ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 864/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Στέλιου Παπακώστα, από τη Λεμεσό,
Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργ. Οικονομικών,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
27 Οκτωβρίου 1999
.Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Δ. Καλλίγερος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά την περίοδο 1964-1974 υπηρέτησε στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία ως καθηγητής σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης και από 1.9.1974-31.8.1980 εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολεία του ελληνικού δημοσίου με άδεια απουσίας από την Κύπρο χωρίς απολαβές. Την 1.9.1980 παραιτήθηκε οικειοθελώς από τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία της Κύπρου, συνέχισε όμως να εργάζεται στην Ελλάδα μέχρι τις 30.8.96 που αφυπηρέτησε. Από το ελληνικό δημόσιο συνταξιοδοτήθηκε την 1.12.1996.
Την 11.7.94, οι κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας, συνήψαν μεταξύ τους σύμβαση για θέματα δημοσιοϋπαλληλικών συντάξεων με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κρατικών υπαλλήλων κλπ που έχουν υπηρεσία και στις δύο χώρες. Βλ. Επίσημη Εφημερίδα, παράρτημα έβδομο, αρ. 2904, ημερ. 2.9.94. Η σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στην Κύπρο από 1.6.1995 και στην Ελλάδα από 15.2.1995.
Ο αιτητής, κατ΄ επίκληση των προνοιών της σύμβασης, υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση των ετών υπηρεσίας του στην Κύπρο για σκοπούς σύνταξης. Η αίτηση απορρίφθηκε, γεγονός το οποίο γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου του Υπουργείου Οικονομικών ημερομηνίας 15.7.1998. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρονται τα εξής:
"Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 16 Ιουνίου 1998 και λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι με βάση την Διακρατική Σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη συνταξιοδότηση Κρατικών Υπαλλήλων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιούσθε σε συνταξιοδοτικά οφελήματα.
Ο λόγος οφείλεται στο γεγονός ότι με βάση την περί συντάξεων νομοθεσία που ίσχυε κατά την ημέρα της παραίτησής σας δεν δικαιούσθε στην παραχώρηση συνταξιοδοτικών οφελημάτων από την Κυπριακή Δημοκρατία."
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται το κύρος της πιο πάνω απόφασης. Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι:
"(α) Η απόφαση και κατ΄ επέκταση η παράλειψη καταβολής οφειλομένων συνταξιοδοτικών οφελημάτων στον αιτητή είναι αντίθετη στα άρθρα 169, 9, 28 και 25 του Συντάγματος.
(β) Υπάρχει κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.
(γ) Λήφθηκε υπό πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα.
(δ) Δεν έγινε η δέουσα έρευνα.
(ε) Λήφθηκε κατά διαδικασία που πάσχει.
(στ) Στερείται δέουσας αιτιολογίας."
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ο αιτητής δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά οφελήματα γιατί κατά το χρόνο που αυτός παραιτήθηκε οικειοθελώς από τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία (1.9.1980), δεν είχε ακόμα τεθεί σε εφαρμογή (1.1.1981) ο περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1981 (Ν. 40/81) με βάση τον οποίο, οι καθηγητές θα μπορούσαν να αποκτήσουν συνταξιοδοτικά οφελήματα ύστερα από οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, τηρουμένων των προϋποθέσεων που
έθετε ο νόμος.
Κατά το χρόνο που ο αιτητής παραιτήθηκε οικειοθελώς από τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία βρισκόταν σε ισχύ το άρθρο 8Β(4) των περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμων του 1967 έως 1979 που πρόβλεπε ότι:
"8.Β(4)Εις περίπτωσιν καθ΄ ην ο καθηγητής ήθελεν αφυπηρετήση ή παραιτηθή εκ της θέσεως του εις τον εν τη αιτήσει του αναφερόμενον οργανισμόν προ της συμπληρώσεως της ηλικίας των πεντήκοντα πέντε ετών εις ουδέν οφέλημα αφυπηρετήσεως ούτος θα δικαιούται και ουδέν οφέλημα θα είναι πληρωτέον εις αυτόν."
Είναι πρόδηλο πως με βάση την πιο πάνω ρητή νομοθετική διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο που ο αιτητής παραιτήθηκε οικειοθελώς από τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία αυτός δεν εδικαιούτο σε κανένα συνταξιοδοτικό οφέλημα αφυπηρετήσεως.
Η κατάσταση, άλλαξε με τον περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1981 (Ν. 40/81) και τις τροποποιήσεις που ακολούθησαν. Οι καθηγητές, μετά από οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτησή τους μπορούσαν πλέον να αποκτήσουν υπό προϋποθέσεις συνταξιοδοτικά οφελήματα.
Ακολούθησε η σύμβαση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων για την οποία έγινε ήδη λόγος. Οπως έχει ειπωθεί ο αιτητής, κατ΄ επίκληση των προνοιών της σύμβασης διεκδίκησε συνταξιοδοτικά οφελήματα τα οποία δεν μπορούσε άλλως να αποκτήσει με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε πριν την εφαρμογή της Σύμβασης.
Η θέση της διοίκησης είναι ότι η Σύμβαση δεν παρέχει στον αιτητή δυνατότητα απόκτησης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων για τον λόγο που σαφώς διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Τίθεται επομένως ζήτημα εξέτασης του κατά πόσο η ερμηνεία που δόθηκε από τη διοίκηση στις σχετικές πρόνοιες της Σύμβασης ήταν υπό τις περιστάσεις η ενδεδειγμένη. Αν η κατάληξη είναι αρνητική τότε αυτό θα σημαίνει πως εμφιλοχώρησε πλάνη περί το νόμο που καθιστά τρωτή τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης.
Το άρθρο 2.1.ΙΙ της Σύμβασης προβλέπει ότι η Σύμβαση έχει εφαρμογή, καθόσον αφορά την Κύπρο, μεταξύ άλλων, και στους περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμους του 1967 έως 1994. Το άρθρο 2.2 της Σύμβασης προβλέπει ότι η Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε όλες τις νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις που κωδικοποιούν, τροποποιούν ή συμπληρώνουν τις νομοθεσίες που απαρριθμούνται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.
Προδήλως η Σύμβαση εφαρμόζεται με αναφορά στις αντίστοιχες νομοθεσίες των δύο συμβαλλομένων κρατών που ίσχυαν κατά το χρόνο που η Σύμβαση αντιστοίχως τέθηκε σε ισχύ στα δύο κράτη ή που θα ισχύσει στο μέλλον. Αυτό προκύπτει από την έννοια του όρου "Νομοθεσία" η οποία περιέχεται στο άρθρο 1 της Σύμβασης και έχει ως εξής:
""Νομοθεσία" (σημαίνει) τους νόμους, τους κανονισμούς, τα διατάγματα, και κάθε άλλη συνταξιοδοτική διάταξη που ισχύει ή θα ισχύσει στο μέλλον στα δύο συμβαλλόμενα κράτη που αφορούν τη συνταξιοδότηση κρατικών εν γένει υπαλλήλων και που αναφέρονται στο άρθρο 2 της παρούσας σύμβασης."
Κατά το χρόνο που τέθηκε σε εφαρμογή η Σύμβαση στην Κύπρο, δεν υπήρχε σε ισχύ νόμος που να προβλέπει την παροχή συνταξιοδοτικών οφελημάτων σε καθηγητές που οικειοθελώς παραιτήθηκαν από τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία πριν από τη θέσπιση του περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1981 (Ν. 40/81). Εχω τη γνώμη πως στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ο λόγος (ratio decidenti) της
Santis and Others v. The Republic (1983) 3 CLR 419 γιατί κατά το χρόνο που παραιτήθηκε οικειοθελώς ο αιτητής από τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία βρισκόταν σε ισχύ το άρθρο 8Β(4) των περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμων 1967 έως 1979 (ανωτέρω) το οποίο απέκλειε κάθε δικαίωμα παροχής οφελημάτων σε καθηγητή σε περίπτωση οικειοθελούς παραίτησης προτού συμπληρώσει την ηλικία των 55 ετών. Στην Santis ανωτέρω τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η νομοθεσία για σύνταξη εξαρτωμένων βουλευτή θεσπίστηκε μετά το θάνατο του βουλευτή, πατέρα των αιτητών, και κρίθηκε πως οι πρόνοιες του νόμου μπορούσαν να είχαν υπό τις περιστάσεις αναδρομική ισχύ.Η Σύμβαση αυτή καθ΄ εαυτή δεν δημιουργεί νομική υποχρέωση στα συμβαλλόμενα κράτη για παροχή συνταξιοδοτικών οφελημάτων σε κρατικό υπάλληλο όταν με βάση τη νομοθεσία του οικείου κράτους, στην οποία εφαρμόζεται η Σύμβαση, ο κρατικός υπάλληλος δεν δικαιούται σε τέτοια συνταξιοδοτικά οφελήματα. Η Σύμβαση δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις με αναφορά μόνο στις νομοθεσίες των δύο κρατών επί των οποίων εφαρμόζεται η Σύμβαση και οι οποίες καθορίζονται στη Σύμβαση.
Στην προκείμενη περίπτωση, η διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τη νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο της οικειοθελούς αφυπηρέτησης του αιτητή και των τροποποιήσεων που ακολούθησαν. Οπως έχει ειπωθεί οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν επέφεραν μεταβολή η οποία να επηρεάζει ευνοϊκά την περίπτωση του αιτητή.
Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία που έδωσε η διοίκηση στη Σύμβαση ήταν υπό τις περιστάσεις η ενδεδειγμένη και συνεπώς δεν διαπιστώνω πλάνη περί το νόμο.
Τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση ήταν όλα ενώπιον της Διοίκησης και εξετάστηκαν δεόντως από τον αρμόδιο φορέα. Η σύντομη αιτιολογία η οποία περιέχεται στην επιστολή που στάληκε στον αιτητή ημερομηνίας 15.7.98 σαφώς προσδιορίζει το λόγο απόρριψης του αιτήματος και παρέχεται έτσι η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά διαδικασία που πάσχει παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Ατεκμηρίωτος επίσης παρέμεινε και ο ισχυρισμός για κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Είναι αυτονόητο κατόπιν των όσων έχουν ειπωθεί πως δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των συνταγματικών διατάξεων στις οποίες αναφέρεται ο αιτητής.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.
FONT>Α. Κραμβής,
Δ.
ΣΦ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο