Τιμοθέου Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 81

(1999) 4 ΑΑΔ 81

[*81]28 Ιανουαρίου, 1999

 [ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 908/97)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Κατοχή θέσης στην οποία προβλεπόταν το ίδιο προσόν ― Τεκμαίρεται η κατοχή του προσόντος μόνο εφόσον υπήρξε δυνατότητα προσβολής τέτοιου πορίσματος από τον αιτητή στο παρελθόν και δεν χρησιμοποιήθηκε ― Πεπλανημένη η απόφαση της Ε.Ε.Υ. στην υπόθεση όπου απαιτείτο πανεπιστημιακό δίπλωμα το οποίο δεν κατείχε ο προαχθής.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δεδικασμένο ― Σχόλιο Δικαστηρίου επί των προσόντων του αιτητή, όπως αυτά θεωρήθηκαν δεδομένα και χωρίς να είναι επίδικο θέμα της προσφυγής, δεν δημιουργεί κανένα δεδικασμένο, ως προς την κατοχή των προσόντων, σε άλλη προσφυγή, όπου κρίνεται ως επίδικο θέμα, το ζήτημα αυτό.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στη θέση Επιθεωρητή Α΄, αντί του ιδίου.

Το Ανώτατου Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  To πως αντικρύστηκαν τα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου, είτε το 1970 που διορίστηκε καθηγητής, είτε το 1974 που, κατόπιν διδακτορικού κατατάγηκε σε κλίμακα αντίστοιχη με τη σημερινή Α8-Α10, είτε το 1978, που θεωρήθηκε προσοντούχος υποψήφιος για την ίδια θέση Επιθεωρητή, δεν προεξοφλούσε αυτόματα ότι κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται για την τώρα υπό πλήρωση θέση. Στη [*82]Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, η πλειοψηφία έκρινε ότι όπου η αρμόδια αρχή είχε από προηγούμενη διερεύνηση καταλήξει ότι, ως θέμα πραγματικό, ο υποψήφιος διέθετε προσόν ίδιο με ό,τι και πάλι απαιτείτο, δε χρειαζόταν στη νέα διαδικασία «οποιαδήποτε παραπέρα έρευνα». Αυτό, καθώς ανέφερε, το υπαγόρευε η λογική. Και πρόσθεσε τα εξής (στις σελ. 428-429):

     “To συμπέρασμα όμως αυτό δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη.»

     Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το μέρος του σκεπτικού με το οποίο υποδεικνύεται ότι πρόκειται για περιπτώσεις όπου η προηγούμενη απόφαση της αρμόδιας αρχής αναφορικά με τα προσόντα «ουδέποτε προσεβλήθη». Και, βέβαια, μπορεί κανείς να ομιλεί για το ότι δεν προσεβλήθη απόφαση μόνο εφόσον υπήρχε τότε η δυνατότητα προσβολής από αυτόν που τώρα προσβάλλει. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν προκύπτει ότι υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Εξ άλλου, η λογική της μη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας για θέμα που διαπιστώθηκε προηγουμένως, δεν μπορεί να καλύψει και την περίπτωση όπου, χωρίς άλλη έρευνα, καθίσταται πρόδηλο ότι η πραγματικότητα σχετικά με το θέμα δεν είναι όπως νομίστηκε παλιά. Καμιά λογική δε θα επέβαλλε να γίνει και δεύτερο λάθος μόνο και μόνο διότι είχε επ’ αυτού γίνει λάθος προηγουμένως.

2.  Όσον αφορά στην εισήγηση για τη δημιουργία δεδικασμένου από την απόφαση Kyriacou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 830, παρατηρείται ότι σε εκείνη την υπόθεση δεν ήταν επίδικο το κατά πόσο το εδώ ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Η Ε.Ε.Υ. θεώρησε ότι τα κατείχε. Επομένως ενομιμοποιείτο να προσφύγει στο Δικαστήριο. Κανείς δεν το είχε αμφισβητήσει. Τα όσα λοιπόν ανέφερε το Δικαστήριο σχετικά με το θέμα των προσόντων δεν αποτελούσαν παρά μόνο εντυπώσεις σχετικά με ό,τι είχε ήδη θεωρηθεί δεδομένο και δεν απέβλεπαν στην επίλυση τεθέντος θέματος. Η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν μπορούσε ως εκ τούτου να δημιουργήσει δεδικασμένο αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου: Kλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

3.  Στην προκείμενη περίπτωση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν [*83]κατείχε “πρώτο” πτυχίο “στο θέμα της ειδικότητάς του” σύμφωνα με την παράγραφο (1) των απαιτουμένων προσόντων. Επιπλέον, τόσο το δοκτοράτο όσο και το Maitrise είχαν ως θέμα την ιστορία. Το πρώτο αφορούσε το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου κατά την Αγγλοκρατία και το δεύτερο, όπως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εξήγησε στην Ε.Ε.Υ. κατά τη συνέντευξη, αφορούσε τη ξένη υποστήριξη στο Κυπριακό πρόβλημα. Που σημαίνει ότι ακόμα και αν μπορούσαν να θεωρηθούν «πρώτα» πτυχία, ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν είναι, όπως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας, «στο θέμα της ειδικότητάς του», που είναι βέβαια η γαλλική γλώσσα και όχι τα όσα άλλα διδάχθηκε σε εκείνη τη γλώσσα. Το άλλο, το Post Graduate Diploma in Education Management and Administration φαίνεται να πληροί ό,τι απαιτείται στην παράγραφο (2) αλλά αυτό είναι εν προκειμένω χωρίς σημασία αφού ο αιτητής στερείται του προσόντος που αναφέρεται στην παράγραφο (1). Τα απλά στοιχεία της υπόθεσης καθιστούσαν αναπόφευκτη την καταληξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε το προσόν που εκτίθεται στην παράγραφο (1) του σχετικού μέρους του σχεδίου υπηρεσίας. Ενώ η αντίθετη επί τούτου άποψη της Ε.Ε.Υ., αποτέλεσμα εσφαλμένης προσέγγισης, ήταν εντελώς ανεπίτρεπτη.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) για τα Γαλλικά αντί του αιτητή.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Αγ. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

[*84]Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.), ημερ. 31 Ιουλίου 1997, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κυριάκος Κυριάκου προήχθη, από 1 Σεπτεμβρίου 1997, στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) για τα Γαλλικά.

Επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Υπήρχαν επτά υποψηφιότητες. Παραπέμφθηκαν με όλα τα σχετικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(1) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε), στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η οποία, κατόπιν μελέτης, κατέληξε ότι μόνο τέσσερις από τους υποψηφίους κατείχαν το προσόν το οποίο προβλέπεται στην παράγραφο (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Στο οποίο, ως προς τα ακαδημαϊκά προσόντα, προβλέπονται τα εξής:

“1.   Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στο θέμα της ειδικότητάς του που να δίνει σ’ αυτόν δικαίωμα διορισμού/κατάταξης στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10.

2.  Μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους.”

Ανάμεσα στους θεωρηθέντες ως προσοντούχους συγκαταλεγόταν ο αιτητής αλλά  όχι  και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην έκθεσή της, ημερ. 14 Μαΐου 1997, η Συμβουλευτική Επιτροπή  εξήγησε αναφορικά με την περίπτωση του ενδιαφερομένου προσώπου ότι:

“Ο υποψήφιος Κυριάκος Κυριάκου δεν πληροί την πρόνοια 3(1) (sic) του Σχεδίου Υπηρεσίας γιατί δεν κατέχει Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στο θέμα της ειδικότητάς του που να δίνει σ’ αυτόν δικαίωμα διορισμού/κατάταξης στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις Κλίμακες Α8-Α10. Η Επιτροπή αποφάσισε να αποκλείσει τον Κυριάκου από την περαιτέρω διαδικασία.”

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που διορίστηκε το 1970 σε μόνιμη θέση καθηγητή έχοντας τότε μόνο το δίπλωμα του Εμπορικού Κολλεγίου Αγ. Γεωργίου, Αλεξάνδρειας, ακολούθησε εν συνεχεία μια ιδιάζουσα ακαδημαϊκή πορεία. Το 1974 απέκτησε δοκτοράτο. το 1977 μεταπτυχιακό χωρίς να έχει πάρει πρώτο πτυχίο (Bachelor ή Licence)· και το 1978 άλλο και πάλι μεταπτυχιακό. Παραθέτω λε[*85]πτομέρειες:

“1974:        Diplome de docteur de 3e cycle en Histoire, Univ. de Lille III (Sujet: “Histoire de l’ Education et des systemes d’ enseignement a Chypre pendant la periode britannique”.

1977:        Post Graduate Diploma in Educational Management and Administration (1 year), Moray House College of Education.

1978:        Maitrise d’ Histoire, Univ. de Lille III.”

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπέβαλε ένσταση στην Ε.Ε.Υ., βάσει του άρθρου 35(7) του Νόμου, για τη μη περίληψη του στον κατάλογο προσοντούχων υποψηφίων. Η Ε.Ε.Υ. εξέτασε το θέμα σε συνεδρία ημερ. 24 Ιουλίου 1997.  Κατέληξε, με πλειοψηφία, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το προσόν. Το σκεπτικό περιέχεται στο εξής απόσπασμα:

“Ο Κος Κυριάκου διορίστηκε ως καθηγητής Γαλλικών από 1/9/1970 στη μισθολογική κλίμακα Β3 (αντίστοιχη της σημερινής Α5-Α7).  Το 1974, μετά την απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος κατατάγηκε στην Κλίμακα Β10 (αντίστοιχη της σημερινής Α8-Α10).

Η Επιτροπή (κατά πλειοψηφία) κρίνει ότι ο κος Κυριάκου πληρεί τη σχετική πρόνοια των Σχεδίων Υπηρεσίας για πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στο θέμα της ειδικότητάς του, που να δίνει σ΄ αυτόν δικαίωμα διορισμού/κατάταξης στη θέση Καθηγητή στις Κλ. Α8-Α10.

Ενισχυτικά της θέσης αυτής είναι τα ακόλουθα:

Ο κος Κυριάκου υπηρετεί ως καθηγητής Γαλλικών σχεδόν 27 χρόνια και με την ιδιότητα αυτή ανήλθε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας (Βοηθός Διεθυντής, Διευθυντής).  Τα ίδια προσόντα απαιτούσαν και τα Σχέδια Υπηρεσίας που ίσχυαν κατά το 1978 στη θέση Επιθεωρητή Γαλλικών. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με ημερ. 28/3/1985 (προσφυγή με αρ. 382/78) το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο ο αιτητής στην εν λόγω προσφυγή (Κυριάκου), όσον και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι “highly qualified and they satisfy the scheme of service” και ότι “they both were fully qualified under the scheme of service”.

[*86]Όσον αφορά την πρόνοια των Σχεδίων Υπηρεσίας για μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, η Επιτροπή κρίνει ότι ο κος Κυριάκου κατέχει την εν λόγω μετεκπαίδευση, εφόσο έχει αποκτήσει το 1977 το Post Graduate Diploma in Educational Management and Administration.

Η Επιτροπή έχει υπόψη της απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις αναθεωρητικές εφέσεις αρ. 1070 και 878, αλλά κρίνει (κατά πλειοψηφία) ότι η παρούσα περίπτωση διαφέρει: Ο κος Κυριάκου απέκτησε το Post Graduate Diploma in Educational Management and Administration μετά από το πανεπιστημιακό δίπλωμα το οποίο τον κατάταξε στις Κλίμακες Α8-Α10 και η μετεκπαίδευση του αυτή αφορούσε διαφορετικά θέματα (Educational Management Administration).

Ενόψει των πιο πάνω, η Επιτροπή αποφασίζει (κατά πλειοψηφία) ότι ο κος Κυριάκου κατέχει τα απαιτούμενα από τα Σχέδια Υπηρεσίας προσόντα για τη θέση.”

Ως αποτέλεσμα, η Ε.Ε.Υ. προέβη σε αναθεώρηση του καταλόγου συστηθέντων τον οποίο είχε υποβάλει με την έκθεσή της η Συμβουλευτική Επιτροπή. Κατόπιν σύγκρισης, περιέλαβε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και αφαίρεσε άλλο ώστε να διατηρηθεί ο προβλεπόμενος αριθμός.

Προέχει για εξέταση το κατά πόσο, από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, καθίστατο δυνατή η κατάληξη στην οποία ήχθη η Ε.Ε.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα.  Κατ’ αρχήν, το πώς αντικρύστηκαν τα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου, είτε το 1970 που διορίστηκε καθηγητής, είτε το 1974 που, κατόπιν διδακτορικού, κατατάγηκε σε κλίμακα αντίστοιχη με τη σημερινή Α8-Α10, είτε το 1978, που θεωρήθηκε προσοντούχος υποψήφιος για την ίδια θέση Επιθεωρητή, δεν προεξοφλούσε αυτόματα ότι κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται για την τώρα υπό πλήρωση θέση. Στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, η πλειοψηφία έκρινε ότι όπου η αρμόδια αρχή είχε από προηγούμενη διερεύνηση καταλήξει ότι, ως θέμα πραγματικό, ο υποψήφιος διέθετε προσόν ίδιο με ό,τι και πάλι απαιτείτο, δεν χρειαζόταν στη νέα διαδικασία “οποιαδήποτε παραπέρα έρευνα”.  Αυτό, καθώς ανέφερε, το υπαγόρευε η λογική. Και πρόσθεσε τα εξής (στις σελ. 428-9):

[*87]“Το συμπέρασμα όμως αυτό δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη.”

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το μέρος του σκεπτικού με το οποίο υποδεικνύεται ότι πρόκειται για περιπτώσεις όπου η προηγούμενη απόφαση της αρμόδιας αρχής αναφορικά με τα προσόντα “ουδέποτε προσεβλήθη”. Και, βέβαια, μπορεί κανείς να ομιλεί για το ότι δεν προσεβλήθη απόφαση  μόνο εφόσον υπήρχε τότε η δυνατότητα προσβολής από αυτόν που τώρα προσβάλλει. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν προκύπτει ότι υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Εξ άλλου, η λογική της μη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας για θέμα που διαπιστώθηκε προηγουμένως δεν μπορεί να καλύψει και την περίπτωση όπου, χωρίς άλλη έρευνα, καθίσταται πρόδηλο ότι η πραγματικότητα σχετικά με το θέμα δεν είναι όπως νομίστηκε παλιά.  Καμιά λογική δεν θα επέβαλλε να γίνει και δεύτερο λάθος μόνο και μόνο διότι είχε επ’ αυτού γίνει λάθος προηγουμένως.

Ως προς τη δικαστική απόφαση στην προσφυγή του ενδιαφερομένου προσώπου το 1978, την οποία επικαλέστηκε η Ε.Ε.Υ. αλλά και η συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου η οποία εισηγήθηκε ότι δημιούργησε δεδικασμένο, παρατηρώ τα ακόλουθα.  Πράγματι, για τη θέση Επιθεωρητή Α΄ προβλέπονταν, με το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε κατά το 1978, ακαδημαϊκά προσόντα που ήταν παρόμοια με ό,τι απαιτείται στο νυν ισχύον. Κάποιες εξειδικεύσεις στο παλαιό δεν έχουν εδώ σημασία. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε θεωρηθεί τότε, σε διαδικασία πλήρωσης της θέσης, προσοντούχος υποψήφιος αλλά στο τελικό στάδιο, κατόπιν σύγκρισης, επελέγη ανθυποψήφιος του. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσέβαλε, με προσφυγή, την επιλογή. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή: βλ. Kyriacou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 830. Σε εκείνη την υπόθεση δεν ήταν επίδικο το κατά πόσο  το εδώ ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Η Ε.Ε.Υ. θεώρησε ότι τα κατείχε. Επομένως ενομιμοποιείτο να προσφύγει στο Δικαστήριο.  Κανείς δεν το είχε αμφισβητήσει. Τα όσα λοιπόν ανέφερε το Δικαστήριο σχετικά με το θέμα των προσόντων δεν αποτελούσαν παρά μόνο εντυπώσεις σχετικά με ό,τι είχε ήδη θεωρηθεί δεδομένο και δεν απέβλεπαν στην επίλυση τεθέντος θέματος.  Η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν μπορούσε ως εκ τούτου να δημιουργήσει δεδικασμένο αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου: βλ. Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

Στην προκείμενη περίπτωση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κα[*88]τείχε “πρώτο” πτυχίο “στο θέμα της ειδικότητάς του” σύμφωνα με την παράγραφο (1) των απαιτουμένων προσόντων. Επιπλέον, τόσο το δοκτοράτο όσο και το maitrise είχαν ως θέμα την ιστορία. Το πρώτο αφορούσε το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου κατά την Αγγλοκρατία και το δεύτερο, όπως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εξήγησε στην Ε.Ε.Υ. κατά τη συνέντευξη, αφορούσε την ξένη υποστήριξη στο Κυπριακό πρόβλημα. Που σημαίνει ότι ακόμα και αν μπορούσαν να θεωρηθούν “πρώτα” πτυχία, ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν είναι, όπως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας, “στο θέμα της ειδικότητάς του”, που είναι βέβαια η γαλλική γλώσσα και όχι τα όσα άλλα διδάχθηκε σε εκείνη τη γλώσσα. Το άλλο, το Post Graduate Diploma in Educational Management and Administration φαίνεται να πληροί ό,τι απαιτείται στην παράγραφο (2) αλλά αυτό είναι εν προκειμένω χωρίς σημασία αφού ο αιτητής στερείται του προσόντος που αναφέρεται στην παράγραφο (1). Δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθώ σε ο,διτήποτε άλλο. Τα απλά στοιχεία της υπόθεσης καθιστούσαν αναπόφευκτη την κατάληξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε το προσόν που εκτίθεται στην παράγραφο (1) του σχετικού μέρους του σχεδίου υπηρεσίας. Ενώ η αντίθετη επί τούτου άποψη της Ε.Ε.Υ., αποτέλεσμα εσφαλμένης προσέγγισης, ήταν εντελώς ανεπίτρεπτη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο