Ταπακούδη Αγγελική και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 124

(1999) 4 ΑΑΔ 124

[*124]5 Φεβρουαρίου, 1999

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 731/96)

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 769/96)

ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 731/96, 769/96)

 

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Αιτιολογημένη καταγραφή της εντύπωσής της από τις προφορικές συνεντεύξεις απαιτείται από το νόμο (Άρθρο 34(10) ― Λακωνικός αλλά με επαρκή σαφήνεια προσδιορισμός της εντύπωσης αυτής είναι αιτιολογημένος.

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Τελικός Κατάλογος Ε.Δ.Υ. ― Αποκλεισμός αιτήτριας με αναφορά σε στοιχεία που βρίσκουν νόμιμο έρεισμα στους φακέλους κρίνεται εύλογα επιτρεπτός.

[*125]Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Εκτίμηση Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές ― Δεν επέχει θέση συστάσεων και ούτε αποτελεί στοιχείο κρίσεως ― Αποτελεί υποβοηθητικό παράγοντα στην διαμόρφωση της άποψης της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων ― Δεν απαιτείται αιτιολόγηση από την Ε.Δ.Υ. για τη διαφορετική δική της αξιολόγηση.

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Ερμηνεία και εφαρμογή τους καθώς και έλεγχος συνδρομής των προσόντων από τους υποψηφίους ανάγεται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα ―Επέμβαση Δικαστηρίου σε μη εύλογα εφικτή ερμηνεία.

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ― Αξία ― Σημασία έχει η γενική εικόνα των υποψηφίων από τη γενική αξιολόγηση ― Μικρή υπεροχή σε επί μέρους στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων δε θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή.

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Ουσιώδες, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως ― Δεν απαιτείται αιτιολόγησή τους αλλά όταν δίδεται, ελέγχεται δικαστικά ― Ειδική αιτιολόγηση της Ε.Δ.Υ. απαιτείται όταν αυτή αποκλίνει από την σύσταση του προϊσταμένου ― Η επάρκεια της αιτιολογίας αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο ελέγχεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης.

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ―Πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα ― Η εκτίμησή τους ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. ― Δεν θεμελιώνουν αφεαυτών έκδηλη υπεροχή αλλά συνεκτιμούνται με τα λοιπά στοιχεία κρίσης.

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ― Αρχαιότητα σε προηγούμενη θέση σημαντική ― Ορθά η Ε.Δ.Υ. δε την παραγνώρισε.

Δημόσιοι υπάλληλοι ―Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Αξιολόγηση υποψηφίων κυρίως από απόψεως αξίας και σε κάποιο βαθμό από απόψεως προσόντων ― Η σημασία τους μεγαλύτερη για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υπαλλήλων αποτελούν σημαντικές ιδιότητες για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης.

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Θέσεις ψηλά στην ιεραρχία ― Ευρεία διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τη στάθμιση των νομίμων κριτηρίων προς επιλογή του καταλληλότερου [*126]υποψηφίου.

Οι αιτήτριες προσέβαλαν με τις προσφυγές τους, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Διευθυντή (Εκπαιδευτικού Κλάδου) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, από 1/7/96, αντί των ιδίων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η καταγραφή του τελικού αποτελέσματος της εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τις συνεντεύξεις των υποψηφίων και η αναφορά σε γενικούς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς, όπως «Εξαίρετος», «Πολύ Καλός», «Μέτριος» κ.λ.π., χωρίς καταγραφή των σχετικών λόγων στους οποίους στηρίχθηκε ώστε να αχθεί στο τελικό αποτέλεσμα, δεν ικανοποιεί την απαίτηση του Άρθρου 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου για αιτιολογημένη καταγραφή της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

     Εν προκειμένω, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν περιορίστηκε στη διατύπωση του τελικού αποτελέσματος της κρίσης της αλλά προσδιόρισε, λακωνικά μεν, αλλά με επαρκή σαφήνεια την εντύπωση την οποία αποκόμισε για ένα έκαστο των υποψηφίων από την προφορική εξέταση και κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό το δεδομένο με βάση τα οποία κατέληξε στην τελική της αξιολόγηση.

2.  Εφόσον η Επιτροπή κατέγραψε τους λόγους της μη πρόκρισης της αιτήτριας και οι οποίοι συνίσταντο στην πείρα των συστηθέντων και την εν γένει προσφορά τους, την αξιολόγησή τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ιδιαίτερα το επίπεδο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων και εφόσον τα στοιχεία αυτά βρίσκουν νόμιμο έρεισμα στους φακέλους της διοίκησης οι οποίοι κατατέθηκαν, η απόφαση αποκλεισμού της από τον τελικό κατάλογο ήταν εύλογα επιτρεπτή.

3.  Έχει κατ’  επανάλειψη νομολογηθεί ότι η εκτίμηση του Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν επέχει θέση συστάσεων ούτε αποτελεί στοιχείο κρίσεως ή παράγοντα επιλογής αλλά παράγοντα υποβοηθητικό στη διαμόρφωση άποψης από την Επιτροπή για την απόδοση των υποψηφίων. Ο ισχυρισμός περί υποχρέωση αιτιολόγησης της διαφορετικής εκτί[*127]μησης της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση από την εκτίμηση του Διευθυντή, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

4.  Η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και ο έλεγχος της συνδρομής των προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση της Επιτροπής εκτός εάν η ερμηνεία η οποία δόθηκε δεν ήταν εύλογα εφικτή.

     Η κρίση της Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας στον προγραμματισμό, οργάνωση, καταρτισμό και εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης νοσηλευτικού προσωπικού ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης.

5.  Aπό τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, προκύπτει ότι η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ισοδύναμες σε επαγγελματική αξία. Σύμφωνα με τη νομολογία σημασία έχει η γενική εικόνα των υποψηφίων όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στη γενική αξιολόγηση και η μικρή υπεροχή της αιτήτριας σε ορισμένα επί μέρους στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων, αντίθετα προς τη σχετική εισήγηση, δε θεμελιώνει υπέρ αυτής έκδηλη υπεροχή.

6.  Οι συστάσεις του Προϊσταμένου ενός Τμήματος αποτελούν ένα ουσιώδες, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως το οποίο άπτεται της αξίας των υποψηφίων και η Επιτροπή οφείλει να παράσχει σαφή αιτιολογία για τυχόν παραγνώρισή τους.  Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Νόμου, σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν απαιτείται αιτιολόγηση της σύστασης του Προϊσταμένου, εάν όμως αυτή δίδεται, ελέγχεται δικαστικά.

     Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η αιτιολογία με την οποία η Επιτροπή παρεξέκλινε από τη σύσταση του Διευθυντή ήταν ασαφής, αόριστη και γενική και δεν παρείχε τα αναγκαία στοιχεία προς διακρίβωση της νομιμότητάς της.  Η επάρκεια της αιτιολογίας αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης.

7.  Η Επιτροπή, κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, συνεκτίμησε [*128]μεταξύ άλλων, τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα της ενδιαφερόμενης και έκρινε ότι, παρά το γεγονός ότι αυτά δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν.  Η εκτίμηση των επιπρόσθετων προσόντων τα οποία δεν αποτελούν πλεονέκτημα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.

     Τέτοια προσόντα δεν θεμελιώνουν αφεαυτών έκδηλη υπεροχή αλλά συνεκτιμώνται με τα λοιπά στοιχεία κρίσης κατά τη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων. Η κτήση τέτοιων προσόντων, σύμφωνα με τη νομολογία, αποτελεί στοιχείο το οποίο δύναται να ληφθεί υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας των υποψηφίων προς αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης.

     Η κρίση της Επιτροπής ότι οι επιστημονικοί τίτλοι της ενδιαφερόμενης ήταν συναφείς προς τα καθήκοντα της θέσης ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης.

8.  Η Επιτροπή σημείωσε ότι έλαβε επίσης υπόψη την αρχαιότητα της ενδιαφερόμενης έναντι της αιτήτριας παρά το ότι ανάγετο σε προηγούμενη θέση, ήταν, όπως προκύπτει από τους σχετικούς φακέλους, σημαντική και η Επιτροπή ορθά δεν την παραγνώρισε.

9.  Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) κατά την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων, και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

     Η Επιτροπή έλαβε υπόψη την υψηλότερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι των άλλων δύο υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.

     Η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και υψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία. Η σημασία των προφορικών εξετάσεων, ως στοιχείου κρίσεως της καταλληλότητας των υποψηφίων για την πλήρωση τέτοιων θέσεων όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υπαλλήλων αποτελούν σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, έχει επανειλημμένα τονιστεί. Η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση αποτελεί διαδικασία η οποία υποβοηθεί στην αξιολόγησή τους, κυρίως από απόψεως αξίας και σε κάποιο βαθμό από απόψεως προσόντων.

[*129]

     Η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την αξιολόγηση της ενδιαφερόμενης ως πάρα πολύ καλής και της αιτήτριας ως πολύ καλής στην προφορική εξέταση και η βαρύτητα την οποία απέδωσε στο στοιχείο τούτο ήταν η δέουσα.

     Περαιτέρω, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής αναφορικά με την επαγγελματική αξία των υποψηφίων ήταν ορθές και σύμφωνες με τα στοιχεία των φακέλων.

10.  Σε θέσεις ανώτερες στην υπαλληλική ιεραρχία, όπως η επίδικη, παρέχεται στο όργανο ευρεία ευχέρεια στάθμισης των νομίμων κριτηρίων προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για διορισμό ή προαγωγή και η ευχέρεια αυτή δεν ελέγχεται εκτός εάν από τη σχετική σύγκριση προκύπτει ότι παραλήφθηκε υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του επιλεγέντος.

     Εφόσον οι λόγοι απόκλισης από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή καταγράφηκαν με σαφήνεια, πληρότητα και ακρίβεια και οι λόγοι αυτοί είχαν νόμιμο έρεισμα στα στοιχεία των φακέλων και στηρίζονταν στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής και εφόσον από το εκτεταμένο και λεπτομερές πρακτικό προκύπτει ότι ενεργήθηκε ενδελεχής και εκτεταμένη έρευνα, η κρίση της Επιτροπής ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη.

Oι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου – Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,

Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2857,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 236,

Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 725,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,

Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,

[*130]Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Δημοκρατία ν. Κυπρή (1989) 3 Α.Α.Δ. 2600,

Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,

Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217,

Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106,

Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ (1989) 3 Α.Α.Δ. 823,

Παπασωζόμενος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 122/97, ημερ. 16/3/98,

Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1823,

Papadopoulos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405,

Πάρης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2941,

Χρυσοστόμου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186,

Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480,

Demosthenous v. Republic (1973) 3 C.L.R. 354,

Parpas a.o. v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2297,

Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,

Zachariades v. Republic (1986) 3 C.L.R. 852,

Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081,

Λαμπής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 708,

Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 137,

Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673,

Ζαβρός κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106,

Κάννα – Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 112,

[*131]Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75,

Κετώνης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2217,

Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ.�Αρ. 451/96, ημερ. 10/3/98,

Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ.�Αρ. 383/97, ημερ. 12/6/98,

Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθηκε στη θέση Διευθυντή (Εκπαιδευτικού Κλάδου) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας από 1/7/96 αντί των αιτητριών.

Ι. Νικολάου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση αρ. 731/96.

Μ. Κυπριανού, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση αρ. 769/96.

Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Μ. Ασπρή για Α. Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

KΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν γιατί στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης και παρουσιάζουν κοινά σημεία γεγονότων και νόμου οι αιτήτριες στρέφονται κατά της προαγωγής της ενδιαφερόμενης στη μόνιμη θέση Διευθυντή (Εκπαιδευτικού Κλάδου) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, από 1/7/96.

Σε ανταπόκριση της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μιας κενής μόνιμης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής Διευθυντή Εκπαιδευτικού Κλάδου, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, υποβλήθηκαν συνολικά οκτώ αιτήσεις.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία συνήλθε στις 22/6/95 έκρινε ότι και οι έξι υποψήφιοι οι οποίοι παρουσιάστηκαν και εξετάστηκαν προφορικά ενώπιόν της περιλαμβανομένων των αιτητριών και του ενδιαφερόμενου μέρους κατείχαν τα απαιτούμενα από το Σχέ[*132]διο Υπηρεσίας προσόντα καθώς και το πλεονέκτημα.  Ειδικότερα, σημείωσε ότι, οι μεν αιτήτριες ήταν προσοντούχες βάσει της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας,

“Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σ’ ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:

Νοσηλευτική Εκπαίδευση, Νοσηλευτική Διοίκηση, Νοσηλευτική (Γενική ή Ψυχιατρική), Δημόσια Υγεία, Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας.”

η δε ενδιαφερόμενη, βάσει της Σημείωσης της παρ. 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας, η οποία αναφέρει ότι,

“Για την πρώτη πλήρωση της θέσης μπορούν να ληφθούν υπόψη και υπάλληλοι που εκτελούν καθήκοντα εκπαίδευσης νοσηλευτικού προσωπικού, που δεν έχουν τα στο (2) απαιτούμενα προσόντα, νοουμένου ότι έχουν Δίπλωμα ή Πιστοποιητικό Εκπαιδευτή Νοσοκόμων Αναγνωρισμένου Ιδρύματος και κατέχουν όλα τα άλλα προσόντα.”.

Σε συνεδρίαση ημερ. 17/11/95 η Επιτροπή μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία σύστησε ως τους καταλληλότερους για τη θέση τέσσερις υποψηφίους μεταξύ των οποίων την αιτήτρια Ταπακούδη και το ενδιαφερόμενο μέρος όχι όμως την αιτήτρια Αναστασίου. Η Επιτροπή έλαβε γνώση του αιτήματος της υποψήφιας Αναστασίου η οποία δεν συστήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως κληθεί και αυτή κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση και αποφάσισε να αναπέμψει το ζήτημα στη Συμβουλευτική ώστε να γίνει επαναξιολόγησή της, μη λαμβανομένης υπόψη της σημείωσης της ομάδας αξιολόγησης στο Μέρος IV της υπηρεσιακής της έκθεσης για το 1991.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή σε συνεδρίαση ημερ. 3/1/96 έλαβε υπόψη την απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την έκθεση της αιτήτριας Αναστασίου για το 1991 και αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία αποφάσισε να την αξιολογήσει ως ‘πολύ καλή’.

Η Επιτροπή σε συνεδρίαση ημερ. 15/2/96 αποφάσισε όπως η έκθεση αναπεμφθεί εκ νέου στη Συμβουλευτική ώστε αυτή να αιτιολογήσει επαρκέστερα την αξιολόγηση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.

Σε συνεδρίαση ημερ. 15/3/96 η Επιτροπή έλαβε γνώση της επι[*133]στολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας ο οποίος πληροφόρησε την Επιτροπή ότι ομόφωνα όλα τα μέλη της Συμβουλευτικής διατύπωσαν την άποψη ότι δεν είχαν ο,τιδήποτε να προσθέσουν στα όσα ήδη διατυπώθηκαν στα πρακτικά. Η Επιτροπή έκρινε ότι το ζήτημα έπρεπε να παραπεμφθεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή ώστε αυτή να περιορίσει την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση με βάση την εντύπωσή της από την προφορική εξέταση και μόνο χωρίς να συμπεριλάβει και άλλα στοιχεία όπως η απόδοση των υποψηφίων στην εργασία, η πείρα ή το συγγραφικό τους έργο.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή σε συνεδρίαση ημερ. 5/4/96 επανεξέτασε την αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τις σημειώσεις των μελών της. Αναφορικά με τις αιτήτριες Αναστασίου και Ταπακούδη και το ενδιαφερόμενο μέρος Αντωνίου η Επιτροπή προέβη στα ακόλουθα σχόλια:-

Αναστασίου Βαλεντίνη. Πολύ καλή

Κατά την εξέταση δεν ήταν ψύχραιμη και απαντούσε με κάποια δυσκολία στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Γενικά όμως οι απαντήσεις της ήταν αρκετά ικανοποιητικές.”

Ταπακούδη Αγγελική. Πάρα πολύ καλή

Απάντησε ορθά, με σαφήνεια και διεξοδικά σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν.”

Αντωνίου Μαρούλλα. Πάρα πολύ καλή

Εκφράζεται με σαφήνεια και απάντησε ορθά σε όλες τις ερωτήσιες που της υποβλήθηκαν.”

Ακολούθως η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα σε σχέση προς τα καθήκοντα της θέσης καθώς και το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας προέβη στην τελική αξιολόγηση ενός εκάστου των υποψηφίων. Όσον αφορά τις αιτήτριες και το ενδιαφερόμενο μέρος η Συμβουλευτική προέβη στην ακόλουθη γενική αξιολόγηση:

Αναστασίου Βαλεντίνη. Πολύ καλή

Αξιολογήθηκε σαν πολύ καλή στην προφορική εξέταση.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού μελέτησε τον προσωπικο φάκελο και το φάκελο των υπηρεσιακών εκθέσεων της αιτήτριας που τυγχάνει να είναι δημόσιος υπάλληλος και αφού έλαβε υπόψη την πείρα τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Διευθυντή Εκπαιδευτικού Κλάδου, έκρινε την υποψήφια ως πολύ καλή.  Έχει συγ[*134]γράψει αρκετές εργασίες.”

Ταπακούδη Αγγελική. Πάρα πολύ καλή

Αξιολογήθηκε σαν πάρα πολύ καλή στην προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού μελέτησε τον προσωπικό φάκελο και το φάκελο των υπηρεσιακών εκθέσεων της αιτήτριας που τυγχάνει να είναι δημόσιος υπάλληλος και αφού έλαβε υπόψη την πείρα τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Διευθυντή Εκπαιδευτικού Κλάδου, έκρινε την υποψήφια ως πάρα πολύ καλή. Έχει πείρα και η προσφορά της στην υπηρεσία και στη Νοσηλευτική Σχολή είναι πάρα πολύ ικανοποιητική.”

Αντωνίου Μαρούλλα. Πάρα πολύ καλή

Αξιολογήθηκε σαν πάρα πολύ καλή στην προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού μελέτησε τον προσωπικό φάκελο και το φάκελο των υπηρεσιακών εκθέσεων της αιτήτριας που τυγχάνει να είναι δημόσιος υπάλληλος και αφού έλαβε υπόψη την πείρα τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Διευθυντή Εκπαιδευτικού Κλάδου, έκρινε την υποψήφια ως πάρα πολύ καλή. Έχει αρκετές εργασίες και η προσφορά της στην υπηρεσία είναι πολύ ικανοποιητική.”.

Σε συνεδρίαση ημερ. 10/5/96 η Επιτροπή μελέτησε τη συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής, η οποία, όπως σημείωσε, προέβη σε επανεξέταση της αξιολόγησης των υποψηφίων αιτιολογώντας την και η οποία σύστησε ως τους καταλληλότερους για τη θέση τέσσερις υποψηφίους μεταξύ των οποίων την αιτήτρια Ταπακούδη, το ενδιαφερόμενο μέρος Αντωνίου, όχι όμως την αιτήτρια Αναστασίου.

Η Επιτροπή μελέτησε το αίτημα της αιτήτριας Αναστασίου όπως κληθεί κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και αιτιολόγησε ως εξής την απόφαση αποκλεισμού της:

“Η Επιτροπή, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, διαπίστωσε ότι η Αναστασίου παρά το γεγονός ότι κατέχει τα ψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα σε σχέση με τους άλλους υποψήφιους και προηγείται σε αρχαιότητα έναντι υποψηφίων που έχουν συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα των συστηθέντων υποψηφίων και την εν γένει προσφορά τους, την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για ένα έκαστο των υποψηφίων και ιδιαίτερα το επίπεδο των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεών τους, αποφάσισε ότι η υποψήφια ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Βαλεντίνη, σε μια συνεκτίμηση όλων [*135]των στοιχείων, δεν υπερτερεί και δεν δικαιολογείται η συμπερίληψή της στον κατάλογο των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.”

Η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της θέσης σε συνεδρίαση ημερ. 13/6/96 στην οποία παρέστη και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας προς υποβολή συστάσεων.

Η Επιτροπή δέχτηκε σε ατομική προφορική εξέταση τρεις υποψηφίους μεταξύ των οποίων την αιτήτρια Ταπακούδη και το ενδιαφερόμενο μέρος.

Ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση της αιτήτριας Ταπακούδη στην προφορική εξέταση ως ‘Σχεδόν πάρα πολύ καλή’ και του ενδιαφερόμενου μέρους ως ‘Σχεδόν πολύ καλή’ και ακολούθως σύστησε για προαγωγή στη θέση την αιτήτρια Ταπακούδη.

Η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή, αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων.

Αναφορικά με την αιτήτρια Ταπακούδη και το ενδιαφερόμενο μέρος, προέβη στα ακόλουθα σχόλια:

Ταπακούδη Αγγελική: Πολύ καλή. Διαθέτει αρκετές θεωρητικές γνώσεις, εντούτοις υστερεί σε πρακτικές προσεγγίσεις και σε θέματα άμεσα σχετικά με την κατάρτιση, την οργάνωση και την αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Εκφράζεται με άνεση. Πολύ συχνά παρακάμπτει την ουσία του θέματος και ασχολείται με λεπτομέρειες. Διαθέτει δυναμισμό και ευχάριστη προσωπικότητα.”

Αντωνίου Μαρούλλα: Πάρα πολύ καλή. Πάρα πολύ καλό επίπεδο γνώσεων στα θέματα που εξετάστηκε, περιλαμβανομένων των θεμάτων που σχετίζονται με την κατάρτιση, οργάνωση και αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Σαφής στις απαντήσεις της καίτοι ενίοτε δεν ολοκληρώνει. Ψηλό επίπεδο κρίσης, ελεύθερη σκέψη, θετική και αναλυτική αντίκριση των θεμάτων. Ώριμη, άνετη με συναίσθηση ευθύνης και έφεση για συνεχή ανάπτυξη.”

Η Επιτροπή επαναβεβαίωσε την απόφασή της ότι το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας διέθεταν και οι τρεις υποψήφιοι οι οποίοι προσήλθαν στην ενώπιόν της προφορική εξέταση και ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των τριών υποψήφιων.

[*136]

Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης την οποία διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των εμπιστευτικών και υπηρεσιακών εκθέσεων των τριών υποψηφίων οι οποίοι ήταν δημόσιοι υπάλληλοι με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια καθώς και την απόδοσή τους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους και έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι η ενδιαφερόμενη υπερείχε γενικά των υπολοίπων υποψηφίων και αποφάσισε την προαγωγή της στη θέση.

Η πλειοψηφία της Επιτροπής, διαφωνούντος ενός μέλους, έκρινε ότι δεν μπορούσε να υιοθετήσει την υπέρ της αιτήτριας Ταπακούδη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και αιτιολόγησε ως ακολούθως την απόκλισή της:

“Η θέση Διευθυντή (Εκπαιδευτικός Κλάδος) είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής με ψηλή μισθοδοτική κλίμακα (Α14) και ο κάτοχός της είναι σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης υπεύθυνος για την οργάνωση, διοίκηση, εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Νοσηλευτικής Σχολής. Θα είναι υπεύθυνος για τον προγραμματισμό, καταρτισμό, οργάνωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Σχολής, την ετοιμασία και ορθολογιστική διαχείριση του Προϋπολογισμού της Σχολής καθώς και άλλων καθηκόντων. Ως εκ τούτου, η αρχαιότητα όσον αφορά την πλήρωση της παρούσας διευθυντικής θέσης έχει περιορισμένη σημασία, τα δε προσόντα και η έφεση για μάθηση των υποψηφίων αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία.

Ο Προϊστάμενος του Τμήματος, επειδή δεν αιτιολόγησε τη σύστασή του, δεν έκαμε καμιά αναφορά για να αιτιολογήσει την παραγνώριση των στοιχείων αυτών. Όπως επίσης δεν έκαμε καμιά αναφορά για να αιτιολογήσει την αρχαιότητα που έχουν τόσο η Αντωνίου όσο και ο Ανδρέου έναντι της συστηθείσας Ταπακούδη.

Η Αντωνίου υπερέχει ουσιαστικά σε ακαδημαϊκά προσόντα της υποψήφιας Ταπακούδη, η οποία συστήθηκε από τον Προϊστάμενο Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, και παρόλο που τα εν λόγω προσόντα δεν αποτελούν σύμφωνα με το [*137]Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν εντούτοις κρίθηκε ότι είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και δεν θα μπορούσαν να παραγνωριστούν.

Όσον αφορά το κριτήριο της αξίας και οι τρεις υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι, παρ’ όλο που η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι στα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης η Αντωνίου υστερεί οριακά έναντι των άλλων δύο υποψηφίων.

Περαιτέρω, η πλειοψηφία της Επιτροπής, επιλέγοντας την Αντωνίου, σημείωσε ότι ο Ανδρέου, ο οποίος υπερτερεί της Αντωνίου σε αρχαιότητα, δεν έχει οποιαδήποτε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, πέραν των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντων. Επιπλέον, η πλειοψηφία της Επιτροπής σημείωσε ότι ο Ανδρέου αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.

Συνοπτικά, η πλειοψηφία της Επιτροπής, προβαίνοντας σε μια συνεκτίμηση των νομολογημένων κριτηρίων αξιολόγησης, έκρινε ότι η Αντωνίου είναι η πλέον κατάλληλη για τη θέση. Η Αντωνίου υπερέχει σε προσόντα έναντι των άλλων δύο υποψηφίων, έστω και αν αυτά δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.  Συγκεκριμένα, κατά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων κατείχε μεταπτυχιακό προσόν M.Sc. και κατά την ημέρα επιλογής συμπλήρωσε τη διατριβή της, αλλά εκκρεμούσε απόφαση για την απονομή σ’ αυτή διδακτορικού τίτλου. Περιπλέον, η Αντωνίου απέδωσε ψηλότερα στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση από τους άλλους δύο υποψηφίους και προηγείται σε αρχαιότητα έναντι της συστηθείσας Ταπακούδη (η διαφορά στην αρχαιότητα ανάγεται στην προηγούμενη θέση).”.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας Αναστασίου κατά το στάδιο των διευκρινήσεων εγκατέλειψε τους ισχυρισμούς τους οποίους ήγειρε αρχικά στη γραπτή του αγόρευση και ενέμεινε στους ισχυρισμούς οι οποίοι αφορούσαν το αναιτιολόγητο της εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και το αναιτιολόγητο της απόφασης αποκλεισμού της αιτήτριας από τη διαδικασία αξιολόγησης ενώπιον της Επιτροπής.

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η καταγραφή του τελικού αποτελέσματος της εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής από [*138]τις συνεντεύξεις των υποψηφίων και η αναφορά σε γενικούς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς, όπως ‘Εξαίρετος’, ‘Πολύ Καλός’, ‘Μέτριος’, κ.λπ., χωρίς καταγραφή των σχετικών λόγων στους οποίους στηρίχθηκε ώστε να αχθεί στο τελικό αποτέλεσμα, δεν ικανοποιεί την απαίτηση του άρθρου 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου για αιτιολογημένη καταγραφή της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2857, Στέλιος Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 236 και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574).

Εν προκειμένω η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν περιορίστηκε στη διατύπωση του τελικού αποτελέσματος της κρίσης της αλλά προσδιόρισε, λακωνικά μεν, αλλά με επαρκή σαφήνεια την εντύπωση την οποία αποκόμισε για ένα έκαστο των υποψηφίων από την προφορική εξέταση και κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό τα δεδομένα με βάση τα οποία κατέληξε στην τελική της αξιολόγηση. (Βλ. σχετικά, Γεωργία Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 725 και Παύλος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102).

Περαιτέρω, η Επιτροπή επιλήφθηκε και η ίδια του αιτήματός της για συμπερίληψή της στον τελικό κατάλογο και αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση για τον αποκλεισμό της.

Από το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας ημερ. 10/5/96 προκύπτει ότι τα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα της αιτήτριας καθώς και η αρχαιότητά της έναντι άλλων υποψηφίων οι οποίοι συστήθηκαν απο τη Συμβουλευτική Επιτροπή συνυπολογίστηκαν και συσταθμίστηκαν.

Εφόσον η Επιτροπή κατέγραψε τους λόγους της μη πρόκρισης της αιτήτριας και οι οποίοι συνίσταντο στην πείρα των συστηθέντων και την εν γένει προσφορά τους, την αξιολόγησή τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ιδιαίτερα το επίπεδο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων και εφόσον τα στοιχεία αυτά βρίσκουν νόμιμο έρεισμα στους φακέλους της διοίκησης οι οποίοι κατατέθηκαν, η απόφαση αποκλεισμού της από τον τελικό κατάλογο ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Εκ μέρους του δικηγόρου της αιτήτριας Α. Ταπακούδη προβλήθηκαν οι ακόλουθοι βασικοί λόγοι ακύρωσης:

[*139](1) Η υπεροχή της αιτήτριας σε αξία, ιδιαίτερα στα επί μέρους στοιχεία των υπηρεσιακών της εκθέσεων τα οποία αφορούσαν τη Διοικητική/Διευθυντική Ικανότητα την καθιστούσαν καταλληλότερη προς εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.

(2) Η αιτήτρια υπερείχε σε προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους. Ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος στη Νοσηλευτική (BsC in Nursing) τίτλου απόλυτα συναφούς προς τα καθήκοντα της θέσης και βάσει τούτου κρίθηκε ως προσοντούχα από τη Συμβουλευτική. Η ενδιαφερόμενη κρίθηκε προσοντούχα βάσει της Σημείωσης της παρ. 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας, το βασικό καθώς και το μεταπτυχιακό της δίπλωμα αποκτήθηκαν μέσω φοίτησης σε κολλέγιο της Κύπρου και αφορούσαν στην εκπαίδευση γενικά σε αντίθεση προς τα εξειδικευμένα προσόντα της αιτήτριας στη νοσηλευτική εκπαίδευση.

(3) Η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την διαφορετική αξιολόγησή της από την αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Ο Γενικός Διευθυντής, ως ειδικός, αξιολόγησε την αιτήτρια ως ‘σχεδόν πάρα πολύ καλή’ ενώ την ενδιαφερόμενη ως ‘σχεδόν πολύ καλή’. Η κρίση της Επιτροπής ήταν το αποτέλεσμα ελλειπούς έρευνας και η προσέγγισή της ότι η αιτήτρια ‘υστερούσε σε πρακτικές προσεγγίσεις’ αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.

(4) Η Επιτροπή αντίθετα προς τη νομολογία, δεν αιτιολόγησε ειδικά την παρέκκλισή της από τη σύσταση του Διευθυντή.  Η σχετική αιτιολογία την οποία έδωσε ήταν ελλειπής, αντιφατική και πεπλανημένη για το λόγο ότι, (α) προσέδωσε βαρύτητα στην αρχαιότητα της ενδιαφερόμενης η οποία ανάγετο σε προηγούμενη της κατεχόμενης θέση και αποτελούσε στοιχείο περιθωριακής σημασίας για θέσεις ανώτερες στην ιεραρχία, όπως η επίδικη, (β) υποβάθμισε την υπεροχή της αιτήτριας σε αξία θεωρώντας όλους τους υποψηφίους ως περίπου ίσους (γ) προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στα προσόντα της ενδιαφερόμενης τα οποία δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας και έλαβε υπόψη το διδακτορικό της ενώ κατά την ημερομηνία επιλογής εκκρεμούσε ακόμη η απονομή του τίτλου.

(5) Η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ίδια η Επιτροπή εσφαλμένα αναγνώρισαν την κατοχή του πλεονεκτήματος στην ενδιαφερόμενη. Από τα στοιχεία δεν προέκυπτε ειδική ενασχόληση της ενδιαφερόμενης με τον καταρτισμό, προγραμματισμό και οργάνωση νοσηλευτικών προγραμμάτων αλλά μόνο με την εφαρμογή τους. Η αι[*140]τήτρια ήταν η μόνη από τους τρεις υποψηφίους οι οποίοι εξετάστηκαν προφορικά από την Επιτροπή η οποία κατείχε το πλεονέκτημα.

(6) Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης ήταν ασαφής, αόριστη και γενική και δεν παρείχε τα αναγκαία στοιχεία προς διακρίβωση της νομιμότητάς της.

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η εκτίμηση του Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν επέχει θέση συστάσεων ούτε αποτελεί στοιχείο κρίσεως ή παράγοντα επιλογής αλλά παράγοντα υποβοηθητικό στη διαμόρφωση άποψης από την Επιτροπή για την απόδοση των υποψηφίων. Ο ισχυρισμός περί υποχρέωσης αιτιολόγησης της διαφορετικής εκτίμησης της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση από την εκτίμηση του Διευθυντή, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται. (Βλ. σχετικά, Μιχαήλ Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 και Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).

Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Επιτροπή ασχολήθηκαν με το ζήτημα της κτήσης των προσόντων και έκριναν ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν τόσο το απαιτούμενο προσόν όσο και το πλεονέκτημα.

Η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και ο έλεγχος της συνδρομής των προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση της Επιτροπής εκτός εάν η ερμηνεία η οποία δόθηκε δεν ήταν εύλογα εφικτή. (Βλ. Δημοκρατία ν. Θεοφανώ Κυπρή (1989) 3 Α.Α.Δ. 2600 και Δημοκρατία ν. Ηλία Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).

Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν τη θέση Εκπαιδεύτριας Νοσοκόμων Α΄ από 1/10/87 και όπως προκύπτει από τους υπηρεσιακούς φακέλους εκτελούσαν τα ίδια καθήκοντα, όπως, η διδασκαλία, επίβλεψη και αξιολόγηση σπουδαστών, η οργάνωση, εφαρμογή και ανάπτυξη προγραμμάτων γενικής νοσηλευτικής και αντίθετα με τον ισχυρισμό της αιτήτριας δεν προκύπτει ότι τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε το ενδιαφερόμενο μέρος δεν εκάλυπταν όλο το φάσμα των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης της.

Η κρίση της Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας στον προγραμματισμό, οργάνωση, καταρτισμό και εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης νοσηλευτικού [*141]προσωπικού ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης.

Η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής αλλά τόσο η αιτήτρια όσο και η ενδιαφερόμενη υπηρετούσαν ως εκπαιδεύτριες νοσοκόμων στη Νοσηλευτική Σχολή· κατά συνέπεια, η ανέλιξή τους αποτελούσε προαγωγή με την έννοια του άρθρου 28(1)(γ) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου.

Το ενδιαφερόμενο μέρος προσλήφθηκε στη θέση Αδελφής Νοσοκόμου στις Ιατρικές Υπηρεσίες στις 2/8/65 και στη μόνιμη θέση Αδελφής Νοσοκόμου στις 1/8/66.  Από 10/6/69 μετατέθηκε προσωρινά από το Νοσοκομείο Λάρνακας στη Νοσηλευτική Σχολή Λευκωσίας και από 7/7/69 τοποθετήθηκε μόνιμα στη Σχολή με απόφαση της Επιτροπής.

Στις 1/1/86 προάχθηκε στη μόνιμη θέση Επόπτριας Θαλάμων, θέση για την οποία ήταν υποψήφια και η αιτήτρια, με καθήκοντα εκπαιδεύτριας νοσοκόμων η οποία αποτελούσε προαγωγή από τη θέση Αδελφής/Ανώτερης Νοσοκόμου.

Η αιτήτρια προσλήφθηκε στις Ιατρικές Υπηρεσίες στις 2/4/73 στη θέση Νοσοκόμου επί του Προσωπικού και προάχθηκε στη θέση Αδελφής Νοσοκόμου από 1/8/77.

Αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκαν στη θέση Εκπαιδεύτριας Νοσοκόμων Α΄, από 1/10/87.

Η επαγγελματική αξία των υπαλλήλων αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και όπως προκύπτει από τους σχετικούς φακέλους τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογούντο στον ίδιο ανώτατο βαθμό ‘Εξαίρετος’ καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Στη σχετική με την επαγγελματική αξία στήλη των εκθέσεων η αιτήτρια χαρακτηρίζεται ως ασυνήθιστα αποδοτική, ακριβής, συνεργάσιμη, με σταθερή απόδοση σε ψηλά επίπεδα αλλά και για το ενδιαφερόμενο μέρος αναφέρεται ότι παρακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις, στον τομέα της αφιερώνει αρκετό χρόνο για μελέτη και ενημέρωση, είναι ασυνήθιστα ενημερωμένη και ικανή να αντιμετωπίσει τα καθήκοντά της με ανεξάντλητη προθυμία για συνεχή προσφορά.

Από τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων προκύπτει ότι αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ισοδύναμες σε επαγγελματική αξία. Σύμφωνα με τη νομολογία σημασία έχει η γενική εικόνα των [*142]υποψηφίων όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στη γενική αξιολόγηση και η μικρή υπεροχή της αιτήτριας σε ορισμένα επί μέρους στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων, αντίθετα προς τη σχετική εισήγηση, δεν θεμελιώνει υπέρ αυτής έκδηλη υπεροχή. (Βλ. σχετικά, Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217 και Παναγιώτης Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106).

Οι συστάσεις του Προϊσταμένου ενός Τμήματος αποτελούν ένα ουσιώδες, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως το οποίο άπτεται της αξίας των υποψηφίων και η Επιτροπή οφείλει να παράσχει σαφή αιτιολογία για τυχόν παραγνώρισή τους. (Βλ. Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ (1989) 3 Α.Α.Δ. 823 και Δημοκρατία ν. Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226).

Σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου, σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν απαιτείται αιτιολόγηση της σύστασης του Προϊσταμένου, εάν όμως αυτή δίδεται, ελέγχεται δικαστικά (Βλ. σχετικά, Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833 και Ανδρέας Παπασωζόμενος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 122/97, ημερ. 16/3/98).

Όπως σημείωσε και η Επιτροπή ο Διευθυντής εν προκειμένω επέλεξε, όπως είχε το δικαίωμα, να μην αιτιολογήσει τη σύστασή του.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η αιτιολογία με την οποία η Επιτροπή παρεξέκλινε από τη σύσταση του Διευθυντή ήταν ασαφής, αόριστη και γενική και δεν παρείχε τα αναγκαία στοιχεία προς διακρίβωση της νομιμότητάς της.

Η επάρκεια της αιτιολογίας αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης. (Βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1823).

Η Επιτροπή, κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, συνεκτίμησε, μεταξύ άλλων, τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα της ενδιαφερόμενης και έκρινε ότι, παρά το γεγονός ότι αυτά δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν.

Η εκτίμηση των επιπρόσθετων προσόντων τα οποία δεν αποτελούν πλεονέκτημα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.

[*143]Τέτοια προσόντα δεν θεμελιώνουν αφεαυτών έκδηλη υπεροχή αλλά συνεκτιμώνται με τα λοιπά στοιχεία κρίσης κατά τη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων. Η κτήση τέτοιων προσόντων, σύμφωνα με τη νομολογία, αποτελεί στοιχείο το οποίο δύναται να ληφθεί υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας των υποψηφίων προς αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. (Βλ. Papadopoulos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405, 414-415, Tάκης Πάρης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2941, Αλέκος Χρυσοστόμου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186).

Η ενδιαφερόμενη κατείχε Πιστοποιητικό Εκπαιδεύτριας Νοσοκόμων και ήταν εγγεγραμμένη Εκπαιδεύτρια Νοσοκόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Περαιτέρω, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κάτοχος βασικού τίτλου BsC in Education του Πανεπιστημίου Ουαλλίας (1987) και μεταπτυχιακού τίτλου M.Ed. του ιδίου Πανεπιστημίου, τα οποία απέκτησε μέσω φοίτησης στο Frederic Pοlytechnic Κύπρου.  Ήταν επίσης υποψήφια για διδακτορικό δίπλωμα PhD, του οποίου η απονομή, όπως σημείωσε και η Επιτροπή, εκκρεμούσε κατά την ημερομηνία επιλογής.

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Σχεδίου Υπηρεσίας, μεταξύ των καθηκόντων της θέσης περιλαμβάνονταν και καθήκοντα προγραμματισμού, καταρτισμού, οργάνωσης και επέκτασης των εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών και άλλων προγραμμάτων της Σχολής. κατά συνέπεια, η κρίση της Επιτροπής ότι οι επιστημονικοί τίτλοι της ενδιαφερόμενης ήταν συναφείς προς τα καθήκοντα της θέσης ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης.

Η Επιτροπή σημείωσε ότι έλαβε επίσης υπόψη την αρχαιότητα της ενδιαφερόμενης έναντι της αιτήτριας παρά το ότι ανάγετο σε προηγούμενη θέση, ήταν, όπως προκύπτει από τους σχετικούς φακέλους, σημαντική και η Επιτροπή ορθά δεν την παραγνώρισε. (Βλ. σχετικά, Costas Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480, Kyros Demosthenous v. Republic (1973) 3 C.L.R., 354, 363, Parpas & Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2297, Ανδρέας Παπασωζόμενος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 122/97, ημερ. 16/3/98 και Δημοκρατία ν. Έλενας Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71).

Σύμφωνα με το άρθρο 34(9) κατά την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων, και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

[*144]Η Επιτροπή έλαβε υπόψη την υψηλότερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι των άλλων δύο υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.

Η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και υψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία.  Η σημασία των προφορικών εξετάσεων, ως στοιχείου κρίσεως της καταλληλότητας των υποψηφίων για την πλήρωση τέτοιων θέσεων όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υπαλλήλων αποτελούν σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, έχει επανειλημμένα τονιστεί.  Η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση αποτελεί διαδικασία η οποία υποβοηθεί στην αξιολόγησή τους κυρίως από απόψεως αξίας και σε κάποιο βαθμό από απόψεως προσόντων. (Βλ. σχετικά, Zachariades v. Republic (1986) 3 C.L.R. 852, Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, Λαμπής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 708, Κατερίνα Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 137).

Η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την αξιολόγηση της ενδιαφερόμενης ως πάρα πολύ καλής και της αιτήτριας ως πολύ καλής στην προφορική εξέταση και η βαρύτητα την οποία απέδωσε στο στοιχείο τούτο ήταν η δέουσα. (Βλ. και Παναγιώτης Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673).

Περαιτέρω, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής αναφορικά με την επαγγελματική αξία των υποψηφίων ήταν ορθές και σύμφωνες με τα στοιχεία των φακέλων.

Σε θέσεις ανώτερες στην υπαλληλική ιεραρχία, όπως η επίδικη, παρέχεται στο όργανο ευρεία ευχέρεια στάθμισης των νομίμων κριτηρίων προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για διορισμό ή προαγωγή και η ευχέρεια αυτή δεν ελέγχεται εκτός εάν από τη σχετική σύγκριση προκύπτει ότι παραλήφθηκε υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του επιλεγέντος. (Βλ. Παναγιώτης Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, Δρ. Στέλλα Κάννα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112 και Στέλιος Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75).

Εφόσον οι λόγοι απόκκλισης από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή καταγράφτηκαν με σαφήνεια, πληρότητα και ακρίβεια και οι λόγοι αυτοί είχαν νόμιμο έρεισμα στα στοιχεία των φακέλων και στηρίζονταν στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής και εφόσον από το εκτεταμένο και λεπτομερές πρακτικό προκύπτει ότι ενεργήθηκε ενδελεχής και εκτεταμένη έρευνα, η κρίση της Επιτροπής ως προς [*145]τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη. (Βλ. σχετικά, Νικόλαος Κετώνης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2217, Χρίστος Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 451/96, ημερ. 10/3/98, Μαλάμω Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 383/97, ημερ. 12/6/98 και Δημοκρατία ν. Αίγλης Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267).

Ενόψει των πιο πάνω, οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο