τέσσερις Αιτητές και τα έξη Ενδιαφερόμενα Μέρη. Επί πλέον, η ίδια η ΕΔΥ δεν περιορίσθηκε στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά κάλεσε όλους τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση, όπως εδικαιούτο δυνάμει του άρθρου 34(8).
Ο κ. Ταλιαδώρος ισχυρίζεται έκδηλη υπεροχή του κ. Μιχαηλίδη έναντι του κ. Παπαδόπουλου. Σχετικά, μπορεί να εξετασθεί και ο άλλος απομένων λόγος ακύρωσης που προβάλλει, ότι η ΕΔΥ προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Ο κ. Παπαδόπουλος ήταν ο μόνος για τον οποίο η ΕΔΥ δεν ακολούθησε τη σύσταση του Διευθυντή και τον οποίο επέλεξε αντί της κας. Αττεσλή την οποία είχε συστήσει ο Διευθυντής μαζί με τους άλλους πέντε επιλεγέντες από την ΕΔΥ. Ούτε ο Αιτητής κ. Μιχαηλίδης είχε τη σύσταση του Διευθυντή ή το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Το θέμα της έκδηλης υπεροχής τίθεται λοιπόν ευθέως μεταξύ δύο συστηθέντων μεν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά μη συστηθέντων από το Διευθυντή υποψηφίων που έτσι κανένας δεν είχε το πρόσθετο κριτήριο αξίας της σύστασης του Διευθυντή ή το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Ο κ. Ταλιαδώρος παραθέτει και συζητά τα αντίστοιχα στοιχεία των δύο, όπως προκύπτουν και από τους φακέλλους, σε αναφορά με τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Σε σχέση με την αξία, καμμιά διαφορά δεν διαπιστώνεται και καμμιά υπεροχή του κ. Μιχαηλίδη έναντι του κ. Παπαδόπουλου δεν προκύπτει, πράγμα που δέχεται και ο ίδιος ο κ. Ταλιαδώρος. Ο κ. Ταλιαδώρος επικεντρώνεται στην αρχαιότητα του κ. Μιχαηλίδη έναντι του κ. Παπαδόπουλου, η οποία είναι 14½ μήνες, εισηγούμενος ότι αυτή παραγνωρίσθηκε από την ΕΔΥ χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση. Εισηγείται επίσης ότι ο κ. Μιχαηλίδης υπερτερεί καταφανώς σε προσόντα του κ. Παπαδόπουλου. Σε συνδυασμό, όπως ανάφερα, υπεισέρχεται και το θέμα της ισχυριζόμενης υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. Ο κ. Ταλιαδώρος κάνει αναφορά στη νομολογία και σχολιάζει τη σχετική θέση της ΕΔΥ.
Η επίκληση έκδηλης υπεροχής συναρτάται προς την αρχή της υποχρέωσης του διοικητικού οργάνου να επιλέξει τον καλύτερο. Μεταφέρω τα όσα είχα διατυπώσει σε σχέση με το θέμα στις υποθέσεις Πετρώνδα κ.α. ν. Δημοκρατίας, 875/96 κ.α., 20.5.1999, στις σελίδες 12-17:
"Όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση
"In the opinion of the Court the paramount duty of the Public Service Commission in effecting appointments or promotions is to select the candidate most suitable, in all the circumstances of each particular case, for the post in question."
Kαι το ίδιο το άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 επιβάλλει την υποχρέωση στην ΕΔΥ να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο. To διοικητικό όργανο όμως ασκεί διακριτική εξουσία και, εφ΄όσον ενεργεί εντός των πιο πάνω πλαισίων και η επιλογή του ήταν εύλογα επιτρεπτή επί των ενώπιον του στοιχείων, το δικαστήριο δεν θα υποκαταστήσει τη δική του κρίση για εκείνη του διοικητικού οργάνου ως προς τον καλύτερο υποψήφιο. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνον αν διαπιστώσει παράβαση των πιο πάνω αρχών, προς τις οποίες συναρτάται, όπως παρετηρήθη, και η έκδηλη υπεροχή του Αιτητή έναντι του επιλεγέντος, το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει βέβαια ο Αιτητής ως ισχυριζόμενος αυτή. Όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση
Christou v. Republic, 4 RSCC 1, στη σελ. 6:"The Court has laid down more than once that where a person appointed to a post is duly qualified under the relevant scheme of service this Court will not, on the issue of suitability, substitute its own discretion for that of the Commission provided that the Commission's discretion has been properly exercised: in other words, the mere fact that the Court, has it been in the position of the Commission, might possibly not have selected for appointment the same candidates as the Commission, is not in itself sufficient ground for the Court to interfere with the decision of the Commission."
Και στην υπόθεση
Georgiou v. Republic (1976) 3 CLR 74, από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στη σελ. 83:"... when an organ, such as the Public Service Commission, selects a candidate on the basis of comparison with others, it is not necessary to show, in order to justify his selection, that he was strikingly superior to the others. On the other hand, an administrative Court cannot intervene in order to set aside the decision regarding such selection unless it is satisfied, by an applicant in a recourse before it, that he was an eligible candidate who was strikingly superior to the one who was selected, because only in such a case the organ which has made the selection for the purpose of an appointment or promotion is deemed to have exceeded the outer limits of its discretion and, therefore, to have acted in excess or abuse of its powers; also, in such a situation the complained of decision of the organ concerned is to be regarded as either lacking due reasoning or as based on unlawful or erroneous or otherwise invalid reasoning."
Στην υπόθεση
Republic v. Zachariades (1986) 3 CLR 852, και πάλι ο Τριανταφυλλίδης, Π., συνόψισε τις βασικές αρχές ως ακολούθως στη σελ. 855:"First, that an administrative court does not annul a decision of an appointing authority, such as the appellant Commission, which, in accordance with the law applicable to, and the facts of, a particular case, was reasonably open to such authority (see, inter alia, Georghiou v. The Republic, (1976) 3 C.L.R. 74, 82 and more recently Petrides v. The Republic, (1984) 3 C.L.R. 341, 350, Constantinou v. The Republic, (1984) 3 C.L.R. 498, 502, Efthymiou v. The Republic, (1984) 3 C.L.R. 1171, 1174 and Papadopoullos v. The Public Service Commission, (1985) 3 C.L.R. 405, 413).
Secondly, that an administrative court does not, in a case of this nature, substitute its own descretion as regards the choice of the most suitable candidate for promotion or appointment in the place of the discretion of the competent organ (see, in this respect, Christou v. The Republic, 4 R.S.C.C. 1, 6, Georghiades v. The Republic, (1970) 3 C.L.R. 257, 268 and Piperi v. The Republic, (1984) 3 C.L.R. 1306, 1311)."
Η έννοια της έκδηλης υπεροχής έχει επεξηγηθεί στη νομολογία. Όπως το έθεσε ο Πικής Δ., στην υπόθεση
Hjisavva v. Republic (1982) 3 CLR 76, στη σελ. 78:"As the expression "striking superiority" suggests, a party's superiority, to validate an allegation of this kind, must be self-evident and apparent from a perusal of the files of the candidates. Superiority must be of such a nature as to emerge on any view of the combined effect of the merits, qualifications and seniority of the parties competing for promotion; in other words, it must emerge as an unquestionable fact; so telling, as to strike one at first sight. Disregard of such superiority, where extant, constitutes in itself evidence of abuse of power by the appointing authority. A heavy burden lies on the party seeking to justify its disregard."
Το απόσπασμα αυτό έχει υιοθετηθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ίδε:
Hjioannou v. Republic (1983) 3 CLR 1041).Η ορθή προσέγγιση του διοικητικού οργάνου προς τα κριτήρια επιλογής έχει τύχει ευρείας νομολογιακής επεξεργασίας και διατύπωσης. Τα καθιερωμένα κριτήρια είναι η αξία, τα προσόντα, η αρχαιότητα και η πείρα των υποψηφίων τα οποία πρέπει να συσταθμίζονται για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Τα κριτήρια αυτά εμπεριέχονται και στο άρθρο 34(9) στην αναφορά του στα στοιχεία των υποψηφίων όπως προκύπτουν από τους φακέλλους, που περιλαμβάνουν όλα τα πιο πάνω. Πρωταρχικής σημασίας είναι βέβαια το κριτήριο της αξίας, αφού η αξία έχει άμεση συνάρτηση προς την έννοια του καλύτερου, ως έμπρακτη έκφραση της εν λόγω ιδιότητας μέσα από τα νενομισμένα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης που συνθέτουν και την όλη εικόνα (ίδε:
Papadopoulos v. Republic (1982) 3 CLR 1070). Τα άλλα κριτήρια, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, έχουν τη σημασία τους αφού και αυτά είναι ενδεικτικά της αξίας, δεν έχουν όμως αφ΄εαυτά πρωταρχική ή καθοριστική σημασία αφού συνιστούν ένα γενικό υπόβαθρο και τεκμήριο αξίας μάλλον παρά άμεση και πραγματική εκτίμηση της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις θέσεων οι οποίες είναι υψηλά στην ιεραρχία, και μάλιστα θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπου η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ είναι ευρεία (ίδε: Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47, Paschalis v. Republic (1988) 3 CLR 1897). Εν πάση περιπτώσει όμως πρέπει να συνεκτιμούνται με την αξία ως σύνολο και μπορούν να κλίνουν την πλάστιγγα όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σε αξία (ίδε: Hjioannou v. Republic, ανωτέρω, Partellides v. Republic (1969) 3 CLR 480, Theodosiou v. Republic, ανωτέρω, Piperi v. Republic (1984) 3 CLR 1306).Συνδεδεμένο με τα κριτήρια επιλογής είναι και το θέμα της προσωπικής συνέντευξης. Το ίδιο το άρθρο 34(9) περιλαμβάνει την απόδοση των υποψηφίων μεταξύ των δεδομένων τα οποία η ΕΔΥ λαμβάνει δεόντως υπ΄όψη στην επιλογή της, όπως εξ άλλου αναγνωρίζεται και στη νομολογία (ίδε:
Republic v. Panayiotides (1987) 3 CLR 1081). Αναφορά από την ΕΔΥ στην προσωπική συνέντευξη δεν συνιστά επομένως εισαγωγή εξωγενούς στοιχείου στη διαδικασία. Είναι βέβαια επάναγκες, όπως προνοεί το άρθρο 34(10), όπως η γενική εντύπωση της ΕΔΥ όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται, όπως εξάλλου οφείλει να αιτιολογείται και βάσει της γενικής αρχής της δέουσας αιτιολογίας. Η απαίτηση όμως να αιτιολογείται στα πρακτικά η εντύπωση της ΕΔΥ καθιστά απαραίτητο η αιτιολογία να είναι ρητή και σε αναφορά με τους όρους του νόμου, και όχι απλώς να είναι δυνατό να προκύπτει από τους φακέλλους, με αποτέλεσμα η απόφαση να υπόκειται σε ακύρωση αν δεν καταγράφεται η απαιτούμενη αιτιολογία (ίδε: Βιολάρης ν Δημοκρατίας, προσφ. 278/94, ημερ. 25.6.1997). Το ουσιαστικό θέμα όμως, όπως εγείρεται και από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους, αφορά τη βαρύτητα η οποία είναι ορθό να δίδεται από την ΕΔΥ στην εντύπωση της από την προσωπική συνέντευξη. Η προσωπική συνέντευξη δεν συνιστά ενιαία και πανομοιότυπη εξέταση με τη γνωσιολογική έννοια, ούτε έλεγχο της αξίας των υποψηφίων όπως αυτή έχει ήδη καθορισθεί μέσα από τα στοιχεία τα οποία συνιστούν την αξιολόγηση τους στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν επιδιώκει ούτε μπορεί, και μάλιστα με τα περιορισμένα χρονικά και άλλα δεδομένα της και την έλλειψη ειδικής γνώσης των μελών της ΕΔΥ, να επιβεβαιώσει, μετριάσει ή ανατρέψει. Συνιστά μάλλον, όπως είναι και ο ίδιος ο όρος που αναφέρεται στο νόμο, γενική εντύπωση της ΕΔΥ, με αναφορά στην όλη προσωπικότητα και αντίκρυση του υποψηφίου σε συσχετισμό με την καταλληλότητα του για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της εν λόγω θέσης. Ως τέτοια, δεν αποτελεί χωριστό και πρόσθετο κριτήριο επιλογής, αλλά μια άποψη των πραγμάτων που θα συνεκτιμηθεί με τα κριτήρια επιλογής. Ως εκ τούτου, η νομολογία αναγνωρίζει μεν τη θέση της στη συνολική στάθμιση στην οποία προβαίνει η ΕΔΥ (ίδε Duncan v. Republic (1977) 3 CLR 153), τονίζει όμως την ανάγκη να μην δίδεται σε αυτή υπέρμετρη σημασία. Όπως ελέχθη από τον Τριανταφυλλίδη, Δ. (ως ήτο τότε), στην υπόθεση Triantafyllides v. Republic (1970) 3 CLR 235, στη σελ. 245:"It should be observed that it was not right to treat the performance at the interviews as something apart from the merits, qualifications and exprerience of the candidates; it was only a way of forming an opinion about the possession by the candidates of the said basic criteria; and not the most safe way because, inter alia, of the necessarily rather short duration of each interview and of the undeniable possibilities of an adroit candidate making the Commission think more highly of him than he deserves or of a timid or nervous candidate not being able to show his real merit."
Περαιτέρω αναφορά γίνεται από τον Χατζηαναστασίου, Δ., στην υπόθεση
Myrtiotis v. Republic (1975) 3 CLR 58 και Savva v. Republic, από το Μαλαχτό, Δ., στην υπόθεση Karamontani v. Republic (1985) 3 CLR 423 και από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Papadopoulos v. Republic (1983) 3 CLR 1423, ο οποίος είπε τα ακόλουθα στη σελ. 1428:"Although the impressions gained at an interview as to the personality of a candidate are relevant to the choice of candidates for promotion, especially if the post carries, as the post of a District Officer does, serious administrative responsibilities, it cannot be decisive and, certainly, does not outweight the merits of a candidate as they emerge from his confidential reports. (See Stylianou & Another v. The Republic - Public Service Commission, (1980) 3 C.L.R. 11; Savva v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 675; Marathevtou and Others v. The Republic, (1982) 3 C.L.R. 1088)."
Kαι ο Σαββίδης, Δ., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση
Kalos v. Republic (1986) 3 CLR 942 (που αφορούσε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής πάλι ψηλά στην ιεραρχία), συνόψισε το πράγμα ως εξής στη σελ. 954:"As it has been held time and again by this Court interviews do not constitute a criterion by itself separate from the merit, qualifications and experience of the candidates but merely a means of forming an opinion and evaluating their merits notwithstanding the fact that it is not the safest one. (See Triantafyllides and Others v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 235 at p. 245; Savva v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 675; Papadopoulos v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1423 at p. 1428"
Περαιτέρω αναφορά γίνεται και στις αποφάσεις της Ολομέλειας
Republic v. Panayiotides (1987) 3 CLR 1081 και Public Service Commission v. Potoudes (1987) 3 CLR 1591."
Στην προκειμένη περίπτωση, αδυνατώ να διαπιστώσω έκδηλη υπεροχή του κ. Μιχαηλίδη έναντι του κ. Παπαδόπουλου που να καθιστά την προσέγγιση της ΕΔΥ λανθασμένη και την επιλογή της άλλο από εύλογα επιτρεπτή. Όσον αφορά τα προσόντα, θεωρώ ότι οι δύο είναι περίπου ισοδύναμοι, ιδιαίτερα στο ακαδημαϊκό επίπεδο στο οποίο έχουν και οι δύο πτυχίο Master, και ευάριθμα άλλα προσόντα που όμως δεν αποκάλυπταν καθ΄οιονδήποτε τρόπο τέτοια εμφανή υπεροχή του κ. Μιχαηλίδη έναντι του κ. Παπαδόπουλου που να παραγνωρίσθηκε από την ΕΔΥ. Απεναντίας, η ΕΔΥ, πλην των άλλων, προσέδωσε σημασία στο ιδιαίτερο προσόν Master in Public Sector Management του κ. Παπαδόπουλου ως άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης. Όσο για την αρχαιότητα του κ. Μιχαηλίδη, αυτή ήταν τόσο περιορισμένη που σίγουρα ούτε από μόνη της ούτε σε συνδυασμό με οποιοδήποτε άλλο στοιχείο μπορούσε να προσδώσει στον κ. Μιχαηλίδη έκδηλη υπεροχή έναντι του κ. Παπαδόπουλου. Η ΕΔΥ έλαβε υπ΄ όψη της την αρχαιότητα των υποψηφίων προσδίδοντας της όμως περιορισμένη βαρύτητα ως εκ του ανωτέρου επιπέδου της θέσης, και σίγουρα στην προκειμένη περίπτωση η προσέγγιση της σε αναφορά με τη μικρή αρχαιότητα του κ. Μιχαηλίδη δεν ήταν πεπλανημένη. Δοθέντος ότι όσον αφορά το πρωταρχικό κριτήριο της αξίας οι δύο ήσαν ομολογουμένως ισοδύναμοι, και κανένας δεν είχε τη σύσταση του Διευθυντή ή το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, η συνστάθμιση όλων των δεδομένων δεν αποκαλύπτει έκδηλη υπεροχή του κ. Μιχαηλίδη έναντι του κ. Παπαδόπουλου ούτε παραγνώριση της δέουσας σημασίας οποιουδήποτε κριτηρίου επιλογής. Το ίδιο ισχύει για την βαρύτητα η οποία απεδόθη στην προφορική εξέταση. Η ΕΔΥ έλαβε βέβαια υπ΄όψη την πολύ καλή κατά την άποψη της απόδοση του κ. Παπαδόπουλου στην προφορική εξέταση, η σημασία όμως που της αποδόθηκε ήταν μάλλον σε συνεκτίμηση με τα υπόλοιπα στοιχεία του κ. Παπαδόπουλου που, εν πάση περιπτώσει όσον αφορά τον κ. Μιχαηλίδη, δεν αποκαλύπτει υπέρμετρη βαρύτητα.
Η προσφυγή λοιπόν του κ. Μιχαηλίδη αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η ισχυριζόμενη έκδηλη υπεροχή της κας Αττεσλή έναντι του κ. Παπαδόπουλου είναι ο λόγος που προσβάλλεται και πάλι η προαγωγή του κ. Παπαδόπουλου από την κα. Αττεσλή στην προσφυγή 545/96. Διάφορα άλλα θέματα προκύπτουν συναφώς. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κα. Αττεσλή ισχυρίζεται έκδηλη υπεροχή της κας Αττεσλή σε όλα τα κριτήρια επιλογής. Επί πλέον, η κα. Αττεσλή είχε τη σύσταση του Διευθυντή καθώς και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, που ούτε το ένα ούτε το άλλο είχε ο κ. Παπαδόπουλος. Όσον αφορά το κριτήριο της αξίας όπως αυτή προκύπτει από
τις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι δύο εμφανίζονται σχεδόν ισοδύναμοι στο σύνολο με κάποια επί μέρους υπεροχή της κας. Αττεσλή σε ορισμένες αξιολογήσεις και μάλιστα στα σημεία "Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα", "Απόδοση" και "Πρωτοβουλία", που θα ήσαν ιδιαίτερα σχετικά με το επίπεδο της θέσης. Όσον αφορά τα προσόντα, ο κ. Παπαδόπουλος υπερτερεί αφού διαθέτει ακαδημαϊκά προσόντα B.Sc. έναντι του Barister-at-Law της κας. Αττεσλή. Και οι δύο έχουν άλλα πρόσθετα προσόντα, ο κ. Παπαδόπουλος το αναφερθέν Master in Public Sector Management που εκρίθη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και που θα του παρείχε το πλεονέκτημα αν το κατείχε κατά το σχετικό χρόνο. Η κυρία Αττεσλή διαθέτει το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Η κυρία Αττεσλή είχε επίσης αρχαιότητα έναντι του κ. Παπαδόπουλου αφού προήχθη στην κλίμακα Α14 το 1992 ενώ ο κ. Παπαδόπουλος ήταν στην κλίμακα Α13. Η κυρία Αττεσλή είχε και τη σύσταση του Διευθυντή, την οποία δεν είχε ο κ. Παπαδόπουλος. Αναφορικά με τη σύσταση του Διευθυντή, είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ πρόσφατα στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Πρ. 1020/96, 17.5.1999, και μεταφέρω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 5-7:"Ο ίδιος ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 στο άρθρο 35(4) ορίζει όπως η ΕΔΥ λαμβάνει δεόντως υπ΄όψη και τις αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος. Η δε νομολογία έχει από μακρού καθιερώσει ότι όχι μόνο η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να λαμβάνεται υπ΄όψη αλλά και ότι πρέπει να της αποδίδεται τόση βαρύτητα ώστε οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτή πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, ευκρινώς και επαρκώς. Όπως το έθεσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση
"In the opinion of the Court the recommendation of a Head of Department or other senior responsible officer, and especially so in cases where specialized knowledge and ability are required for the performance of certain duties, is a most vital consideration which should weigh with the Public Service Commission in coming to a decision in a particular case and such recommendation should not be lightly disregarded. If the Public Service Commission is of the opinion that for certain reasons such recommendation cannot be adopted then as a rule such Head of Department or other officer concerned should be invited by the Public Service Commission to explain his views in order that the Public Service Commission may have full benefit thereof, a course which has not been followed in this case.
If, nevertheless, the Public Service Commission comes to the conclusion not to follow the aforesaid recommendation it is to be expected for the effective protection of the legitimate interests, under Article 151 in conjunction with Article 146 of the Constitution, of the candidates concerned, that the reasons for taking such an exceptional course would be clearly recorded in the relevant minutes of the Public Service Commission. Failure to do so would not only render the work of this Court more difficult in examining the validity of the relevant decision of the Public Service Commission but it might deprive such Commission of a factor militating against the inference that it has acted in excess or abuse of power."
Και ο Στυλιανίδης, Δ., (ως ήτο τότε), δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 ΑΑΔ 71, στις σελίδες 75-76, ανάλυσε το όλο θέμα:
"Οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος, αρχικά νομολογιακά και μετά με το Άρθρο 44(3) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1967 έως 1987, αποτελούν ουσιώδες στοιχείο προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων και δεν μπορούν να παραγνωριστούν από την Επιτροπή χωρίς ειδική αιτιολογία. - (βλ.,
Η σύσταση του Προϊσταμένου ήταν πάντοτε ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως της αξίας - (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αργυρούλλας Βασιλείου, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 859, (Απόφαση δόθηκε στις 30 Ιανουαρίου, 1990, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)).
Η Επιτροπή δεν είναι υπόχρεη να υιοθετήσει τη σύσταση του Προϊσταμένου. Αν, όμως, αποφασίσει να την παραγνωρίσει, πρέπει να δώσει αιτιολογία η οποία να είναι σύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου.
Η επάρκεια της αιτιολογίας κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Δεν είναι ζήτημα έκτασης του λεκτικού της αιτιολογίας, αλλά ουσίας περιεχομένου, ώστε να ικανοποιούνται τα κριτήρια της διοικητικής δικαιοσύνης, ιδιαίτερα ο βασικός της σκοπός και η δυνατότητα ελέγχου."
Ο δε Χρυσοστομής, Δ., συνόψισε την αντίκρυση του δικαστηρίου ως ακολούθως, δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390, στις σελίδες 418-419:
"Η σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός Τμήματος έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συστάσεις αυτές αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ΄αυτές από την Επιτροπή. Κι΄αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν΄ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης."
Οι αρχές αυτές έχουν έτι μεγαλύτερη σημασία μετά τη θέσπιση του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990. Όπως το έθεσε ο Καλλής, Δ., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1579, ημερ. 29.5.1998, στη σελ. 4:
"Η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 622, 632, Δημοκρατία ν. Χριστούδη, Α.Ε. 1636/21.6.96, Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96, Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979/17.10.97).
Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 35(4) του Νόμου έχουν αναβαθμίσει σημαντικά την αξία των συστάσεων. Το άρθρο αυτό σε αντίθεση με το προϊσχύσαν του - άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1967 (33/67) - απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις από το Διευθυντή.
Στην Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Τονίζεται, επίσης, ότι ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει την Ε.Δ.Υ. επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. Ψωμά, πιο πάνω).
Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω η ανάγκη για αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή πηγάζει από τη ρητή επιταγή του πιο πάνω άρθρου 35(4). Στην Στυλιανού κ.α. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, τονίζεται ότι σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο Προϊστάμενος του οικείου Τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιος από τους υποψήφιους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης."
Συσχετίζοντας τα πιο πάνω, καθώς και τις εν γένει αρχές της νομολογίας που διέπουν την άσκηση εξουσίας της ΕΔΥ, όπως παρατέθησαν προηγουμένως, προς το σκεπτικό της ΕΔΥ, παρατηρώ ότι η ΕΔΥ απεφάσισε να μην ακολουθήσει τη σύσταση του Διευθυντή όσον αφορά την κα. Αττεσλή και να επιλέξει αντί αυτής τον κ. Παπαδόπουλο καθ΄ότι, όπως κατέγραψε στα πρακτικά, αυτός υπερείχε γενικά της κας. Αττεσλή. Σε ποιο βαθμό ήταν ορθή αυτή η προσέγγιση; Σίγουρα ο κ. Παπαδόπουλος δεν υπερείχε σε αξία, όπως αυτή προέκυπτε από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, της κας.
Αττεσλή, που μάλιστα είχε υπέρ της τη σύσταση του Διευθυντή ως πρόσθετο στοιχείο αξίας. Η ΕΔΥ δεν κάνει καθόλου συγκεκριμένη αναφορά στο θέμα, παρά μόνο προβαίνει σε μια γενική αναφορά ότι "Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει οριακά χαμηλότερες αξιολογήσεις του Παπαδόπουλου έναντι άλλων υποψηφίων που δεν επιλέγηκαν, παρατηρεί όμως ότι οι υποψήφιοι υπηρετούν σε διαφορετικές υπηρεσίες και αξιολογούνται από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης που έχουν διαφορετικά μέτρα κρίσης και προσεγγίσεις σε βαθμό που οι οριακές διαφορές στα επίπεδα αξιολόγησης δεν κρίνονταν ότι μπορούν να είναι ρυθμιστικές στην εκτίμηση του επιπέδου των υποψηφίων". Θεωρώ ότι αυτή η προσέγγιση απέληγε σε υποβάθμιση της δεδομένης και αντικειμενικής ισχύος των υπηρεσιακών εκθέσεων. Κατ΄αρχή, δεν εξηγείται αν αυτό το οποίο σημείωσε η ΕΔΥ ήταν όντως έτσι στην περίπτωση της κας. Αττεσλή και του κ. Παπαδόπουλου, ώστε να δικαιολογείτο η απόδοση λιγότερης βαρύτητας στις υπηρεσιακές εκθέσεις (ίδε: Papadopoulos v. Republic (1982) 3 CLR 1071, Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 414). Κυρίως όμως, το θέμα έχει σημασία όσον αφορά την αιτιολογία της ΕΔΥ για να μην ακολουθήσει τη σύσταση του Διευθυντή και μάλιστα αφού η κα. Αττεσλή υπερείχε σε ορισμένα σημεία τα οποία θα ήσαν σημαντικά προκειμένου περί διευθυντικής θέσης. Η ΕΔΥ παρατήρησε επίσης ότι ο κ. Παπαδόπουλος διαθέτει ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα, και συγκεκριμένα δύο μεταπτυχιακά, το ένα εκ των οποίων ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, αν κατείχετο κατά το σχετικό χρόνο, θα του έδιδε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, ενώ η κα. Αττεσλή είχε μόνο το βασικό ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο όμως ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας. Τι έκανε στην ουσία η ΕΔΥ, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο εν λόγω μεταπτυχιακό του κ. Παπαδόπουλου, ήταν να το εξισώσει με το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας το οποίο σαφώς ο κ. Παπαδόπουλος δεν είχε αφού το εν λόγω μεταπτυχιακό αποκτήθηκε μετά από το σχετικό χρόνο. Και με δεδομένη όμως ακόμα τη σημασία στο εν λόγω μεταπτυχιακό σε σχέση με το πλεονέκτημα, το γεγονός παραμένει ότι η κα. Αττεσλή είχε το πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει οποιαδήποτε υπεροχή του κ. Παπαδόπουλου από την άποψη αυτή που να δικαιολογούσε το να μην ακολουθηθεί η σύσταση του Διευθυντή. Ένα άλλο θέμα το οποίο παρατήρησε σχετικά η ΕΔΥ είναι ότι ο κ. Παπαδόπουλος, παρά το ότι δεν διαθέτει το πλεονέκτημα, κατείχε ψηλή και υπεύθυνη θέση στην κλίμακα Α11-Α12 από το 1979 και διευθυντική θέση στην κλίμακα Α13 από το 1983, ενώ η κα. Αττεσλή κατείχε θέση στην κλίμακα Α11 από το 1986 και προήχθη στην κλίμακα Α14 μόλις το 1992. Και ακόμα, ότι ο κ. Παπαδόπουλος "όπως φάνηκε και μέσα από την προφορική εξέταση έχει μια σύνθετη και μακρά εμπειρία" και "διαθέτει πείρα στην εποπτεία και στη διοίκηση λόγω των θέσεων που κατείχε/κατέχει". Θεωρώ ότι αυτό συνιστούσε καταφανή προσπάθεια υποβάθμισης της δεδομένης αρχαιότητας και πείρας της κας. Αττεσλή από το 1992, με προσφυγή σε προηγούμενη αρχαιότητα του κ. Παπαδόπουλου, και παραγνώριση του ότι και η κα. Αττεσλή δεν υστερούσε σε διευθυντική πείρα και ικανότητα όπως προκύπτει και από τα σχόλια τα οποία συνοδεύουν τις αξιολογήσεις της. Σίγουρα, αυτό δεν αποτελούσε ούτε αιτιολόγηση για να μην ακολουθηθεί η σύσταση του Διευθυντή, ο οποίος είχε λάβει υπ΄όψη του και τα πιο πάνω όπως και όλα τα δεδομένα. Τέλος, η ΕΔΥ παρατήρησε ότι στην ενώπιον της προφορική εξέταση ο κ. Παπαδόπουλος απέδωσε στο ψηλό επίπεδο του "Πάρα πολύ καλός" και σε ψηλότερο επίπεδο από ότι η κα. Αττεσλή, και ότι το στοιχείο της προφορικής εξέτασης είχε "μεγαλύτερη βαρύτητα" ενόψει του επιπέδου της θέσης. Αυτό δεν πείθει καθόλου. Αν στην προφορική εξέταση, με όλους τους περιορισμούς της, αποδοθεί τέτοια βαρύτητα, έστω και προκειμένου περί σχετικά ψηλής θέσης, που να ανατρέπεται ουσιαστικά η σύσταση του Διευθυντή και τα αντικειμενικά δεδομένα των υποψηφίων, οι κίνδυνοι μετατροπής της προφορικής εξέτασης σε αυτοτελές, αποφασιστικό και ουσιαστικά ανεξέλεγκτο κριτήριο επιλογής είναι πραγματικοί. Αυτό επιβεβαιώνεται και στην προκειμένη περίπτωση. Τα σχόλια μάλιστα της ΕΔΥ για την απόδοση της κας. Αττεσλή κάθε άλλο παρά γενική εντύπωση συνιστούν. Πώς έκρινε η ΕΔΥ ότι η κα. Αττεσλή "παρουσιάζει ανεπάρκεια γνώσεων σε θέματα σχετικά με τη νομοθεσία και τα δημοσιονομικά"; Μήπως διεξήγαγε νομική εξέταση της και με ποια βάση; Και πως αυτό δεν συγκρούεται καταφανώς με τα στοιχεία των φακέλλων που δείχνουν ακριβώς το αντίθετο σε σχέση με τη νομική κατάρτιση και πείρα της κας. Αττεσλή; Ποιες ήσαν οι "ασάφειες και αντιφάσεις και αδυναμία τεκμηρίωσης" που διαπίστωσε η ΕΔΥ στην κα. Αττεσλή; Πώς θα ελεγχθεί κάτι τέτοιο; Ή ότι η κα. Αττεσλή ήταν "άτονη"; Δεν εκπλήττομαι που το ένα μέλος της ΕΔΥ κάνει διαφορετικά και πολύ πιο ευνοϊκά σχόλια για την κα. Αττεσλή. Η ουσία είναι ότι δεν είναι δυνατό η προσωπική συνέντευξη να απολήξει σε ανατροπή των στοιχείων των φακέλλων. Και στις αξιολογήσεις της η κα. Αττεσλή δεν φαίνεται να πάσχει από τα όσα της αποδίδει η ΕΔΥ. Τα ίδια ισχύουν ανάλογα για τα πολύ ευνοϊκά σχόλια της ΕΔΥ για τον κ. Παπαδόπουλο.Στο σύνολο, θεωρώ ότι η ΕΔΥ πλανήθηκε ως ανωτέρω και δεν αιτιολογεί επαρκώς, ως είχε υποχρέωση, την απόφαση της να μην ακολουθήσει τη σύσταση του Διευθυντή για την κα. Αττεσλή και να επιλέξει αντί αυτής τον κ. Παπαδόπουλο. Μάλιστα, έχοντας υπ΄όψη της κάτι τέτοιο, δεν έδωσε καν στον εαυτό της το ευεργέτημα να καλέσει προηγουμένως το Διευθυντή για να εξηγήσει τις απόψεις του επί του θέματος, πορεία που υποδείχθηκε ως ορθή σε τέτοια περίπτωση στην υπόθεση
Theodossiou, ανωτέρω, και μετά να τοποθετηθεί οριστικά.Η προσφυγή της κας. Αττεσλή όσον αφορά τον κ. Παπαδόπουλο επιτυγχάνει λοιπόν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Όσον αφορά τον κ. Παναγιώτου, η κα. Αττεσλή θίγει ουσιαστικά δύο θέματα.
1. Ότι ο κ. Παναγιώτου δεν είχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας που είχε η ίδια.
2. Ότι η ίδια είχε αρχαιότητα έναντι του κ. Παναγιώτου.
Σε σχέση όμως με το βασικό κριτήριο της αξίας, δεν υπάρχει, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει, ισχυρισμός για οποιαδήποτε υπεροχή της κας. Αττεσλή, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αφού και οι δύο ήσαν ουσιαστικά ισοδύναμοι. Περαιτέρω, ο κ. Παναγιώτου,
όπως και η κα. Αττεσλή, είχε τη σύσταση του Διευθυντή, ως πρόσθετο στοιχείο αξίας. Ούτε είχε η ΕΔΥ οποιοδήποτε λόγο να μην ακολουθήσει τη σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με τον κ. Παναγιώτου - απεναντίας, θα ήταν αναιτιολόγητη απόφαση της να μην την ακολουθήσει, όπως ακριβώς ήταν αναιτιολόγητη στην περίπτωση της κας. Αττεσλή. Μόνο δε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και η αρχαιότητα της κας. Αττεσλή δεν καταδεικνύουν έκδηλη υπεροχή της έναντι του κ. Παναγιώτου, λαμβανομένων υπ΄όψη και των προσόντων του που περιλάμβαναν το υψηλότερο ακαδημαϊκό πτυχίο, το Ph.D. Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί να λεχθεί ούτε ότι η ΕΔΥ προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προσωπική συνέντευξη όσον αφορά τον κ. Παναγιώτου σε σχέση με την κα. Αττεσλή.Η προσφυγή της κας. Αττεσλή όσον αφορά τον κ. Παναγιώτου αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ακόμα λιγότερο έρεισμα έχει η προσφυγή της κας. Αττεσλή εναντίον των κυρίων Ματθαίου και Γεωργίου, υποψηφίων με εξαίρετες αξιολογήσεις και τη σύσταση του Διευθυντή ως πρόσθετο στοιχείο αξίας, που επίσης διέθεταν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Μόνη η προβαλλόμενη αρχαιότητα της κας Αττεσλή δεν χρειάζεται καν να σχολιασθεί ως ανεπαρκής λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή της κας. Αττεσλή όσον αφορά τους κυρίους Ματθαίου και Γεωργίου αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Έρχομαι στην προσφυγή της κας. Δημητρίου. Ένας από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει ο κ. Κωνσταντίνου, το αναιτιολόγητο της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έχει ήδη αποφασισθεί σε σχέση με την προσφυγή του κ. Μιχαηλίδη. Επαναλαμβάνω και υιοθετώ τα όσα ανέφερα εκεί για να καταλήξω και πάλι ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.
Ακόμα ένας από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει ο κ. Κωνσταντίνου με ιδιαίτερη αναφορά στον κ. Παπαδόπουλο, η πεπλανημένη αντίκρυση από την ΕΔΥ των υπηρεσιακών εκθέσεων, έχει ήδη συζητηθεί στην προσφυγή της κας. Αττεσλή σε σχέση επίσης με τον κ. Παπαδόπουλο, και επαναλαμβάνω τα όσα ανάφερα εκεί ως ισχύοντα και εδώ. Στην περίπτωση της κας. Αττεσλή ο λόγος αυτός ήταν ισχυρός και διότι η κα. Αττεσλή είχε υπεροχή, έστω και περιορισμένη, έναντι του κ. Παπαδόπουλου, και διότι η υποβάθμιση των υπηρεσιακών εκθέσεων από την ΕΔΥ δεν συνιστούσε έτσι καλό λόγο για να μην ακολουθηθεί η σύσταση του Διευθυντή για την κα. Αττεσλή. Στην περίπτωση της κας. Δημητρίου δεν τίθεται θέμα σύστασης του Διευθυντή αφού αυτή δεν συστήθηκε. Εξετάζοντας δε τις υπηρεσιακές εκθέσεις στο σύνολο τους, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε υπολογίσιμη υπεροχή της κας. Δημητρίου έναντι του κ. Παπαδοπούλου που να υποδηλώνει ότι η όντως πεπλανημένη αντίκρυση της ΕΔΥ
των υπηρεσιακών εκθέσεων είχε συγκεκριμένη αναφορά και συνέπεια σε σχέση με την κα. Δημητρίου.Η βασική εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή βρίσκεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλλων. Συγκεκριμένα εισηγείται:
1. Ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής αγνόησε την αρχαιότητα και την ακόλουθη υπέρτερη πείρα των υποψηφίων, με ιδιαίτερη αναφορά σε σχέση με την κα. Κουτουρούσιη και τον κ. Ματθαίου, έναντι των οποίων η κα. Δημητρίου είχε αρχαιότητα και ακόλουθη υπέρτερη πείρα 7 και 9 μηνών αντίστοιχα. Δεν διαπιστώνω την παραμικρή ουσία στο επιχείρημα αυτό. Ο Αναπληρωτής Διευθυντής δεν αγνόησε την αρχαιότητα των υποψηφίων. Είναι γεγονός ότι δεν κάνει ειδική αναφορά σε αυτή στο απόσπασμα στο οποίο λέγει τι έλαβε υπ΄όψη του για να διαμορφώσει τις συστάσεις του. Λέγει όμως ότι έλαβε υπ΄όψη του όλα τα ενώπιον του στοιχεία, που ασφαλώς περιλάμβαναν την αρχαιότητα. Ο ειδικός σχολιασμός του μάλιστα της αρχαιότητας του κ. Παναγιώτου έναντι όλων των υποψηφίων που δεν συστήνοντο και είχαν το πλεονέκτημα (όπως ήταν και η κα. Δημητρίου) δείχνει όχι μόνο ότι είχε και έλαβε υπ΄όψη του την αρχαιότητα αλλά και ότι η μη ειδική αναφορά του στην αρχαιότητα σε σχέση με τους άλλους συστηνόμενους οφείλετο στο ότι στη δική τους περίπτωση δεν εκρίθη άξια σχολίου. Πράγμα που δεν εκπλήττει, αφού η τόσο μικρή αρχαιότητα της κας. Δημητρίου έναντι της κας. Κουτουρούσιη και του κ. Ματθαίου, σε συσχετισμό με όλα τα άλλα στοιχεία, τίποτε το ιδιαίτερο δεν απεκάλυπτε και ασφαλώς όχι έκδηλη υπεροχή. Τα ίδια ισχύουν για την αναφορά του κ. Κωνσταντίνου στο ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής, αγνοώντας την αρχαιότητα της κας. Δημητρίου, αγνόησε και την επ΄αυτής και της προηγούμενης αρχαιότητας της ακόλουθη πείρα της, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής αναφέρει και ρητά ότι έλαβε υπ΄όψη του την πείρα των υποψηφίων.
2. Σε σχέση με τον κ. Παναγιώτου:
α) Η κα. Δημητρίου υπερείχε σε αξία του κ. Παναγιώτου αφού, αν και είχαν τις ίδιες αξιολογήσεις στις εκθέσεις, αυτή διέθετε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας το οποίο ο κ. Παναγιώτου δεν διέθετε.
β) Η κα. Δημητρίου υπερείχε σε προσόντα του κ. Παναγιώτου αφού είχε το μεταπτυχιακό Master of Science in Industrial Relations and Personnel Management, το οποίο, αν και απεκτήθη μετά την υποβολή των αιτήσεων, έπρεπε να ληφθεί υπ΄όψη ως σχετικό αφού απεκτήθη προ της λήψης της απόφασης της ΕΔΥ, ενώ τα μεταπτυχιακά M.Sc. και Ph.D. του κ. Παναγιώτου δεν έπρεπε να ληφθούν υπ΄όψη αφού δεν ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
γ) Η αρχαιότητα του κ. Παναγιώτου έπρεπε να είχε μόνο περιορισμένη σημασία, όπως η ίδια η ΕΔΥ προσδιόρισε γενικά.
Δεν βλέπω πώς η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή για τον κ. Παναγιώτου είναι σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλλων. Ο κ. Παναγιώτου είχε, αν τι, έστω και όχι κατά πολύ, καλύτερες αξιολογήσεις στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Το ότι ο κ. Παναγιώτου δεν είχε το πλεονέκτημα ενώ άλλοι υποψήφιοι που δεν συστήνονταν το είχαν (όπως η κα. Δημητρίου) αναφέρεται ρητά από το Διευθυντή ο οποίος και αιτιολογεί επαρκώς γιατί, παρά τούτο, συστήνει τον κ. Παναγιώτου. Για
το μεταπτυχιακό της κας. Δημητρίου δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εισηγείται ότι αυτό δεν ελήφθη υπ΄όψη και αξιολογήθηκε από τον Αναπληρωτή Διευθυντή, ο οποίος έλαβε υπ΄όψη του τα προσόντα των υποψηφίων, στη διαμόρφωση της σύστασης του. Όσο για τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα του κ. Παναγιώτου, που περιλάμβαναν και το ύψιστο ακαδημαϊκό πτυχίο, το Ph.D., αυτά δεν αναφέρθησαν από τον Αναπληρωτή Διευθυντή ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης αλλά ως ακαδημαϊκά προσόντα αυτά καθ΄αυτά, που όντως ήσαν τέτοια. Τέλος, και πάλι δεν υπάρχει οτιδήποτε στη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή που να δείχνει ότι αυτός απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη δεδομένη αρχαιότητα του κ. Παναγιώτου.Ο κ. Κωνσταντίνου επικαλείται ως πρόσθετο λόγο ακύρωσης σε σχέση με τον κ. Παναγιώτου ότι και η απόφαση της ΕΔΥ, όπως και η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή, είναι πεπλανημένη καθ΄όσον έλαβε υπ΄όψη της τα ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα του κ. Παναγιώτου ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Και στην περίπτωση της ΕΔΥ όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν υπήρξε πλάνη. Η ΕΔΥ σημειώνει τα ακαδημαϊκά προσόντα του κ. Παναγιώτου, όχι όμως ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Και μάλιστα, όταν στη συνέχεια παρατηρεί ότι ο κ. Παναγιώτου δεν διαθέτει το πλεονέκτημα, εξηγεί ότι εν τούτοις έχει μακρόχρονη και υπεύθυνη πείρα διοίκησης και εποπτείας και δεν προστρέχει στα ακαδημαϊκά προσόντα του κ. Παναγιώτου για να αναπληρώσει την έλλειψη του πλεονεκτήματος. Ούτε μπορεί να εντοπισθεί οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι, πέραν του ότι ελήφθησαν υπ΄όψη τα ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα του κ. Παναγιώτου, τους απεδόθη υπέρμετρη βαρύτητα όπως ισχυρίζεται ο κ. Κωνσταντίνου.
Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που προβάλλει ο κ. Κωνσταντίνου είναι ότι πεπλανημένα η ΕΔΥ έλαβε υπ΄όψη την πείρα του κ. Παναγιώτου η οποία προήρχετο από την ανάθεση ιδιαίτερων καθηκόντων σε αυτόν ως ουσιώδες στοιχείο υπεροχής του. Η απάντηση έγκειται στο πλαίσιο των ήδη λεχθέντων αμέσως πιο πάνω. Η ΕΔΥ, στη σχετική αναφορά της, δεν αξιολογούσε την πείρα του κ. Παναγιώτου σε σύγκριση με την πείρα των άλλων υποψηφίων. Ο κ. Παναγιώτου είχε την σύσταση του Διευθυντή, την οποία η ΕΔΥ υιοθέτησε. Αν θα είχε κάτι να εξηγήσει η ΕΔΥ αυτό θα ήταν μάλλον το γιατί να μην ακολουθούσε τη σύσταση του Διευθυντή αν σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο. Το τι έκανε η ΕΔΥ ήταν να εξηγήσει γιατί, παρά το ότι ο κ. Παναγιώτου δεν διέθετε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, εντούτοις ήταν αποδεκτή η σύσταση του αφού ουσιαστικά δεν ήταν εκτός του πνεύματος του πλεονεκτήματος. Η αναφορά της ΕΔΥ στη διοικητική και εποπτική πείρα του κ. Παναγιώτου είχε σαφή και αποκλειστική αναφορά στα πλαίσια της πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας σε "μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό" και κατ΄ουδένα λόγο δεν συναρτάτο με τη σύγκριση του προς άλλους υποψηφίους σε σχέση με το ρόλο της πείρας στα πλαίσια των κριτηρίων επιλογής.
Η προσφυγή της κας. Δημητρίου αποτυγχάνει στο σύνολο της και απορρίπτεται.
Απομένει η προσφυγή του κ. Χατζηχάννα. Ένα από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει ο κ. Χατζηχάννας, την ισχυριζόμενη προκατάληψη και έχθρα της ΕΔΥ απέναντι του, δεν προτίθεμαι να το σχολιάσω πέραν του να πω ότι δεν τεκμηριώνεται από τα παρατιθέμενα στοιχεία.
Άλλος λόγος ακύρωσης αφορά τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή, η οποία κατ΄ισχυρισμό είναι σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλλων και αναιτιολόγητη. Συγκεκριμένα, ο κ. Χατζηχάννας λέγει ότι ο ίδιος υπερέχει των ενδιαφερομένων προσώπων (η προσφυγή του αναφέρεται μόνο στην κα. Κουτουρούσιη και στους κυρίους Παπαδόπουλο, Γεωργίου και Ματθαίου) σε αξία, προσόντα και το πλεονέκτημα, και εν τούτοις δεν συστήνεται, και ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής δεν εξειδικεύει με επαρκή αιτιολόγηση τη σύσταση του γιατί συστήνει τον κάθε ένα από τους συστηθέντες. Ο λόγος αυτός αναφέρεται προφανώς στην κα. Κουτουρούσιη και τους κυρίους Γεωργίου και Ματθαίου που συστήθησαν από το Διευθυντή και όχι στον κ. Παπαδόπουλο που δεν συστήθηκε. Ο κ. Χατζηχάννας δεν συγκεκριμενοποιεί σε σύγκρουση με ποια στοιχεία των φακέλλων είναι, όπως ισχυρίζεται, η σύσταση, και δεν έχει ούτε το δικαστήριο εντοπίσει από τους φακέλλους
οποιαδήποτε στοιχεία που να καταδείκνυαν την ορθότητα της εισήγησης του κ. Χατζηχάννα. Όσο για το άλλο σκέλος της εισήγησης, για τον ίδιο λόγο δεν θεωρώ ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, έχοντας υπ΄όψη το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων τα οποία και έλαβε υπ΄όψη.Με άλλο λόγο ακύρωσης ο κ. Χατζηχάννας ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία των υποψηφίων που περιέχονται στο σχετικό κατάλογο που ετοίμασε η Συμβουλευτική Επιτροπή και που είναι Παράρτημα 9 στην έκθεση της είναι λανθασμένα. Και αν όμως υπήρχαν οποιεσδήποτε επί μέρους ανακρίβειες στα στοιχεία του ιδίου, όπως ισχυρίζεται ο κ. Χατζηχάννας, καμμιά ένδειξη δεν υπάρχει ότι η ΕΔΥ βασίσθηκε στον κατάλογο αυτό και όχι στα ενώπιον της στοιχεία όπως προέκυπταν από τους φακέλλους, και ασφαλώς κανένας συσχετισμός των κατ΄ισχυρισμό ανακριβών στοιχείων στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν γίνεται προς την αξιολόγηση στην οποία προέβη η ΕΔΥ και την απόφαση της.
Ο κ. Χατζηχάννας ισχυρίζεται και πλάνη της ΕΔΥ ως προς την υπηρεσιακή του έκθεση για το 1985. Το θέμα εγείρεται σε σχέση με επιστολή που απέστειλε ο αφυπηρετήσας λειτουργός που αξιολόγησε τότε τον κ. Χατζηχάννα με την οποία πληροφορούσε την ΕΔΥ ότι η έλλειψη άμεσης και τακτικής επαφής με την εργασία του κ. Χατζηχάννα τον είχε αναγκάσει να βασισθεί σε προφορικές πληροφορίες που δυνατόν να μην ήταν εξ ολοκλήρου αντικειμενικές και έγκυρες. Η ΕΔΥ αποφάσισε ότι η αναθεώρηση της έκθεσης για το 1985 δεν ήταν δυνατή μετά την πάροδο τόσου χρόνου και μετά που ο αξιολόγησας λειτουργός έπαυσε να είναι δημόσιος υπάλληλος, και ότι εξ άλλου οι αναφορές του εν λόγω λειτουργού ήσαν τόσο γενικές και αόριστες που δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναθεώρηση. Συμφωνώ απόλυτα με την ΕΔΥ, και παρατηρώ περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή ένδειξη ότι η ΕΔΥ προσέδωσε οποιαδήποτε αρνητική σημασία στην έκθεση του κ. Χατζηχάννα για το 1985. Θεωρώ δε ότι κακώς ο κ. Χατζηχάννας λέγει στην αγόρευση του ότι "Η ΕΔΥ, για να μην προάξει τον Αιτητή κάνει ολόκληρη αναφορά σ΄αυτόν στα πρακτικά της", παραπέμποντας στη συζήτηση του εν λόγω θέματος. Η ΕΔΥ δεν είχε ενεργήσει με δική της πρωτοβουλία ή με οποιοδήποτε κίνητρο αλλά ασχολήθηκε με το θέμα εξ ανάγκης αφού της είχε σταλεί αυτή η επιστολή, σίγουρα όχι με δική της υποκίνηση, και έτσι όφειλε να τη σχολιάσει.
Ο βασικός προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης αφορά την ισχυριζόμενη έκδηλη υπεροχή του κ. Χατζηχάννα σε προσόντα και στο πλεονέκτημα. Ο λόγος αυτός συναρτάται δε και προς δύο άλλους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, το αναιτιολόγητο της απόφασης της ΕΔΥ και την υπέρμετρη βαρύτητα που απέδωσε στην προφορική εξέταση. Ο κ. Χατζηχάννας παραθέτει λεπτομερώς τα προσόντα του, περιλαμβανομένων των όσων του δίδουν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, ισχυριζόμενος ότι αυτά τον καθιστούσαν υπερέχοντα των Ενδιαφερομένων Μερών, και μάλιστα αφού ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Κάνει δε ειδική αναφορά σε υπεροχή του έναντι των κυρίων Παπαδοπούλου και Γεωργίου. Για τον κ. Παπαδόπουλο μάλιστα, με άλλο χωριστό αλλά σχετικό λόγο ακύρωσης, ισχυρίζεται ότι αναιτιολόγητα η ΕΔΥ παραγνώρισε το πλεονέκτημα το οποίο ο ίδιος είχε και ο κ. Παπαδόπουλος δεν είχε. Για την κα. Κουτουρούσιη και τους κυρίους Γεωργίου και Ματθαίου δεν μπορώ να διαπιστώσω έκδηλη υπεροχή του κ. Χατζηχάννα ή έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση της ΕΔΥ, ούτε και απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. Καμμιά υπεροχή σε αξία του κ. Χατζηχάννα έναντι τους δεν προκύπτει όσον αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις, παρά μάλλον κάποια υπεροχή τους έναντι του κ. Χατζηχάννα, οι υποψήφιοι δε αυτοί είχαν και τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία προσέθετε στο στοιχείο της αξίας και ήδη εκρίθη σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλλων και αιτιολογημένη. Περαιτέρω, και οι τρεις είχαν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, ώστε ούτε σε αυτό τον τομέα υπερείχε ο κ. Χατζηχάννας. Αλλά ούτε και σε αρχαιότητα. Όσον αφορά τα προσόντα, καμμιά υπεροχή του κ. Χατζηχάννα δεν διαπιστώνεται έναντι είτε της κας. Κουτουρούσιη είτε του κ. Ματθαίου, και καμμιά τέτοια δεν συγκεκριμενοποιείται από τον κ. Χατζηχάννα. Σε σχέση με τον κ. Γεωργίου, εκείνο που επισημαίνει ο κ. Χατζηχάννας είναι ότι ο κ. Γεωργίου δεν έχει οποιαδήποτε μετεκπαίδευση, προφανώς αναφερόμενος στο ότι ο κ. Γεωργίου δεν έχει μεταπτυχιακές σπουδές όπως έχει ο ίδιος στο επίπεδο του Master. Δεν χρειάζεται όμως να εξηγήσω γιατί αυτό, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα δεδομένα, δεν θα αποκάλυπτε έκδηλη υπεροχή του κ. Χατζηχάννα έναντι του κ. Γεωργίου. Ως εκ των ως άνω, κρίνω ότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ούτε ότι απεδόθη από την ΕΔΥ υπέρμετρη βαρύτητα στην προσωπική συνέντευξη
σε σχέση με τα εν λόγω τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη.Η προσφυγή του κ. Χατζηχάννα όσον αφορά την κα. Κουτουρούσιη και τους κυρίους Ματθαίου και Γεωργίου αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Απομένει να εξετασθεί η προσφυγή του κ. Χατζηχάννα όσον αφορά τον κ. Παπαδόπουλο. Η ΕΔΥ δεν προέβη σε σύγκριση μεταξύ των δύο, υπάρχουν όμως τα σχόλια της ΕΔΥ για την προτίμηση του κ. Παπαδόπουλου και γενικά και έναντι της κας. Αττεσλή που αποκαλύπτουν το σκεπτικό της γι΄αυτόν. Η ΕΔΥ παρατήρησε βασικά ότι ο κ. Παπαδόπουλος υπερείχε γενικά όλων των υποψηφίων που δεν επιλέγησαν. Αυτό βέβαια κάλυπτε και τον κ. Χατζηχάννα. Σε ποιο βαθμό ήταν ορθό; Σίγουρα όχι όσον αφορά την αξία, αφού οι δύο ήσαν ουσιαστικά ισοδύναμοι στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Ούτε είχε ο κ. Παπαδόπουλος, όπως βέβαια
και ο κ. Χατζηχάννας, τη σύσταση του Διευθυντή, που θα προσέδιδε προβάδισμα στην αξία ως πρόσθετο στοιχείο αυτής. Η ΕΔΥ, όσον αφορά την αξία, σημειώνει ότι ο κ. Παπαδόπουλος είχε οριακά χαμηλότερες αξιολογήσεις έναντι άλλων υποψηφίων που δεν επιλέγησαν, τις οποίες όμως δεν κρίνει ρυθμιστικές λόγω αξιολόγησης από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης. Εξήγησα ήδη στην περίπτωση της κας. Αττεσλή γιατί θεωρώ πεπλανημένη αυτή την προσέγγιση της ΕΔΥ καθ΄όσον απολήγει σε αναιτιολόγητη υποβάθμιση της δεδομένης και αντικειμενικής ισχύος των υπηρεσιακών εκθέσεων. Δεν είναι δυνατό, κάτω από μια τόσο γενική αναφορά όπως αυτή που έκανε η ΕΔΥ χωρίς να συγκεκριμενοποιείται το πράγμα σε σχέση με οποιουσδήποτε υποψηφίους, να θεωρείται ότι αιτιολογείται η ουσιαστική ισοπέδωση των υποψηφίων στις υπηρεσιακές εκθέσεις αντί τουλάχιστον να εξετάζονται οι επί μέρους διαφορές τους.Σε σχέση με τα προσόντα, η ΕΔΥ έδωσε σημασία στο ότι ο κ. Παπαδόπουλος διέθετε ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα, και συγκεκριμένα δύο μεταπτυχιακά, το ένα εκ των οποίων ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, αν κατείχετο κατά το σχετικό χρόνο, θα του έδιδε και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Επαναλαμβάνω και υιοθετώ και πάλι τα όσα ανέφερα επ΄αυτού στην περίπτωση της κας. Αττεσλή, καταλήγοντας ότι η παραγνώριση από την ΕΔΥ του πλεονεκτήματος το οποίο είχε κατά κόρο ο κ. Χατζηχάννας και η ουσιαστική εξίσωση του μεταπτυχιακού του κ. Παπαδόπουλου με το πλεονέκτημα το οποίο δεν είχε ήταν αναιτιολόγητη και πεπλανημένη, και σίγουρα δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε υπεροχή του κ. Παπαδόπουλου στον τομέα αυτό. Αλλά και γενικώτερα όσον αφορά τα προσόντα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν υπερτερούσε ο κ. Παπαδόπουλος του κ. Χατζηχάννα αλλά μάλλον ο κ. Χατζηχάννας του κ. Παπαδόπουλου, και μάλιστα όσον αφορά προσόντα διοίκησης, που ήσαν ιδιαίτερα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Το άλλο στοιχείο στο οποίο η ΕΔΥ απέδωσε σημασία ήταν η "σύνθετη και μακρά εμπειρία" του κ. Παπαδόπουλου, "όπως φάνηκε και μέσα από την προφορική εξέταση" και το ότι "διακρίνεται για το ενδιαφέρον του για μάθηση και ανάπτυξη". Δεν υπάρχει όμως οτιδήποτε που να δείχνει ότι και η πείρα του κ. Χατζηχάννα δεν ήταν τουλάχιστον εξ ίσου "σύνθετη και μακρά" ή ότι ο κ. Χατζηχάννας δεν είχε τουλάχιστον το ίδιο ενδιαφέρον για μάθηση και ανάπτυξη, όπως προκύπτει από τα μόνα αντικειμενικά στοιχεία, δηλαδή τις αξιολογήσεις και τα προσόντα - απεναντίας, τα προσόντα του κ. Χατζηχάννα αποκαλύπτουν μια εκπληκτική έφεση για μάθηση και ανάπτυξη σε όλους του τομείς και τα επίπεδα της καριέρας του. Ούτε από αυτή την άποψη λοιπόν υπερείχε ο κ. Παπαδόπουλος του κ. Χατζηχάννα και η απόφαση της ΕΔΥ ήταν και πάλι αναιτιολόγητη.
Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι η ΕΔΥ προσέδωσε και υπέρμετρη βαρύτητα στην προσωπική συνέντευξη, όπως ήδη παρατήρησα και στην περίπτωση της κας. Αττεσλή, τα σχόλια μου δε εκεί ισχύουν ανάλογα και εδώ.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ αναιτιολόγητη και πεπλανημένη την απόφαση της ΕΔΥ να επιλέξει τον κ. Παπαδόπουλο και η προσφυγή του κ. Χατζηχάννα εναντίον του επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Όσον αφορά τα έξοδα:
- Στην προσφυγή 382/96 ο Αιτητής θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας καθ΄όσον η προσφυγή αποτυγχάνει.
- Στην προσφυγή 445/96 ο Αιτητής θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας καθ΄όσον η προσφυγή αποτυγχάνει.
- Στην προσφυγή 535/96 δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα καθ΄όσον η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει και αποτυγχάνει εν μέρει.
- Στην προσφυγή 545/96 δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα καθ΄όσον η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει και αποτυγχάνει εν μέρει.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο