Κασιουλής Ανδρέας και Άλλος ν. Δήμου Γεροσκήπου (1999) 4 ΑΑΔ 1

(1999) 4 ΑΑΔ 1

[*1]12 Ιανουαρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 151/96)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΣΙΟΥΛΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 411/96)

ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΕΚΚΕΣ,

Αιτητής,

v.

ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 151/96, 411/96)

 

[*2]Διοικητικό όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Παράνομη η σύνθεση του οργάνου, εφόσον συμμετέχουν στη συνεδρία, πρόσωπα που δεν προβλέπονται από τις διατάξεις του Νόμου ― Επιφέρει ακύρωση της ληφθείσας απόφασης η παρανομία.

Δήμοι ― Αποφάσεις ― Φανερή ψηφοφορία ― Διαδικασία που επιβάλλεται από την αρχή της διαφάνειας και πρέπει να διέπει τον τρόπο λήψης των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων.

Διοικητικό δικονομικό δίκαιο ― Συνάφεια ― Προϋποθέσεις συνάφειας ―  Απαραίτητη προϋπόθεση για προσβολή στο ίδιο δικόγραφο δύο διοικητικών πράξεων η συνάφεια ― Έλλειψη συνάφειας έχει ως συνέπεια ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνο για την προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη.

Δήμοι ―Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Έννομο Συμφέρον ― Στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής πλήρωσης της θέσης του Δημοτικού Γραμματέα ο αιτητής που δεν είχε υποβάλει αίτηση υποψηφιότητάς του.

Οι δύο αιτητές πρόσβαλαν με ξεχωριστές προσφυγές τους, που συνεκδικάσθηκαν, το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Δημοτικού Γραμματέα στο Δήμο Γεροσκήπου. Ο αιτητής στην προσφυγή 151/96 είχε συμμετάσχει στη διαδικασία που είχε αρχίσει με την προκήρυξη της θέσης, ενώ ο αιτητής στην προσφυγή 411/96 δεν είχε υποβάλει αίτηση. Θεώρησε πως ως υπάλληλος του Συμβουλίου Βελτιώσεως Γεροσκήπου θα έπρεπε να είχε καταλάβει τη θέση του Δημοτικού Γραμματέα δυνάμει του Άρθρου 61Α του περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/85.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση αναφορικά με την προσφυγή αρ. 151/96 και απορρίπτοντας την προσφυγή αρ. 411/96, αποφάσισε ότι:

Προσφυγή Αρ. 151/96:

1.  O δικηγόρος του αιτητή έθιξε επιτακτικά ζήτημα παράνομης παρουσίας της Λογιστικού Λειτουργού κας Ανδρονίκου κατά τον ουσιώδη χρόνο που είχε ληφθεί η επίδικη απόφαση. Η νομολογία  έχει σε αυτό συμπορευθεί με την αυστηρή γραμμή που έχει χαράξει η ελληνική νομολογία. Θεωρείται παράτυπη με καταλυτικές συνέπειες για το κύρος της πράξης η παρουσία προσώπου στις συνεδριάσεις συλλογικού οργάνου, η οποία δεν προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις.

[*3]Η θέση της νομολογίας εκφράζεται στην παρακάτω περικοπή από τον Παπαχατζή «Σύστημα του Ισχύοντος εν Ελλάδι Διοικητικού Δικαίου» (1976) 5η έκδοση, σελ. 172 (υποσημείωση 4):

“H νεώτερη νομολογία είναι αυστηρή, ακόμα και ως προς την απλή παρουσία προσώπων ξένων προς τη νόμιμη του συλλογικού οργάνου σύνθεση: Σ.τ.Ε. 1036 του 1963, 1045 και 1934 του 1972 κ.λ.π. Εκτός αν είχε έλθει ο αρμόδιος υπηρεσιακός παράγων, με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών και απεχώρησε πριν αρχίσει η συζήτηση: Σ.τ.Ε. 1733 του 1973, 296 του 1944.»

Το πρακτικό της επίδικης απόφασης δεν υποστηρίζει καθόλου όσα εκ των υστέρων αναφέρει ο Δήμαρχος, στην ένορκό του δήλωση, αναφορικά με τη συμμετοχή της κας Ανδρονίκου. Γι’ αυτό και θα ήταν παρακινδυνευμένο να δοθεί πίστη στο περιεχόμενό της, το οποίο και απορρίπτεται.

2.  Υπάρχει και άλλος λόγος ακύρωσης. Η μυστική ψηφοφορία. Η παράγραφος 2 του Δεύτερου Πίνακα του περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/85, όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 2 του Ν.54(1)/92, συνιστά το νομικό περίγυρο του επιχειρήματος του καθ’ ου ότι η διαδικασία της ψηφοφορίας για την προσωπική συνέντευξη ήταν νόμιμη. Έχει ως εξής:

«2. (α) Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου είναι δημόσιες.

(β) Το Συμβούλιο μπορεί, αν το θεωρήσει αναγκαίο να συνέλθει σε μυστική συνεδρίαση ύστερα από σχετική απόφασή του που λαμβάνεται με την απλή πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων συμβούλων.»

Η πρόνοια αυτή αντιπαραβάλλεται με την προϊσχύσασα, η οποία όριζε ότι κάθε θέμα που εγείρεται στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου αποφασίζεται με φανερή ψηφοφορία. Κατά τον καθ’ ου, η παράλειψη επαναθέσπισης της παραπάνω πρόνοιας, σημαίνει πως μπορούσε νόμιμα να διεξαχθεί μυστική ψηφοφορία για το κρινόμενο ζήτημα. Πέραν τούτου ο Δήμος υπέβαλε ότι ενώ η βαθμολογία που αφορούσε τη συνέντευξη ήταν μυστική, η τελική επιλογή έγινε φανερά. Συνεπώς δεν υπάρχει πρόβλημα.

Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, δεν ήταν μέσα στους στόχους του νομοθέτη, νομιμοποιώντας τη σύγκληση μυστικών συνεδριάσεων, να επιτρέψει, σε τέτοια περίπτωση, τη λήψη αποφάσεων με μυστική ψηφοφορία. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατος ο ακυρωτικός [*4]έλεγχος. Θα μπορούσε οποιοδήποτε ζήτημα να αποφασίζεται σε μυστική συνεδρίαση με μυστική ψηφοφορία χωρίς την παραμικρή δυνατότητα ελέγχου, διαδικασία που αντιστρατεύεται τη δημοκρατική αρχή, που προϋποθέτει διαφάνεια. Από το λεκτικό του νόμου, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αποδοθεί τέτοια πρόθεση στο νομοθέτη. Το κάθε μέλος θα έπρεπε να εκφράσει την άποψή του υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου φανερά.

Η νομολογία θεωρεί τη μυστική ψηφοφορία, εκτός στην περίπτωση που ρητά την επιτρέπει ο νόμος, απαράδεκτη μέθοδο λήψης αποφάσεων από συλλογικά διοικητικά όργανα.

     ∞ÓÂÍ¿ÚÙËÙ· ·fi fiÛ· €¯Ô˘Ó ÚÔ·Ó·ÊÂÚı›, ‰ÂÓ ˘¿Ú¯ÂÈ Â‰Ò Ù›ÔÙ Ô˘ Ó· ‰Â›¯ÓÂÈ fiÙÈ ÙÔ ¢ËÌÔÙÈÎfi ™˘Ì‚Ô‡ÏÈÔ ·ÔÊ¿ÛÈÛ ӷ ÏËÊı› ·fiÊ·ÛË ÛÂ Ì˘ÛÙÈ΋ Û˘Ó‰ڛ·ÛË. ∞ÎfiÌ· Î·È ·Ó ÁÈÓfiÙ·Ó ‰ÂÎÙfi fiÙÈ Ë ·Ú¿ÁÚ·ÊÔ˜ 2 ÙÔ˘ ¢Â‡ÙÂÚÔ˘ ¶›Ó·Î· €¯ÂÈ ÙËÓ €ÓÓÔÈ· Ô˘ Ù˘ ·Ô‰›‰ÂÈ Ô ‰ÈÎËÁfiÚÔ˜ ÙÔ˘ ·ÈÙËÙ‹.

Προσφυγή Αρ. 411/96:

1.  Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου οι δύο πράξεις ήταν απόρροια διαφορετικών διαδικασιών, που απέληξαν στην παραγωγή αυτοτελών διοικητικών πράξεων, άσχετων μεταξύ τους. Η θέση του Δημοτικού Γραμματέα προκηρύχθηκε χωριστά. Και ακολούθησαν άλλες προπαρασκευαστικές πράξεις που κορυφώθηκαν με την απόφαση διορισμού που λήφθηκε στις 29/1/96. Καμιά σύνδεση με την άλλη θέση όπως προκύπτει και από το παρακάτω απόσπασμα του πρακτικού (παράρτημα Ε, στην ένσταση):

“…. Εφόσον (ο αιτητής) δεν παρακάθησε στις γραπτές εξετάσεις όπως προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν δικαιούται τη θέση αυτή.»

Aκολούθησε η απόφαση, που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 3/4/96, ότι:

“Bάση του Άρθρου 61Α του περί Δήμων Νόμου το Δημοτικό Συμβούλιο μετά την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του Δήμου Γεροσκήπου σας κοινοποιεί ότι σας τοποθετεί υπεύθυνον Δημόσιας υγείας, καθαριότητας και υδατοπρομήθειας.»

Πρόκειται για θέσεις σαφώς διαφορετικές με διαφορετικά καθήκοντα και ευθύνες, οι οποίες δεν κατέστησαν αλληλένδετες μόνο [*5]και μόνο διότι ο αιτητής, καλά ή κακά, ανέμενε να τοποθετηθεί στη θέση Δημοτικού Γραμματέα.

2.  Για τη θέση του Δημοτικού Γραμματέα, ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον, εφόσον δεν υπέβαλε αίτηση και εφόσον δεν διαπιστώθηκε, από δική του παράλειψη, ότι είχε τα προσόντα. Η δεύτερη πράξη, της τοποθέτησης του αιτητή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την πρώτη του διορισμού Δημοτικού Γραμματέα.

Η επίδικη απόφαση στην προσφυγή αρ. 151/96 ακυρώνεται με έξοδα. Η προσφυγή αρ. 411/96 απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αvgerinos Nikitas Ltd κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού (1993) 4�Α.Α.Δ. 315,

Σοφοκλέους ν. Δήμου Λάρνακας κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2353,

Χατζηπαυλή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1865,

Ευγενίου ν. Δήμου Γεροσκήπου (1998) 4 Α.Α.Δ. 55,

Μιχαήλ ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κοκκινοτριμιθιάς κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 3315,

Γεωργίου ν. Δήμου Πόλης Χρυσοχούς (1990)�3 Α.Α.Δ. 4429,

Απόφαση Συμβουλίου Επικρατείας Αρ. 125/94, Τμ. Α, Επταμ. (Σ.τ.Ε.),

Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Ιωαννίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1997) 4 Α.Α.Δ. 1354,

Φικάρδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 561,

Απόφαση Συμβουλίου Επικρατείας Αρ. 4051/86.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη θέση του Δημοτικού [*6]Γραμματέα του Δήμου Γεροσκήπου αντί των αιτητών.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Κ. Χρυσοστομίδης, για τον Καθ’ ου η Αίτηση Δήμο.

Γ. Κακογιάννης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ν. Λουπίδη.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν, με χωριστή προσφυγή, το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους Ν. Λουπίδη ως Δημοτικού Γραμματέα του Δήμου Γεροσκήπου. Γιαυτό ζητήθηκε από τον καθού - και διατάχθηκε με τη συναίνεση και των άλλων παραγόντων - η συνεκδίκασή τους. Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 151/96 Ανδρέας Κασιουλής είχε υποβάλει σχετική αίτηση, όπως και οι άλλοι 6 υποψήφιοι. Προηγήθηκε η προκήρυξη και δημοσίευση της θέσης στις 24/5/95 σε καθημερινές εφημερίδες. Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 411/96 Πανίκος Σεκκέ δεν αποτάθηκε ούτε συμμετέσχε στη γραπτή ή προφορική εξέταση, που είχε προγραμματίσει ο Δήμος. Παρενέβη η συντεχνία στην οποία ανήκει με επιστολή της ημερ. 28/11/95 (παράρτημα Δ στην ένστασή του), ζητώντας ουσιαστικά την παράκαμψη των διαδικασιών και τον απευθείας διορισμό του αιτητή. Kι αυτό γιατί είχε εκτελέσει για δύο χρόνια χρέη Δημοτικού Γραμματέα. Και λόγω της μακρόχρονης πείρας που απέκτησε στην υπηρεσία του Συμβουλίου Βελτιώσεως (προφανώς της Γεροσκήπου) προτού ανακηρυχθεί σε Δήμο.

Με επιστολή του ημερ. 3/4/96 - και ανεξάρτητα από τη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης - το Δημοτικό Συμβούλιο, στηριζόμενο στις διατάξεις του Άρθρ. 61Α του περί Δήμων Νόμου, τοποθέτησε τον αιτητή Πανίκο Σεκκέ “υπεύθυνον Δημόσιας υγείας, καθαριότητας και υδατοπρομήθειας”. Το αιτητικό της προσφυγής του περιέχει και δεύτερο αίτημα θεραπείας με το οποίο επιζητεί:

“Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του καθ’ ου ημερ. 3/4/96, και με την οποία αποφασίστηκε να διορίσει τον αιτητή κατά πλάνη περί το Νόμο 111/1985, στη θέση υπεύθυνου Δημόσιας Υγείας, Καθαριότητας και Υδατοπρομήθειας αντί στην πραγματικά ορθή και ανάλογη με την μεταφερόμενη προϋπηρεσία του θέση, δημοτικού γραμματέα, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.”

[*7]Προσφυγή αρ. 151/96

Οι 7 υποψήφιοι, που υπέβαλαν αίτηση, κλήθηκαν να παρακαθήσουν σε γραπτή εξέταση στην ελληνική και αγγλική γλώσσα. Σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου στις 9/1/96 αποσφραγίσθηκαν οι φάκελοι με τα γραπτά των εξετάσεων, που στάληκαν από το Υπουργείο Παιδείας, που διενήργησε προφανώς την εξέταση και έγινε γνωστό το αποτέλεσμα. Αποφασίστηκε στη συνέχεια να ειδοποιηθούν όσοι από τους υποψηφίους είχαν πάρει τη βαθμολογική βάση, που καθορίστηκε σε ποσοστό 45%, για να υποστούν προφορική εξέταση.

Το σύνολο της βαθμολογίας ορίστηκε σε 100 μονάδες από τις οποίες ποσοστό 70% θα μπορούσε να δοθεί στο αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό στην προσωπική συνέντευξη. Παρεμπιπτόντως, υπάρχει διάσταση απόψεων αναφορικά με το χρόνο που καθορίστηκε η αναλογία αυτή, των αιτητών ισχυριζομένων ότι τούτο συνέβη μετά την αποκάλυψη των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης. Ωστόσο από επιστολή του Δημάρχου (2η παράγραφος) ημερ. 17/2/93 προς το Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, τεκμ. Ν.1, συνάγεται ότι η αναλογία 70 με 30 ορίστηκε από τότε.

Ο αιτητής πήρε το μεγαλύτερο βαθμό στη γραπτή εξέταση, αλλά αυτό ανατράπηκε από το αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης στην οποία ο ενδιαφερόμενος είχε καλύτερη απόδοση. Ας σημειωθεί πως το γεγονός έδωσε αφορμή και έρεισμα για επιχείρημα ακύρωσης. Στο πρώτο στάδιο (που αφορούσε τα γραπτά) ο αιτητής είχε μέσο όρο, με κριτήριο το ποσοστό 70%, 45.85 βαθμούς έναντι 41.65 του ενδιαφερόμενου μέρους. Στην προσωπική συνέντευξη ο αιτητής εξασφάλισε μόνο 22.43 έναντι 28.57 του ενδιαφερόμενου μέρους. Με αποτέλεσμα η ολική βαθμολογία να διαμορφωθεί ως εξής: 68.28 του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους 70.22. Φαίνεται ότι το βαθμολογικό προβάδισμα του ενδιαφερόμενου μέρους είχε καθοριστική σημασία στην επιλογή του.

Αξίζει να σταθούμε στον τρόπο που έγινε η προφορική εξέταση. Το προεξάρχον στοιχείο είναι η μυστικότητα της ψηφοφορίας.  Παραθέτω το απόσπασμα της επίδικης απόφασης που περιλαμβάνει και την απόφαση για μυστική ψηφοφορία:

“1. Τελικό στάδιο πρόσληψης Δημοτικού Γραμματέα & Δημοτικού Μηχανικού

[*8]Το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε οι ερωτήσεις προς τους υποψηφίους να γίνουν μόνο από το Δήμαρχο εκ μέρους της ολομέλειας. Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων για τη θέση του Δημοτικού Γραμματέα και για την θέση του Δημοτικού Μηχανικού ο Δήμαρχος κάλεσε τα Μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου να θέσουν τη βαθμολογία που αυτοί εκτιμούν για τον κάθε ένα υποψήφιο ξεχωριστά, ανεπηρέαστα και αξιοκρατικά.

Στη συνέχεια αφού τέθηκαν μυστικά οι βαθμολογίες των Δημοτικών Συμβούλων και του Δημάρχου και αφού ελέχτηκαν από όλα τα μέλη έγινε το άθροισμα των δύο βαθμολογιών (προσωπικής συνέντευξης και γραπτής εξέτασης), τα οποία έχουν ως ακολούθως:

.......................................................................”

Καταγράφω τώρα τη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης (μόνο των διαδίκων), όπως είναι καταχωρημένη στο πρακτικό, παράρτημα Ζ στην ένσταση, ημερ. 29/1/96:

“Λουπίδης                         200

7                    28.57

Κασιουλής                                    157

7                    22.43”

Απομένει ν’ αναφέρω, συμπληρώνοντας έτσι το πραγματικό υπόβαθρο, ότι κατά την κρίσιμη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου παρακάθησε, όπως προκύπτει από το πρακτικό της, η Γεωργία Ανδρονίκου που περιγράφεται ως λογιστικός λειτουργός. Πρέπει να λεχθεί πως κατατέθηκε ένορκος δήλωση του Δημάρχου Μιλτιάδη Χριστοδούλου ότι πράγματι παραβρέθηκε η κα Ανδρονίκου, αλλά προσθέτει στην ένορκη δήλωση:

“9. Εντούτοις η κα Γεωργία Ανδρονίκου κατά τα χρονικά στάδια που διενεργούνταν η ψηφοφορία, η καταμέτρηση των ψήφων και η λήψη της τελικής απόφασης, πάντοτε αποχωρούσε από την αίθουσα των συνεδριάσεων και δεν έλαβε καθόλου μέρος σ’ οποιοδήποτε από τα πιο πάνω στάδια της διαδικασίας.

10. Ο δικηγόρος του Αιτητή στην Αίτησή του και στην Γραπτή του Αγόρευση ανέφερε ότι η διαδικασία για τον διορισμό του κ. Λουππίδη έπασχε λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του Δημοτικού Συμβουλίου Γεροσκήπου επειδή παρακάθετο άτομο μη μέλος του Συμβουλίου, ήτοι η Λογιστική Λειτουργός κα Γεωργία Ανδρο[*9]νίκου.

11. Από όσα αναφέρονται ανωτέρω, είναι έκδηλο ότι ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή δεν ευσταθεί.”

Ο δικηγόρος του αιτητή έθιξε επιτακτικά ζήτημα παράνομης παρουσίας της κας Ανδρονίκου κατά τον ουσιώδη χρόνο που είχε ληφθεί η επίδικη απόφαση. Η νομολογία μας έχει σε αυτό συμπορευθεί με την αυστηρή γραμμή που έχει χαράξει η ελληνική νομολογία. Θεωρείται παράτυπη με καταλυτικές συνέπειες για το κύρος τη πράξης η παρουσία προσώπου στις συνεδριάσεις συλλογικού οργάνου, η οποία δεν προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις.

Η θέση της νομολογίας εκφράζεται στην παρακάτω περικοπή από τον Παπαχατζή “Σύστημα του Ισχύοντος εν Ελλάδι Διοικητικού Δικαίου” (1976) 5η έκδοση, σελ. 172 (υποσημείωση 4):

“Η νεώτερη νομολογία είναι αυστηρή, ακόμα και ως προς την απλή παρουσία προσώπων ξένων προς τη νόμιμη του συλλογικού οργάνου σύνθεση: Σ.τ.Ε. 1036 του 1963, 1045 και 1934 του 1972 κ.λ.π. Εκτός αν είχε έλθει ο αρμόδιος υπηρεσιακός παράγων, με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών και απεχώρησε πριν αρχίσει η συζήτηση: Σ.τ.Ε. 1733 του 1973, 296 του 1944.”

Βλέπε Αvgerinos Nikitas Ltd κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού (1993) 4 Α.Α.Δ. 315, που στηρίχθηκε στην παραπάνω περικοπή Σοφοκλέους ν. Δήμου Λάρνακας & Άλλων (1996) 4 Α.Α.Δ. 2353, Εύης Χ”Παυλή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1865, Νεόφυτος Ευγενίου ν. Δήμου Γεροσκήπου (1998) 4 Α.Α.Δ. 55.

Το πρακτικό της επίδικης απόφασης δεν υποστηρίζει καθόλου όσα εκ των υστέρων αναφέρει ο Δήμαρχος, στην ένορκο του δήλωση, αναφορικά με τη συμμετοχή της κας Ανδρονίκου. Γιαυτό και θα ήταν παρακινδυνευμένο να δώσω πίστη στο περιεχόμενό της, το οποίο και απορρίπτω. Όπως αναφέρει ο Νικολάου Δ., στην  Χ”Παυλή, ανωτέρω:

“Την επίδραση της παρουσίας ξένου προσώπου δεν μπορεί κανείς να την εικάσει. Γιαυτό, από μόνη της η παρουσία τρίτου κατά τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης είναι ασυμβίβαστη με τη νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου.”

Καταλήγω, ανεπιφύλακτα, για τον παραπάνω λόγο, ότι η επίδικη [*10]απόφαση είναι ακυρωτέα.

Βρίσκω, ωστόσο, πως υπάρχει και άλλος λόγος ακύρωσης. Η μυστική ψηφοφορία. Η παράγραφος 2 του Δεύτερου Πίνακα του περί Δήμων Νόμου αρ. 111/85, όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρ. 2 του Ν. 54(Ι)/92, συνιστά το νομικό περίγυρο του επιχειρήματος του καθού ότι η διαδικασία της ψηφοφορίας για την προσωπική συνέντευξη ήταν νόμιμη. Έχει ως εξής:

“2. (α) Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου είναι δημόσιες.

(β) Το Συμβούλιο μπορεί, αν το θεωρήσει αναγκαίο, να συνέλθει σε μυστική συνεδρίαση ύστερα από σχετική απόφασή του που λαμβάνεται με την απλή πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων συμβούλων.”

Η πρόνοια αυτή αντιπαραβάλλεται με την προϊσχύσασα, η οποία όριζε ότι κάθε θέμα που εγείρεται στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου αποφασίζεται με φανερή ψηφοφορία. Κατά τον καθ’ ου, η παράλειψη επαναθέσπισης της παραπάνω πρόνοιας, σημαίνει πως μπορούσε νόμιμα να διεξαχθεί μυστική ψηφοφορία για το κρινόμενο ζήτημα. Πέραν τούτου ο Δήμος υπέβαλε ότι ενώ η βαθμολογία που αφορούσε τη συνέντευξη ήταν μυστική, η τελική επιλογή έγινε φανερά. Συνεπώς δεν υπάρχει πρόβλημα.

Κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν μέσα στους στόχους του νομοθέτη, νομιμοποιώντας τη σύγκληση μυστικών συνεδριάσεων, να επιτρέψει, σε τέτοια περίπτωση, τη λήψη αποφάσεων με μυστική ψηφοφορία. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατος ο ακυρωτικός έλεγχος.  Θα μπορούσε οποιοδήποτε ζήτημα να αποφασίζεται σε μυστική συνεδρίαση με μυστική ψηφοφορία χωρίς την παραμικρή δυνατότητα ελέγχου, διαδικασία που αντιστρατεύεται τη δημοκρατική αρχή, που προϋποθέτει διαφάνεια. Από το λεκτικό του νόμου, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αποδοθεί τέτοια πρόθεση στο νομοθέτη. Το κάθε μέλος θα έπρεπε να εκφράσει την άποψή του υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου φανερά.

Η νομολογία μας θεωρεί τη μυστική ψηφοφορία, εκτός στην περίπτωση που ρητά την επιτρέπει ο νόμος, απαράδεκτη μέθοδο λήψης αποφάσεων από συλλογικά διοικητικά όργανα. Ο λόγος είναι, όπως επισημάνθηκε στις υποθέσεις: Παντελής Μιχαήλ ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κοκκινοτριμιθιάς και Άλλης (1990) 3 Α.Α.Δ. 3315 και Αργύρης Κ. Γεωργίου ν. Δήμου Πόλης Χρυσοχούς (1990) 3 Α.Α.Δ. 4429. Στην Γεωργίου, ανωτέρω, αναφέρεται:

[*11]

“Σαν μέθοδος επιλογής στελεχών (η μυστική ψηφοφορία) σε δημόσιες ή ημικρατικές υπηρεσίες αποδοκιμάστηκε επανειλημμένα από το δικαστήριο: Νικολαΐδης ν. Δήμου Λατσιών (1987) 3 Α.Α.Δ. 1496, Ιωσηφίδου ν. Δήμου Λακατάμιας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 393, Μιχαήλ ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κοκκινοτριμιθιάς (1990) 3 Α.Α.Δ. 3315.

Η μυστική ψηφοφορία αντίκειται στην αρχή της φανερής δράσης της διοίκησης ή των δημοσίων οργανισμών .......”

Παραπέμπω επίσης στην απόφαση αρ. 125/94 Τμ. Α΄ Επταμ. (Σ.τ.Ε.) που αναφέρει:

“......... κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, τα συλλογικά διοικητικά όργανα πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους (εκτός εκείνων που αφορούν σε αρχαιρεσίες) διά φανεράς ψηφοφορίας, επιτρεπούσης την μεταξύ των μελών τούτων συζήτηση και ανταλλαγή γνωμών· παρέκκλιση δε από την γενική αυτή αρχή επιτρέπεται μόνο δυνάμει ειδικής διατάξεως νόμου ........”

Ανεξάρτητα απ’ ό,τι έχω προαναφέρει δεν υπάρχει εδώ τίποτε που να δείχνει ότι το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να ληφθεί απόφαση σε μυστική συνεδρίαση. Και αν ακόμη δεχθούμε ότι η παράγραφος 2 του Δεύτερου Πίνακα έχει την έννοια που της αποδίδει ο δικηγόρος του αιτητή.  Θεωρώ πλέον περιττό να ερευνήσω τους άλλους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε ο αιτητής. Ακυρώνω την επίδικη απόφαση και επιδικάζω τα έξοδα της προσφυγής, που θα υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής, υπέρ του αιτητή.

Προσφ. αρ. 411/96

Ο καθ’ ου πρόβαλε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, που πρέπει να ερευνηθούν τώρα. Η βασιμότητα οποιασδήποτε από αυτές σημαίνει απόρριψη της προσφυγής. Πρώτα ισχυρίστηκε ότι η προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 13/5/96, είναι εκπρόθεσμη.  Κατά την εισήγησή του η προθεσμία των 75 ημερών αρχίζει να τρέχει από τις 24/5/95, ημερομηνία δημοσίευσης της θέσης, από την οποία θεωρείται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι λαμβάνει γνώση ο ενδιαφερόμενος. Άρα η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη αφού (1) ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έπρεπε να τοποθετηθεί στη θέση δυνάμει του Άρθρ. 61Α του Νόμου αρ. 111/85 και (2) δεν υπέβαλε αίτηση παρόλο που δημοσιεύθηκε η θέση. Εν πάση περιπτώσει το εκπρόθεσμο προκύπτει και από δύο άλλα μεταγενέστερα χρονικά σημεία κατά τα οποία μπορεί να θεω[*12]ρηθεί ότι έλαβε πλήρη γνώση: (α) το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στις 29/1/96 ή μετέπειτα στις 12/2/96 όταν, με οδηγίες του Δημάρχου, ο αιτητής μετακινήθηκε σε άλλο γραφείο, για να καταλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος το δικό του.

Ο αιτητής αρνείται ότι έλαβε γνώση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους. Περαιτέρω αρνείται πως μεταφέρθηκε από το γραφείο του για να χρησιμοποιηθεί από το ενδιαφερόμενο μέρος. Και αν ακόμη άλλαξε γραφείο, έτσι το θέτει, δεν του ανακοινώθηκε ο λόγος. Επισημαίνω πως πρόκειται για εκατέρωθεν ισχυρισμούς των δικηγόρων, ενώ ήταν τόσο εύκολο να διελευκανθεί το ζήτημα με την προσαγωγή μαρτυρίας από πλευράς του Δήμου.

Η δεύτερη ένσταση αφορά το έννομο συμφέρον του αιτητή.  Κατά τον καθού ο αιτητής δε νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής γιατί (1) δεν υπέβαλε αίτηση για τη θέση και (2) δεν είχε τα προσόντα για την κατάληψή της, αφού δεν παρακάθησε σε εξετάσεις. Ο αιτητής, αντικρούοντας την ένσταση αυτή, είπε πως αντλεί έννομο συμφέρον απευθείας από τις διατάξεις του Άρθρ. 61Α και όχι από τη συμμετοχή του στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης.

Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι κατά το Άρθρ. 61Α, υπάλληλος ή εργάτης που, όπως ο αιτητής, υπηρετούσε προηγουμένως σε περιοχή βελτιώσεως μεταφέρεται

“.........εις την υπηρεσίαν του οικείου Δήμου και τοποθετείται υπό του Συμβουλίου του τοιούτου δήμου, εφόσον τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, εις θέσιν αι λειτουργίαι της οποίας είναι ανάλογοι προς τας λειτουργίας της υπ’ αυτού κατεχομένης θέσεως εν τη αρχή τοπικής διοικήσεως της πόλεως ή περιοχής βελτιώσεως ή χωρίου, ή συμπλέγματος πόλεων ή περιοχών βελτιώσεως ή χωρίων, κηρυττομένης ως δήμου:..........”

Η τρίτη ένσταση βασίζεται στον ισχυρισμό ότι ο αιτητής αποδέχθηκε το διορισμό του. Ο ίδιος αρνείται πως συνέβηκε κάτι τέτοιο και παραπέμπει στο πρακτικό της 18/6/96. Το ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι με βάση την επιφύλαξη του Άρθρ. 61Α και εφόσον ο αιτητής δεν έδωσε εντός ενός μηνός από της μεταφοράς του έγγραφο γνωστοποίηση “ότι δεν επιθυμεί την τοιαύτην παρά του Δήμου Υπηρεσίαν” πρέπει να θεωρηθεί πως αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα το διορισμό του.

Η τελευταία ένσταση είναι ότι με την ίδια προσφυγή προσβάλλονται δύο ανεξάρτητες και μη συναφείς πράξεις, οπόταν η προ[*13]σφυγή εξετάζεται μόνο ως προς την προτασσόμενη σε αυτήν πράξη, δηλαδή, το διορισμό Δημοτικού Γραμματέα και απορρίπτεται ως προς την άλλη, δηλαδή, τη μεταφορά του αιτητή στη θέση Επιθεωρητή. Ο αιτητής επέμεινε πως πρόκειται για συναφείς πράξεις γιατί όχι μόνο αφορούν μια και μοναδική θέση και υπάρχει μια μόνο απόφαση από ένα όργανο αλλά και γιατί η μια πράξη είναι απόρροια της άλλης.

Κρίνω ορθότερο να ξεκινήσω από την τελευταία αυτή ένσταση.  Οι κανόνες που διέπουν τη συνάφεια είναι καλά εδραιωμένες: Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, 271, Πανίκος Ιωαννίδης & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1997) 4 Α.Α.Δ. 1354 και Δώρα Φικάρδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 561. Παραθέτω τι ανέφερε η Ολομέλεια στη Συμεωνίδου, ανωτέρω, στη σελ. 271:

“Συνάφεια υπάρχει όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (Βλέπε, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελίδα 274).”

Δε θα συμφωνήσω με την εισήγηση του αιτητή. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου οι δύο πράξεις ήταν απόρροια διαφορετικών διαδικασιών, που απέληξαν στην παραγωγή αυτοτελών διοικητικών πράξεων άσχετων μεταξύ τους. Η θέση του Δημοτικού Γραμματέα προκηρύχθηκε χωριστά. Και ακολούθησαν άλλες προπαρασκευαστικές πράξεις που κορυφώθηκαν με την απόφαση διορισμού που λήφθηκε στις 29/1/96. Καμιά σύνδεση με την άλλη θέση όπως προκύπτει και από το παρακάτω απόσπασμα του πρακτικού (παράρτημα Ε, στην ένσταση):

“..... εφόσον (ο αιτητής) δεν παρακάθησε στις γραπτές εξετάσεις όπως προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν δικαιούται τη θέση αυτή.”

Ακολούθησε η απόφαση, που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 3/4/96, ότι:

“Βάση του Άρθρου 61Α του περί Δήμων νόμου το Δημοτικό Συμβούλιο μετά την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του Δήμου Γεροσκήπου σας κοινοποιεί ότι σας τοποθετεί υπεύθυνον Δημό[*14]σιας υγείας, καθαριότητος και υδατοπρομήθειας.”

Πρόκειται για θέσεις σαφώς διαφορετικές με διαφορετικά καθήκοντα και ευθύνες, οι οποίες δεν κατέστησαν αλληλένδετες μόνο και μόνο διότι ο αιτητής, καλά ή κακά, ανέμενε να τοποθετηθεί στη θέση Δημοτικού Γραμματέα.

Θα μπορούσα να ενισχύσω την κατάληξή μου παραπέμποντας στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας 4051/86 (Ευρετήριο καθ’ ύλην των Αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας 1986) που βρίσκω να είναι παράλληλη περίπτωση (σελ. 150):

“Δεν είναι συναφείς μεταξύ τους, αφ’ ενός άρνηση του Υπ. Παιδείας να διορίσει τον αιτούντα σε θέση εκπαιδευτικού λειτουργού μέσης εκπαιδεύσεως, κατά προτίμηση, ως ειδικό υπότροφο Άρθρ. 2 Ν. 37/75, αφ’ ετέρου δε άρνηση του ίδιου Υπουργού να διορίσει τον αιτούντα σε τέτοια θέση με το σύστημα των ετήσιων πινάκων, κατ’ Άρθρ. 45 Ν. 309/76, 4051/86.”

Καταλήγω ότι για τη θέση του Δημοτικού Γραμματέα ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον εφόσον δεν υπέβαλε αίτηση και εφόσο δε διαπιστώθηκε, από δική του παράλειψη, ότι είχε τα προσόντα. Η δεύτερη πράξη, της τοποθέτησης του αιτητή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την πρώτη του διορισμού Δημοτικού Γραμματέα. Η προσφυγή αυτή απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

Η επίδικη απόφαση στην προσφυγή αρ. 151/96 ακυρώνεται με έξοδα. Η προσφυγή αρ. 411/96 απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο