Κώστα Αδαμίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 642/97, 24 Σεπτεμβρίου 1999 Κώστα Αδαμίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 642/97, 24 Σεπτεμβρίου 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 642/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κώστα Αδαμίδη, από τη Λευκωσία

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

24 Σεπτεμβρίου 1999

Για τον Αιτητή: κ. Πολυδώρου για κ. Χρυσοστομίδη

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Α. Παπασάββας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 6: κ. Χ. Αρτέμης.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής στη θέση Γεωργικού Επιθεωρητή 1ης Τάξης των Ενδιαφερομένων Μερών. Στο στάδιο των διευκρινίσεων, η προσφυγή απεσύρθη όσον αφορά την προαγωγή του Ενδιαφερομένου Μέρους 7 κ. Κακουλλή, το δε δικόγραφο αναφορικά με το Ενδιαφερόμενο Μέρος 8 κ. Θεοδώρου διεχωρίσθη καθ΄όσον (όπως και στην περίπτωση του κ. Κακουλλή) η προαγωγή του ήταν με άλλη διοικητική πράξη. Εξετάζεται λοιπόν η προσφυγή αναφορικά με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1-6 κυρίους Λάρκου, Αριστοτέλους, Αντωνίου, Γρηγορίου, Χρυσοστόμου και Κονναρή.

Η προαγωγή έγινε στη συνεδρία της ΕΔΥ της 9.4.1997 και αφορούσε την πλήρωση επτά θέσεων. Προήχθησαν τα ως άνω έξη Ενδιαφερόμενα Μέρη και ο κ. Παπαγεωργίου, η προαγωγή του οποίου δεν προσβάλλεται, που ήσαν και οι συστηθέντες από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, κ. Αδαμίδη, συζητά τρεις λόγους ακύρωσης στη γραπτή αγόρευση του:

1. Πλάνη και αντιφατική συμπεριφορά της ΕΔΥ όσον αφορά την κατοχή από τον κ. Αδαμίδη του προβλεπόμενου στο σχέδιο υπηρεσίας πρόσθετου προσόντος.

2. Έκδηλη υπεροχή του κ. Αδαμίδη έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών.

3. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για την επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών αντί του κ. Αδαμίδη σε σχέση με το ότι αυτοί δεν είχαν το πρόσθετο προσόν που ο κ. Αδαμίδης έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε.

Αναφορικά με το πρόσθετο προσόν, η ΕΔΥ όντως απεφάσισε ότι από όλους τους υποψηφίους μόνο το Ενδιαφερόμενο Μέρος κ. Χρυσοστόμου, καθώς και δύο άλλοι άσχετοι με την προσφυγή, το διέθεταν. Ο κ. Αδαμίδης ισχυρίζεται ότι ο ίδιος κατείχε το πρόσθετο προσόν και ότι πεπλανημένα και αντιφατικά η ΕΔΥ δεν τον περιέλαβε στους υποψηφίους οι οποίοι το κατείχαν. Το πρόσθετο προσόν όπως προνοείται στο σχέδιο υπηρεσίας είναι:

"Δίπλωμα ή πιστοποιητικόν ανεγνωρισμένου Κολλεγίου εις την Γεωπονίαν ή εις θέμα σχετικόν με τας δραστηριότητας του Τμήματος Γεωργίας."

 

Η ΕΔΥ, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, προέβη στην απόφαση της με βάση προηγούμενη απόφαση της ημερομηνίας 24.10.1995 ότι η κατοχή του πρόσθετου προσόντος εξυπακούει εκπαίδευση τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους, η οποία μπορεί να είναι συνεχής ή συσσωρευτική, νοουμένου ότι θα συναρτάται και ουσιαστικά θα αποτελεί συνέχεια ή συμπλήρωση του ίδιου κλάδου/θέματος σπουδών. Στα πρακτικά δεν αναφέρεται οτιδήποτε συγκεκριμένο για την απόφαση της ΕΔΥ να μην περιλάβει τον κ. Αδαμίδη μεταξύ των υποψηφίων που είχαν το πρόσθετο προσόν, γίνεται δε γενική αναφορά στο ότι ελήφθησαν υπ΄όψη τα στοιχεία των φακέλλων. Ο κ. Αδαμίδης λέγει ότι ο ίδιος είχε το πρόσθετο προσόν, καθ΄όσον ήταν κάτοχος του Certificate of Basic and Advanced Training in the Field of Soil Science" του Federal Institute for Geosciences and Natural Resources στο Hannover. Το certificate αυτό, λέγει ο κ. Αδαμίδης, του αναγνωρίσθηκε μάλιστα από την ΕΔΥ κατά τη λήψη της προηγούμενης απόφασης η οποία είχε ακυρωθεί από το δικαστήριο στις υποθέσεις Αδαμίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, 296/91 κ.α., 9.3.1994, η δε παρούσα αναίρεση της θέσης αυτής από την ΕΔΥ συνιστά αντιφατική συμπεριφορά σε αντίθεση με τους κανόνες χρηστής διοίκησης και εμπιστοσύνης μεταξύ διοικούμενου και διοίκησης που δεν μπορεί να επιτραπεί, όπως αποφασίσθηκε σε σχέση με το ίδιο ακριβώς θέμα στην περίπτωση του κ. Αδαμίδη και σε άλλη ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας, 73/96, 13.11.1997.

Ότι η ΕΔΥ είχε αναγνωρίσει το certificate του κ. Αδαμίδη ως πρόσθετο προσόν στα πλαίσια του σχεδίου υπηρεσίας στη λήψη της προηγούμενης ακυρωθείσας απόφασης της στην υπόθεση 296/91 είναι δεδομένο από την αναφορά στην εν λόγω απόφαση όσο και παραδεκτό. Αν και, όπως παρατηρείται από το Νικολαΐδη, Δ., στην υπόθεση 73/96 η απόφαση στην υπόθεση 291/96 δεν συνιστούσε δεδικασμένο επί του θέματος αφού δεν υπήρξε διαπίστωση του δικαστηρίου επί των γεγονότων, εν τούτοις το γεγονός παραμένει ότι η ΕΔΥ είχε αναγνωρίσει ότι ο κ. Αδαμίδης είχε το πρόσθετο προσόν. Ούτε επηρεάζεται αυτό το δεδομένο από τα σχόλια του δικαστηρίου στην υπόθεση 291/96 στα οποία με παρέπεμψε ο κ. Παπασάββας αναφορικά με τα κριτήρια του πρόσθετου προσόντος. Τα σχόλια εκείνα αναφέροντο στο επίδικο θέμα κατά πόσο ο άλλος Αιτητής στην υπόθεση 305/91 κ. Μαυρομμάτης είχε το πρόσθετο προσόν και, εκτός του ότι φαίνονται να αναφέρονται σε δίπλωμα άλλο από εκείνο του κ. Αδαμίδη, δεν αναιρούν το δεδομένο, το οποίο διέπει την όλη απόφαση, ότι ο κ. Αδαμίδης είχε αναγνωρισθεί από την ΕΔΥ ότι είχε το πρόσθετο προσόν. Το εγειρόμενο στην παρούσα προσφυγή θέμα, εξ άλλου, δεν είναι μάλλον αν αυτά καθ΄αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι το certificate του κ. Αδαμίδη συνιστούσε το πρόσθετο προσόν αλλά κατά πόσο μπορεί να επιτραπεί στη διοίκηση να υπαναχωρήσει από την προηγούμενη απόφαση της να το αναγνωρίσει ως πρόσθετο προσόν.

Επ΄αυτού δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής τα λεχθέντα και αποφασισθέντα από το Νικολαΐδη, Δ., στην υπόθεση 73/96, τα οποία και υιοθετώ, όπως παρατίθεται στις σελίδες 3-6:

"Είναι καθιερωμένη νομολογιακή αρχή πως η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και μόνο η υπέρβαση των ακραίων ορίων της ευχέρειας αυτής που οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα προκαλεί την επέμβαση του Δικαστηρίου (βλέπε μεταξύ άλλων Georghiades v. The Repubic (1966) 3 CLR 827 και Κλέαρχος Μιλτιάδους και άλλοι ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 789 κ.α., ημερ. 30.5.1989).

Έτσι με βάση την πιο πάνω θέση θα ήμουν της γνώμης ότι η ερμηνεία που δόθηκε από την Επιτροπή στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ήταν εύλογα επιτρεπτή και νόμιμη. Όμως δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι σε μια παρόμοια προγενέστερη διαδικασία το συγκεκριμένο πιστοποιητικό που κατείχε ο αιτητής κρίθηκε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του πρόσθετου προσόντος του σχεδίου υπηρεσίας (βλέπε πρακτικά συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 21.12.1990). Μπορεί η απόφαση του Δικαστηρίου στην προηγούμενη υπόθεση να μην αποτελεί δεδικασμένο, αλλά η απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει ότι ο αιτητής δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις πράξεις της Διοίκησης.

Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον ιδιώτη και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προς αυτήν (βλέπε Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 1977, Τόμος Α, σελ. 105-107). Η διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπει στη Διοίκηση να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο ή να εξαπατά τον ιδιώτη. Αντίθετα, η Διοίκηση οφείλει και όταν ακόμα δρα κατά διακριτική ευχέρεια (προπάντων τότε), να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην άσκηση των δικαιωμάτων του.

Περαιτέρω η αρχή της καλής πίστης επιτάσσει ότι η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί ή ακόμα λιγότερο να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοίκησης είναι αναγκαία για τη λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σίγουρα η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς μεταβαλλόμενους όρους της ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοίκησης να μεταβάλλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο. Όμως, όπως τονίζει και ο Δαγτόγλου, ανωτέρω, στη σελ. 107, οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας και αυθαιρεσίας.

Πράξεις αντίθετες προς προηγούμενες πράξεις του ιδίου οργάνου θα πρέπει να αιτιολογούνται εκ φύσεως. Η διοίκηση μπορεί κατ΄αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις και την τακτική της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της πορείας της (Σ.τ.Ε. 2387/66 και Δαγτόγλου, ανωτέρω, σελ. 166. Βλέπε επίσης Eleftherios Soteriou v. The Greek Communal Chamber & Another (1966) 3 C.L.R. 83, 104). Η έννοια της καλής πίστης συνδέεται με την αρχή του estoppel η οποία αποκλείει ασυνέπεια και αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους της διοίκησης (Ιούλιος Παρισινός και άλλος ν. Δήμου Στροβόλου, Α.Ε. 1622, ημερ. 2.6.1995). Η αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης (venire contra factum proprium) προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της και μπορεί να στηρίξει την παρανομία της διοικητικής πράξης (Γεωργία Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υποθ. Αρ. 61/95, ημερ. 29.11.1995).

Δεν συμφωνώ με τη θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ΄ων η αίτηση ότι η Επιτροπή με το να καθορίσει τη διάρκεια της απαιτούμενης εκπαίδευσης σε ένα τουλάχιστον ακαδημαϊκό έτος προσδίδει αιτιολογία στην αλλαγή της γραμμής που ακολουθούσε προηγουμένως. Η Επιτροπή σε μια προηγούμενη περίπτωση αποφάσισε ότι το συγκεκριμένο προσόν του αιτητή μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πρόσθετο και στην παρούσα περίπτωση χωρίς αιτιολογία αποφάσισε να μεταβάλει την άποψή της και να θέσει την προϋπόθεση ότι οποιοδήποτε ακαδημαϊκό προσόν θα πρέπει να έχει αποκτηθεί με σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Η διαφοροποίηση αυτή δεν συνιστά αιτιολογία. Η αλλαγή της θέσης της Επιτροπής, η διαφοροποίηση ακριβώς της προηγούμενης εκφρασθείσας θέσης χρειάζεται αιτιολόγηση. Και η αλλαγή της στάσης, η απόφαση να απαιτούνται σπουδές ενός ακαδημαϊκού έτους, δεν έχει δικαιολογηθεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο."

 

Ο κ. Παπασάββας με ανάφερε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Frangoullides v. Public Service Commission (1985) 3 CLR 1680, στη οποία ελέχθησαν τα εξής από τον Τριανταφυλλίδη, Π., ο οποίος έδωσε την απόφαση, στη σ. 1685:

"It is correct that on an earlier occasion when the two appellants were again candidates for promotion to the post of Principal Welfare Officeρ the respondent Commission, which was at the time differently composed, treated both of them as being qualified under the same scheme of service but, in our view, this did not prevent the Commission from reaching a different conclusion on the present occasion after a much more thorough inquiry into the matter. Irrespective of what had been done on the said earlier occasion the Commission could not lawfully, and in a proper exercise of its relevant powers, consider as eligible for promotion to the post of Principal Welfare Officer either of the appellants once it was not satisfied that they were qualified for promotion under the relevant scheme of service."

 

Δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της προσέγγισης που υιοθετείται στην υπόθεση 73/96 και της υπόθεσης Frangoullides. Όπως αναφέρεται στο πιο πάνω απόσπασμα, η διοίκηση δεν εμποδίζετο να υιοθετήσει άποψη διάφορη της προηγούμενης, δεδομένου ότι μεσολάβησε μια πολύ εμπεριστατωμένη έρευνα στο όλο θέμα επί της οποίας και στηρίχθηκε η αναθεωρημένη άποψη της. Αυτό ανάγεται στην επάρκεια της αιτιολόγησης της αναθεώρησης της στάσης της διοίκησης. Ο Νικολαΐδης, Δ., στην υπόθεση 73/96, αναγνωρίζει τη δυνατότητα της διοίκησης να μεταβάλλει τις απόψεις της, τονίζει όμως την ανάγκη δέουσας αιτιολόγησης της διαφοροποίησης. Στην υπόθεση Frangoullides η πολύ εμπεριστατωμένη έρευνα που έγινε ήταν αυτή που δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση της άποψης της διοίκησης η οποία προήλθε ακριβώς από την έρευνα εκείνη. Στην υπόθεση 73/96, όπως υποδεικνύει ο Νικολαΐδης, Δ., η αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης απέναντι στον κ. Αδαμίδη με την αλλαγή της άποψης της όσον αφορά την κατοχή του πρόσθετου προσόντος δεν είχε καθ΄οιονδήποτε τρόπο δικαιολογηθεί και έτσι δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Στην προκειμένη περίπτωση ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε αιτιολόγηση ή εξήγηση για την αλλαγή της στάσης της ΕΔΥ στο θέμα της κατοχής του πρόσθετου προσόντος από τον κ. Αδαμίδη. Καμμιά έρευνα, όπως στην υπόθεση Frangoullides, δεν φαίνεται να έγινε πάνω στην οποία να μπορούσε να βασισθεί η διαφοροποίηση της ΕΔΥ και καμμιά αναφορά δεν γίνεται στα πρακτικά, ιδιαίτερα για τον κ. Αδαμίδη, παρά μόνο αναφορά στην προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ της 24.10.1995 που, όπως εκρίθη στην υπόθεση 73/96, δεν αιτιολογούσε τη διαφοροποίηση. Η ίδια μάλιστα η απόφαση στην υπόθεση 73/96 μπορεί έτσι να θεωρηθεί και ως δεδικασμένο όσον αφορά ακριβώς το επίδικο θέμα, ότι δηλαδή η διαφοροποίηση της στάσης της ΕΔΥ με την απόφαση της 24.10.1995, που αποτέλεσε και τη βάση για την προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν αναιτιολόγητη και ανεπίτρεπτη ως αντιφατική και ως αντιστρατευόμενη τους κανόνες χρηστής διοίκησης και εμπιστοσύνης μεταξύ διοίκησης και διοικούμενου.

Καταλήγω λοιπόν ότι ο εξεταζόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Καθ΄όσον το πρόσθετο προσόν συνιστούσε στοιχείο κρίσης στη λήψη της απόφασης της διοίκησης, όπως προκύπτει και από τη νομολογία και από τη σύσταση του Διευθυντή και το σκεπτικό της ΕΔΥ, η παραγνώριση του στην περίπτωση του κ. Αδαμίδη ήταν ουσιώδης ώστε να οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, έχοντας μάλιστα υπ΄όψη ότι ακόμα και η πιθανότητα πλάνης αρκεί υπό τοιαύτες συνθήκες για να ακυρωθεί η πράξη (ίδε: Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, 716/96, 15.4.1998). Τοσούτο μάλλον αφού η διοίκηση οφείλει να παρέχει ειδική αιτιολογία για την επιλογή υποψηφίου που δεν διαθέτει το πρόσθετο προσόν αντί άλλου που το διαθέτει (ίδε: Χατζηγιάννη ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317). Η παρατήρηση αυτή ουσιαστικά καλύπτει και το δεύτερο λόγο ακύρωσης που προβάλλεται στην προσφυγή.

Ως εκ της κατάληξης μου αυτής, δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με το άλλο θέμα της έκδηλης υπεροχής που προβάλλει ο κ. Αδαμίδης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Αδαμίδη.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο