ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1042/97
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Γεώργιου Χριστοδούλου από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
Καθής η αίτηση
---------------------
Ημερομηνία:
19 Noεμβρίου, 1999Για τον αιτητή: Α. Ευσταθίου
Για την καθής η αίτηση: Κ. Χ”Ιωάννου
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ανήκει στο διοικητικό προσωπικό της καθής η αίτηση Αρχής. Κατέχει το βαθμό Υποτομεάρχη. Υπηρετεί για περισσότερο από 25 χρόνια. Είναι ένας από 63 υπαλλήλους της Αρχής που ανταποκρίθηκαν θετικά σε εγκύκλιο, που αφορούσε την πρόωρη αφυπηρέτηση υπαλλήλων. Ο αιτητής υπέβαλε σχετική αίτηση στις 26/2/97.
Η πρόωρη εγκατάλειψη της υπηρεσίας είναι εφικτή εφόσον χαρακτηρίζεται ως ευδόκιμη η προηγούμενη σταδιοδρομία του υπαλλήλου. Το νομικό της πλαίσιο παρέχουν οι διατάξεις του Καν. 10Α των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών. Προβλέφθηκε ειδικά ότι η Αρχή, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή της, μπορεί να αποφασίσει “περί των ευδοκίμως περατωσάντων την σταδιοδρομίαν των υπαλλήλων”. Προϋπόθεση που θεσπίζει ο κανονισμός, για άσκηση του δικαιώματος από υπαλλήλους που φέρουν βαθμό Υποτομεάρχη, είναι η συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας. Ο αιτητής πληρούσε την προϋπόθεση αυτή κατά το χρόνο που αποτάθηκε για να τύχει του ευεργετήματος.
Από τη μελέτη των εγγράφων που αποτελούν το Παράρτημα 1 της ένστασης, φαίνεται πως ένα τέτοιο αίτημα διέρχεται από διάφορα διαδικαστικά στάδια. Προηγείται σχετική εγκύκλιος προς το προσωπικό (βλέπε επιστολή ημερ. 4/4/97 του Διευθυντή Υπηρεσιών Προσωπικού προς το Βοηθό Γενικό Διευθυντή). Το επόμενο βήμα είναι σύνταξη υπομνήματος από το Γενικό Διευθυντή προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής για να εγκριθεί “κατ’ αρχήν” η αφυπηρέτηση των υπαλλήλων που ζήτησαν πρόωρη αφυπηρέτηση. Στο υπόμνημα αναφέρεται και το συγκεκριμένο ποσό αποζημίωσης που θα λάβει ο κάθε απερχόμενος υπάλληλος. Ο υπολογισμός φαίνεται ότι βασίζεται - έτσι τουλάχισον έγινε στην προκείμενη περίπτωση - στη μαθηματική φόρμουλα που αναφέρεται στην επιστολή της 4/4/97.
Έπεται η λήψη της απόφασης “κατ’ αρχήν” πάνω στο ζήτημα, όπως έγινε και στην κρινόμενη περίπτωση κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 15/4/97. Ακολουθεί πρόταση προς τον ενδιαφερόμενο που προσδιορίζει και το ποσό με το οποίο αποφασίστηκε να αποζημιωθεί ο υπάλληλος. Η λήψη οριστικής απόφασης καθορίζεται από την αντίδραση του αποχωρούντος (βλέπε παράγραφο 1 της σελ. 2 του Παραρτήματος 3).
Η προσφορά που έγινε στον αιτητή αντανακλάται σε έγγραφο δήλωση που τιτλοφορείται “Αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση”, την οποία η Αρχή του ζήτησε να υπογράψει. Ας σημειωθεί ότι η εν λόγω αποζημίωση δεν επηρεάζει, ούτε συναρτάται, με τις άλλες νόμιμες απολαβές και την απονομή σύνταξης στον υπάλληλο. Στο έγγραφο αυτό, που είναι στο φάκελο, το ποσό καθορίστηκε σε £9.215 το οποίο, όπως ρητά αναφέρει, είναι χαμηλότερο από το προβλεπόμενο στον Καν. 21 (1) (στ) των Κανονισμών της Αρχής. Ο αιτητής απέρριψε την πρόταση (βλέπε επιστολή του ημερ. 11/9/97). Θεώρησε απαράδεκτη τη θέση όρου σ’ αυτήν, να παραιτηθεί του δικαιώματος να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με το ύψος της αποζημίωσης. Με την ίδια ευκαιρία ο αιτητής είχε ζητήσει να διευκρινιστεί κατά πόσο το προσφερθέν ποσό ήταν φορολογητέο.
Σε συνεδρίαση της ημερ. 9/10/97 η Αρχή αποφάσισε την ανάκληση της παραπάνω απόφασης της, ημερ. 15/4/97, για πρόωρη αφυπηρέτηση του αιτητή. Αυτή την απόφαση, που κοινοποιήθηκε με την επιστολή, ημερ. 16/10/97 προσβάλλει τώρα ο αιτητής.
Διευκρινίζεται ότι ο Καν. 10 Α δεν προβλέπει ούτε παραπέμπει σε οποιονδήποτε άλλο κανονισμό ως προς τη μέθοδο υπολογισμού αποζημίωσης των υπαλλήλων της Αρχής που καλύπτει. Δεν προνοεί καν για αποζημίωση. Υπάρχει όμως ο Καν. 21 (1) (στ), στον οποίο στήριξε μέρος της επιχειρηματολογίας του ο δικηγόρος του αιτητή, που ας λεχθεί εν παρόδω εφαρμόζεται σε περιπτώσεις απόλυσης προσωπικού και που προβλέπει αποζημίωση:
“στ) κατ’ εφαρμογήν της εν τω Κανονισμώ 10 παράγραφος (15) των παρόντων Κανονισμών διατάξεως, εάν κριθή ως ευδοκίμως περατώσαν την σταδιοδρομίαν του.”
Το υπόλοιπο της παραγράφου, που στηρίζει την εισήγηση του αιτητή, έχει ως εξής:
“Το κατά το εδάφιον (στ) απολυόμενον Προσωπικόν λαμβάνει ως αποζημίωσιν τόσους μηνιαίους μισθούς (Μισθός = Βασικός και Τιμαριθμικόν Επίδομα) όσα τα πραγματικά έτη υπηρεσίας του. Εις πάσαν περίπτωσιν οι μηνιαίοι ούτοι μισθοί είναι οι αντιστοιχούντες εις την ανωτάτην μισθολογικήν βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακος ήν ηκολούθει το προσωπικόν τούτο προ της απολύσεως του, εν πάση δε περιπτώσει η αποζημίωσις αύτη δεν δύναται να υπερβαίνη το ποσόν της μισθοδοσίας του την οποίαν θα ελάμβανε εάν εσυνέχιζε την υπηρεσίαν του μέχρι της συμπληρώσεως του κανονικού διά την αφυπηρέτησιν ορίου ηλικίας του.”
Με τον Καν. 10(15) προβλέφθηκε ότι “οι κριθέντες ως ευδοκίμως περατώσαντες την σταδιοδρομίαν των απολύονται υποχρεωτικώς της υπηρεσίας, συμφώνως προς την εν των Καν. 21 παράγραφος (1) (στ) των παρόντων Κανονισμών διάταξιν”. Όμως ο Καν. 10 καταργήθηκε, στο σύνολο του, με την Κ.Δ.Π. 91/89. Και αντικαταστάθηκε. Με το νέο Καν. 10 Α τέθηκε μεν πρόνοια για αφυπηρέτηση των ευδοκίμως περατωσάντων τη σταδιοδρομία τους χωρίς όμως ειδική πρόνοια για αποζημίωση και τον τρόπο υπολογισμού της είτε με άμεση παραπομπή στον Καν. 21(1) (στ) είτε σε οποιονδήποτε άλλο κανονισμό.
Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε πως ο Καν. 21 (1) (στ) δεν εφαρμόστηκε σωστά. Είναι για το λόγο αυτό που στην παραπάνω πρόταση που δόθηκε στον αιτητή, την οποία του ζήτησαν να υπογράψει, γίνεται ρητή μνεία για χαμηλότερο ποσό. Ωστόσο ο δικηγόρος της Αρχής υπέβαλε ότι δεν έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός γιατί αφορούσε μόνο περιπτώσεις υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, με βάση τον Καν. 10(15), ο οποίος καταργήθηκε. Τελικά, στο σημείο αυτό, υποστηρίζει ότι ο Καν. 21 (1) (στ) πρέπει να θεωρηθεί σαν εξουσιοδοτική διάταξη, που επιτρέπει στην Αρχή να διαμορφώσει το ποσό της αποζημίωσης μέχρι το ανώτερο όριο του ποσού που προβλέπεται από τον κανονισμό αυτό, το περιεχόμενο του οποίου ήδη παρέθεσα.
Παρόλο που διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για την ορθότητα αυτής της προσέγγισης, εντούτοις δε θα συζητήσω το ζήτημα άλλο. Δε χρειάζεται. Σημασία έχει πρώτα να εξετασθεί η φύση της προσβαλλόμενης πράξης. Στο πλαίσιο φυσικά των στοιχείων που την περιστοιχίζουν. Όπως το καταλαβαίνω, το επιχείρημα του αιτητή είναι ότι η αρχική απόφαση της Αρχής για πρόωρη αφυπηρέτηση του δεν είχε κανένα όρο. Η απόφαση παραχώρησε το δικαίωμα στον αιτητή και ήταν επομένως δεσμευτική διοικητική πράξη. Η κατοπινή θέση όρων από την Αρχή για να παραιτηθεί του δικαιώματος να αμφισβητήσει το ύψος της αποζημίωσης ήταν παράνομη και αντισυνταγματική. Δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το δικαίωμα του αιτητή να έχει πρόσβαση στο δικαστήριο. Λόγω των προνοιών του άρθρ. 30 του Συντάγματος και των άρθρ. 6 και 13 της Σύμβασης της Ρώμης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του 1950, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα αυτό. Στο μεταξύ, ο αιτητής με την “κατ’ αρχήν” απόφαση απέκτησε το ευεργέτημα, που καθιστούσε αδύνατη ή παράνομη την ανάκληση της προηγούμενης απόφασης. Η ανακλητική πράξη που προσβάλλεται πρέπει, κατά την εισήγηση, να ακυρωθεί.
Η απάντηση έχει ως βάση και πλαίσιο την επιφύλαξη του Καν. 10 Α:
“Νοείται ότι αι διατάξεις περί ευδοκίμου αφυπηρετήσεως δι’ άπαντας τους βαθμούς του Προσωπικού εφαρμόζονται μόνον εις περιπτώσεις αμοιβαίας συγκαταθέσεως (Αρχής και Υπαλλήλων)”
Η εισήγηση εκ μέρους της Αρχής είναι ότι αφού ο αιτητής απέρριψε την προσφορά που του έγινε, η Αρχή δικαιωματικά ανακάλεσε την απόφαση που πήρε, η οποία ήταν πράξη προπαρασκευαστική στερούμενη εκτελεστότητας. Περαιτέρω ήταν ενέργεια που παρέμεινε internum της Αρχής, αφού δεν κοινοποιήθηκε εκτός αυτής. Εν πάση περιπτώσει, η ανάκληση δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις για τον αιτητή, αφού συνέχισε να υπηρετεί με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν αφήνουν να διαφανεί ποία μπορεί να είναι η αληθινή ταυτότητα της επίδικης πράξης. Στα έγγραφα του Παραρτήματος 1 γίνεται πάντοτε αναφορά σε “κατ’ αρχήν” έγκριση για πρόωρη αφυπηρέτηση. Η λέξη σημαίνει “αρχική, αρχικά” (Θ. Βοσταντζόγλου, “Αντιλεξικόν” σελ. 43) “πρώτα πρώτα” (Εμμανουήλ Κριαρά “Νέο Ελληνικό Λεξικό” σελ. 685). Το νόημα της, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να συσχετισθεί με την έννοια της οριστικότητας ή του τελειωτικού. Η περί του αντιθέτου εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η παραπάνω λεκτική διατύπωση για κατ’ αρχήν απόφαση, που επαναλαμβάνεται συνέχεια στα σχετικά κείμενα, αντιμάχεται τη θέση του αιτητή.
Είναι δυνατή η σύμπραξη του διοικούμενου στη διαδικασία έκδοσης ατομικής διοικητικής πράξης. Η συμμετοχή μπορεί να εκδηλωθεί με την υποβολή αίτησης από το διοικούμενο. Και στις περιπτώσεις που ο νόμος το ορίζει, με τη συναίνεση του ιδίου και της διοίκησης. Για ενίσχυση της θέσης αυτής παραθέτω από το Μ. Στασινόπουλο “Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων” (1951) Ανατύπωσις 1982, σελ. 93:
“........................... πολλαί διατάξεις νόμων απαιτούσι, διά την έγκυρον παραγωγήν διοικητικής πράξεως, την δήλωσιν του διοικουμένου, ότι επιθυμεί να υπαχθή υπό το καθεστώς ωρισμένης διατάξεως, μόνον δε μετά την δήλωσιν ταύτην παρέχεται έδαφος νομίμου ενεργείας εις την Διοίκησιν. Τοιαύτη συναίνεσις του διοικουμένου αποτελεί στοιχείον αναγκαίον διά τον απαρτισμόν της πράξεως και δυνάμενον να επιδράση καθ’ ωρισμένον βαθμόν επί του κύρους αυτής.”
Ο κανονισμός απαιτεί, αναντίρρητα, αμοιβαία συγκατάθεση. Αποτελεί προϋπόθεση για την έγκυρη παραγωγή και έκδοση διοικητικής πράξης. Όμως είναι φανερό εδώ ότι δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία με τη λήψη τελικής απόφασης για την αφυπηρέτηση. Μόνο “κατ’ αρχήν” απόφαση με την έννοια που εξήγησα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν, στην πραγματικότητα, προπαρασκευαστικό στάδιο της έκδοσης άλλης εκτελεστής πράξης. Την ακολούθησε η πρόταση που δεν τελεσφόρησε με τη σύμπτωση και των δύο βουλήσεων (αιτητή και Αρχής). Δεδομένου ότι η απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή πράξη ούτε η πράξη με την οποία ανακλήθηκε μπορούσε να αποκτήσει εκτελεστότητα: 623/97 Ελένη Ζαβρού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 22/12/98.
Δε θα εξετάσω, λόγω της κατάληξης μου, που αφορά το χαρακτήρα της επίδικης πράξης, αν το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο είναι παραιτητό. Θα απέκλινα ωστόσο υπέρ της άποψης ότι το δικαίωμα δεν είναι παραιτητό γιατί συναρτάται με το δημόσιο συμφέρον, τη νομιμότητα και πάνω από όλα τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Για το λόγο που έχω εξηγήσει η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/ΚΑΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο