Κόκκινου Χαρίτωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263

(1999) 4 ΑΑΔ 263

[*263]4 Μαρτίου, 1999

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΙΤΩΝΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,

Καθ’ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 573/97)

 

Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοί ― Προαγωγές ―Απόφαση προαγωγής «κατ’ αρχαιότητα» ―  Πίνακες προακτέων ― Αυτοτελής διοικητική πράξη που προσβάλλεται με προσφυγή εφόσον προδιαγράφεται ο επηρεασμός του συμφέροντος.

Στρατός της Δημοκρατίας ― Πειθαρχικοί Κανονισμοί ― Πειθαρχική ποινή γνωστοποιείται στον θιγόμενο προφορικά ― Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου κανονικότητας το φέρει ο αιτητής ― Το περιεχόμενο του φακέλου δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του αιτητή περί μη γνωστοποίησης.

Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με την οποία αυτός ήταν προακτέος «κατ’ αρχαιότητα».

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας πρόβαλε προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, γιατί, κατά τον ισχυρισμό τους, δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα. Εφόσον, ισχυρίζεται, μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας κρίσης, ακολούθησαν προαγωγές, η επίδικη κρίση του αιτητή ενσωματώθηκε στην τελική πράξη των προαγωγών.

     Το Δικαστήριο δε συμφωνεί με την πιο πάνω θέση του δικηγόρου [*264]των καθ’ ων η αίτηση. Η κρίση Αξιωματικών δημιουργεί έννομα συμφέροντα για τον κρινόμενο, γιατί μεταβάλλει την υπηρεσιακή του κατάσταση και μεταβάλλει τη θέση του στην Επετηρίδα. Στην απόφαση της Ολομέλειας Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 349, στη σελίδα 357, αναφέρονται τα εξής:

     “Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων είναι ξεχωριστές διοικητικές πράξεις που προσβάλλονται αυτοτελώς, γιατί η κατάταξη ως προακτέος κατ’ εκλογήν, κατ’ αρχαιότητα και παραμένων στον ίδιο βαθμό, παράγει για τους κρινόμενους έννομα αποτελέσματα η ισχύς των οποίων συνεχίζεται σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία τους και επηρεάζει την ανέλιξή τους στην ιεραρχία.».

     Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση δεν ευασταθεί και απορρίπτεται.

2.  Η κρίση του Συμβουλίου βασίστηκε ουσιαστικά στην πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή το έτος 1991. Η πειθαρχική ποινή ήταν καταγραμμένη στον προσωπικό φάκελο του αιτητή.

     Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η πειθαρχική αυτή ποινή ουδέποτε του έχει κοινοποιηθεί και ως εκ τούτου είναι άκυρη. Επιπλέον για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι ενδεχομένως επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή από αναρμόδιο όργανο, ήτοι τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς.

     Ως προς το δεύτερο ισχυρισμό, εκτός του γεγονότος ότι προβάλλεται για πρώτη φορά στην αγόρευση του δικηγόρου, δεν αποδεικνύεται καθόλου από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, αφού και ο ίδιος ο αιτητής ή ο δικηγόρος δεν είναι βέβαιοι αφού χρησιμοποιούν το όρο “ενδεχομένως”. Κρίνεται κατά συνέπεια ως ανυπόστατος αυτός ο ισχυρισμός. Ο ισχυρισμός επίσης του αιτητή ότι δεν του είχε κοινοποιηθεί το 1991 ή μετά μέχρι σήμερα η επιβληθείσα σ’ αυτόν πειθαρχική ποινή, παραμένει εντελώς ατεκμηρίωτος.  Η πειθαρχική ποινή είναι καταχωρημένη στον προσωπικό φάκελο του αιτητή και με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας, τεκμαίρεται ότι αυτή του είχε γνωστοποιηθεί. Το βάρος της απόδειξης περί του αντιθέτου το φέρει ο αιτητής. Με βάση του πειθαρχικούς κανονισμούς που διέπουν την Εθνική Φρουρά η γνωστοποίηση πειθαρχικής ποινής γίνεται προφορικά.

Ο αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του αυτό ως όφειλε.

[*265]

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Aγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 120,

Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία επικύρωσε απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις Αξιωματικών του έτους 1997 η οποία έκρινε τον αιτητή ως “προακτέον κατ’ αρχαιότητα”.

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αυτή στρέφεται εναντίον απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 18.4.1997 με την οποία επικύρωσε απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις Αξιωματικών του έτους 1997 η οποία έκρινε τον αιτητή ως “προακτέον κατ’ αρχαιότητα”.

Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός Πεζικού του Στρατού της Δημοκρατίας και υπηρετεί με απόσπαση στην Εθνική Φρουρά.  Διορίστηκε στο Στρατό την 1.4.1962 με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Ανελίχθηκε στις διάφορες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και από την 6.12.1994 κατέχει το βαθμό του Συνταγματάρχη.

Ο αιτητής κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας για το έτος 1997 κρίθηκε ως “προακτέος κατ’ αρχαιότητα”. Η αιτιολογία που έδωσε το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων για την πιο πάνω απόφασή του έχει ως εξής:-

“Τα τρία Μέλη του Συμβουλίου κατάληξαν στην πιο πάνω απόφαση παρ’ όλο που οι βαθμολογίες του Συνταγματάρχη Κόκκινου στα ουσιαστικά προσόντα στις Εκθέσεις Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό δικαιολογούσαν κρίση ανώ[*266]τερης διαβάθμισης, αφού έλαβαν σοβαρά υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα του πειθαρχικού παραπτώματος με το οποίο βαρύνεται και για το οποίο του επιβλήθηκε το έτος 1991, η πειθαρχική ποινή της 6ήμερης κράτησης.

Το άλλο Μέλος του Συμβουλίου διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας και έκρινε τον Συνταγματάρχη Κόκκινο παραμένοντα στον ίδιο βαθμό.”.

Με βάση τη διαβάθμιση της κρίσης του αιτητή, το όνομά του καταχωρήθηκε σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 1996, στον αντίστοιχο Πίνακα των Συνταγματαρχών Όπλων του Στρατού Ξηράς που κρίθηκαν προακτέοι κατ’ αρχαιότητα.

Οι Πίνακες των Αξιωματικών που κρίθηκαν από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων κατά την τακτική σύνοδο του για το 1997, καθώς και τα πρακτικά της συνεδρίας, υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 42 στο Υπουργικό Συμβούλιο για κύρωση. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του με αριθμό 46.013 ημερομηνίας 7.5.1997, κύρωσε τους συνταχθέντες Πίνακες, χωρίς οποιαδήποτε μεταβολή.

Μετά την κύρωση από το Υπουργικό Συμβούλιο των Πινάκων των κριθέντων Αξιωματικών, η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, σύμφωνα με τον Κανονισμό 43.

Παρόλο που ο αιτητής με την κατ’ αρχαιότητα κρίση του μπορούσε να προαχθεί στον επόμενο βαθμό του Ταξιάρχου, εντούτοις δεν προάχθηκε γιατί οι κενές θέσεις που υπήρχαν κατελήφθησαν από ομοιόβαθμους του Αξιωματικούς που κρίθηκαν προακτέοι κατ’ εκλογή ή/και κατ’ αρχαιότητα που προηγούνταν έναντί του, σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις.

Με την προσφυγή του ο αιτητής προβάλλει τέσσερις νομικούς λόγους ακυρότητας. Επίκεντρο όλων των λόγων είναι ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση βασίσθηκε σε “άκυρο και/ή μη δυνάμενο να ληφθεί υπόψη στοιχείο.”.

Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε το 1991 ήταν άκυρη γιατί ενδεχομένως ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο και δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή κατά παράβαση των [*267]Κανονισμών.

Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας πρόβαλε, για πρώτη φορά, προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί, κατά τον ισχυρισμό του, δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα.  Εφόσον, ισχυρίζεται, μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας κρίσης, ακολούθησαν προαγωγές, η επίδικη κρίση του αιτητή ενσωματώθηκε στην τελική πράξη των προαγωγών. Στηρίζει δε τη θέση του αυτή στην απόφαση της Ολομέλειας Νεοκλής Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 120.

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση. Η κρίση Αξιωματικών δημιουργεί έννομα συμφέροντα για τον κρινόμενο γιατί μεταβάλλει την υπηρεσιακή του κατάσταση και μεταβάλλει τη θέση του στην Επετηρίδα. Στην απόφαση της Ολομέλειας Αλέξανδρος Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349, στη σελίδα 357 αναφέρονται τα εξής:-

“Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων είναι ξεχωριστές διοικητικές πράξεις που προσβάλλονται αυτοτελώς, γιατί η κατάταξη ως προακτέος κατ’ εκλογήν, κατ’ αρχαιότητα, και παραμένων στον ίδιο βαθμό, παράγει για τους κρινόμενους έννομα αποτελέσματα η ισχύς των οποίων συνεχίζεται σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία τους και επηρεάζει την ανέλιξή τους στην ιεραρχία.”.

Η υπόθεση Νεοκλής Αγαθαγγέλου (πιο πάνω) διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση ως προς τα γεγονότα και τα νομικά σημεία. Παρ’ όλο τούτο στη σελίδα 123 της απόφασης αναφέρονται τα εξής που επιβεβαιώνουν την ίδια προσέγγιση:-

“Οι κρίσεις αξιωματικών θεωρούνται ως πράξεις εκτελεστές εφόσον προδιαγράφουν με βεβαιότητα την αναμόρφωση της υπηρεσιακής κατάστασης των επηρεαζομένων. Σε τέτοιες περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα προσφυγής σε επηρεαζόμενα πρόσωπα όπως αναγνωρίζεται στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73. (Βλ. επίσης Π. Δ. Δαγτόγλου Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545.)  Εφόσον προδιαγράφεται ο επηρεασμός συμφέροντος με βεβαιότητα σε χρονικό σημείο του μέλλοντος αναγνωρίζεται δικαίωμα προσφυγής λόγω του αναπόφευκτου της έλευσής του.”.

Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί [*268]και απορρίπτεται.

Η κρίση του Συμβουλίου βασίστηκε ουσιαστικά στην πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή το έτος 1991. Η πειθαρχική ποινή ήταν καταγραμμένη στον προσωπικό φάκελο του αιτητή.

Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η πειθαρχική αυτή ποινή ουδέποτε του έχει κοινοποιηθεί και ως εκ τούτου είναι άκυρη. Επιπλέον για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι ενδεχομένως επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή από αναρμόδιο όργανο, ήτοι τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς.

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, εκτός του γεγονότος ότι προβάλλεται για πρώτη φορά στην αγόρευση του δικηγόρου, δεν αποδεικνύεται καθόλου από τα ενώπιόν μου στοιχεία, αφού και ο ίδιος ο αιτητής ή ο δικηγόρος δεν είναι βέβαιοι αφού χρησιμοποιούν τον όρο “ενδεχομένως”. Κρίνεται κατά συνέπεια ως ανυπόστατος αυτός ο ισχυρισμός.

Ο ισχυρισμός, επίσης, του αιτητή ότι δεν του είχε κοινοποιηθεί το 1991 ή μετά μέχρι σήμερα η επιβληθείσα σ’ αυτόν πειθαρχική ποινή παραμένει εντελώς ατεκμηρίωτος.

Η πειθαρχική ποινή είναι καταχωρημένη στον προσωπικό φάκελο του αιτητή και με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας τεκμαίρεται ότι αυτή του είχε γνωστοποιηθεί. Το βάρος της απόδειξης περί του αντιθέτου το φέρει ο αιτητής. Με βάση τους πειθαρχικούς κανονισμούς που διέπουν την Εθνική Φρουρά η γνωστοποίηση πειθαρχικής ποινής γίνεται προφορικά.

Καταλήγω, κατά συνέπεια, ότι ο αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του αυτό ως ώφειλε. Τονίζω ότι οι ισχυρισμοί για γεγονότα που γίνονται τόσο στην κύρια αγόρευση όσο και στην απαντητική του δικηγόρου του αιτητή επί του θέματος αυτού, δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν μαρτυρία ή αποδεικτικό υλικό που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη πράξη επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο