Παντελή Πούλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Συμβουλίου Οπτικών, Υπόθεση Αρ. 207/98, 6 Σεπτεμβρίου, 1999 Παντελή Πούλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Συμβουλίου Οπτικών, Υπόθεση Αρ. 207/98, 6 Σεπτεμβρίου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 207/98

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 6, 25, 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:-

Παντελή Πούλλου, από τη Λευκωσία

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Συμβουλίου Οπτικών, από τη Λευκωσία

Καθ΄ ων η Αίτηση

_ _ _ _ _ _ _ _

6 Σεπτεμβρίου, 1999

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τον Αιτητή: Κος. Χρ. Πατσαλίδης.

Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση: Κος. Γεωργιάδης.

_ _ _ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής κατέχει Δίπλωμα Τεχνικού Οπτικού και Δίπλωμα Οπτομετρίας από τη Νοσηλευτική Σχολή Πράγας Τσεχοσλοβακίας. Στις 10/9/1996 υπέβαλε αίτηση στο Συμβούλιο Οπτικών (το Συμβούλιο) για εγγραφή του στο Μητρώο Οπτικών Κύπρου. Με απόφαση του ημερομηνιας 24/11/1997 το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό ότι «ο ενδιαφερόμενος κατέχει Δίπλωμα Οπτομετρίας της Νοσηλευτικής Σχολής Πράγας αλλά όπως διαπίστωσε το Συμβούλιο οι ώρες διδασκαλίας μαθημάτων δεν εμπίπτουν στο αποδεκτό επίπεδο των αναγνωρισμένων πανεπιστημίων για Οπτικούς». Η απόφαση του Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 28/11/1997 στην οποία του ανεφέρετο ότι «μπορεί να ξαναϋποβάλει αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών στην οποία πρέπει να επισυνάψει αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών.»

Η πιο πάνω απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Οι Προδικαστικές Ενστάσεις

Ο δικηγόρος του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου έχει προβάλει δύο προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη ένσταση ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Με τη δεύτερη ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί για το λόγο ότι, αντί να καταχωρηθεί εναντίον του Συμβουλίου Οπτικών, το οποίο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, καταχωρήθηκε εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Συμβουλίου Οπτικών.

΄Οσον αφορά την πρώτη ένσταση υποστηρίζεται η θέση ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία, όπως ανέφερα, του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 28/11/1997, «λίγες μέρες μετά την 28/11/1997 και όχι ένα ολόκληρο μήνα μετά την 28/11/1997», ημερομηνία κατά την οποία συντάχθηκε και αποστάληκε με το σύνηθες ταχυδρομείο η εν λόγω επιστολή. Και τούτο διότι ο Γραμματέας του Συμβουλίου ταχυδρομεί τις επιστολές το αργότερο μέσα σε τρεις μέρες από τη σύνταξη τους, είναι δε «κοινώς γνωστό ότι οι μέρες παραλαβής μίας επιστολής η οποία αποστέλλεται με το σύνηθες ταχυδρομείο εντός πόλεως είναι δύο με τρεις μέρες και σε εξαιρετικές περιπτώσεις έξι έως επτά μέρες». Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 6/3/1998.

Κατά την άποψη μου η ένσταση δεν ευσταθεί. Το γεγονός ότι η επιστολή του καθ΄ ου η αίτηση φέρει ημερομηνία 28/11/1997 δεν υποδηλοί άνευ ετέρου ότι συντάχθηκε την ίδια ημερομηνία και ή ότι αποστάληκε αμέσως μετά τη σύνταξη της. Η επιστολή δεν αποστάληκε καν συστημένη και, επομένως, δεν υπάρχει ενώπιον μου οποιαδήποτε, έστω εκ πρώτης όψεως, ένδειξη είτε για την ημερομηνία αποστολής είτε για την ημερομηνία παραλαβής της. Ούτε και μπορώ να λάβω δικαστική γνώση για το ποια είναι η συνήθης χρονική περίοδος που απαιτείται για την παραλαβή επιστολής είτε εντός είτε εκτός πόλεως. Το βάρος της απόδειξης του ισχυρισμού ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη φέρει, σύμφωνα με τη νομολογία, εκείνος που επικαλείται το εκπρόθεσμο. Στην παρούσα περίπτωση ο καθ΄ ου η αίτηση δεν έχει αποσείσει αυτό το βάρος. (Βλ. Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322.). Το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929 έως 1959), στη σελίδα 252, είναι αρκετά εύγλωττο:-

«Η κοινοποίησις δέον να αποδεικνύηται ως λαβούσα πράγματι χώραν. Αποδεικτικόν κοινοποιήσεως μη συνταγέν υπό δημοσίου οργάνου δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν δια την κρίσιν περί εμπροθέσμου ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Δεν αποτελεί δε πλήρη απόδειξιν κοινοποιήσεως το ότι η πράξις φέρεται διεκπεραιωθείσα δια παραδόσεως εις το Ταχυδρομείον, εφ΄ όσον δεν αποδεικνύεται και η περιέλευσις αυτής εις τον προς ον η κοινοποίησις και δη από βεβαίας χρονολογίας, έστω και αν έτι βεβαιούται η παραλαβή του σχετικού εγγράφου ως συστημένου υπό της ταχυδρομικής υπηρεσίας.»

 

΄Οσον αφορά τη δεύτερη ένσταση, ότι δηλαδή η προσφυγή έχει καταχωρηθεί εναντίον λανθασμένου προσώπου, έχω την άποψη ότι ούτε και αυτή ευσταθεί. Παρόμοια ένσταση προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστή Καλλή στην Προσφυγή Αρ. 202/98 - Ευάγγελος Ηλιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Συμβουλίου Οπτικών [απόφαση ημερ. 23/3/1999]. Απορρίπτοντας την ένσταση ο αδελφός Δικαστής σημείωσε τα ακόλουθα με τα οποία και συμφωνώ απόλυτα.

«΄Εχει νομολογηθεί ότι οι προσφυγές δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, όπως είναι και η παρούσα προσφυγή, στρέφονται εναντίον της απόφασης η οποία είναι το αντικείμενο τους και το υπεύθυνο για την έκδοση τους όργανο ακούεται μόνο σε σχέση με την νομιμότητα της απόφασης. Ο τίτλος της προσφυγής αποτελεί θέμα δευτερεύουσας σημασίας και δεν οδηγεί στην απόρριψη της προσφυγής (Βλ. Cyprus Transport Co. (No. 1) v. Republic (1969) 3 C.L.R. 501 και Minister of Finance v. Public Service Commission (1968) 3 C.L.R. 61). ΄Εχει, επίσης, νομολογηθεί ότι οι προσφυγές που προσβάλλουν πράξεις ή αποφάσεις οργάνου, αρχής ή προσώπου της Δημοκρατίας πρέπει να εγείρονται εναντίον της Δημοκρατίας δια του αρμοδίου οργάνου, αρχής ή προσώπου που εξέδωσε την κρινόμενη πράξη ή απόφαση (Βλ. Πράτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 888/90/15.5.91).

Θεωρώ λοιπόν ότι ο τίτλος της προσφυγής είναι ορθός (Βλ. Πράτσου, πιο πάνω). Ωστόσο πρέπει να προστεθεί ότι και σε περίπτωση που ο τίτλος δεν ήταν ορθός το δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να τροποποιήσει τον τίτλο όπου διαπιστώνεται, όπως είναι εδώ η περίπτωση, ότι μια τέτοια πορεία δεν επηρεάζει δυσμενώς την άλλη πλευρά ή το συμφέρον της δικαιοσύνης (Βλ. Sotiropoulou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 596, 602, Christodoulou v. Republic, 1 R.S.C.C. 1, 9). Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει.»

 

 

 

Η Ουσία της Προσφυγής

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η συγκρότηση του Συμβουλίου το οποίο έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν νόμιμη γιατί σε αυτή δεν μετείχε «Τεχνικός Οπτικός» εφ΄ όσον, ένα από τα μέλη του, ο κ. Γεώργιος Κωσταράς, ο οποίος στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 15/5/1997, με την οποία διορίστηκε το Συμβούλιο Οπτικών, περιγράφεται ως «Τεχνικός Οπτικός», ήταν εγγεγραμμένος «στον Κατάλογο Μητρώου Οπτικών με τον Αριθμό 79 και όχι στον Κατάλογο Τεχνικών Οπτικών». Τα προσόντα για εγγραφή στα δύο Μητρώα είναι διαφορετικά.

Το νομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι το άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως της ΄Ασκησης του Επαγγέλματος των Οπτικών Νόμου του 1992 (Νόμος 16(Ι)/92) το οποίο έχει ως εξής:-

«3.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καθιδρύεται Συμβούλιο Οπτικών το οποίο είναι αρμόδιο για την εγγραφή οπτικών και τεχνικών οπτικών καθώς και για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καταστημάτων οπτικών ειδών και ασκεί οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες και αρμοδιότητες χορηγούνται σ΄ αυτό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Το Συμβούλιο σύγκειται από τα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Τρία μέλη της δημόσιας υπηρεσίας από τα οποία το ένα να είναι ειδικός οφθαλμίατρος,

(β) δύο οπτικούς που δεν είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο Μητρώο Οπτικών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου,

(γ) έναν ειδικό οφθαλμίατρο που δεν είναι μέλος της δημόσιας υπηρεσίας,

(δ) έναν τεχνικό οπτικό που δεν είναι μέλος της δημόσιας υπηρεσίας και κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . »

 

Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή η συγκρότηση του Συμβουλίου έπασχε λόγω παράβασης του άρθρου 3(2)(δ) το οποίο προβλέπει ότι στο Συμβούλιο θα πρέπει να μετέχει και ένας «Τεχνικός Οπτικός», που δεν είναι μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας, και κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών δυνάμει του άρθρου 7 του Νόμου. Στη συγκρότηση του Συμβουλίου, κατά παράβαση του άρθρου 3(2)(δ), δεν μετείχε «Τεχνικός Οπτικός» αφού ο κ. Γ. Κωσταράς, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν «Οπτικός» και όχι «Τεχνικός Οπτικός».

Σύμφωνα με το δκηγόρο του καθ΄ ου η αίτηση ο κ. Κωσταράς κατείχε τα προσόντα για να εγγραφεί ως «Τεχνικός Οπτικός» και, επομένως, δεν τίθεται θέμα παράνομης συγκρότησης του Συμβουλίου. Αυτό που απαιτεί ο Νόμος είναι ο διορισμός «Τεχνικού Οπτικού» ο οποίος να κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών και όχι ο διορισμός Τεχνικού Οπτικού που να είναι ήδη εγγεγραμμένος στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ίδιο δικηγόρο, σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει ότι η συγκρότηση του Συμβουλίου δεν ήταν νόμιμη, τότε οι πράξεις του θα πρέπει να θεωρηθούν νόμιμες κατ΄ εφαρμογή «της θεωρίας των de facto διοικητικών οργάνων κατά την Lex Barbarius Philippus του ρωμαϊκού δικαίου, διότι μόνο έτσι προστατεύεται η ασφάλεια και η σταθερότητα των εννόμων σχέσεων του διοικητικού δικαίου». Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να εφαρμοσθεί ο κανόνας του ρωμαϊκού δικαίου «error communis facit jus» (η κοινή πλάνη δημιουργεί δίκαιον).

Eξετάζοντας την τελευταία εισήγηση, που προβλήθηκε και ενώπιον του στην υπόθεση Ηλιάδη (πιο πάνω), ο Δικαστής Καλλής είπε τα ακόλουθα:-

«Αρχίζω με την τελευταία εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ΄ ων η αίτηση. Στην Τσαγγάρη ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, Υποθ. 449/91/17.5.96 υιοθέτησα την θέση της νομολογίας μας ότι το Κυπριακό Σύνταγμα δεν παρέχει πεδίο για την επίκληση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες της αρχής της νομιμότητας αποφάσεων de facto οργάνων (Βλ. Νικολάου κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. 212/90 κ.α./17.5.91, Αρέστη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 66/91/27.11.91). Υιοθετώ και πάλιν την σχετική θέση της Νομολογίας γιατί δεν έχω πεισθεί ότι πρέπει να αποστώ από αυτή. Προσθέτω ότι η πιο πάνω θεωρία δεν έχει τη θέση της στη σύγχρονη εποχή και σε ένα σύγχρονο κράτος το οποίο πρέπει να λειτουργεί με βάση τις αρχές της Νομιμότητας και της υπεροχής του κράτους δικαίου.

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο η πρόνοια του εδαφίου 2(δ) του άρθρου 3 ικανοποιείται και με το διορισμό προσώπου το οποίο είναι “οπτικός” και κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί τόσο στο Μητρώο Οπτικών όσο και στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών ή κατά πόσο ικανοποιείται με το διορισμό προσώπου το οποίο είναι Τεχνικός Οπτικός και κατέχει μόνο τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών.

Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο εδάφιο 2(δ) του άρθρου 3 του Νόμου.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Με το άρθρο 2 του Νόμου δίνεται ο ορισμός του όρου “Οπτικός” και “Τεχνικός Οπτικός”, οι οποίοι είναι διαφορετικοί. Διαφορετικά είναι και τα προσόντα που χρειάζονται για την άσκηση των αντίστοιχων επαγγελμάτων (βλ. άρθρο 7 του Νόμου και Κ.Δ.Π. 200/96 και 201/96).

Στην προσπάθεια μου να ερμηνεύσω το άρθρο 3 του Νόμου έλαβα υπόψη μου το κείμενο του επίμαχου εδαφίου 2(δ) σε συνδυασμό με το κείμενο του Νόμου στο σύνολό του.

΄Εχω την άποψη πως με τη θέσπιση του άρθρου 3 του Νόμου στόχος του Νομοθέτη ήταν η καθίδρυση Συμβουλίου Οπτικών στο οποίο να συμμετέχουν και οι δύο τάξεις οπτικών οι οποίες προβλέπονται από το Νόμο. Η μια τάξη είναι εκείνη των “Οπτικών” και η άλλη τάξη είναι εκείνη των “Τεχνικών Οπτικών”. Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 3 (2) (β) και (2) (δ) του Νόμου στο Συμβούλιο Οπτικών πρέπει να μετέχουν:

(α) Δύο οπτικοί που κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο Μητρώο Οπτικών.

(β) ΄Ενας τεχνικός οπτικός που κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών και που δεν κατέχει τα προσόντα για να εγγραφεί και στο Μητρώο Οπτικών.

Η πρόθεση του Νομοθέτη είναι σαφής: Πρόσωπο το οποίο είναι “Οπτικός” δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις και των δύο εδαφίων - του εδαφίου 2(β) και 2(δ). Αν ο Νομοθέτης στόχευε στην ικανοποίηση των δυο αυτών εδαφίων με το διορισμό Οπτικού δεν θα θέσπιζε το εδάφιο 2(δ). Με την θέσπιση των εδαφίων 2(β) και 2(δ) ο Νομοθέτης μερίμνησε για την αντιπροσώπευση και των δύο τάξεων Οπτικών στο Συμβούλιο. Υιοθέτηση διαφορετικής ερμηνείας αντιστρατεύεται την ορθή ερμηνεία του επίμαχου άρθρου και την πρόθεση του Νομοθέτη όπως αυτή συνάγεται μέσα από τη θεώρηση του Νόμου στο σύνολό του. Περαιτέρω, τέτοια ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογα και άτοπα αποτελέσματα. Ερμηνείες οι οποίες οδηγούν σε τέτοια αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγονται (Kyriakides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 86). Το παράλογο και άτοπο αποτέλεσμα θα προκύψει από ερμηνεία η οποία θα αποκλείσει την συμμετοχή της τάξης των προσώπων, οι οποίοι έχουν τα προσόντα για να εγγραφούν μόνο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών, από το Συμβούλιο.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρώ ότι για τη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών είναι απαραίτητη και η συμμετοχή ενός Τεχνικού Οπτικού, ο οποίος έχει τα προσόντα να εγγραφεί μόνο στο Μητρώο Τεχνικών Οπτικών.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι δεν έχει διορισθεί ένας τέτοιος Τεχνικός Οπτικός στο Συμβούλιο Οπτικών. Ο κ. Κωσταράς ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Οπτικών.

Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες από τη μη συμμετοχή “Τεχνικού Οπτικού” στο Συμβούλιο Οπτικών.

Στην Gavriel v. Republic (1967) 3 C. L.R. 638, 646, 647 έχει υιοθετηθεί το πιο κάτω απόσπασμα από το “Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο” του Κυριακόπουλου, Τόμος Β, σελ. 20:

“Απαραίτητος προϋπόθεσις της εννόμου λειτουργίας του συλλογικού οργάνου είναι η νόμιμος αυτού συγκρότησις. Του νόμου ορίζοντος εκ πόσων και τίνων ατόμων απαρτίζεται το συλλογικόν όργανον προϋπόθεσιν της νομίμου υποστάσεως και λειτουργίας, αλλά και του εγκύρου των αποφάσεων, αποτελεί η συγκρότησις αυτού εκ πάντων των προσώπων, τα οποία νόμω καθωρίσθησαν, διά ν΄ αποκτήση τούτο γένεσιν και μορφήν συλλογικού οργάνου. Προς την έννοιαν δε της νομίμου συγκροτήσεως του συλλογικού οργάνου αντίκειται η εις αυτό συμμετοχή προσώπου μη περιλαμβανομένου μεταξύ των κατά νόμον μελών αυτού ή στερηθέντος της ιδιότητος ταύτης λ.χ. δυνάμει δικαστικής αποφάσεως.”

Στην ίδια απόφαση έγινε αναφορά στις αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας 1269-1273/53 στις οποίες έχει νομολογηθεί ότι η κακή σύνθεση “άγει εις αναρμοδιότητα του οργάνου”.

Στο “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου” του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, 7η έκδοση, σελ. 130, υποδεικνύεται:

“... δεν είναι νόμιμη η συγκρότηση, εάν ως μέλη του συλλογικού οργάνου διορίσθηκαν πρόσωπα διαφορετικά από εκείνα που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις (ΣΕ 250/1980) ............ Επίσης είναι κακή η συγκρότηση, εάν το μέλος που διορίσθηκε δεν έχει την ιδιότητα που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις (ΣΕ 487/1986).”

Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση του Γ. Μ. Παπαχατζή στο “Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου”, 6η έκδοση, σελ. 221:

“Ο Νομοθέτης καθορίζει τη σύνθεση του καθενός συλλογικού οργάνου, ρυθμίζει δηλαδή από πόσους και από ποιούς το όργανο απαρτίζεται. Προϋπόθεση της έννομης οργάνωσης του διοικητικού οργάνου αποτελεί προ πάντων η νόμιμη συγκρότηση του. Πριν συγκροτηθεί νομίμως, με όλα του δηλαδή τα μέλη, το συλλογικό όργανο δεν είναι δυνατόν να αρχίσει να παίρνει αποφάσεις έστω και αν τα μέλη που συμπράττουν - τα παρόντα στη συνεδρίαση - αποτελούν την κατά νόμο απαρτία: Στ.Ε. 624 του 1931: ‘Προϋπόθεσιν της απαρτίας αποτελεί η κατά νόμον συγκρότησις’.”

(Βλ. και Π. Δ. Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, 3η έκδοση, παραγ. 955).

Υπό το φως όλων των ανωτέρω κρίνω ότι η συγκρότηση του Συμβουλίου Οπτικών δεν ήταν νόμιμη και επομένως το Συμβούλιο έχει ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης αρμοδιότητας.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του αδελφού Δικαστή, τόσο σε σχέση με την εμβέλεια της θεωρίας των de facto διοικητικών οργάνων όσο και σε σχέση με την ορθή ερμηνεία του άρθου 3(2(δ), με βρίσκει και πάλιν απόλυτα σύμφωνο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα λόγω κακής συγκρότησης του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου, κακής συγκρότησης που είχε ως αποτέλεσμα το Συμβούλιο να ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. (Βλέπε σχετικά και την απόφαση του Δικαστή Νικολαΐδη στην Υπόθεση Αρ. 104/97 Χριστίνα Κωνσταντινίδου, από την Πόλη Χρυσοχούς ν. Συμβουλίου Οπτικών, από τη Λευκωσία [απόφαση ημερ. 21/5/1999].).

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

/ΜΝ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο