Αντέννα T.V. Limited ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 37

(1999) 4 ΑΑΔ 37

[*37]22 Ιανουαρίου, 1999

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΤΕΝΝΑ Τ.V. LIMITED,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 280/98)

 

Ακυρωτική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Υποχρέωση επανεξέτασης με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου ― Αίτημα για επανεξέταση μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί νέα αίτηση.

Ακυρωτική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Εξαίρεση στον κανόνα της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων, η συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση, στα πλαίσια επανεξέτασης για αποκατάσταση της νομιμότητας ― Νόμιμα λαμβάνονται υπόψη νέα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο.

Ακυρωτική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Με κατάργηση του παλαιού και θέσπιση νέου νόμου άλλαξε το αρμόδιο όργανο ― Νόμιμα την επανεξέταση διεξάγει το νέο αρμόδιο όργανο, εφόσον κατά το χρόνο της επανεξέτασης δεσμεύει αναφορικά με το θέμα αυτό το ισχύον δίκαιο, ανεξάρτητα αν λόγω επανεξέτασης το νέο αρμόδιο όργανο θα εφαρμόσει τον καταργηθέντα νόμο.

Γενικές αρχές διοικητικού δικαίου ― Αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις έκδοσης διοικητικών πράξεων, οι οποίες δεν επηρεάζουν άμεσα το συμφέρον τρίτου.

[*38]Ο περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος (Ν. 29(1)/92) ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Κακή σύνθεσή της κατά τη συνεδρία λήψης απόφασης ― Δεν επιδρά στη νέα απόφαση που λήφθηκε κατά την επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση, εφόσον η υπόθεση εξετάστηκε εξυπαρχής από το νέο αρμόδιο όργανο, χωρίς τη συμμετοχή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία καταργήθηκε δυνάμει του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου (Ν. 7(1)/98).

Διοικητικό όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Απαραίτητη η τήρηση πρακτικού ― Δεν ισχύει αν το αποφασίζον όργανο δεν είναι συλλογικό.

Ο περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος (Ν. 29(1)/92) ― Αίτηση για άδεια λειτουργίας Τηλεοπτικού Σταθμού ― Η παράβαση του Άρθρου 13 του Νόμου περί αλλαγών στο κεφάλαιο και στο καταστατικό της εταιρείας χωρίς την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, τυπικής μορφής ― Δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης χορήγησης της άδειας λειτουργίας του σταθμού.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών να εκδώσει προς το ενδιαφερόμενο μέρος Lumiere Television Ltd, άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού με αναδρομική ισχύ από 19/11/92.

Η αρχική απόφαση είχε ληφθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο το αρμόδιο όργανο. Η απόφασή του ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με την πλήρωση όλων των προϋποθέσεων του περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου Αρ. 29(1)/92. Ακολούθησε στις 30/1/98 κατάργηση του Νόμου αυτού με την θέσπιση του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου (Ν. 7(1)/98), ο οποίος όριζε ως πλέον αρμόδιο σώμα για την έκδοση τηλεοπτικών αδειών, την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου και προσωρινά μέχρι τη συγκρότηση του οργάνου, το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Οι κυριότεροι λόγοι ακυρώσεως αφορούσαν στην παράνομη αναδρομικότητα της απόφασης, καθώς και στην αναρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου να εφαρμόσει τον καταργηθέντα Νόμο 29(1)/92, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο αρμόδιο όργανο ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  H απόφαση της Ολομέλειας δημιούργησε στη Διοίκηση την υποχρέωση για επανεξέταση της αίτησης που το Ε.Μ. είχε [*39]υποβάλει τον Απρίλιο 1992. Στα πλαίσιο αυτής της επανεξέτασης, η διοίκηση όφειλε να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας αναφορικά με τη μετοχική δομή του Ε.Μ. για να υπάρξει έτσι συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς να λάβει υπόψη οποιαδήποτε στοιχεία ή γεγονότα μεταγενέστερα της 19.11.92.

     Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου έχει υποχρέωση να επανεξετάσει το θέμα με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.

     Στην προκείμενη περίπτωση η ακυρωθείσα από το Δικαστήριο απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την έκδοση της πρώτης άδειας λήφθηκε στις 19 Νοεμβρίου, 1992. Σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής του Ε.Μ. προς τον καθ’ ου η αίτηση ημερ. 28.2.98 ότι η επανεξέταση της αίτησης που ζητούσε το Ε.Μ. είχε την έννοια της επανεξέτασης στα πλαίσια της οφειλόμενης από τη διοίκηση ενέργειας, ενόψει του αποτελέσματος των εφέσεων και όχι επανεξέτασης της αίτησης με οποιαδήποτε άλλη έννοια. Επομένως, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η επιστολή του Ε.Μ. ημερομηνίας 28.2.98 ουσιαστικά αποτελούσε νέα αίτηση, δεν ευσταθεί.

2.  Η διοίκηση είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη κατά την επανεξέταση στοιχεία και γεγονότα τα οποία υπήρχαν πριν από τις 19.11.92 τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης, είτε διότι αυτά δεν βρίσκονταν από την αρχή ενώπιόν της, είτε διότι αυτά ήταν μεν ενώπιόν της αλλά δε λήφθηκαν καθόλου ή επαρκώς υπόψη.

     Ο κανόνας της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση υπόκειται σε εξαιρέσεις. Εξαίρεση στον κανόνα περί της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων χωρεί όπου ο ίδιος ο νόμος παρέχει εξουσία για την έκδοση διοικητικής πράξης η οποία ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσής της και όπου η αναδρομή στο παρελθόν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας (α) συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις και (β) έκδοση απόφασης μετά την επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση η εκδηλωθείσα βούληση της διοίκησης για επενεξέταση του θέματος συνάδει προς την απορρέουσα εκ της ακυρωτικής [*40]απόφασης αναγκαιότητα για αποκατάσταση της νομιμότητας.

3.  Το ερώτημα που τίθεται είναι από ποιο όργανο και με βάση ποιο νόμο έπρεπε να γίνει η επανεξέταση της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία παρέμεινε εκκρεμής ως εκ του αποτελέσματος των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

     Η διαδικασία που η διοίκηση επέλεξε για την επανεξέταση της αίτησης ήταν η πιο πρόσφορη κατά το δίκαιο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Επρόκειτο για λύση εύλογη και νομικά επιτρεπτή, ως η μόνη παρέχουσα τα εχέγγυα της συνεχούς και αδιάκοπης δράσης της δημόσιας διοίκησης στον συγκεκριμένο τομέα στα πλαίσια της νομιμότητας. Η επιλογή αυτή συνάδει προς τη θεμελιώδη αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία πρέπει να διέπει κάθε ενέργεια, πράξη ή απόφαση της δημόσιας διοίκησης έναντι ή σε σχέση με τους διοικούμενους, χωρίς ταυτόχρονα να προκαλείται σύγκρουση με την αρχή ότι στο παρόν, δεσμευτικό είναι το ισχύον δίκαιο. Οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν την αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους με βάση τα πραγματικά γεγονότα όπως αυτά ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτοι την 19.11.92, με βάση το ισχύον τότε νομικό καθεστώς (Ν. 29(1)/92). Η εξέταση έγινε από το Γενικό Διευθυντή ο οποίος, κατά τον παρόντα χρόνο (Μάρτιος 98) ήταν προσωρινά το μόνο αρμόδιο όργανο με βάση το ισχύοντα νόμο (Άρθρο 56(2) Ν.7(1)/98) για την έκδοση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών.

4.  Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι οι ενέργειες του Γενικού Διευθυντή είχαν ως γνώμονα την εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού και ότι επέβλεπαν στην αποφυγή των συνεπειών οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος διαψεύδεται από τα ίδια τα γεγονότα. Η Διοίκηση διέταξε ως όφειλε τη διενέργεια ανακρίσεων για τη διαπίστωση διάπραξης ποινικού αδικήματος και προχώρησε στη διαδικασία της επανεξέτασης προς συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις. Ο Γενικός Διευθυντής είχε ενώπιόν του όλα τα γεγονότα και δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να ακούσει επί του θέματος τους αιτητές, ούτε οι τελευταίοι είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα παρέμβασης για ακρόαση. Η αρχή του audi alteram partem δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις έκδοσης διοικητικών πράξεων οι οποίες δεν επηρεάζουν άμεσα το συμφέρον τρίτου.

5.  Στα πλαίσια της επανεξέτασης, ο Γενικός Διευθυντής είχε την ευχέρεια να λάβει υπόψη γεγονότα τα οποία, ενώ υπήρχαν κατά [*41]τον ουσιώδη χρόνο (19.11.92) είτε δεν τέθηκαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, είτε βρίσκονταν ενώπιόν του, αλλά δε λήφθηκαν καθόλου ή επαρκώς υπόψη.

     Η ευχέρεια του Γενικού Διευθυντή να λάβει υπόψη αυτά τα στοιχεία κατά την επανεξέταση, έστω και αν τέθηκαν μεταγενεστέρως ενώπιόν του, συνάδει με το καθήκον της διοίκησης για διεξαγωγή δέουσας έρευνας συμμορφούμενη έτσι με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις δύο προαναφερθείσες εφέσεις.

     Στην προκείμενη περίπτωση, ο Γενικός Διευθυντής ερεύνησε κατά την επανεξέταση το θέμα των μετόχων και του μετοχικού κεφαλαίου του Ε.Μ. με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (19.11.92) – Άρθρο 9 του Νόμου 29(1)/92. Η έκταση της έρευνας και τα στοιχεία που ερευνήθηκαν εμφαίνονται στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 10.3.98. Από το φάκελο της διοίκησης προκύπτει ότι τα έγγραφα τα οποία αναφέρονται στη μετοχική σύνθεση του Ε.Μ. συντάχθηκαν μετά τις 19.11.92, όλα όμως, αναφέρονται σε γεγονότα τα οποία υπήρχαν κατά την πιο πάνω ημερομηνία.

     Ο Γενικός Διευθυντής ερεύνησε όλα τα έγγραφα και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά το χρόνο έκδοσης της πρώτης άδειας στο Ε.Μ. υπήρχαν και ετηρούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9 του Ν. 29(1)/92. Συνακόλουθα, κρίνεται ως ορθή η έκδοση της άδειας με αναδρομική ισχύ από 19.11.92 ήτοι, από το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία εκδόθηκε η άδεια λειτουργία του Ε.Μ., η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτό, συνάδει με την αρχή του Διοικητικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία νέα απόφαση η οποία εκδίδεται από τη διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει πάντοτε αναδρομική ισχύ και μάλιστα από την ημερομηνία λήψης της ακυρωθείσας απόφασης.

     Η έρευνα ήταν πλήρης και είχε ως αντικείμενο τη διακρίβωση της μετοχικής δομής του Ε.Μ. κατά τον ουσιώδη χρόνο προς διαπίστωση του κατά πόσο η αίτηση πληρούσε τις προϋποθέσεις των προνοιών του Άρθρου 9 του Νόμου 29(1)/92. Η έρευνα ήταν το αναγκαίο διάβημα της Διοίκησης προς την ορθή κατεύθυνση ενόψει της υποχρέωσής της για συμμόρφωση προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

[*42]6.        Η συμμετοχή του κ. Κρις Οικονομίδη στη Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν θέμα που αφορούσε τη νόμιμη συγκρότηση του συμβουλευτικού αυτού οργάνου κατά το χρόνο της εξέτασης της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους και της έκδοσης της πρώτης άδειας. Όμως, κατά το χρόνο που η αίτηση εξετάστηκε από το Γενικό Διευθυντή, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν υπήρχε, εφόσον αυτή είχε διά νόμου καταργηθεί. Αυτή η εξέλιξη, καθιστά το θέμα της συμμετοχής του κ. Κρις Οικονομίδη στην τότε Συμβουλευτική Επιτροπή χωρίς σημασία για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής, εφόσον η αίτηση εξετάστηκε εξ υπαρχής από το αρμόδιο κατά το ισχύον δίκαιο όργανο, η απόφαση του οποίου, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

7.  Το παράπονο των αιτητών ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν τήρησε πρακτικά για να ελέγχεται η νομιμότητα κ.λ.π. της απόφασης δεν ευσταθεί. Στην προκείμενη περίπτωση ο Γενικός Διευθυντής έδρασε μόνο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του και η δράση του όπως και τα στοιχεία και γεγονότα που έλαβε υπόψη προτού πάρει την προσβαλλόμενη απόφαση καταγράφονται στην επιστολή του ημερομηνίας 10.3.98. Η τήρηση πρακτικών θα είχε νομική και πρακτική σημασία αν το αποφασίζον όργανο ήταν συλλογικό.

8.  Καθόσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο Γενικός Διεθυντής παρέλειψε να εξετάσει και διαπιστώσει το γεγονός ότι το Ε.Μ. προέβη σε αλλαγές στο κεφάλαιο και το καταστατικό του χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά παράβαση του Άρθρου 13 του Νόμου 29(1)/92, έστω και αν έχουν διαπραχθεί τέτοιες παραβιάσεις, αυτές δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί πρόκειται για υποχρεώσεις εκ του νόμου, τυπικής μάλλον μορφής, παρά για υποχρεώσεις ουσίας.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Morsis v. Republic (1965) 3 C.L.R. 1,

Απέητος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64,

Σφηκουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327,

Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,

[*43]

Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 2427.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία εξέδωσαν προς το ενδιαφερόμενο μέρος άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού με αναδρομική ισχύ από 19.11.92.

Λ. Παπαφιλίππου και Λ. Χαβιαρά, για την Αιτήτρια.

Π. Κληρίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ("o καθ’ ου η αίτηση" ή "ο Γενικός Διευθυντής") ημερ. 10.3.98 με την οποία ο καθ’ ου η αίτηση εξέδωσε προς το ενδιαφερόμενο μέρος Lumiere Television Ltd (στο εξής το "Ε.Μ.") άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού (στο εφεξής η "προσβαλλόμενη άδεια") με αναδρομική ισχύ από 19.11.92.

Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 19.11.92 αποφάσισε (Απόφαση αρ. 38.389) να χορηγήσει στο Ε.Μ. προσωρινή άδεια λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού κλειστού κυκλώματος με παγκύπρια κάλυψη (στο εφεξής "η πρώτη άδεια").  Κατά το χρόνο που εκδόθηκε η πρώτη άδεια, το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν το αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση τέτοιων αδειών σύμφωνα με τον περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο (Ν. 29(1)/92).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν προσφυγής της αιτήτριας, ακύρωσε στις 14.12.95 την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία χορήγησε στο Ε.Μ. την πρώτη άδεια. Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και το Ε.Μ. Οι εφέσεις τους απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 27.2.98.

Στις 30.1.98 τέθηκε σε ισχύ ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος 7(1)/98, ο οποίος με το άρθρο 56(3) κατάργησε [*44]τον ισχύοντα περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο 29(1)/92. Με βάση τον νέο νόμο 7(1)/98, εγκαθιδρύθηκε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (στο εφεξής η "Αρχή") η οποία έχει την εξουσία έκδοσης τηλεοπτικών αδειών. Η εν λόγω εξουσία προηγουμένως ανήκε, με βάση τον καταργηθέντα νόμο 29(1)/92, στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Το άρθρο 56(2) του Νόμου 7(1)/98 προβλέπει:

"(2) Μέχρι το διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των μελών της Αρχής, οι δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιότητες και εξουσίες της Αρχής θα ασκούνται προσωρινά από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών."

Μετά την απόρριψη των πιο πάνω εφέσεων το Ε.Μ. με επιστολή του ημερομηνίας 28.2.98 προς τον καθ’ ου η αίτηση, ζήτησε την επανεξέταση της αρχικής του αίτησης με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση για την έκδοση της πρώτης άδειας από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Ο καθ’ ου η αίτηση κατόπιν επανεξέτασης εξέδωσε την προσβαλλόμενη άδεια.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη άδεια  θίγονται έννομα συμφέροντά της.

Η προσφυγή της αιτήτριας βασίζεται στα πιο κάτω νομικά σημεία:

1.   Η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση είναι καταφανώς παράνομη διότι:

(α)  Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών (στο εφεξής ο "Γενικός Διευθυντής") που την εξέδωσε, ενήργησε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση ή νόσφιση εξουσίας και κατά παράβαση του άρθρου 56(2) του Νόμου 7(1)/98 σύμφωνα με το οποίο οι εξουσίες του Γενικού Διευθυντή περιορίζονται και ασκούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς του Νόμου 7(1)/98 και όχι για σκοπούς του καταργηθέντος Ν.29(1)/92, ή με αναδρομικότητα και/ή ο Γενικός Διευθυντής στερείται εξουσίας για αναθεώρηση πράξης ή απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.

(β)  Ο Γενικός Διευθυντής οικειοποιήθηκε και άσκησε εξουσία που σύμφωνα με τον Ν.29(1)/92 άρθρο 6 που ίσχυε κατά τις [*45]19.11.92, ανήκε και ασκείτο αποκλειστικά από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(γ)  Ο Γενικός Διευθυντής οικειοποιήθηκε και άσκησε εκτελεστικήν εξουσία που ανήκει και ασκείται αποκλειστικά εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα 19.5, και 54 του Συντάγματος και δεν δύναται να ανατεθεί και ασκηθεί από οποιοδήποτε άλλο όργανο κατά παραβίαση της αρχής delegatum non potest delegare. Περαιτέρω ο Γενικός Διευθυντής δεν έχει εξουσία έκδοσης αδείας γιατί το άρθρο 19.5 του Συντάγματος την επιφυλάσσει στη Δημοκρατία και όχι στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης.

(δ)  Ο Ν. 7(1)/98 δεν έχει αναδρομικήν ισχύ και δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση της αδείας τηλεοπτικού σταθμού της Lumiere που ακυρώθηκε πριν τις 30.1.98 που ο νόμος αυτός ετέθη σε ισχύ.

2.   Ο Γενικός Διευθυντής ενήργησε υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης διότι:

(α)  Οταν προέβαινε στη λήψη της προσβαλλομένης πράξης ή απόφασης δεν είχε υπόψη του και δεν μελέτησε το πλήρες κείμενο και αιτιολογικά των αποφάσεων που εκδόθηκαν στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 2025 και 2032 για να διαπιστώσει τα ευρήματα ή πορίσματα επί των γεγονότων που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι κατά τον χρόνον που εκδόθηκε η ακυρωθείσα διοικητική πράξη ή απόφαση.

(β)  Παρεγνώρισε και δεν αξιολόγησε το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην προσφυγή αρ. 135/93.

(γ)  Παρεγνώρισε το εύρημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 2025 και 2032 αναφορικά με το ποσοστό των μετόχων.

(δ)  Παρεγνώρισε το γεγονός ότι στην απόφαση στην προσφυγή 135/93 το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η ακυρωθείσα άδεια που χορηγήθηκε στην Lumiere Television Ltd ήτο άκυρη λόγω της συμμετοχής του Κρις Οικονομίδη ως μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενώ αυτός ήτο πρόεδρος της εν λόγω εταιρείας γεγονός που δεν ανετράπη ούτε και έχει δυ[*46]νατότητα αναστροφής.

(ε)  Παρερμήνευσε την νομολογία και υιοθέτησε αρχές της νομολογίας που ισχύουν για διαδικαστικά ή δικονομικά θέματα και οι οποίες δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί θεμάτων ουσιαστικού δικαίου και/ή σε σχέση με νεώτερη νομοθεσία που αντικατέστησε την νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα διοικητική πράξη ή απόφαση.

(στ) Ο Γενικός Διευθυντής ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης διότι εχειρίσθη την ακυρωθείσα άδεια ως άδεια σε ισχύ.

(ζ)  Ο Γενικός Διευθυντής παρέλειψε να προβεί σε πλήρη έρευνα της μετοχικής κατάστασης και τα ποσοστά εκάστου μετόχου της Lumiere και της συγγένειας που είχαν οι μέτοχοι ή μερικοί μέτοχοι μέσα στα πλαίσια του νόμου που ίσχυε κατά την ημέρα που είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη και/ή ακόμη και με βάση τον Ν.7(1)/98.

(η)  Ο Γενικός Διευθυντής παρέλειψε να εξετάσει και διαπιστώσει το γεγονός ότι η Lumiere προέβη σε αλλαγές στο κεφάλαιο και στο καταστατικό της χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά παράβαση του άρθρου 13 του Ν. 29(1)/92.

(θ)  Η προσβαλλομένη διοικητική πράξη ή απόφαση είναι ανίσχυρη και άκυρη διότι είναι αναδρομική εφόσον δεν υφίσταται ρητή επιτρεπτική διάταξη νόμου.

(ι)   Περαιτέρω εάν η προσβαλλομένη πράξη ή απόφαση εβασίσθη επί του Ν.7(1)/98 δηλαδή σε νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που ίσχυε κατά τον χρόνο της έκδοσης της ακυρωθείσης πράξης ή απόφασης, η έναρξη της ισχύος της προσβαλλομένης πράξης ή απόφασης δεν μπορεί να έχει αναδρομικότητα.

(ια) Ο Γενικός Διευθυντής δεν μπορούσε να δώσει αναδρομικότητα στην άδεια, αν ευρεθεί ότι είχε αρμοδιότητα.

(ιβ) Η ακυρωθείσα με την προσφυγή αρ. 135/93 και εφέσεις 2025 και 2932 πράξη και/ή απόφαση δεν είναι εξ εκείνων που η Διοίκηση έχει υποχρέωση να επανεξετάσει ούτε και η ακύρωσή της ήτο για τυπικούς λόγους και κατά συνέπεια εσφαλμένα και παράνομα ο Γενικός Διευθυντής προέβη σε [*47]επανεξέταση, σε σχέση μόνο με το πραγματικό καθεστώς που κατά τον ίδιον ίσχυε κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωθείσης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, έστω και εάν ενομιμοποιείτο και/ή είχε υποχρέωση για επανεξέταση θα έπρεπε να ενεργήσει με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε με τον Νόμο 29(1)/92 και όχι με τον Νόμο 7(1)/98.

3.   Η προσβαλλομένη πράξη ή απόφαση ελήφθη για εξυπηρέτηση αλλοτρίων σκοπών και/ή ως μέσο αποφυγής των συνεπειών που προβλέπει το άρθ. 146.5 και 6 του Συντάγματος διότι ο Γενικός Διευθυντής ενήργησε με απίστευτα μεγάλη και αδικαιολόγητη σπουδή παρά τις επιστολές και ειδοποιήσεις εκ μέρους της Αιτήτριας με τις οποίες εζητείτο συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και διεκδικούντο αποζημιώσεις με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.  Η σπουδή του Γενικού Διευθυντή να εκδώσει την προσβαλλομένη άδεια και μάλιστα αναδρομικά δείχνει ότι γνώμονας του Γενικού Διευθυντή ήτο η πάση θυσία αποφυγή ευθυνών που απορρέουν από το Σύνταγμα, και/ή η καταστρατήγηση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και χωρίς να προϋπάρξει η εξασφάλιση των συνεπειών της ακυρωθείσης πράξης.  Ο Γενικός Διευθυντής έπρεπε πρώτα να επιβάλει ενεργόν συμμόρφωση της διοίκησης και της Lumiere προς την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

4.   Ο Γενικός Διευθυντής ενήργησε υπό καθεστώς δυσμενούς διάκρισης έναντι της Αιτήτριας και/ή κατά παραβίαση της αρχής audi alteram partem και δεν άκουσε και/ή δεν παρέσχε στην Αιτήτρια την ευκαιρία να ακουστεί, ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι ήτο ενδιαφερόμενο και επηρεαζόμενο μέρος ως αιτήτρια στην προσφυγή 135/93, και εφεσίβλητη στις εφέσεις αρ. 2025 και 2032 και ως κάτοχος νόμιμης και έγκυρης άδειας λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού, και δεδομένου ότι ζήτησε να ακουστεί.

5.   Ο Γενικός Διευθυντής παρεβίασε το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με τις αποφάσεις στην προσφυγή 135/93 και εφέσεις 2025 και 2032.

6.   Ο Γενικός Διευθυντής δεν τήρησε τα πρέποντα πρακτικά για να ελέγχεται η νομιμότης και εγκυρότης της διοικητικής πράξης που παρήγαγε και κατά παραβίαση των αρχών περί χρηστής διοίκησης και της αρχής της νομιμότητας.

[*48]

7.   Περαιτέρω ο Γενικός Διευθυντής δεν μελέτησε τον φάκελο του Υπουργείου Συγκοινωνιών και της Συμβουλευτικής Επιτροπής για να δει ότι η Lumiere  έχει παρουσιάσει ενώπιόν του ψευδή ή αντιφατικά γεγονότα ως προς την ιδιοκτησία των μετοχών της.

8.   Η προσβαλλομένη πράξη ή απόφαση στερείται νόμιμης και οποιασδήποτε ή επαρκούς αιτιολογίας.

Στην γραπτή αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας συνοπτικά εισηγείται πως τα κρίσιμα θέματα της παρούσας προσφυγής είναι τρία και τα προσδιορίζει ως εξής:

Πρώτον

Είχε ο Γενικός Διευθυντής εξουσία ή δικαίωμα να ασκήσει τις εξουσίες που κατά τις 19.11.92 ασκούσε το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση τον Ν.29(1)/92;

Δεύτερο

Εφόσον η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξάλειψε την Πρώτην Αδειαν με αποτέλεσμα να επανέλθουν τα πράγματα στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνον αμέσως πριν την έκδοση της ακυρωθείσης Πρώτης Αδειας (29.11.92) και δεδομένου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είναι υπαρκτό συνταγματικό σώμα:-

(α)   είναι νομικά επιτρεπτόν να υποκατασταθεί το Υπουργικό Συμβούλιο από τον Γενικό Διευθυντή; ή

(β)   θα έπρεπε να επανεξετάσει το αίτημα του Ε.Μ. το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο; και

(γ)   αφού ο Ν.29(1)/92 καταργήθηκε από τον Ν.7(1)/98 ο Γενικός Διευθυντής είχε εξουσία να αποφασίσει με αναγωγή και εφαρμογή του Ν.7(1)/98 στον χρόνο που είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα Πρώτη Αδεια.

Τρίτον

Κατά πόσον το Παράρτημα Α της Ενστασης του Ε.Μ. και τα νέα στοιχεία που παρουσίασε το Ε.Μ. αποτελούν αίτηση de novo για άδεια, με συνέπεια να αποκλείεται ο Γενικός Διευθυντής να εκδώσει αναδρομική άδεια και να εφαρμόσει τον νόμο που ίσχυε κατά [*49]την ημερομηνία της ακυρωθείσης άδειας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για δυο λόγους:

(α)   Διαπιστώθηκε ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα αναφορικά με τους μετόχους του Ε.Μ. (άρθρο 9 του καταργηθέντα νόμου).

(β)   Διαπιστώθηκε ότι η συμμετοχή του κ. Κρις Οικονομίδη στη Συμβουλευτική Επιτροπή μέχρι 3.11.92 προσέκρουε στις πρόνοιες του άρθρου 3 του καταργηθέντα νόμου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εξέταση των εφέσεων κατά της πρωτόδικης απόφασης δεν ασχολήθηκε με το δεύτερο λόγο ακύρωσης. Έκρινε όμως ορθή την πρωτόδικη απόφαση ότι δηλαδή δεν έγινε η δέουσα έρευνα αναφορικά με τους μετόχους του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η απόφαση της Ολομέλειας δημιούργησε στη Διοίκηση την υποχρέωση για επανεξέταση της αίτησης που το Ε.Μ. είχε υποβάλει τον Απρίλιο 1992. Στα πλαίσια αυτής της επανεξέτασης η διοίκηση όφειλε να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας αναφορικά με τη μετοχική δομή του Ε.Μ. για να υπάρξει έτσι, συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου χωρίς να λάβει υπόψη οποιαδήποτε στοιχεία ή γεγονότα μεταγενέστερα της 19.11.92.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου έχει υποχρέωση να επανεξετάσει το θέμα με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.

Στην προκείμενη περίπτωση η ακυρωθείσα από το Δικαστήριο απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την έκδοση της πρώτης άδειας λήφθηκε στις 19 Νοεμβρίου, 1992.  Σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής του Ε.Μ. προς τον καθ’ ου η αίτηση ημερ. 28.2.98 ότι η επανεξέταση της αίτησης που ζητούσε το Ε.Μ. είχε την έννοια της επανεξέτασης στα πλαίσια της οφειλόμενης από τη διοίκηση ενέργειας ενόψει του αποτελέσματος των εφέσεων και όχι επανεξέτασης της αίτησης με οποιαδήποτε άλλη έννοια.  Επομένως, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η επιστολή του Ε.Μ. ημερομηνίας 28.2.98 ουσιαστικά αποτελούσε νέα αίτηση, δεν ευσταθεί.

Το γεγονός ότι το Ε.Μ. με την πιο πάνω επιστολή του διαβίβασε [*50]προς τον καθ’ ου η αίτηση στοιχεία τα οποία δεν υπήρχαν στο φάκελο της διοίκησης δεν ανατρέπει τη φύση της διαδικασίας που η διοίκηση είχε υποχρέωση να ακολουθήσει ενόψει της ακυρωτικής απόφασης.

Η διοίκηση είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη κατά την επανεξέταση στοιχεία και γεγονότα τα οποία υπήρχαν πριν από τις 19.11.92 τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης είτε διότι αυτά δεν βρίσκονταν από την αρχή ενώπιόν της είτε διότι αυτά ήταν μεν ενώπιόν της αλλά δεν λήφθηκαν καθόλου ή  επαρκώς υπόψη.

Ο κανόνας της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων (Βλ. Μόρσης ν. ΕΔΥ (1965) 3 C.L.R. 1 και Μόζορας ν. ΕΔΥ (1973) 3 Α.Α.Δ. 210, χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση υπόκειται σε εξαιρέσεις. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 197 αναφέρονται τα εξής:

"Η ως άνω αρχή της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων δικαιολογείται εκ του ότι η αρμοδιότης του διοικητικού οργάνου δέον να ασκείται εν όψει της παρούσης εκάστοτε νομικής και πραγματικής καταστάσεως: 168(43)".

Ο Παπαχατζής στο σύγγραμμά του "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου", Ε έκδοση, με αναφορά στην επί του θέματος ελληνική νομολογία αναφέρει ότι η Δημόσια Διοίκηση δεν είναι νόμιμο να ενεργεί με δύναμη αναδρομική. Όπου η πράξη συνδέεται με αναδρομική ρήτρα η αναδρομή είναι ανίσχυρη. Όχι όμως η ίδια η πράξη η οποία επενεργεί από το χρόνο της έκδοσής της. Εξαίρεση στον κανόνα περί της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων χωρεί όπου ο ίδιος ο νόμος παρέχει εξουσία για την έκδοση διοικητικής πράξης η οποία ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσής της και όπου η αναδρομή στο παρελθόν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας (α) συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις και (β) έκδοση απόφασης μετά την επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης. Βλ. Απέητος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64, Σφηκουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327. Στην προκείμενη περίπτωση η εκδηλωθείσα βούληση της διοίκησης για επανεξέταση του θέματος συνάδει προς την απορρέουσα εκ της ακυρωτικής απόφασης αναγκαιότητα για αποκατάσταση της νομιμότητας.

Το ερώτημα που τίθεται είναι από ποιο όργανο και με βάση ποιο νόμο έπρεπε να γίνει η επανεξέταση της αίτησης του ενδιαφερόμε[*51]νου μέρους η οποία παρέμεινε εκκρεμής ως εκ του αποτελέσματος των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην προκείμενη περίπτωση, η επανεξέταση της αίτησης του Ε.Μ. ως συνέπεια του αποτελέσματος της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή και των αποφάσεων στις δυο εφέσεις, δεν θα παρουσίαζε οποιοδήποτε πρόβλημα αν τα αρμόδια όργανα που είχαν να διαδραματίσουν ρόλο στη διαδικασία της επανεξέτασης ήταν και κατά το χρόνο της επανεξέτασης τα ίδια με εκείνα που ενήργησαν για την έκδοση της πρώτης άδειας. Όπως έχει λεχθεί, τα αρμόδια αυτά όργανα με βάση τις πρόνοιες του Ν. 29(1)/92 ήταν η Συμβουλευτική Επιτροπή και το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν το αποφασίζον όργανο για την έκδοση αδειών τηλεοπτικών σταθμών, ενεργώντας με βάση την έκθεση που ετοίμαζε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Ο νόμος 7(1)/98 κατάργησε τη Συμβουλευτική Επιτροπή και πρόβλεψε για τη σύσταση ενός νέου οργάνου, αρμόδιου για την έκδοση των αδειών των τηλεοπτικών σταθμών που είναι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ("η Αρχή"). Πρόκειται για νομοθετική ρύθμιση η οποία συνάδει πλήρως προς το άρθρο 19.5 του Συντάγματος και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτητών κρίνονται ως ανεδαφικοί.

Για να μην υπάρξει κενό μέχρι το διορισμό του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των μελών της Αρχής από το Υπουργικό Συμβούλιο, οι προβλεπόμενες από το νέο νόμο αρμοδιότητες της Αρχής, παραχωρήθηκαν προσωρινά δυνάμει του άρθρου 56(2) του εν λόγω νόμου στο Γενικό Διευθυντή.

Η διαδικασία που η διοίκηση επέλεξε για την επανεξέταση της αίτησης θεωρώ πως ήταν η πιο πρόσφορη κατά το δίκαιο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Επρόκειτο για λύση εύλογη και νομικά επιτρεπτή, ως η μόνη παρέχουσα τα  εχέγγυα της συνεχούς και αδιάκοπης δράσης της δημόσιας διοίκησης στον συγκεκριμένο τομέα στα πλαίσια της νομιμότητας. Η επιλογή αυτή συνάδει προς τη θεμελιώδη αρχή της χρηστής διοίκησης η οποία πρέπει να διέπει κάθε ενέργεια, πράξη ή απόφαση της δημόσιας διοίκησης έναντι ή σε σχέση με τους διοικούμενους, χωρίς ταυτόχρονα να προκαλείται σύγκρουση με την αρχή ότι στο παρόν, δεσμευτικό είναι το ισχύον δίκαιο. Οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν την αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους με βάση τα πραγματικά γεγονότα όπως αυτά ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτοι την 19.11.92, με βάση το ισχύον τότε νομικό καθεστώς (Ν. 29(1)/92). Βλ. Μυτίδης ν. Δημοκρατία (1988) 3 Α.Α.Δ. 737. Η εξέταση έγινε από τον Γενικό Διευθυντή ο οποίος, κατά τον παρόντα χρόνο, (Μάρτιος 98) ήταν προσωρινά το μόνο [*52]αρμόδιο όργανο με βάση τον ισχύοντα νόμο (άρθρο 56(2) Ν. 7(1)/98) για την έκδοση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών. Στη Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 2427, λέχθηκαν τα εξής:

"Η ακυρωτική δικαστική απόφαση εξαλείφει ex tunc την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση και επαναφέρει τα πράγματα στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του χρόνου της διοικητικής πράξης που ακυρώθηκε. Η νέα πράξη, έστω και να της δοθεί αναδρομική ισχύ, εκδίδεται, κατά λογική ανάγκη, στο παρόν και όχι στο παρελθό. Στο παρόν όμως δεσμευτικό είναι το ισχύον δίκαιο, τόσο το νομοθετημένο όσο και το νομολογιακό. Το γεγονός ότι το δίκαιο αυτό είναι άλλο από εκείνο που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης που ακυρώθηκε δεν του αφαιρεί τη δεσμευτικότητα, ούτε αίρει την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής πράξης που σημαίνει κατ’ ανάγκη δέσμευση της Διοίκησης στο ισχύον δίκαιο. (Βλ. Παναγιώτης Βανέζης και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2522. Γεώργιος Λύωνας και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038.)"

Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι οι ενέργειες του Γενικού Διευθυντή είχαν ως γνώμονα την εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού και ότι απέβλεπαν στην αποφυγή των συνεπειών οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 146.6 του Συντάγματος διαψεύδεται από τα ίδια τα γεγονότα. Η Διοίκηση διέταξε ως όφειλε τη διενέργεια ανακρίσεων για τη διαπίστωση διάπραξης ποινικού αδικήματος και προχώρησε στη διαδικασία της επανεξέτασης προς συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις. Ο Γενικός Διευθυντής είχε ενώπιόν του όλα τα γεγονότα και δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να ακούσει επί του θέματος τους αιτητές, ούτε οι τελευταίοι είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα παρέμβασης για ακρόαση. Η αρχή του audi alteram partem δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις έκδοσης διοικητικών πράξεων οι οποίες δεν επηρεάζουν άμεσα το συμφέρον τρίτου.

Από το περιεχόμενο της επιστολής του Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 10.3.98 προκύπτει ότι κατά την επανεξέταση έλαβε υπόψη τόσο την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή 135/93 όσο και τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις 2025 και 2032. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός των αιτητών ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν είχε υπόψη ή δεν μελέτησε τις πιο πάνω αποφάσεις δεν ευσταθεί.

[*53]Στα πλαίσια της επανεξέτασης, ο Γενικός Διευθυντής είχε την ευχέρεια να λάβει υπόψη γεγονότα τα οποία, ενώ υπήρχαν  κατά τον ουσιώδη χρόνο, (19.11.92) είτε δεν τέθηκαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου είτε βρίσκονταν ενώπιόν του αλλά δεν λήφθηκαν καθόλου ή επαρκώς υπόψη.

Η ευχέρεια του Γενικού Διευθυντή να λάβει υπόψη αυτά τα στοιχεία κατά την επανεξέταση, έστω και αν τέθηκαν μεταγενεστέρως ενώπιον του, συνάδει με το καθήκον της διοίκησης για διεξαγωγή δέουσας έρευνας συμμορφούμενη έτσι με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις δύο προαναφερθείσες εφέσεις.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Γενικός Διευθυντής ερεύνησε κατά την επανεξέταση το θέμα των μετόχων και του μετοχικού κεφαλαίου του Ε.Μ. με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (19.11.92) - άρθρο 9 του Νόμου 29(1)/92. Η έκταση της έρευνας και τα στοιχεία που ερευνήθηκαν εμφαίνονται στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 10.3.98. Από το φάκελο της διοίκησης προκύπτει ότι τα έγγραφα τα οποία αναφέρονται στην μετοχική σύνθεση του Ε.Μ. συντάχθηκαν μετά τις 19.11.92, όλα όμως, αναφέρονται σε γεγονότα τα οποία υπήρχαν κατά την πιο πάνω ημερομηνία.

Ο Γενικός Διευθυντής ερεύνησε όλα τα έγγραφα, περιλαμβανομένων και των σχετικών εγγράφων του Εφόρου Εταιρειών, του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού του Ε.Μ. καθώς και άλλα έγγραφα τα οποία αναφέρονται στη μετοχική δομή του Ε.Μ. κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι στις 19.11.92 και ορθά κατά την κρίση μου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά το χρόνο έκδοσης της πρώτης άδειας στο Ε.Μ. υπήρχαν και ετηρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 του Ν.29(1)/92. Συνακόλουθα, κρίνεται ως ορθή  η έκδοση της άδειας με αναδρομική ισχύ από 19.11.92 ήτοι, από το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία εκδόθηκε η άδεια λειτουργίας του Ε.Μ. η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτό, συνάδει με την αρχή του Διοικητικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία νέα απόφαση η οποία εκδίδεται από τη διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει πάντοτε αναδρομική ισχύ και μάλιστα από την ημερομηνία λήψης της ακυρωθείσας απόφασης.

Η έρευνα ήταν πλήρης και είχε ως αντικείμενο τη διακρίβωση της μετοχικής δομής του Ε.Μ. κατά τον ουσιώδη χρόνο προς διαπίστωση του κατά πόσο η αίτηση πληρούσε τις προϋποθέσεις των προνοιών του άρθρου 9 του Νόμου 29(1)/92. Η έρευνα ήταν το αναγκαίο διάβημα της Διοίκησης προς την ορθή κατεύθυνση ενόψει της [*54]υποχρέωσής της για συμμόρφωση προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η συμμετοχή του κ. Κρις Οικονομίδη στη Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν θέμα που αφορούσε τη νόμιμη συγκρότηση του συμβουλευτικού αυτού οργάνου κατά το χρόνο της εξέτασης της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους και της έκδοσης της πρώτης άδειας. Ομως, κατά το χρόνο που η αίτηση εξετάστηκε  από το Γενικό Διευθυντή, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν υπήρχε εφόσον αυτή είχε διά νόμου καταργηθεί. Αυτή η εξέλιξη, καθιστά το θέμα της συμμετοχής του κ. Κρις Οικονομίδη στην τότε Συμβουλευτική Επιτροπή χωρίς σημασία για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής, εφόσον η αίτηση εξετάστηκε εξ υπαρχής από το αρμόδιο κατά το ισχύον δίκαιο όργανο, η απόφαση του οποίου, αποτελεί  το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Η απόφαση του Γενικού Διευθυντή περιέχεται στην επιστολή του ημερομηνίας 10.3.98 η οποία εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση καθώς και η αιτιολογία της απόφασης. Το παράπονο των αιτητών ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν τήρησε πρακτικά για να ελέγχεται η νομιμότητα κ.λ.π. της απόφασης δεν ευσταθεί. Στην προκείμενη περίπτωση ο Γενικός Διευθυντής έδρασε μόνος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του και η δράση του όπως και τα στοιχεία και γεγονότα που έλαβε υπόψη προτού πάρει την προσβαλλόμενη απόφαση καταγράφονται στην επιστολή του ημερομηνίας 10.3.98. Η τήρηση πρακτικών θα είχε νομική και πρακτική σημασία αν το αποφασίζον όργανο ήταν συλλογικό.

Καθόσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο Γενικός Διευθυντής παρέλειψε να εξετάσει και διαπιστώσει το γεγονός ότι το Ε.Μ. προέβη σε αλλαγές στο κεφάλαιο και το καταστατικό του χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά παράβαση του άρθρου 13 του Νόμου 29(1)/92, έχω τη γνώμη πως έστω και αν έχουν διαπραχθεί τέτοιες παραβιάσεις, αυτές δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί πρόκειται για υποχρεώσεις εκ του νόμου, τυπικής μάλλον μορφής, παρά για υποχρεώσεις ουσίας.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

[*55]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο