Φρίνικς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντού Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Συνεκδ. Υπόθεσης αρ : 102/98, 103/98 και 104/98, 29 Noεμβρίου, 1999 Φρίνικς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντού Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Συνεκδ. Υπόθεσης αρ : 102/98, 103/98 και 104/98, 29 Noεμβρίου, 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδ. Υπόθεσης αρ : 102/98, 103/98 και 104/98

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

Υπόθεση αρ. 102/98

ΜΕΤΑΞΥ:

Φρίνικς Λτδ

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθυντού Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Υπόθεση αρ. 103/98

ΜΕΤΑΞΥ:

Φρίνικς Λτδ

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθυντού Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Υπόθεση αρ. 104/98

ΜΕΤΑΞΥ:

Φρίνικς Λτδ

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθυντού Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Καθ΄ων η αίτηση

__________

 

 

 

29 Noεμβρίου, 1999

Για τους αιτητές (σε όλες τις προσφυγές) : κ. Κίκης Ταλαρίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της

Δημοκρατίας.

__________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις παρούσες προσφυγές οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση τριών αποφάσεων του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (στο εξής “ο Διευθυντής”) που τους κοινοποιήθηκαν με χωριστές επιστολές, όλες ημερομηνίας 28.11.1997. Οι επιστολές ήταν αποτέλεσμα παραπόνου που υπέβαλαν εναντίον των αιτητών τρεις πρώην εργοδοτούμενοί τους.

Ειδικότερα ο Παναγιώτης Καραμαλλής τους κατήγγειλε στις 11.11.1996 για παράλειψη πληρωμής εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για λογαριασμό του. Στις 29.7.1996 άλλος εργοδοτούμενος, ο Βασίλης Βασιλείου υπέβαλε γραπτό παράπονο για παράλειψη πληρωμής εισφορών στο ίδιο Ταμείο για προμήθειες ύψους £2.827 που εισέπραξε για την περίοδο από 2.1.1995 μέχρι 30.10.1995. Τέλος ο Κώστας Μαυρομουστάκης υπέβαλε στις 18.4.1996 παράπονο για παράλειψη των αιτητών πληρωμής εισφορών για λογαριασμό του. ΄Υστερα από σχετική έρευνα ο Διευθυντής αξίωσε από τους αιτητές την καταβολή των οφειλομένων εισφορών.

Οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της πιο πάνω απόφασης γιατί αποτελεί κατάχρηση της διακριτικής εξουσίας του Διευθυντή επειδή αγνοήθηκαν τα πορίσματα της έκθεσης της έρευνας που είχε διαταχθεί. Ισχυρίζονται επίσης ότι δεν ελήφθη υπ΄ όψιν η μαρτυρία των αιτητών, η οποία ήταν αντίθετη με τη μαρτυρία των παραπονουμένων, ούτε και διεξήχθη έρευνα για να διαπιστωθεί η αξιοπιστία κάθε πλευράς. Τέλος οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο Διευθυντής κατά παράβαση ουσιώδους τύπου, δεν έδωσε την ευκαιρία στους αιτητές να παρευρεθούν και ακουστούν κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία.

Σύμφωνα με το άρθρο 76 (2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, Ν.41/80, ο Διευθυντής μπορεί, πριν επιλύσει οποιοδήποτε ζήτημα, να αναθέσει σε οποιονδήποτε εκ των υπηρετούντων στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λειτουργών τη διεξαγωγή έρευνας.

Στην παρούσα υπόθεση διορίστηκε η λειτουργός Μαρία Κωνσταντίνου, η οποία υπέβαλε σχετική έκθεση στις 11.10.1996. ΄Υστερα από σχετική εντολή του Διευθυντή υποβλήθηκε και συμπληρωματική έκθεση, ημερ. 18.11.1996.

Η λειτουργός πήρε καταθέσεις και εξέτασε διάφορα στοιχεία. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Κώστας Μαυρομουστάκης και Παναγιώτης Καραμαλλής ήταν υπεργολάβοι και ως εκ τούτου οι αιτητές δεν ήταν υπόχρεοι να καταβάλουν εισφορές για λογαριασμό τους, ενώ στο Βασίλη Βασιλείου είχε καταβληθεί φιλοδώρημα και όχι προμήθεια.

 

Ο Διευθυντής αγνοώντας τις δύο εκθέσεις που υποβλήθηκαν αποφάσισε ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του ο Παναγιώτης Καραμαλλής εισέπραττε προμήθεια. Ως προς τον Κώστα Μαυρομουστάκη αποφάσισε ότι ήταν μισθωτός, ενώ για το Βασίλη Βασιλείου ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του είχε επιπλέον αποδοχές τις οποίες πληρώθηκε υπό μορφή προμήθειας. ΄Ετσι κατέληξε ότι οι αιτητές είχαν παραλείψει και στις τρεις περιπτώσεις να καταβάλουν τις αντίστοιχες εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Σε καμιά από τις τρεις επιστολές δεν γίνεται μνεία της έκθεσης της Μαρίας Κωνσταντίνου. Αναφέρεται μόνο ότι το παράπονο που είχε υποβληθεί εναντίον των αιτητών από τους τρεις εργοδοτούμενούς τους, είχε διερευνηθεί και λήφθηκαν στοιχεία και πληροφορίες, καθώς και γραπτές καταθέσεις τόσο από αξιωματούχο της εταιρείας των αιτητών, όσο και από άλλα πρόσωπα.

΄Οταν νομοθεσία απαιτεί απλή γνώμη το αποφασίζον όργανο οφείλει να προκαλέσει και ακούσει τη γνώμη, αλλά δεν οφείλει να συμμορφωθεί, διατηρώντας τη δυνατότητα να αποστεί από αυτήν. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση υποχρεούται να αιτιολογήσει ειδικώς την απόκλισή του (Δύσπυρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 596/98, ημερ. 24.9.1999 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1572, ημερ. 28.4.1999. Βλέπε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 193).

Η παράλειψη ειδικής αιτιολόγησης της μη αποδοχής της γνωμοδότησης συνιστά παράλειψη ουσιώδους τύπου που επάγεται ακυρότητα της πράξης (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ.194 και Στέφανου Δεληκωστόπουλου, Η Παράβασις Ουσιώδους Τύπου ως Λόγου Ακυρώσεως των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 135. Βλέπε επίσης Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 234).

Στην προσβαλλόμενη απόφαση του Διευθυντή δεν γίνεται μνεία στην έκθεση της Μαρίας Κωνσταντίνου. Συνεπώς δεν φαίνεται αν κατά τη διαμόρφωση γνώμης του Διευθυντή ελήφθη υπ΄ όψιν, ή αν εξετάστηκε καν η άποψη που εξέφρασε. Τέλος δεν καταγράφεται ούτε και ο λόγος της απόρριψης της γνώμης της (Ambrosia Oils (1976) Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 872/97, ημερ. 17.6.1999).

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου και γι΄ αυτό θα πρέπει να ακυρωθούν.

Οι τρεις προσβαλλόμενες πράξεις ακυρώνονται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο