LYUBOV DOUGALYUK ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 182/99, 25 Οκτωβρίου 1999 LYUBOV DOUGALYUK ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 182/99, 25 Οκτωβρίου 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 182/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

LYUBOV DOUGALYUK, από την Ουκρανία

και τώρα στη Λευκωσία,

Αιτήτρια

και

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών,

2. Πρώτου Λειτουργού Μεταναστεύσεως,

Καθ’ων η αίτηση

----------------------------

25 Οκτωβρίου 1999

Μονομερής αίτηση ημερομηνίας 14/10/99

Για την Αιτήτρια: κ. Στ. Στυλιανού.

Για τους Καθ’ων η αίτηση: Ουδεμία εμφάνιση.

------------------------

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(α) Τα γεγονότα

Με την παρούσα μονομερή (ex parte) αίτηση η αιτήτρια ζητά την έκδοση διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης διατάγματος απέλασης της μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι στις 12/1/99 εκδόθηκε διάταγμα απέλασης (Deportation Order) από το Λειτουργό Μετανάστευσης, την εγκυρότητα του οποίου αμφισβητεί με την παρούσα προσφυγή. Στις 16/2/99 η αιτήτρια καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε την αναστολή της απέλασης της μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής. Η αίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 24/3/99 για “κάποιο νομικό λάθος που υπήρχε σε αυτή”.

Με την παρούσα αίτηση που καταχωρήθηκε στις 14/10/99 η αιτήτρια ζητά εκ νέου την έκδοση διατάγματος αναστολής της απέλασης της γιατί είναι η μόνη διέξοδος για να παραμείνει στην Κύπρο μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής της. Η αιτήτρια υπολογίζει ότι η εκδίκαση της προσφυγής της θα λάβει χώρα το αργότερο μέσα σε δύο μήνες και θα ήταν άσκοπο και πολυδάπανο για την Κυπριακή Δημοκρατία να εξευρεθούν χρήματα για τη μεταφορά της μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα της στην πατρίδα της, καθώς επίσης να εξεύρει η ίδια χρήματα για να καλύψει τα έξοδα επιστροφής της στην Κύπρο, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής της. Σε μια τέτοια περίπτωση η ζημιά που θα υποστεί θα είναι ανεπανόρθωτη και πιθανότα καταστροφική.

Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι όταν η αίτηση είχε οριστεί για πρώτη φορά, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για την επίδοση της αίτησης και στους καθ’ων η αίτηση. Η αιτήτρια συμμορφώθηκε και επέδωσε αντίγραφο της αίτησης της στην άλλη πλευρά. Επειδή οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να εμφανιστούν στην ημερομηνία που είχε οριστεί, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης στην απουσία των καθ’ων η αίτηση.

(β) Η νομική πλευρά

Οι αρχές που καθορίζουν την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος στο Διοικητικό Δίκαιο έχουν καθοριστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απώτερος σκοπός της έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος είναι η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και αναστολή της απόφασης μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου. Το προσωρινό αυτό μέτρο συνιστά μια δραστική θεραπεία και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ (ίδε Clerides and others (No.1) v. The Republic [1966] 3 C.L.R. 701). Και τούτο γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας να ελέγχει διοικητικές αποφάσεις, δεν ενδείκνυται να παρεμβαίνει σε αυτές προτού ολοκληρωθεί η έρευνα του για την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

 

 

 

Προτού εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει

(α) έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης ή

(β) σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το διάταγμα δεν εκδοθεί.

Ο καθορισμός της έκδηλης παρανομίας υπήρξε ένα θέμα που απασχόλησε πολλές φορές το Δικαστήριο. Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Frangos and others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53 στη σ. 58,

“Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law. The notion does not encompass any defective exercise of discretionary powers vested in an organ of public administration.”

 

Η παρανομία πρέπει να προβάλλει από μόνη της ως “έκδηλη, διαβόητη και σκανδαλώδης”. (Ιδε Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837). Ομως η παρανομία πρέπει να είναι έκδηλη με την έννοια ότι είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Επεται ότι η ύπαρξη συγκρουόμενων γεγονότων εξουδετερώνει το αυταπόδεικτο της παρανομίας. (Ιδε Frangos and others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53 στη σ. 58 και Moyo and another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976). Οπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών ([1995] 3 Α.Α.Δ. 233, η έκδηλη παρανομία καθορίζεται ως,

“εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.”

Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην υπόθεση Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αίτηση 141/89 της 29/5/90, απόφαση της Ολομέλειας) όπου αναφορικά με την έννοια της έκδηλης παρανομίας το Δικαστήριο ανέφερε ότι,

“Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης “προφανής παρανομία”. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.”

 

Ο άλλος λόγος που επιτρέπει την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος είναι η σοβαρή πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Προς τούτο ο αιτητής πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία ότι η ζημιά που θα υποστεί δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος αν η έκδοση του μπορεί να δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της Διοίκησης (ίδε Miltiadous v. The Republic [1972] 3 C.L.R. 341, Monica Rodat v. The Republic [1983] 3 C.L.R. 937).

(γ) Συμπεράσματα

Στην παρούσα περίπτωση από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας δεν προβάλλεται ισχυρισμός και ούτε παρατίθενται στοιχεία ότι το σχετικό διάταγμα των καθ’ων η αίτηση της 12/1/99 για την απέλαση της είναι αποτέλεσμα έκδηλης παρανομίας σε βαθμό που να δικαιολογεί την άμεση επέμβαση του Δικαστηρίου πριν από την εκδίκαση της προσφυγής.

Επιπρόσθετα ο ισχυρισμός για πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς παραμένει μετέωρος. Δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία ότι η ζημιά που πιθανό να προκληθεί είναι τέτοιας έκτασης που δεν θα μπορεί να εκτιμηθεί σε αργότερο στάδιο. Αντίθετα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης φαίνεται ότι δεν θα υπάρξει δυσκολία στον καθορισμό της, αφού αυτή περιορίζεται στα έξοδα της επιστροφής της αιτήτριας στην Κύπρο σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής.

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο