Κοντεμενιώτης Αντώνης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 4 ΑΑΔ 318

(1999) 4 ΑΑΔ 318

[*318]7 Απριλίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΝΤΕΜΕΝΙΩΤΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 181/97)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Πειθαρχική Διαδικασία ― Κ.Δ.Π. 160/86 – Άρθρο 9(1)(α) ― Συνοπτική διαδικασία ― Ο Διευθυντής μεριμνά για τη διεξαγωγή έρευνας ― Παράνομη η πειθαρχική ποινή στην προκειμένη περίπτωση, όπου ο Διευθυντής διεξήγαγε ο ίδιος την έρευνα, εκδίκασε την υπόθεση και επέβαλε και την ποινή ― Παράβαση της αρχής ότι κανείς δεν μπορεί να είναι κριτής της δικής του υπόθεσης ― Έλλειψη και του τεκμηρίου της αμεροληψίας.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την απόφαση καταδίκης του σε πειθαρχική διαδικασία, καθώς και της επιβολής σε αυτόν πειθαρχικής ποινής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

     Ένας από τους κύριους λόγους ακυρότητας που προβλήθηκαν από το δικηγόρο του αιτητή είναι ότι ο ίδιος ο Αν. Γενικός Διευθυντής διεξήγαγε την έρευνα και παράλληλα εκδίκασε ο ίδιος την υπόθεση και επέβαλε και την ποινή. Επειδή υπήρχε η πιθανότητα να “δικάσει” τελικά ο ίδιος την πειθαρχική υπόθεση μετά την έρευνα, θα έπρεπε να μεριμνήσει όπως η έρευνα διεξήγετο από άλλο πρόσωπο όπως προβλέπει ο Κανονισμός 9(1)(α).

[*319]         Ευσταθεί ο πιο πάνω λόγος ακυρότητας. Διεξάγοντας την έρευνα ο ίδιος ο Αν. Γενικός Διευθυντής, διαμόρφωσε τη δική του κρίση ως προς την υπαιτιότητα του αιτητή και του επέβαλε ταυτόχρονα και την ποινή.

     Παρόμοιο θέμα ηγέρθη και στην Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, όπου τα γεγονότα ήταν όμως κάπως διαφορετικά με την έννοια ότι ο ίδιος ο Δήμαρχος υπέβαλε τις συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον του αιτητή και μετείχε στο πειθαρχικό σώμα. Δεν υπάρχει όμως ουσιαστική διαφορά με την παρούσα περίπτωση όπου ο Αν. Γενικός Διευθυντής διεξήγαγε ο ίδιος τη διερεύνηση της υπόθεσης και παράλληλα επέβαλε και την ποινή.

     Υιοθετώντας την πιο πάνω απόφαση, το Δικαστήριο έχει την άποψη ότι κατ’ αναλογία και η επίδικη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και δε χρειάζεται να εξεταστούν άλλοι λόγοι ακυρότητας.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Bασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος πειθαρχικού αδικήματος και του επιβλήθηκε η ποινή της διακοπής της παροχής της ετήσιας προσαύξησής του για περίοδο 12 μηνών.

Ζ. Κατσούρης, για τον Αιτητή.

Π. Πολυβίου, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

AΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου να κρίνει ένοχο τον αιτητή επί πειθαρχικής κατ’ αυτού κατηγορίας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη [*320]οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του καθ’ ου ημερ. 14.1.97 με την οποίαν του επέβαλε την ποινή της διακοπής από την 1.2.97 της παροχής της ετήσιας προσαύξησης του μισθού του για περίοδο 12 μηνών είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."

Κατά ή περί τις 14.11.96 ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ) πληροφόρησε τον αιτητή ότι διερευνούσε το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος από τον αιτητή.

"Σας πληροφορώ ότι, βάσει του Κανονισμού 9(1)(α) του Πειθαρχικού Κώδικα (ΚΔΠ 160/86), διερευνώ το ενδεχόμενο να έχετε διαπραξει το αδίκημα της μή συμμόρφωσης προς νόμιμη εντολή της Διεύθυνσης.

Το ενδεχόμενο αυτό προκύπτει:

- Από στοιχεία που περιέχονται στην επισυναπτόμενη επιστολή του Τμηματάρχη Προγραμμάτων Τηλεοράσεως, ημερ. 8.11.1996, προς εμέ, σύμφωνα με τα οποία αρνηθήκατε ή παραλείψατε να προσέλθετε στο γραφείο του προϊσταμένου σας την 1.11.1996 για να σας αναθέσει καθήκοντα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης σας, όπως σας ζήτησα με την επιστολή μου ημερ. 29.10.1996 και η άρνηση ή παράλειψή σας αυτή συνεχίζεται, παρά το ότι ο Τμηματάρχης Προγραμμάτων Τηλεοράσεως σε συνάντησή σας στις 5.11.1996 σας ανέφερε ότι είχατε υποχρέωση να παρουσιασθείτε στον προϊστάμενό σας για να σας αναθέσει εργασία.

 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."

Στη συνέχεια καλούσε τον αιτητή να του υποβάλει γραπτώς έκθεση σχολιάζοντας τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω και αφορούσαν το ενδεχόμενο να έχει διαπράξει το πιο πάνω αναφερόμενο αδίκημα.

Στις 2 Ιανουαρίου 1997 στάληκε από τον Αν. Γενικό Διευθυντή η ακόλουθη επιστολή στον αιτητή:

"Εν συνεχεία των επιστολών μου, ημερ. 14.11.1996 και [*321]21.11.1996 σας πληροφορώ ότι έχω κρίνει από την έρευνα που διεξήγαγα ότι, εκ πρώτης όψεως έχετε διαπράξει το αναφερόμενο στην επιστολή μου, ημερ. 14.11.1996, πειθαρχικό αδίκημα της μη συμμόρφωσης προς νόμιμη εντολή της Διεύθυνσης, που περιλαμβάνεται στον ΠΡΩΤΟ ΠΙΝΑΚΑ, ΜΕΡΟΣ 1 του Πειθαρχικού Κώδικα του Ιδρύματος (ΚΔΠ 160/86).

Με βάση τις πρόνοιες του Πειθαρχικού Κώδικα, σας καλώ να παρουσιασθείτε ενώπιόν μου την Πέμπτη, 9 Ιανουαρίου 1997, και ώρα 10.00 π.μ. στο γραφείο μου, για να προβείτε σε οποιεσδήποτε παραστάσεις επιθυμείτε αναφορικά με το πιό πάνω αναφερόμενο αδίκημα. Δύνασθε, αν το επιθυμείτε, να προβείτε προηγουμένως και σε οποιαδήποτε γραπτή παράσταση.

Αν δεν ενεργήσετε ως ανωτέρω, θα θεωρήσω ότι, δεν έχετε ο,τιδήποτε να μου αναφέρετε και θα ενεργήσω με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία."

Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Αν. Γενικού Διευθυντή κατά τις 9-10 Ιανουαρίου 1997 και προέβη σε παραστάσεις αναφορικά με τα υπό διερεύνηση θέματα. Σε παραστάσεις προέβη και ο δικηγόρος του αιτητή που το συνόδευε. Επίσης ο αιτητής απέστειλε διάφορες επιστολές στη διεύθυνση, στις οποίες έκφραζε τις απόψεις του.

Η επίδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 14.1.97 στην οποία αναφέρονται:

"Εν συνεχεία των επιστολών μου ημερ. 14.11.1996, 21.11.1996 και 2.1.1997 και της ενώπιόν μου παρουσίας σας την 10.1.1997, σας πληροφορώ ότι εκ των ενώπιόν μου στοιχείων, περιλαμβανομένων και όσων μου έχετε υποβάλει εσείς, προκύπτει ότι έχετε διαπράξει το αδίκημα της μη συμμόρφωσης προς νόμιμη εντολή της Διεύθυνσης και συγκεκριμένα της άρνησης ή παράλειψης να συμμορφωθείτε προς την εντολή της Διεύθυνσης να προσέλθετε την 1.11.1996 στο γραφείο του Προϊσταμένου σας, για να σας αναθέσει καθήκοντα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης σας.

Βάσει του Κανονισμού 10 του Πειθαρχικού Κώδικα (ΚΔΠ 160/86), σας επιβάλλω για το πιο πάνω αδίκημα την ακόλουθη ποινή.

Διακοπή από την 1.2.1997 της παροχής της ετήσιας προσαύξησης [*322]του μισθού σας για περίοδο 12 μηνών.

. . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . "

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 5 Μαρτίου 1997.

Σχετικοί με το υπό συζήτηση θέμα είναι οι περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμοί του 1986 (Κ.Δ.Π. 160/86) και ειδικότερα οι Κανονισμοί 9(1) και 10(1) που προνοούν τα ακόλουθα:

"9(1) Εάν καταγγελθή εις τον Γενικόν Διευθυντήν ότι υπάλληλος δυνατόν να έχη διαπράξει πειθαρχικόν αδίκημα τότε:

(α) εάν το αδίκημα είναι εκ των αναγραφομένων εις το Μέρος 1 του Πρώτου Πίνακος, των παρόντων Κανονισμών, ο Γενικός Διευθυντής μεριμνά αμέσως όπως διεξαχθή έρευνα κατά τοιούτον τρόπον οίον ήθελεν ούτος διατάξει και ενεργεί ως προνοείται εν τω Κανονισμώ 10:"

"10(1) Ο Γενικός Διευθυντής κέκτηται εξουσίαν προς συνοπτικήν εκδίκασιν οιωνδήποτε των πειθαρχικών αδικημάτων των αναγραφομένων εις το Μέρος 1 του Πρώτου Πίνακος των παρόντων Κανονισμών και εν τη περιπτώσει ταύτη κέκτηται εξουσίαν όπως επιβάλλη οιασδήποτε των ποινών αι οποίαι αναγράφονται εις το Μέρος ΙΙ του Πίνακος τούτου."

Το αδίκημα για το οποίο έχει καταγγελθεί ότι διέπραξε ο αιτητής περιλαμβάνεται στον Πρώτο Πίνακα Μέρος Ι και η ποινή που του επεβλήθη στο μέρος ΙΙ του ιδίου Πίνακα.

Ένας από τους κύριους λόγους ακυρότητας που προβλήθηκαν από το δικηγόρο του αιτητή είναι ότι ο ίδιος ο Αν. Γενικός Διευθυντής διεξήγαγε την έρευνα και παράλληλα εκδίκασε ο ίδιος την υπόθεση και επέβαλε και την ποινή.  Επειδή υπήρχε η πιθανότητα να "δικάσει" τελικά ο ίδιος την πειθαρχική υπόθεση μετά την έρευνα, θα έπρεπε να μεριμνήσει όπως η έρευνα διεξήγετο από άλλο πρόσωπο όπως προβλέπει ο Κανονισμός 9(1)(α).

Έχω την άποψη πως ευσταθεί ο πιο πάνω λόγος ακυρότητας.  Διεξάγοντας την έρευνα ο ίδιος ο Αν. Γενικός Διευθυντής διαμόρφωσε τη δική του κρίση ως προς την υπαιτιότητα του αιτητή και του επέβαλε ταυτόχρονα και την ποινή.

[*323]

Παρόμοιο θέμα ηγέρθη και στην υπόθεση Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393, όπου τα γεγονότα ήταν όμως κάπως διαφορετικά με την έννοια ότι ο ίδιος ο Δήμαρχος υπέβαλε τις συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον του αιτητή και μετείχε στο πειθαρχικό σώμα.

Δεν υπάρχει όμως ουσιαστική διαφορά με την παρούσα περίπτωση όπου ο Αν. Γενικός Διευθυντής διεξήγαγε ο ίδιος τη διερεύνηση της υπόθεσης και παράλληλα επέβαλε και την ποινή.

Στη Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (ανωτέρω) ο Πικής Π. είπε τα ακόλουθα:

"Συντρέχει όμως και άλλος ανεξάρτητος λόγος που δικαιολογεί την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Αυτός προκύπτει από τη συμμετοχή του Δημάρχου στη σύνθεση του πειθαρχικού σώματος που επιλήφθηκε των κατηγοριών εναντίον του αιτητή. Αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης ότι κανένας δεν μπορεί να είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης. (Βλέπε μεταξύ άλλων P. Papanayiotou v. C.T.O. and Αnother (1986) 3 C.L.R. 790, 799, βλέπε επίσης Τάχου - σύγχρονοι Τάσεις της Αρχής της Νομιμότητος εις το Διοικητικόν Δίκαιον (1973) σελ. 137).

Προέκταση της αρχής αυτής είναι ότι κατήγορος δεν μπορεί να είναι παράλληλα και κριτής του κατηγορουμένου.

Ανεξάρτητα από το ασυμβίβαστο των δύο ιδιοτήτων του κατηγόρου και κριτή ελλείπει στην προκείμενη περίπτωση, λόγω της συμμετοχής του Δημάρχου, και το τεκμήριο της αμεροληψίας, απαραίτητο προσόν για την άσκηση των καθηκόντων του κριτή στην πειθαρχική δίκη. Ο Δήμαρχος όχι μόνο είχε προβεί στην καταγγελία εναντίον του αιτητή, αλλά ταυτόχρονα γνωστοποίησε στο συμβούλιο ότι ο ίδιος είχε ανακαλύψει ατασθαλίες για τις οποίες ο αιτητής ήταν υπεύθυνος. Η βεβαιότητα ως προς την ευθύνη του αιτητή σε συνδυασμό με την υποβολή της καταγγελίας εύλογα θα εδικαιολογούσαν τρίτο πρόσωπο ενήμερο αυτών των γεγονότων να θεωρήσει το Δήμαρχο ως στερούμενο των εχέγγυων του αμερόληπτου κριτή της ευθύνης του κατηγορουμένου. Διαφορετική θα ήταν η περίπτωση αν η αναφορά του Δημάρχου περιοριζόταν στην ανάγκη για τη διερεύνηση καταγγελιών εναντίον του αιτητή ή του τρόπου άσκησης των καθηκόντων του. Η μορφοποίηση οριστικής γνώμης για την ευθύνη του και η προβολή της ως του βάθρου της κατηγορίας αποστέρησε το [*324]Δήμαρχο από τα εχέγγυα αμεροληψίας, που συνιστά προϋπόθεση για την εκπλήρωση του έργου του κριτή του κατηγορουμένου. Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027 - βλ. σελ. 1035. Soteriadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 300. Yiannoulla Louca v. Savva a.o. (1989) 3 C.L.R. 672."

Υιοθετώντας τα πιο πάνω, έχω την άποψη ότι κατ’ αναλογία και η επίδικη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και δεν χρειάζεται να εξεταστούν άλλοι λόγοι ακυρότητας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο