Πολυβίου Παναγιώτα ν. Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών διά του προέδρου του (1999) 4 ΑΑΔ 185

(1999) 4 ΑΑΔ 185

[*185]15 Φεβρουαρίου, 1999

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΠΟΛΥΒΙΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΕΝΤΡΙΚΟY ΦΟΡEΑ ΙΣOΤΙΜΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΒΑΡΩΝ, ΔΙΑ

ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 901/97)

 

Διοικητικό όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Θα πρέπει να διατηρείται αναλοίωτη σε όλες τις συνεδριάσεις, όπου συζητείται το ίδιο θέμα ― Δεν πάσχει όμως στην αντίθετη περίπτωση η σύνθεση, αν ενημερώνονται κάθε φορά όλα τα μέλη σχετικά με όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη λήξη της απόφασης.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Εύλογα επιτρεπτό να βαρύνει υπέρ υποψηφίου, η ευχέρεια που του παρέχουν τα προσόντα του, να εκπληρώσει τα καθήκοντα της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία.

Αναθεωρητική Έφεση ― Δεν αποτελεί κώλυμα η καταχώρισή της κατά της ακυρωτικής αποφάσεως για να προχωρήσει το διοικητικό όργανο σε επανεξέταση ― Αντιστοίχως η επανεξέταση δε συνιστά κώλυμα για περαιτέρω προώθηση της έφεσης.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση διορισμού των δύο ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, με αναδρομική ισχύ από 1/2/1996, επειδή επρόκειτο για επανεξέταση, μετά από ακύρωση της αρχικής απόφασης με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

[*186]

1.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η διαδικασία ενώπιον συλλογικού διοικητικού οργάνου πρέπει να εξελίσσεται από την αρχή μέχρι το τέλος ενώπιον των ιδίων πάντοτε μελών του. Η σύνθεση όμως του οργάνου δεν πάσχει, έστω και αν κατά την πορεία της διαδικασίας σημειώθηκαν διαφοροποιήσεις σε αυτή, αν διαφανεί ότι όλα τα μέλη που πήραν την τελική απόφαση ήσαν “πλήρως ενημερωμένα” σχετικά με όλα τα στοιχεία της διαδικασίας που είναι αναγκαία για τη λήψη ορθής απόφασης.

     Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδρίας της 21/7/1997, οι Χειμαρίδης και Σαβεριάδης ενημερώθηκαν πλήρως για τα διαμειφθέντα στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου που προηγήθηκαν και από τις οποίες απουσίαζαν.  Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

2.  Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι κακώς το Διοικητικό Συμβούλιο παραγνώρισε τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων και επίσης ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ως αναιτιολόγητη.

     Το Διοικητικό Συμβούλιο, αφού πρώτα θεώρησε ότι η υπεροχή της αιτήτριας στη βαθμολογία των γραπτών εξετάσεων ήταν “πολύ οριακή” προτίμησε και επέλεξε για διορισμό τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη αναφέροντας, μεταξύ άλλων, για μεν τη Λουκία Ευσταθίου ότι “έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των σπουδών της το οποίο συνάδει σε αυξημένο βαθμό με τα καθήκοντα της θέσης και γενικά τις δραστηριότητες του Φορέα καθώς επίσης και την “13 χρόνων εργασιακή πείρα της σε διευθυντική θέση” για δε τη Σοφία Σοφοκλέους Χ”Κυριάκου ότι “υπερέχει της Πολυβίου (αιτήτριας) που έχει το ίδιο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα, γιατί όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου της, έχει παρακολουθήσει στο Cyprus College μαθήματα στη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών, το οποίο θεωρήθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο σε σχέση με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης”. Με άλλα λόγια το Διοικητικό Συμβούλιο έκλινε την πλάστιγγα υπέρ των ενδιαφερομένων μερών αφού έλαβε υπόψη και την ευχέρεια που τους παρείχαν τα προσόντα τους να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία. Τούτο, σύμφωνα με τη νομολογία ήταν επιτρεπτό. Σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακος.

     Ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Διοικητικό Συμβούλιο να [*187]θεωρήσει την κατά τέσσερις και πέντε μονάδες υπεροχή της αιτήτριας έναντι των ενδιαφερομένων μερών ως “πολύ οριακή” και ταυτόχρονα ήταν επίσης εύλογα επιτρεπτό να βαρύνει υπέρ των ενδιαφερομένων μερών λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι τα ακαδημαϊκά τους προσόντα τις καθιστούσαν καταλληλότερες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης. Η αιτιολογία βάσει της οποίας παραγνωρίστηκε η διαφορά στη βαθμολογία και προτιμήθηκαν για διορισμό τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντί της αιτήτριας, είναι επαρκής. Η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.  Δεν ευσταθεί ούτε ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

3.  Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 191/96 τα ενδιαφερόμενα μέρη καταχώρησαν την 21/7/1997 την Αναθεωρητική Έφεση 2477 η οποία εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το γεγονός τούτο δε συνιστούσε κώλυμα για την επανεξέταση, ούτε το αποτέλεσμα της επανεξέτασης συνιστά κώλυμα για την περαιτέρω προώθηση της έφεσης.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370,

Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακος (1998) 3 Α.Α.Δ. 604,

Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη προήχθηκαν στη θέση Λειτουργού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών αντί της αιτήτριας.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Α. Πούγιουρος, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Ι. Νικολάου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Cur. adv. vult.

[*188]

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την Προσφυγή Αρ. 191/96 η αιτήτρια πρόσβαλε την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση με την οποία διόρισε τη Λουκία Ευσταθίου και τη Σοφία Σοφοκλέους Χ”Κυριάκου στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών από 1/2/1996.

Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του, ημερομηνίας 10/6/1997, αποδέκτηκε την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη απόφαση με το αιτιολογικό ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση, που σύμφωνα με το άρθρο 11(3) του ομώνυμου Νόμου 141/89 ήταν το αρμόδιο για τους διορισμούς διοικητικό όργανο,

(α) Δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο κατά τη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης γιατί από διάφορες συνεδρίες του απουσίαζαν μέλη που παρευρίσκονταν σε άλλες, χωρίς να καταγράφεται στα πρακτικά κατά πόσο τα μέλη που απουσίαζαν από κάποια ή κάποιες συνεδρίες ενημερώνονταν στις επόμενες για το τι διαμείφθηκε στην απουσία τους και,

(β) Η επίδικη απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη γιατί δεν γινόταν καμία μνεία ή στάθμιση της συνολικής αξίας των υποψηφίων με βάση το σύνολο των στοιχείων που τη συνθέτουν.

Ο καθ’ ου η αίτηση, αφού πρώτα συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση, στις συνεδρίες του της 21/7/1997 και 24/7/1997, επανεξέτασε το θέμα του διορισμού στις επίδικες θέσεις που κενώθηκαν, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση, με βάση το νομικό και πραγματικό  καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αφού πρώτα αποφάσισε, λόγω αλλαγής στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου, να μην λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των προφορικών εξετάσεων, που έγιναν από το Διοικητικό Συμβούλιο με τη προηγούμενη σύνθεσή του, αλλά να περιορισθεί στα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων, καθώς και τα προσόντα και άλλα στοιχεία που περιείχοντο στο φάκελο του κάθε υποψήφιου, και, ακολούθως, ασχολήθηκε με την αξιολόγηση των υποψηφίων, αποφάσισε να προσφέρει εκ νέου διορισμό στη Λουκία Ευσταθίου και Σοφία Σοφοκλέους Χ”Κυριάκου αναδρομικά από 1/2/1996.

Αυτή η απόφαση είναι το αντικείμενο της παρούσης νέας προσφυγής της αιτήτριας.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση ήταν κακώς συγκροτημέ[*189]νο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που απέληξε στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, και τούτο γιατί στις διάφορες συνεδρίες του δεν συμμετείχαν πάντοτε τα ίδια μέλη.

Από τα σχετικά πρακτικά της διαδικασίας προκύπτει ότι από τις συνεδρίες της 2/7/1997, 7/7/1997, 9/7/1997 και 16/7/1997, απουσίαζαν τα μέλη Χατζηκωνσταντίνου, Χαραλάμπους, Φραγκόπουλος, Χειμαρίδης και Σαβεριάδης, ενώ, από τις επόμενες συνεδρίες, της 21/7/1997 και της 24/7/1997 (που ήταν και οι αποφασιστικές με την έννοια ότι σ’ αυτές άρχισε και συμπληρώθηκε η επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης των επίδικων θέσεων), απουσίαζαν οι τρεις πρώτοι όχι όμως και οι δύο τελευταίοι, δηλαδή οι Χειμαρίδης και Σαβεριάδης. Από το πρακτικό της 21/7/1997 (σελίδα 6) προκύπτει, επίσης, ότι οι Χειμαρίδης και Σαβεριάδης ενημερώθηκαν πλήρως για τα διαμειφθέντα στις προηγούμενες συνεδρίες κατά τις οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν συζητήθηκε οτιδήποτε το ουσιαστικό αφού σ’ αυτές ενημερώθηκαν απλώς τα μέλη για τις συνέπειες της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή 191/96 και, ακολούθως, συζητήθηκαν και προγραμματίστηκαν οι περαιτέρω χειρισμοί, χωρίς να αρχίσει η ουσιαστική επανεξέταση της υπόθεσης. Αναφέρεται σχετικά στο πρακτικό της 21/7/1997 ότι “όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που είναι στην παρούσα συνεδρία έχουν ενημερωθεί πλήρως για το περιεχόμενο των πιο πάνω πρακτικών.” Όσον αφορά το μέλος Φραγκόπουλο, για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι συμμετείχε στη συνεδρία της 24/7/1997 ενώ δεν είχε συμμετάσχει σε καμία προηγούμενη συνεδρία, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ορθός. Στο πρακτικό της 24/7/1997 (σελίδα 3) αναφέρεται ότι ο Φραγκόπουλος αποχώρησε από τη συνεδρία λόγω δεδηλωμένου κωλύματος προτού αρχίσει η οποιαδήποτε συζήτηση - επανεξέταση για την πλήρωση των επίδικων θέσεων.

Σύμφωνα με τη νομολογία η διαδικασία ενώπιον συλλογικού διοικητικού οργάνου πρέπει να εξελίσσεται από την αρχή μέχρι το τέλος ενώπιον των ιδίων πάντοτε μελών του. Η σύνθεση όμως του οργάνου δεν πάσχει, έστω και αν κατά την πορεία της διαδικασίας σημειώθηκαν διαφοροποιήσεις σε αυτή, αν διαφανεί ότι όλα τα μέλη που πήραν την τελική απόφαση ήσαν “πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία της διαδικασίας που είναι αναγκαία για τη λήψη ορθής απόφασης”. (Βλ., μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370).

Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδρίας της 21/7/1997, οι Χειμαρίδης και Σαβεριάδης ενημερώθηκαν πλήρως για τα διαμειφθέντα στις συνεδριάσεις του Συμβουλί[*190]ου που προηγήθηκαν, και από τις οποίες απουσίαζαν.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι κακώς το Διοικητικό Συμβούλιο παραγνώρισε τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων και, επίσης, ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ως αναιτιολόγητη.

Στη γραπτή εξέταση που είχε διεξαχθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία η αιτήτρια είχε βαθμολογηθεί με 82 μονάδες, το ενδιαφερόμενο μέρος Λουκία Ευσταθίου με 77 μονάδες, και το ενδιαφερόμενο μέρος Σοφία Σοφοκλέους Χ”Κυριάκου με 78 μονάδες.

Τα ακαδημαϊκά προσόντα της αιτήτριας ήταν:-

“-  Πτυχίο B.A. in Accounting and Financial Management του Essex University with Honours Class II (Division 2), το 1993.

Λογιστική: Levels I & II & Part of Level III του Certified Accountancy.”

Τα ακαδημαϊκά προσόντα της Λουκίας Ευσταθίου ήταν:-

“    Πτυχίο B.Sc. in Economics with Second Class Honours (Upper Division), 1981”. 

Τα ακαδημαϊκά προσόντα της Σοφίας Σοφοκλέους Χατζηκυριάκου ήταν:-

“-  Cyprus College 1990-1992.

-   Πτυχίο B.A. in Accounting and Financial Management του Essex University with Honours Class II (Division 2), το 1995.”

Το Διοικητικό Συμβούλιο, αφού πρώτα θεώρησε ότι η υπεροχή της αιτήτριας στη βαθμολογία των γραπτών εξετάσεων ήταν “πολύ οριακή”, προτίμησε και επέλεξε για διορισμό τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη αναφέροντας, μεταξύ άλλων, για μεν τη Λουκία Ευσταθίου ότι “έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των σπουδών της το οποίο συνάδει σε αυξημένο βαθμό με τα καθήκοντα της θέσης και γενικά τις δραστηριότητες του Φορέα καθώς επίσης και την 13 χρόνων εργασιακή πείρα της σε διευθυντική θέση”, για δε τη Σοφία Σοφοκλέους Χ”Κυριάκου ότι “υπερέχει της Πολυβίου (αιτήτριας), που έχει το ίδιο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα, γιατί όπως φαίνεται από τα στοιχεία [*191]του φακέλου της έχει παρακολουθήσει στο Cyprus College μαθήματα στη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών το οποίο θεωρήθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο σε σχέση με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.” Με άλλα λόγια το Διοικητικό Συμβούλιο έκλινε την πλάστιγγα υπέρ των ενδιαφερομένων μερών αφού έλαβε υπόψη και την ευχέρεια που τους παρείχαν τα προσόντα τους να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία. Τούτο, σύμφωνα με τη νομολογία ήταν επιτρεπτό. Σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Θεοδόσης Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 604, όπου ο Πρόεδρος Πικής είπε τα ακόλουθα:-

“Μεταξύ των καθηκόντων του επιστάτη, βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, περιλαμβάνεται και η ετοιμασία ημερήσιου φύλλου εργασίας για το προσωπικό του οποίου επιστατεί. Τα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου, (απόφοιτος σχολής μέσης παιδείας), καθιστούσαν, όπως διαπιστώνει το Συμβούλιο, ευχερέστερη την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σε σύγκριση με τον εφεσείοντα, ο οποίος δεν κατείχε αυτό το προσόν.  ...”

“Ό,τι πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι η αναφορά, στην απόφαση του Συμβουλίου, στα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου δεν συσχετίζεται με την κατοχή, εκ μέρους του, πρόσθετων προσόντων από τα απαιτούμενα αλλά με την ευχέρεια που του παρείχαν τα προσόντα του να εκπληρώσει τα καθήκοντα της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση λήφθηκε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του Συμβουλίου και υπό το πρίσμα των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων. Εφόσο διοικητική απόφαση λαμβάνεται μέσα στο νενομισμένο πλαίσιο και υπό το φως του συνόλου των σχετικών στοιχείων, ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί να ακυρωθεί είναι ότι αυτή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.”

Ενόψει των πιο πάνω ευρίσκω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Διοικητικό Συμβούλιο να θεωρήσει την κατά τέσσερις και πέντε μονάδες υπεροχή της αιτήτριας έναντι των ενδιαφερομένων μερών ως “πολύ οριακή” και, ταυτόχρονα, ήταν επίσης εύλογα επιτρεπτό να βαρύνει υπέρ των ενδιαφερομένων μερών λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι τα ακαδημαϊκά τους προσόντα τις καθιστούσαν καταλληλότερες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης. Η αιτιολογία βάσει της οποίας παραγνωρίστηκε η διαφορά στη βαθμολογία και προτιμήθηκαν για διορισμό τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντί της αιτήτριας, είναι επαρκής. Η αιτήτρια απέτυχε να απο[*192]δείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

Δεν ευσταθεί ούτε ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 191/96 τα ενδιαφερόμενα μέρη καταχώρησαν την 21/7/1997 την Αναθεωρητική Έφεση 2477 η οποία εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το γεγονός τούτο δεν συνιστούσε κώλυμα για την επανεξέταση ούτε το αποτέλεσμα της επανεξέτασης συνιστά κώλυμα για την περαιτέρω προώθηση της έφεσης. (Βλ., Ελένη Χρυσοστόμου και Άλλοι ν. Κωνσταντινίδου Αικατερίνης του Δημητρίου και Άλλων (1998) 3 Α.Α.Δ. 316.)

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο